Η Ιστορία του Αγίου Δημητρίου του Μυροβλήτου (26 Οκτωβρίου)
Ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας Διοκλητιανός παρακινούμενος από τον Καίσαρα Γαλέριο, μέλος της «Τετραρχίας», εξαπέλυσε αληθινό πόλεμο εναντίον των χριστιανών. Ο χριστιανισμός, που είχε εξαπλωθεί από την Παλαιστίνη έως τον Πόντο και από την Μικρασία έως την κυρίως Ελλάδα και την Ιταλία, έχει να επιδείξει την εποχή αυτήν αναρίθμητες θυσίες και μαρτυρικούς θανάτους σε πόλεις όπως: η Αλεξάνδρεια, η Σμύρνη, η Αντιόχεια, η Θεσσαλονίκη, αλλά και σε περιοχές όπως η Κρήτη και η Κύπρος, με αποτέλεσμα, η εποχή αυτή να μείνει γνωστή στην ιστορία ως «εποχή μαρτύρων» του χριστιανισμού.
Με τον ερχομό του 4ου αι. ο χριστιανισμός είχε ήδη εδραιωθεί στην πόλη τής Θεσσαλονίκης, με πολυάριθμους χριστιανούς και Εκκλησίες οργανωμένες κατά τα πρότυπα της διδασκαλίας των Άγιων Αποστόλων. Εκλεκτό μέλος της των Θεσσαλονικέων Εκκλησίας ήταν και ο Άγιος Δημήτριος, ο όποιος προήρχετο από ευσεβείς γονείς, από τους πλέον επισήμους «άρχοντας των Μακεδόνων», «πατέρας θαυμαστώ τω γένει, πολύ δέ τη ψυχή θαυμαστότερος». Είχε δε προικιστεί παρά του Δωρεοδότου παντός αγαθού με πλήθος σωματικών και πνευματικών χαρισμάτων. «Γένους σεμνότητος, ουσίας άφθονου, ισχύος σώματος, κάλλους ίσότης, ηθών ευγένεια καί ή διά πάντων τούτων αρμονία καί σύμβασις» Εις τά χαρίσματα αυτά προσετέθη ή μόρφωσις καί ή παιδεία, «ή τών λόγων άσκησις εγγύς συνέφυ» Με την πνευματική του υπεροχή την ωραία εμφάνιση, την ευσέβεια και την ηθική του γενναιότητα ο Δημήτριος έγινε πολύ γρήγορα γνωστός σε ολόκληρη την πόλη, «άντί ψυχής τή πόλει καθίσταται» και προεβλήθη ώς ιδεώδες τελείου άνθρωπου. Καταγινόταν δε κυρίως εις το να μαθαίνει το καλό και να γυμνάζεται στην πολεμική τέχνη, διότι αυτό συνδυάζει άριστα τη φρόνηση και την ανδρεία με τη στρατηγική πείρα.
Η φήμη του έφθασε και μέχρι του βασιλέως Μαξιμιανού Γαλερίου, ο όποιος εκτιμώντας τις αρετές του τον προσέλαβε αρχικώς ως μέλος της συγκλήτου της πόλεως και εν συνεχεία τον τίμησε με το αξίωμα του Δουκός, διορίζοντάς τον στρατηγό όλης της Θεσσαλίας. Ως χριστιανός ο Δημήτριος, δεν περιορίστηκε μόνον στη λατρεία του μόνου και αληθινού Θεού, αλλά προχώρησε με ζέση και ζήλο στο ιεραποστολικό έργο, φωτίζοντας και διδάσκοντας τόσο με τη φωτεινή παρουσία του, όσο και με τούς «θείας εμπνεύσεως» ήρτυμένους κατηχητικούς λόγους του, σπείροντας τον σπόρο του Ευαγγελίου στην αγαθή των Θεσσαλονικέων γη, για να προσφέρει μέχρι σήμερα ή Θεσσαλονίκη ευχύμους τούς καρπούς τής πίστεως. Κατ' αυτόν τον τρόπο ο «σοφός, παρθένος και όσιος και, ως ειπείν πάγκαλος τε και παναμώμητος και φύσει και σπουδή και χάριτι λαμπρυνόμενος» Δημήτριος, ανεδείχθη διδάσκαλος και απόστολος. Η μόρφωση και η παιδεία του με τη χάρη του Παναγίου Πνεύματος, κατέστη «όπλον και άμυντήριον ένυπόστατον» και οικοδομικό εργαλείο και γεωργική σκαπάνη και άροτρο και αλιευτική σαγήνη και ό,τι άλλο παρόμοιο, ώστε «ουδείς είχεν άντιστήναι τη του Δημητρίου σοφία και τω Πνεύματι ο έλάλει».
Καλλιεργώντας έτσι ο Δημήτριος τον αμπελώνα του Κυρίου της αγαπημένης του πόλεως, «καταγραφών τά ρήματα τής αιωνίου ζωής» στις καρδιές των Θεσσαλονικέων ειδωλολατρών, περιέλαβε στη σαγήνη του κηρύγματος του, εκτός της Θεσσαλονίκης, την Αττική και την Αχαΐα, ώστε να καταστεί από τότε ακόμη «θαύμα έν λόγοις θείοις Δημήτριος καί εύωδία Χρίστου». Ο Μάρτυς συνήθιζε να διδάσκει στην «χαλκευτική στοά» σε υπόγειο του Ναού τής Αειπαρθένου Θεομήτορος, πού ονομαζόταν Καταφυγή, κοντά στο δημόσιο λουτρό.
Ήδη ο αυτοκράτωρ Μαξιμιανός Έρκούλιος ευρισκόμενος στη Θεσσαλονίκη, για να συγκεντρώσει στρατό εναντίον των Ισαύρων, εκτιμώντας το λαμπρό, περίδοξο και περίβλεπτο γένος του Δημητρίου, ως επίσης και τις αρετές πού συγκέντρωνε, τον είχε ανακηρύξει ανθύπατο και αυθέντη όλης της Ελλάδος δίδοντας του την ανάλογη στρατιωτική στολή, το δακτύλιο και τον υπατικό ωρατίωνα, τα όποια έφερε ως διακριτικά της στρατιωτικής εξουσίας του, αλλά και ως μυστικά σύμβολα τής διδασκαλικής αξίας και προεδρίας, που μυστικά του χάρισε ο αληθινός και Ουράνιος Βασιλεύς του, ο Χριστός.
Ο Μαξιμιανός, αφού υπέταξε τους Σκύθες καί τους Σαυρομάτες, επέστρεψε νικητής και τροπαιούχος θυσιάζοντας στα είδωλα από όσες πόλεις διάβαινε. Ήρθε και στη Θεσσαλονίκη και μερικοί από τους ειδωλολάτρες της πόλης, έχοντας στην καρδιά τους τον Πονηρό και επιθυμώντας να τιμηθούν από τον βασιλιά του είπαν: «Μεγαλειώτατε, σέ παρακαλούμεν νά μας ακούσεις, διότι επιθυμούμε το συμφέρον της βασιλείας σου.
Γνώρισε λοιπόν, πως ο Δημήτριος, ο οποίος τιμήθηκε με το βαθμό του ηγεμόνα τής Θεσσαλίας, αρνήθηκε την παραδοσιακή θρησκεία και πιστεύει στον Χριστό, εκείνον τον όποιον σταύρωσαν οι Εβραίοι. Επιπλέον, κηρύττει φανερά αυτόν τον Χριστό ως Θεό αληθινό. Και καθημερινώς ακούνε τούς πλανεμένους λόγους του οι άνθρωποι, αφήνουν την θρησκεία τους και γίνονται Χριστιανοί». Ο βασιλιάς, όταν άκουσε αυτά τα λόγια, κατ’ αρχάς λυπήθηκε, διότι θα έχανε τέτοιον άνθρωπο, έπειτα όμως, θέλοντας να διαπιστώσει και ο ίδιος την αλήθεια, διέταξε να τον φέρουν μπροστά του. Επήγαν οι άνθρωποι του βασιλιά στην «Καταφυγήν» και βρήκαν τον Άγιο καθήμενο και διδάσκοντα τον λόγο του Θεού, οπότε τον άρπαξαν αμέσως και τον παρουσίασαν στον βασιλιά. Ο Άγιος δεν αντιστάθηκε καθόλου, άλλά με χαρά στάθηκε μπροστά του. Ο βασιλιάς λέει προς τον Δημήτριο: «Τέτοια τιμή περίμενα να μου δώσεις; Έτσι ήλπιζα να με τιμάς και σε ανεβίβασα σε τέτοιο βαθμό; Εγώ σε ανέδειξα ηγεμόνα τής Θεσσαλονίκης και συ ούτε ένα μίλι δεν εξήλθες της πόλεως δια να με προϋπαντήσεις;» Άκουσας αυτά ο Άγιος απήντησε: «Βασιλιά μου, εγώ τιμώ την βασιλεία σου, τιμώ όμως περισσότερο από εσένα τον Θεό του ουρανού και τής γης, ο οποίος είναι βασιλιάς όλου του κόσμου». «Και ποιος είναι ο Θεός σου και βασιλεύς;».
Ο Άγιος απήντησε: «Ο Κύριος Ιησούς Χριστός, εκείνος είναι Θεός αληθινός και Βασιλεύς Παντοκράτωρ». Ο βασιλιάς του λέγει πάλι: «Λοιπόν αυτόν πιστεύεις εσύ και δια τούτο δεν καταδέχεσαι εμάς, αναξιε τής τιμής; Και τι καλό είδες από τον Χριστό σου και τον έχεις Θεό και Βασιλέα; Δεν είναι θεός ο Ζευς, ο Απόλλων και οι λοιποί, άλλά ο Χριστός σου; Δεν σε τίμησα εγώ και σε διόρισα ηγεμόνα της Θεσσαλίας; Αυτά αποδίδεις σε εμάς, αχάριστε άνθρωπε; Τέτοιος φαίνεσαι προς τούς μεγάλους θεούς και εμάς; Εγώ λοιπόν θα σου ανταποδώσω κατά την μολυσμένη γνώμη σου. Θα βασανισθείς και θα τιμωρηθείς με πολλά βάσανα για να μάθεις ποιος είμαι εγώ και ποιος είσαι εσύ, και τι μπορεί να κάνει ο Θεός σου για σένα».
Ο Άγιος απεκρίθη: «Βασιλιά, τις τιμωρίες και τα βάσανα με τα όποια με απειλείς, εγώ τα θεωρώ ως χαρά και αγαλλίαση. Διότι αυτά θα μου χαρίσουν τη βασιλεία των ουρανών και ατελείωτη τιμή». Ο βασιλιάς θύμωσε υπερβολικά εναντίον του Δημητρίου. Έπειτα όμως, θέλοντας να ταπεινώσει τη γνώμη του, πρόσταξε να τον φυλακίσουν, συλλογιζόμενος ότι, αν καταφρονηθεί και φυλακισθεί, θ' αναγκασθεί να αλλάξει γνώμη. Επήραν οι στρατιώτες τον Άγιο και τον οδήγησαν σε τόπο ακάθαρτο. Δηλαδή σε λουτρό παλαιό στα υπόγεια του οποίου χύνονταν απόνερα.
Εισερχόμενος ο Άγιος στον τόπο εκείνο, είδε μπροστά του ένα μεγάλο σκορπιό ο όποιος προσπαθούσε να τον κεντρίσει. Ό Άγιος εποίησε το σημείο του Τιμίου Σταύρου και είπε: «Είς τό όνομα του Ιησού Χριστού, ο οποίος είπε να πατάμε επάνω όφεων και σκορπιών και επί πασαν την δύναμιν του εχθρού» (Λουκ. Ι' 19). Αυτό είπε και πάτησε εκείνον τον σκορπιό, και αμέσως εμφανίσθηκε Άγγελος Κυρίου επάνω αυτού, κρατώντας στεφάνι χρυσό, και είπε προς αυτόν: «Χαίρε Δημήτριε στρατιώτα του Χριστού, έχε θάρρος, ενδυναμού και νίκα τούς εχθρούς σου». Και έβαλε το στεφάνι στο κεφάλι του μάρτυρα. Ο Άγιος παρέμεινε στον βρωμερό εκείνο τόπο, στερημένος από τη συναναστροφή ανθρώπων, παρηγορούμενος υπό του Θεού. Ο παράνομος βασιλιάς, χαίρονταν να βλέπει στις θυσίες των ειδώλων αιματοχυσίες και φόνους ανθρώπων. Πρόσταξε τότε να εκτελέσουν τον αγώνα του πεντάθλου, διότι οι βασιλείς των Ελλήνων είχαν αυτή τη συνήθεια. Σε όποια πόλη πήγαιναν για πρώτη φορά, έβαζαν τούς ανθρώπους και έτρεχαν, πάλευαν, έριχναν τον λίθο, πηδούσαν και σκόπευαν με τα δόρατα συγκεκριμένους στόχους. Αυτά τα πέντε αγωνίσματα τα ονόμαζαν πένταθλο και όποιος νικούσε σε ένα από αυτά, τον τιμούσαν οι βασιλείς και του πρόσφεραν δώρα. Ο βασιλιάς κάθισε σε τόπο υψηλό για να βλέπει τα αγωνίσματα. Ένας από αυτούς πού πάλευαν ήταν άνθρωπος του βασιλιά και ονομαζόταν Λυαίος και ήταν από την πόλη Ουάνδηλα της Σκυθίας.
Ήταν ψηλός και δυνατός και ο βασιλιάς τον είχε μαζί του για να του προξενεί τιμή και έπαινο. Επιπλέον δε, ο βασιλιάς για τις νίκες του, του χάριζε πλούσια δώρα. Κάποιος νέος από την Θεσσαλονίκη, ωραίος στην όψη, ο Άγιος Νέστορας, ο οποίος ήταν κρυφός χριστιανός και γνωστός του Αγίου Δημητρίου, βλέποντας τον Λυαίο να φονεύει τούς ανθρώπους και ο βασιλιάς να ευχαριστείται για τις νίκες του, αλλά και θέλοντας να δει τη δύναμη του αληθινού Χριστού του Θεού, πήγε στο λουτρό πού ήταν φυλακισμένος ο Άγιος Δημήτριος και του είπε: «Δούλε του Θεού, του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και αύθέντα μου, ο μιαρός βασιλιάς χαίρεται με τις πράξεις του Λυαίου.
Η ψυχή μου επιθυμεί να παλέψει μαζί του, μόνον ευλόγησόν με και ενδυνάμωσαν με να υπάγω να τον νικήσω». Τότε ο Άγιος Δημήτριος εποίησε το σημείο του σταυρού στο μέτωπο του Νέστορος και του είπε: «Ύπαγε και τον Λυαίο θα νικήσεις και υπέρ του Χρίστου θα μαρτυρήσεις». Αναχώρησε λοιπόν ο Νέστορας και πήγε στον τόπο όπου γινόταν ο αγώνας τής πάλης και αμέσως φώναξε: «Ω Λυαίε, έλα να παλέψουμε οι δύο».
Ο βασιλιάς, ο όποιος καθόταν σε ψηλότερο μέρος, μόλις είδε τον Νέστορα, νέο στην ηλικία, είκοσι περίπου ετών, μήνυσε σ’ αυτόν να πάει μπροστά του και του είπε: «Νεανία, δεν λυπήθηκες τη ζωή σου, αλλά ήλθες να παλέψεις με τον Λυαίο; Δεν βλέπεις πόσους νίκησε; Δεν βλέπεις πόσα αίματα έχυσε; Δεν λυπάσαι την ομορφιά και τα νιάτα σου; Μήπως αναγκάζεσαι από τη πτωχεία να επιθυμείς τον θάνατο σου; Δεν πρέπει όμως να συμπλακείς με τον Λυαίο για να μη θανατωθείς. Αν δε είσαι πτωχός, να σε πλουτίσω εγώ, μόνο να μην απολέσεις τη ζωή σου».
Ο Νέστορας απάντησε στο βασιλιά: «Εγώ πτωχός δεν είμαι, ούτε καταφρονώ τη ζωή μου, αλλά και πλούτο έχω και τη ζωή μου αγαπώ. Θέλω όμως να παλέψω με τον Λυαίο για να λάβω τιμή, διότι αν και είμαι πλούσιος, τιμή όμως δεν έχω, επομένως τι θέλω τον άτιμον πλούτον; Αγαπώ λοιπόν να τιμηθώ και να φανώ καλύτερος από τον Λυαίο, διά τούτο αποφασίζω να κινδυνεύσω». Όταν ο βασιλιάς είδε ότι ο νέος δεν ακούει, τον άφησε. Ο Άγιος Νέστωρ, αμέσως πλησίασε τον Λυαίο, έρριψε το επανωφόριό του και φώναξε: «Ο Θεός του Δημητρίου βοήθεν μοι». Αμέσως με το σπαθί του χτύπησε τον Λυαίο στο κέντρο της καρδίας του, οπότε αυτός έπεσε νεκρός. Ο βασιλιάς ταράχθηκε. Κάλεσε τον Νέστορα και του είπε: «Νέε, με ποιες μαγείες νίκησες τον Λυαίο; Αυτός φόνευσε τόσους ανθρώπους δυνατότερους από εσένα και εσύ πώς τον θανάτωσες;». Ο Άγιος Νέστορας απεκρίθη: «Εγώ βασιλιά μου δεν ενίκησα τον Λυαίο με μαγείες, αλλά με τη δύναμη του Ιησού Χριστού, του αληθινού Θεού».
Ο βασιλιάς εξοργίστηκε και διέταξε έναν από τούς άρχοντες, τον Μαρκιανό, να εκβάλει τον Νέστορα έξω από τη λεγόμενη Χρυσή Πύλη και να τον αποκεφαλίσει με το σπαθί του. Και έτσι ετελειώθη ο Άγιος Νέστωρ κατά τον λόγο του Αγίου Δημητρίου. Ο βασιλιάς με λύπη αναχώρησε για το παλάτι, μονολογώντας: «Μα την δύναμη των μεγάλων θεών, από μαγείες φονεύθηκε σήμερα ο φίλος μου ο Λυαίος». Μόλις έμαθε ότι ο Λυαίος φονεύθηκε με οδηγίες του Δημητρίου, πρόσταξε τούς στρατιώτες να υπάγουν στο λουτρό και να φονεύσουν τον Άγιο Δημήτριο «ο φιλών με, απελθών, βαλέτω Δημήτριον». Επήγαν οι στρατιώτες και ελόγχευσαν τον Άγιο με τις λόγχες τους σε όλο του το σώμα.
Ο πρώτος λογχισμός ήταν στη δεξιά του πλευρά, διότι μόλις τους είδε ο Άγιος, ύψωσε μόνος του την δεξιά του χείρα για να τον λογχεύσουν. Με αυτό το μαρτύριο ετελειώθη ο Άγιος Δημήτριος. Ευλαβείς χριστιανοί ήλθαν κρυφά, για το φόβο του βασιλιά, στο λουτρό εκείνο και ενταφίασαν το λείψανο στο μέρος εις το όποιο ετελειώθη. Κάποιος φίλος του Αγίου, ο Λούπος, ο οποίος βρισκόταν εκεί κατά την ώρα του μαρτυρίου, έβγαλε το δαχτυλίδι του Αγίου από το δεξί του δάκτυλο και πήρε το μανδήλιόν του και το επανωφόριόν του από τους ώμους του και τα έβαψε στο αίμα του Μεγαλομάρτυρα και μ’ αυτά ενεργούσε θαύματα πολλά. Αρρώστους γιάτρευε και δαιμονισμένους θεράπευε. Ο βασιλιάς, μόλις τα έμαθε αυτά, έστειλε στρατιώτες και αποκεφάλισαν τον Λούπον σε κάποιον τόπο ονομαζόμενο Τριβουνάλιον.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο ετελειώθη «ο αυτόχθων ημίν και ημεδαπός Πολιούχος, το μέγα τής οικουμένης θαύμα, το μέγα της ιεράς εκκλησίας ωράισμα, ο πολύς τα πάντα, και θαυματουργός και Μυροβλήτης Δημήτριος». Ο Πανένδοξος και Καλλίνικος Μάρτυς, υπήρξε «ηγαπημένος τοϋ Χρίστου μαθητής ή παίς ή φίλος άκρος και οικειότατος», ομοιάζοντας προς Αυτόν ως προς τα μαρτύρια τα όποια υπέστη, την απέραντη καρτερία του και ως προς την διδαχή την οποίαν ανέλαβε «κατά χάριν του Δεσπότου μίμησιν» Ό μαρτυρικός του θάνατος ονομάσθηκε «Χριστομίμητος σφαγή», διότι ώς αναφέρει ο Άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας απευθυνόμενος προς τον Άγιο: «Έμαρτύρησεν εκείνος επί Ποντίου Πιλάτου τήν καλήν όμολογίαν, έμαρτύρησας καί αυτός τήν καλήν όμολογίαν έκείνω. Δεδεμένον έμαθες έδέθης αυτός. Έδέξατο τη πλευρά τήν πληγήν ό Δεσπότης καί σύ τούτω τα μέρει τά πληγάς έκείνας έδέξω. Υπέρ ανθρώπων εκείνος είλετο τήν τελευτήν υπέρ αυτού καί τών ανθρώπων έτελεύτησας αυτός. Ω Χριστού μέν εταίρε, Χριστού δέ μιμητά». «Πασα δέ ή πόλις παρρησιαζόμεθα τήν εύσέβειαν, έπί τω μαρτυρίω του Μεγάλου Δημητρίου καυχώμενοι».
Και αυτό διότι ο μέγας εν τοις αγίοις αυτού Θεός ημών θέλοντας να αντιδοξάσει τον δοξάσαντα Αυτόν Μάρτυρα, οικονόμησε ώστε να αναβλύσει ή αγάπη του Άγιου, χαρίζοντας την ίαση εκ των σωματικών και ψυχικών ασθενειών δια του μύρου πού άρχισε να εκρέει από το λογχισμένο πάναγνο σώμα του Αθλοφόρου. Μπροστά λοιπόν σε μία τέτοια αγάπη και στις τόσες δωρεές του Μάρτυρα, «τις ημίν ισχύς πρός άνταπόδοσιν πολλαπλασιάζομεν αύτώ τήν πανήγυριν», ώστε το Μαρτύριο του Αγίου να μη σταματά το θαυμασμό και μόνον των πιστών εγκωμιαστών του, αλλά και να ενεργεί μυστικώς στην καρδιά του κάθε χριστιανού, ούτως ώστε ο πιστός να μιμείται έργω πλέον τον Άγιο, διότι κατά τούς Πατέρες τής Εκκλησίας, «τιμή Μάρτυρος, μίμησις αυτού».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου