01 Μαρτίου, 2010

ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΕΡΒΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ πρ. ΕΡΖΕΓΟΒΙΝΗΣ κ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΣΕ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ π. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΤΣΕΤΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΗΓΕΜΟΝΙΚΟ ΡΟΛΟ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ – 2010.

Ἀποστολικός Κανόνας 34:

«Οι Επίσκοποι εκάστου έθνους πρέπει να γνωρίζουν τον πρώτο μεταξύ αυτών και να τον θεωρούν ως την κεφαλήν και τίποτε το περιττόν να μη κάνουν άνευ της γνώμης του, αλλά έκαστος ας κάνει μόνον ότι αφορά «τη εκείνου παροικία» (=επισκοπή) και των διαμερισμάτων αυτής. Αλλά ούτε τούτος (ο Πρώτος) να μην κάνει τίποτε άνευ της πάντων γνώμης, (δηλαδή άνευ των υπολοίπων Επισκόπων), διότι έτσι θα υπάρξει ομόνοια και θα δοξαστεί ο Θεός διά του Υιού εν Αγίω Πνεύματι, Πατήρ και Υιός καί Άγιο Πνεύμα».

Να υπενθυμίσουμε πως τούτος ο 34ος Αποστολικός Κανών είναι παρόμοιος με τον 9ον κανόνα της Συνόδου της Αντιοχείας, (340-341 μ.Χ.), ο οποίος αφορά το ίδιον θέμα κάπως αναλυτικότερον από τον πρώτον, ενώ στηρίζεται και επικαλείται αυτόν τον 34ον Αποστολικό Κανόνα, ειδικά με τα λόγια: «Κατά τον αρχαιότερο κρατούντα εκ των Πατέρων ημών κανόνα». Άλλωστε, τούτος ο 34ος Αποστολικός Κανόνας είναι ένας από τους θεμελιώδης Κανόνες της Αρχαίας Εκκλησίας, ο οποίος συνδέει την συνοδική ζωή και την συνοδική οργάνωσι της Εκκλησίας με την μίμησιν καί την αντανάκλασιν του υπερνούν ασυγκρίτου Μυστηρίου της Αγίας Τριάδος, διότι η Εκκλησία είναι δημιουργημένη και ζει και εργάζεται κατ’ εικόνα της Θείας Τριάδος ( Εφ. 2, 10-22, Κορινθ. Β΄ 13, 13, Μυσταγωγία Αγίου Μαξίμου).

Επαναλαμβάνοντες εν περιλήψει το περιεχόμενο του 34ου Αποστολικού Κανόνος, ο Κωνσταντινοπολίτης Κανονολόγος Ιωάννης Ζωναράς υπενθυμίζει πως ο 34ος Κανόνας εντέλλεται εις τους Επισκόπους κανείς να μην ενεργεί ανεξάρτητα εν σχέσει προς «την κοινήν της Εκκλησίας κατάστασιν», δηλαδή σε θέματα δογματικά, οικονομίας, δηλαδή διευθετήσεως γενικών λαθών, χειροτονίας Αρχιερέων καί άλλα παρόμοια, αλλά γύρω από αυτά τα θέματα μαζί με τον Πρώτο να συνδυασκέπτωνται καί να συναποφασίζουν το καλύτερον δι’ όλους… Αλλά καί εις τον Πρώτον Επίσκοπον δεν επιτρέπει (ο Κανών) «τη τιμή καταχρώμενον εις δυναστείαν ταύτην αμείβειν και εναυθεντείν», δηλαδή να μην κάνει κατάχρησιν της τιμής που έχει (πρωτείο τιμής) και μη την μετατρέπη σε δυναστεία (=εξουσία) καί αυθαιρεσία, άνευ της κοινής γνώμης των Συλλειτουργών του, ενεργών κάτι από τα αναφερθέντα ή άλλα παρόμοια. Διότι (ο Κανών) επιθυμεί «ομονοείν τους αρχιερείς» και να είναι συνδεδεμένοι με «τω της αγάπης δεσμώ (Κολ. 3,14)» και να γίνονται «υπόδειγμα προς αγάπην τε και ομόνοιαν» στους κληρικούς τους και στον λαό, ώστε έτσι να δοξασθή ο Θεός κατά την ευαγγελικήν διδασκαλίαν, η οποία λέγει: «Ούτω λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως ίδωσιν υμών τα καλά έργα και δοξάσωσι τον Πατέρα υμών των εν τοις ουρανοίς» (Ματθ. 5, 16). Και θα δοξασθή ο Θεός (ο Πατήρ) διά του Κυρίου, διότι αυτός εφανέρωσεν το Όνομά του εν τοις ανθρώποις και την αγάπην ενομοθέτησεν. Και θα δοξασθή εν Αγίω Πνεύματι, διότι δια μέσου Αυτού οι Απόστολοι έγιναν σοφοί και εδίδαξαν τα έθνη (Σύνταγμα Ράλλη -Ποτλή, 2. 45-46).

Λοιπόν, και η απλή σύγκρισις τοῦ 34ου Αποστολικού Κανόνος, ιδιαιτέρως κατά την πιστήν ερμηνείαν του Ζωναρά, με το κείμενο του Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Τσέτση, που έγραψε με αφορμή την πρόσφατη Συνεδρίασι της Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικής Επιτροπής των Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών στο Σάμπεζι της Γενεύης, όπου ήτο παρών καί ο π. Τσέτσης (άλλωστε γνωστός ως «πανταχού παρών» της Γενεύης), δείχνει, για να πούμε απλά, δύο κόσμους ή για να πούμε με τα τελευταία δικά του λόγια, μεταξύ των λόγων του και των του Κανόνος «χάσμα μέγα εστήρικται» (Λουκ. 16, 26).

Διότι την στιγμή ακριβώς που οι Ορθόδοξοι έτειναν καί κατώρθωσαν νά συμφωνήσουν στην Γενεύη και να λειτουργήση με σωστόν τρόπο ο 34ος Αποστολικός Κανόνας περί της Συνοδικότητος της ζωῆς, οργανώσεως καί λειτουργίας των Ορθοδόξων Εκκλησίων στο επίπεδο των διαβοηθών «Αυτοκεφαλιών» - καίτοι ζήτημα είναι εάν ο Κανόνας ούτος λειτουργεί και μέσα σ’ αυτά τα περιφρουρημένα «κάστρα», διότι και εκεί συχνά συμβαίνει ώστε «τη τιμή καταχρώμενος είς δυναστείαν ταύτην αμείβων και εναυθεντών», ο Πρώτος μεταξύ των ίσων γίνεται όλο και συχνότερα ο «Πρώτος» καί ο «Μοναδικός», και στο φανάρι, και στο Βορρά, και στο Νότο, καί στην Ανατολή καί στην Δύση, όπως παλαιά έκανε καί επί αιώνες κάνει η Παλαιά Ρώμη, και συχνά τόν μιμούνται και η Νέα καί η Τρίτη (Ρώμη), μη εμμένοντας εις αυτό πού υπαγορεύει ο Αποστολικός Κανόνας παραπέμποντάς μας όλους στό Ευαγγέλιο καί την Λειτουργία; - ξαφνικά εμφανίζεται ο π. Τσέτσης ο Μέγας Πρωτοπρεσβύτερος, με τη δική του «νότα» ή «θρήνο», τό οποίο εκείνος μουσικά ονομάζει «ημιτελή συμφωνία», δηλαδή συγκρίνει αυτό πού συνέβη στη Γενεύη μέ τήν «ημιτελή συμφωνία» του Σούμπερτ. Εμείς όμως οι άμουσοι ή οι ημιμαθείς μουσικοί, ξέρουμε πώς οι ορθόδοξοι μιλάνε καί μαρτυρούν περί της Πεντηκοστής καί του Αγίου Πνεύματος ως «πολυφωνική συμφωνία και συμφωνική πολυφωνία», και αυτό είναι εκείνο πού αρμονικά αντηχεί ο 34ος Αποστολικός Κανόνας στα αυτιά μας, στίς καρδιές μας, στίς διάνοιες καί στίς ψυχές μας, όταν συμφώνως δοξάζομεν τό Πανάγιον Πνεύμα.

Όμως ο π. Τσέτσης σαν να μην ακούει τόν Κανόνα αυτόν, καί μας κάνει μάθημα περί «των λεπτών θεολογικών, εκκλησιολογικών καί κανονικών ζητημάτων». Τέτοια και παρόμοια «μαθήματα», χρόνια τώρα, ακούμε από αυτόν καί τούς ομοίους του, καί λόγω αυτής της πολυλογίας τους αυτοί οι ίδιοι δέν ακούν τήν ευαγγελική, τήν πεντηκοστιανή καί τήν αγιοκανονική ΟΜΟΝΟΙΑ της πάντων γνώμης. Εκείνην τήν ομόνοια καί εκείνην τήν γνώμη, διά τήν οποία μιλούσαν καί μαρτυρούσαν ακόμα οι παλαιοί Πατέρες: ο Άγ. Ιγνάτιος Αντιοχείας καί ο Άγ. Ειρηναίος Λυώνος. Ο πρώτος μαρτυρών περί της ισότητος, συμφώνου γνώμης καί ενότητος όλων των στην Οικομένην Επισκόπων, στην Γνώμη του Χριστού, όπως Αυτός είναι στήν ΓΝΩΜΗ του Πατρός, καί ο δεύτερος γράφων περί της συμφωνίας της ΓΝΩΜΗΣ της Εκκλησίας με την Ευχαριστία και περί της Ευχαριστίας, ως βεβαίωσΙ της ΓΝΩΜΗΣ καί Ενότητος της Εκκλησίας καί Εκκλησιών Ορθοδόξων.

Από τότε που μερικοί τέτοιοι όπως ο π. Τσέτσης σταμάτησαν νά διαβάζουν καί νά κατανοούν τι διαβάζουν, δηλαδή ν’ ακούν τήν λειτουργικο-ευχαριστιακή γλώσσα των Αγίων Ευαγγελίων, και των Αγίων Κανόνων και της Ιεράς Παραδόσεως της Εκκλησίας, της Μιάς, Καθολικής, Αποστολικής καί Ορθοδόξου, από Ανατολή έως Δύσι, και από Νότο έως Βορρά, από τότε άρχισαν να υποκινούν τέτοια ζητήματα, όπως αυτός κάνει μέ το μικρό του, αλλά πικρό άρθρο, μέ τό οποίο ουσιαστικά προκαλεῖ ζημία ακριβώς σ΄ αυτό πού θέλει να υπερασπιστή.

Το ότι έχουμε νά κάνωμε μέ ένα πικρό κείμενο γραμμένο μετά την πανορθόδοξη συμφωνία στό Σάμπεζι, άρθρο πικρό γιά τό Ορθόδοξο Πλήρωμα από τά Ιεροσόλυμα έως τό Ιλλυρικό καί μέχρι τόν Ειρηνικό, είναι φανερό άλλωστε καί από αυτό τό ίδιο το κείμενο. Νά υπενθυμίσωμε πως ο Πατήρ Γεώργιος Τσέτσης γράφει σαν να κουνάει μπροστά μας ένα μπαϊράκι (=σημαία) περί του «ορατού σημείου της ορθοδόξου ενότητος», περί «του εκφραστού της Ορθοδόξου Εκκλησίας ανά τη οικουμένη», «εκφραστού εις το παγκόσμιο - οικουμενικό επίπεδο της αντιλήψεως ‘Πανορθοδοξίας’ κ.λ.π., γιά νά καταλήξη μέ λόγια βλάσφημα γιά τήν Ορθόδοξη Εκκλησία γράφοντας: «Από σκοπιάς εκκλησιολογικής, σε τι διαφέρουμε, τελικά, από Λουθηρανούς, Κονγκρεγκασιοναλιστές καί Μεταρρυθμισμένους, όταν, βάσει εθνο-φυλετικών κριτηρίων καί πολιτικών υπολογισμῶν ….. διασπούμε την Μία, Αγία, Καθολική καί Αποστολική Εκκλησία και ενεργούμε πλέον ως δεκαπέντε ανεξάρτητες απ΄αλλήλων μονάδες, ως αυτοδιάθετα «καπετανάτα» ;!;

Τέτοια αυθάδεια πραγματικά δέν περιμέναμε νά ακούσουν οι Ορθόδοξες Αδελφικές Εκκλησίες από τήν Γενεύη από τό Σαμπεζύ καί μάλιστα από ένα μέγα Πρωτοπρεσβύτερο!

Γράφει ακόμα σε αυτό τό πικρό άρθρο του: «Δέν είναι δύσκολο πίσω από τη δυσχέρεια αυτή (γιά τήν υπογραφή του τόμου Αυτοκεφαλίας) νά δει κανείς μία υποβόσκουσα τάσι ορισμένων Ορθοδόξων Εκκλησίων των βορείων καί ανατολικών διαμερισμάτων της Ευρώπης, να περιορίσουν τό διακόνημα τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως ως Πρώτου της Ορθοδοξίας Επισκόπου καί νά αμφισβητήσουν τόν θεσμικό του ρόλο, ως ορατού σημείου της Ορθοδόξου ενότητος …» κ.λ.π.

Τέτοιες ύποπτες, επικίνδυνα ύποπτες καταγγελίες, ακούμε προσφάτως, αλλά αυτές εκφράζουν περισσότερο την ταραχή καί αβεβαιότητα τέτοιων αλλοιωμένων αντιλήψεων καί ερμηνειών περί της τιμής καί υπολήψεως καί από αιώνων αιτιολογημένα καί κανονικά παραδεκτής θέσεως καί ρόλου της Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Εκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, εν Συνάξει των «πάντα ευσχημόνως καί κατά τάξιν» (Α΄ Κορινθ. 14, 40) γινομένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών ανά την Οικουμένη, από τά πρεσβυγενή έως καί τά νεότερα καί νεώτατα Ορθόδοξα Πατριαρχεία καί Αρχιεπισκοπές, πού αποτελούν δωρεές καί θεσμούς του Ενός και του Αυτού Πνεύματος του Παρακλήτου της Εκκλησίας, της Αγίας καί Ομοουσίου καί Ζωοποιού καί Αδιαιρέτου Τριάδος.

Δέν επιθυμούμε να σχολιάσουμε άλλο τό έν λόγω καί με τοιούτον λεξιλόγιον γραμμένον κείμενον του Πρωτοπρεσβυτέρου από τη Γενεύη, καθώς καί τήν ταραχή τήν οποίαν κρύβουν τά λόγια του – ταραχή τήν οποία φέρει κάθε φιλαρχία, η οποία δέν δημιουργείται, καί δέν μπορεί νά δημιουργηθή, από μία αληθινή βίωση καί πραγματοποίησι των Ευαγγελικών λογίων του Χριστοῦ, του Πρώτου καί του Θεμελίου καί της Κεφαλής καί του Κέντρου της Εκκλησίας, της Ορατής καί Αοράτου, Επιγείου και Ουρανίου: «Ος εάν θέλη εν υμίν είναι πρώτος, έσται ημών δούλος, ώσπερ ο Υιός του Ανθρώπου ουκ ήλθε διακονηθήναι, αλλά διακονήσαι» (Ματθ. 20, 27-28).

Ένα είναι τό βέβαιο · πως όλοι οι αληθινά Ορθόδοξοι, αληθινά Εκκλησιαστικοί (Ecclesistici, όπως ονόμαζε τους Ορθοδόξους ο Άγιος Ειρηναίος) επιθυμούμε καί προσευχόμαστε νά γίνη επιτέλους η Μεγάλη Ορθόδοξος Σύνοδος, όπως ήδη καί υπήρξαν Οικουμενικοί Σύνοδοι μετά τήν 7η Οικουμενική Σύνοδο. Αλλά θεωρούμε πως η «κατ’ επιλογήν» (λίγο - πολύ ολοΐδιοι άνθρώποι)· αντιπροσώπευσι των Ορθοδόξων Εκκλησιών, όπως γίνεται στη Γενεύη, δέν αποτελεῖ πραγματική έκφρασι καί αντανάκλασι της Καθολικότητος καί Συνοδικότητος της Αποστολικής Εκκλησίας, των Ορθοδόξων Εκκλησιών ανά την Οικουμένην, ούτε ακόμη έκφρασι της πραγματικής τους χαρισματικο - λειτουργικής και κανονικής ενότητος, εκπεφρασμένης καί αδιαιρέτως μετεχομένης και μεταλαμβανομένης και κοινωνουμένης εν πληρότητι εις «την ενότητα της πίστεως καί την Κοινωνίαν του Αγίου Πνεύματος», όπως προσευχόμαστε εις τήν Θεία Λειτουργία.

Δόξα καί ευχαριστία εις τον Θεόν, διότι τό έργο Του είναι η ύπαρξις αληθινής και αδιαιρέτου Ενότητος και Κοινωνίας πίστεως, χάριτος και κανονικής τάξεως των Ορθοδόξων Εκκλησιών εις τον Ένα Χριστό Θεάνθρωπο και εις το Ένα Σώμα Του, κι όχι σ΄εκείνη την ενότητα της Ουάσιγκτον, των Βρυξελλών, της Ρώμης, της Γενεύης εις τήν οποίαν θά ήθελε όλοι νά αποβλέπουμε ο π. Τσέτης (του οποίου φαίνεται πως τό «μέτρο» της «παγκόσμιας ενότητος» είναι τά Ηνωμένα Έθνη ή η «Ευρωπαϊκή Ένωσις», όπως καί στους συγγραφείς της περιλαλήτου Εγκυκλίου του 1920, τήν οποία ούτε έγραψε, ούτε εξέδωσε ο Πρώτος του Φαναρίου, διότι τότε δέν υπήρχε στό θρόνο! Τό μέτρον τους, φαίνεται, ήταν ο Liga (=ομοσπονδία) των «Εθνῶν/λαών» καί η εγκύκλιος του 1920 κηρύττει αντί «Liga» (=ομοσπονδία) των «Εκκλησίων» λανθασμένα μεταφράζοντας αυτό μέ μη παραδεκτή διά τήν Ορθόδοξη Εκκλησιαστικό - ευχαριστιακή αντίληψι και έκφρασι «Κοινωνία των Εκκλησιών», εννοώντας ακριβώς της Προτεσταντικές αιρέσεις τις οποίες αναφέρει ο π. Τσέτσης, καθώς καί διά το σχίσμα της Δύσεως, το οποίον όλως παραδόξως στό άρθρο του δέν αναφέρει, αλλά φανερά όμως υπονοεί καί διαβλέπει, αφού έτσι ερμηνεύει τη θέσι του Πρώτου μεταξύ ίσων καί ομοίων στην Ορθοδοξία, δηλαδή ακριβώς τό αντίθετο από τά γράμματα καί το πνεύμα του 34ου Αποστολικού Κανόνος).

Νά προσθέσουμε, τέλος, αυτό το οποίον είπαμε εδώ καί μερικούς μήνες στόν Σεβασμιώτατο Προεδρεύοντα στίς δύο πρόσφατες Συνάξεις στήν Γενεύη (Ιούνιο – Δεκέμβριο): «Θεωρούμε καί νομίζουμε καί επιθυμούμε, όχι μόνον προσωπικώς, αλλά επαναλαμβάνοντας την αναφορά καί τα συμπεράσματα πολύ μεγαλυτέρων από εμάς Ορθοδόξων: Ιδού ολόκληρη χιλιετία, τό πρώτο έργο της μελλοντικής Μεγάλης Συνόδους της Ορθοδοξίας, υπό τήν Προεδρίαν του Πρώτου Πατριάρχου καί Αρχιερέως της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως καί Συμπροεδρευόντων Ορθοδόξων Αρχιερέων – όπως γινόταν πάντοτε διά μέσου τῶν αιώνων άχρι καί σήμερον – θά πρέπει να είναι: κατάφασι όλων των μέχρι σήμερα Επτά Οικουμενικών Συνόδων καί ταυτοχρόνως ένταξις καί συναρίθμησις είς αυτάς τουλάχιστον δύο κατόπιν γινομένων Συνόδων οι οποίες ήταν πραγματικά Οικουμενικές Σύνοδοι: της Μεγάλης Συνόδου του Αγίου Φωτίου (880 μ.Χ.) καί της Μεγάλης Συνόδου του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά (1341 καί 1351 μ.Χ.).

+ Επ. Αθανάσιος εφησυχάζων Ερζεγοβίνης

__________________________________

Η ΑΠΟΨΗ ΤΟΥ π. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΤΣΕΤΣΗ ΕΧΕΙ ΩΣ ΑΚΟΛΟΥΘΩΣ

Η «ημιτελής συμφωνία» της Γενεύης
του Μ. Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Τσέτση

Η Διορθόδοξη Προπαρασκευαστική Επιτροπή που συνήλθε προ ημερών στο Ορθόδοξο Κέντρο του Οικουμενικού Πατριαρχείου στη Γενεύη, (9-17 Δεκεμβρίου 2009), υπήρξε, χωρίς αμφιβολία, μια άκρως ενδιαφέρουσα και αξιοπρόσεκτη σύναξη. Μια νέα γενεά Ιεραρχών και θεολόγων, μαζί με τους αρχαιότερους και πλέον πεπειραμένους περί τα Διορθόδοξα θέματα αδελφούς των, έδωσαν μια διαφορετική «νότα» στις διαβουλεύσεις, οι οποίες διεξήχθησαν μέσα σε μια ήρεμη και άκρως πολιτισμένη ατμόσφαιρα. Και τούτο διότι κατά τις συζητήσεις λεπτών θεολογικών, εκκλησιολογικών και κανονικών ζητημάτων, έστω κι αν διατυπώνονταν θέσεις εκ διαμέτρου αντίθετες προς εκείνες άλλων, τούτο γινόταν με ευπρέπεια και την δέουσα κοσμιότητα, μιας και έλειπαν «κορώνες», λογομαχίες και διαπληκτισμοί, που κάποτε ήταν σύνηθες φαινόμενο στα διορθοδόξως δρώμενα.

Ένα θετικό στοιχείο της Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικής Ἐπιτροπής υπήρξε, ομολογουμένως, η ενιαία τοποθέτηση των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών ως προς την έννοια και το περιεχόμενο του Αυτονόμου, και η σχεδόν αβρόχοις ποσίν έγκριση του κειμένου όσον αφορά στον τρόπο με τον οποίο ανακηρύσσεται η Αυτονομία μέσα σ΄ένα τμήμα της κανονικής δικαιοδοσίας μιας Αυτοκεφάλου Εκκλησίας.

Δυστυχώς, όμως, αυτό που επετεύχθη σε σχέση με το Αυτόνομο, δεν κατέστη δυνατόν να επιτευχθεί και με το θέμα της Αυτοκεφαλίας. Και θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς ότι ως προς το συγκεκριμένο αυτό σημείο υπάρχει κάποια ομοιότητα μεταξύ του έργου της εν λόγῳ Επιτροπής και της πολυπαιγμένης και δημοφιλούς ογδόης Συμφωνίας του Franz Schubert, γνωστής ως «Ημιτελούς Συμφωνίας»!

Διότι, όπως το υπέροχο τούτο δημιούργημα του ρωμαντικού αυτού μουσουργού αφήνει ανικανοποίητο τον μελομανή, τοιουτοτρόπως και η διορθόδοξη συμφωνία που επετεύχθη στη Γενεύη, έπειτα από ατέρμονες συζητήσεις, γύρο από το θέμα της Αυτοκεφαλίας και του τρόπου ανακηρύξεως αυτής, έδωσε μια γεύση του «ημιτελούς» και αφήκε ανικανοποίητους όσους ήλπιζαν ότι, έπειτα από χρόνια απραξίας (η προηγούμενη Προπαρασκευαστική Επιτροπή είχε συνέλθει το 1993!), η Πανορθοδοξία θα ήταν πλέον σε θέση να «κλείσει» τον φάκελλο και να τον παραπέμψει διά τα περαιτέρω στην Ε΄ Πανορθόδοξη Προσυνοδική Διάσκεψη.

Πολύ περισσότερο εφ΄όσον οι Σεπτοί Ορθόδοξοι Προκαθήμενοι, κατά την προ έτους περίπου Σύναξή τους στο Φανάρι (Οκτώβριος του 2008), ενστερνιζόμενοι την πρόταση του προσκαλέσαντος αυτούς Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, είχαν ομόφωνα εκφράσει την βούληση τους να επισπευσθεί η χρονίζουσα διαδικασία συγκλήσεως της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας. [Για την οποία, σημειωθήτω, μιλούμε επί 75 ολόκληρα χρόνια και την προετοιμάζουμε εδώ και πέντε σχεδόν δεκαετίες. Από το 1961!]

Ο λόγος, για την δυσκολία της Διορθοδόξου Επιτροπής να ολοκληρώσει την ενιαία θέση των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, όχι όσον αφορά στην φύση και τον τρόπο ανακηρύξεως της Αυτοκεφαλίας ενός τμήματος μιας δεδομένης Αυτοκεφάλου Εκκλησίας, (περί τούτου υπήρξε συμφωνία), αλλά ως προς τον τρόπο υπογραφής (!) του σχετικού Τόμου Αυτοκεφαλίας. Τουτέστι, αν θα πρέπει ο Τόμος αυτός να υπογράφεται μόνο από τον κηρύσσοντα την Αυτοκεφαλία Πρώτο Επίσκοπο της Ορθοδοξίας, ήτοι τον Οικουμενικό Πατριάρχη, ή και από τον Προκαθήμενο της Εκκλησίας-μητρός από την οποία αποσπάται η νέα Αυτοκέφαλη Εκκλησία, ή, ακόμη, και από όλους τους Προκαθημένους των κατά τόπους Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών.

Δεν είναι δύσκολο πίσω από τη δυσχέρεια αυτή να δεί κανείς μια υποβόσκουσα τάση ορισμένων Ορθοδόξων Εκκλησιών των βορείων και ανατολικών διαμερισμάτων της Ευρώπης, να περιορίσουν το διακόνημα του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως ως Πρώτου της Ορθοδοξίας Επισκόπου και αμφισβητήσουν τον θεσμικό του ρόλο, ως ορατού σημείου της Ορθοδόξου ενότητος και εκφραστού άμα της ανά την οικουμένην Ορθοδόξου Εκκλησίας.

Και γεννάται το ερώτημα: Είναι ή όχι εκφραστής της Ιεράς Συνόδου που τον περιβάλλει ο Προκαθήμενος εκάστης τοπικής Αυτοκεφάλου Ορθοδόξου Εκκλησίας; Και εάν ούτως έχει το πράγμα, (και όντως ούτως έχει), ποιά Ορθόδοξη Ἐκκλησιολογία παρακωλύει τον Προκαθήμενο της Πρωτοθρόνου Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως να είναι ο εκφραστής, σε παγκόσμιο-οικουμενικό επίπεδο, του φρονήματος της Πανορθοδοξίας; Την στιγμή, μάλιστα, κατά την οποία διακηρύσουμε urbi et orbi, και με ουκ ολίγη υπερηφάνεια, ότι, παρά την ύπαρξη δεκαπέντε Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, αποτελούμε όλοι μαζί την Μία Ορθόδοξη Εκκλησία, και χλευάζουμε τον πολυδιασπασμένο Προτεσταντισμό δίνοντάς του μαθήματα Ορθοδόξου Εκκλησιολογίας!

Από σκοπιάς εκκλησιολογικής, σε τι διαφέρουμε, τελικά, από Λουθηρανούς, Κογκρεγκασιοναλιστές και Μετερρυθμισμένους όταν, βάσει εθνο-φυλετικών κριτηρίων και πολιτικών υπολογισμών, παρερμηνεύοντες την έννοια, τα όρια και το περιεχόμενο της Αυτοκεφαλίας, διασπούμε την Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Ορθοδοξο Εκκλησία, και ενεργούμε πλέον ως δεκαπέντε ανεξάρτητες απ΄αλλήλων μονάδες, ως αυτοδιάθετα «καπετανάτα»;

Αν η προσεχής Προπαρασκευαστική Επιτροπή, (που εύχομαι να συνέλθει σύντομα και όχι σε μιά δεκαπενταετία όπως αυτή για την οποία έγινε λόγος στο σχόλιο αυτό), δεν καταφέρει να βρει μια λύση, και παραπέμψει πάλι το θέμα στις «ελληνικές καλένδες», τότε φοβούμαι ότι οι πιστοί μας, και γενικά ο Χριστιανικός κόσμος, θα καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι στην Εκκλησία μας μεταξύ λόγων και έργων «χάσμα μέγα εστήρικται».

Δεν υπάρχουν σχόλια: