῾Η ἀμετάκλητη ἀπόφαση τοῦ Ἄρειου Πάγου 778/2009 (βλ. ἐν ὅλῳ σελ. 98) δημοσιεύθηκε στὶς 19 Μαρτίου 2009. Μὲ τὴν ἀπόφαση αὐτὴ ἐπικυρώθηκε ἡ ποινὴ τῆς κάθειρξης τῶν ἕξι ἐτῶν, ποὺ εἶχε ἐπιβληθεῖ στὸ Μητροπολίτη Παντελεήμονα μὲ τὴν 477Α, 1099, 1656Α, 1771/2008 ἀπόφαση τοῦ ποινικοῦ ᾿Εφετείου (Πενταμελοῦς) γιὰ τὸ κακούργημα τῆς ὑπεξαίρεσης σημαντικοῦ ποσοῦ χρημάτων ἀπὸ ῾Ιερὰ Μονὴ τῆς δικαιοδοσίας του καὶ συγκεκριμένα ἀπὸ τὸ Μοναστήρι τοῦ ῾Οσίου ᾿Εφραὶμ στὴ Νέα Μάκρη.
Πρὸ αὐτῆς εἶχε ἐκδοθεῖ σὲ πρῶτο βαθμὸ ἡ 2104/ 2006 ἐφετειακὴ ἀπόφαση (Τριμελοῦς), μὲ τὴν ὁποία εἶχε ἐπιβληθεῖ στὸν ἐν λόγῳ κατηγορούμενο ἡ ποινὴ τῆς κάθειρξης τῶν ὀκτώ ἐτῶν γιὰ τὸ ἴδιο κακούργημα. Καὶ οἱ τρεῖς αὐτὲς καταδικαστικὲς ποινικὲς ἀποφάσεις ἀναφέρονται σὲ πράξεις τῆς περιόδου 1995-1998. Στὴν προσφυγὴ τοῦ «ἐκκλήτου», ποὺ ἄσκησε ὁ καταδικασθεὶς Μητροπολίτης ἐνώπιον τοῦ Πατριαρχείου, μετὰ τὴν καθαίρεση, ποὺ τοῦ ἀπαγγέλθηκε μὲ βάση τὶς διατάξεις τοῦ ἄρθρου 160 τοῦ Ν. 5383/1932, ὁ ὁποῖος, πρέπει ἐδῶ νὰ τονισθεῖ, ἰσχύει καὶ σήμερα κατὰ ρητὴ πρόβλεψη καὶ ἀναφορὰ στὴν παράγρ. 1 τοῦ ἄρθ. 44 τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτη τῆς ᾿Εκκλησίας (Κ. Χ.Ε., Ν.590/1977).
Καὶ ἐνῶ πολὺς λόγος γίνεται γιὰ τὴν ἀναμενόμενη ἔκβαση αὐτῆς τῆς προσφυγῆς, οὐδεμία κριτικὴ ἄποψη διατυπώνεται γιὰ «ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΚΤΟΝ» τῆς ἀσκήσεώς της, γιὰ νὰ χρησιμοποιήσουμε τὴν προσήκουσα νομικὴ ὁρολογία. Καὶ θὰ διατυπώσουμε εὐθέως τὴ δική μας ἄποψη. Στὴν περίπτωση τοῦ ἄρθ. 160, κατὰ τὸ ὁποῖο ἡ καθαίρεση ἀπαγγέλλεται κατὰ δέσμια διαπιστωτικὴ διοικητικὴ πράξη καὶ ὄχι κατὰ δικαιοδοτικὴ κρίση ᾿Εκκλησιαστικοῦ Δικαστηρίου (Ε.Δ.), ἡ προσφυγὴ τοῦ «ἐκκλήτου» δὲν ἀσκεῖται παραδεκτῶς.
Τὸ «ἔκκλητο» προβλέπεται εἰδικὰ ἀπὸ τὴν παράγ. 2 τοῦ ἄρθ. 44 Κ.Χ.Ε. ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ καὶ ΜΟΝΟ κατὰ τῶν τελεσίδικων ἀποφάσεων τῆς Ε.Δ., ὅταν αὐτά, κατὰ τὰς διατάξεις τῆς προηγούμενης παραγ. 1, δικάζουν ΜΟΝΟ κανονικὰ παραπτώματα. ᾿Εκεῖ δηλαδὴ ποὺ προβλέπεται δικαιοδοτικὴ κρίση σὲ πρῶτο καὶ δεύτερο βαθμό των Ε.Δ., τὰ ὁποῖα ἐξετάζουν τὴν ὑπόθεση καὶ κατὰ τὴν κανονικὴ καὶ κατὰ τὴ νομικὴ καὶ κατὰ τὴν πραγματικὴ βάση καὶ ἐπιβάλλουν τὶς προβλεπόμενες κανονικὲς κυρώσεις μετὰ πλήρη ἐκτίμηση καὶ ἀξιολόγηση ὅλων τῶν συλλεγέντων στοιχείων.
Τουναντίον, κατὰ τὶς διατάξεις τοῦ ἄρθ. 160 ἡ καθαίρεση ἀπαγγέλλεται, μετὰ ἀπὸ ἀμετάκλητη καταδίκη τοῦ κληρικοῦ γιὰ κακούργημα, μὲ ἁπλὴ διαπιστωτικὴ διοικητικὴ πράξη, καὶ μάλιστα δέσμιας ἐνέργειας, «ἄνευ ἑτέρας τινὸς διαδικασίας», ὅπως ρητὰ καὶ κατηγορηματικὰ ἐπιβάλλεται ἀπὸ τὶς διατάξεις τοῦ ἴδιου ἄρθρου.
Καὶ τοῦτο γιὰ τὸν ἀπόλυτο λόγο, ὅτι ἡ ῾Ελλαδικὴ ᾿Εκκλησία, κατὰ δική της βούληση, ἀλλὰ καὶ κατὰ εἰδικὴ ἐπιταγή τοῦ Κ.Χ.Ε. (ἄρ. 1 πάρ. 4 Ν.590/1977), εἶναι, κατὰ τὶς νομικὲς της σχέσεις, «Νομικὸ Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου» (ΝΠΔΔ), μὲ συνέπεια οἱ Μητροπολίτες νὰ εἶναι «ὄργανα διοικήσεως» γιὰ τὸ λόγο ὅτι μετέχουν τοῦ ΝΠΔΔ τῆς ᾿Εκκλησίας καὶ διότι προΐστανται τῶν ΝΠΔΔ τῶν Μητροπόλεών τους.
Πάγια εἶναι ἡ σχετικὴ νομολογία τοῦ ΣτΕ. Μνημονεύουμε ἐνδεικτικὰ τὴν 1571/1985 ἀπόφαση τῆς ῾Ολομέλειας μὲ εἰσηγητὴ μάλιστα, τὸν τότε Σύμβουλο κ. ᾿Αν. Μαρίνο. ῾Η ᾿Εκκλησία περιορίζεται ἡ ἴδια στὴν ἐκδίκαση ΜΟΝΟ τῶν κανονικῶν παραπτωμάτων τῶν κληρικῶν (καὶ συνεπῶς καὶ τῶν ᾿Αρχιερέων) καὶ ἐδῶ, εἰδικὰ γι᾿ αὐτὰ τὰ παραπτώματα, δὲ νοεῖται καμμιὰ ἀπολύτως παρέμβαση τῆς κοσμικῆς (βλ. πολιτειακῆς) ἐξουσίας.
Στὶς περιπτώσεις ὅμως, ποὺ διαπιστώνονται ποινικὲς παραβάσεις καὶ δὴ κακουργηματικὲς πράξεις καὶ εἰδικὰ γιὰ συγκεκριμένα ἀδικήματα, τότε ὅλα τὰ ὄργανα διοικήσεως, συνεπῶς καὶ οἱ Μητροπολίτες ὡς ὄργανα διοικήσεως τῆς ῾Ελληνικῆς Πολιτείας, ἐπιβάλλεται νὰ ἔχουν καὶ τὴν αὐτὴ ποινικὴ μεταχείριση καὶ νὰ ὑφίστανται καὶ τὶς ἴδιες συνέπειες μὲ ὅλα τὰ ἄλλα ὄργανα διοικήσεως.
Τέλος τυχὸν παραδοχὴ τοῦ «ἐκκλήτου» σ᾿ αὐτὲς εἰδικὰ τὶς περιπτώσεις, πέραν τῶν ἀμιγῶν κανονικῶν παραπτωμάτων, θὰ ἀποτελοῦσε ἄμεση παρέμβαση τοῦ Πατριαρχείου στὶς λειτουργίες τῆς ῾Ελληνικῆς Πολιτείας (Δικαστική, Νομοθετική, ᾿Εκτελεστική), πράγμα τὸ ὁποῖο θὰ ἀντέβαινε καὶ στὸ Σύνταγμα καὶ στοὺς νόμους τοῦ Κράτους.
Voiotosp.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου