Ο Άγιος Γρηγόριος έζησε κατά την εποχή του βασιλέα Ουάλεντος (364-378 μ.Χ.). Καταγόταν από τον Πόντο και γεννήθηκε σε ένα μικρό χωριό της περιοχής της Ναζιανζού, που λεγόταν Αριανζός, το 330 μ.Χ. Ναζιανζηνός ονομάσθηκε, επειδή έζησε τον περισσότερο χρόνο της ζωής του στη Ναζιανζό, όπου ήταν και το πατρικό του σπίτι. Ο πατέρας του, ο Άγιος Γρηγόριος Επίσκοπος Ναζιανζού, ήταν πριν γίνει Επίσκοπος, ένας πολύ πλούσιος άρχοντας της Ναζιανζού. Κατείχε μεγάλη θέση στον δημόσιο βίο και ανήκε σε μια ιουδαίο-εθνική αίρεση που λεγόταν των «Υψισταρίων». Η μητέρα του, η Αγία Νόννα, ήταν Ορθόδοξη. Η ευσέβεια και η αρετή της επηρέασαν τον σύζυγό της και τον έκαναν να μεταστραφεί στην αληθινή πίστη.
Οι γονείς του, Γρηγόριος και Νόννα, δεν είχαν παιδιά και ικέτευαν τον Θεό να χαρίσει σε αυτούς την χαρά της τεκνοποιίας. Και πράγματι, η προσευχή τους εισακούσθηκε και η Νόννα γέννησε τον Άγιο Γρηγόριο, τον οποίο πριν ακόμα αυτός γεννηθεί είχε υποσχεθεί αν τον αφιερώσει στον Θεό. Πολλές φορές ο Άγιος Γρηγόριος παραβάλλει τους γονείς του με τον Αβραάμ και τη Σάρρα, οι οποίοι σε μεγάλη ηλικία απέκτησαν τον Ισαάκ.
Σπουδαίες ήταν οι προσπάθειες των γονέων αυτού να μορφώσουν και να εμφυσήσουν στον πρωτότοκο υιό τους την αγάπη προς τα γράμματα και την χριστιανική πίστη. Από την παιδική ηλικία ενέπνευσαν σε αυτόν έντονη και βαθιά θρησκευτικότητα, ώστε αυτός από ευσέβεια και πνευματικότητα, υποσχέθηκε στον εαυτό του να ζήσει με αγνεία και παρθενία. Ο Άγιος Γρηγόριος, χάρη στην δυνατότητα που είχε ο πατέρας του, έκανε λαμπρές σπουδές. Σπούδασε σε όλα τα τότε μεγάλα κέντρα πολιτισμού: τη Ναζιανζό, την Καισάρεια της Καππαδοκίας, την Καισάρεια της Παλαιστίνης, την Αντιόχεια, την Αλεξάνδρεια, την Αθήνα. Η Κωνσταντινούπολη δεν είχε γίνει ακόμη κέντρο πολιτισμού και η Ρώμη δεν είχε τότε κάτι αξιόλογο για τους Έλληνες.
Στις πόλεις αυτές μελέτησε τις πλουσιότερες βιβλιοθήκες και άκουσε τους σοφότερους διδασκάλους, μεταξύ των οποίων τον Δίδυμο τον Τυφλό, που τότε διηύθυνε τη θεολογική σχολή της Αλεξάνδρειας και τους φιλόσοφους Θεσπέσιο στην Καισάρεια και Ιμέριο και Προαιρέσιο στην Αθήνα. Για τον Προαιρέσιο γίνεται δεκτό ότι ήταν Χριστιανός. Οι σπουδές δεν έκαναν τον Άγιο να επαρθεί. Αντίθετα, κατάλαβε όλη την ματαιότητα του κόσμου και της σοφίας του. Ένιωσε, ότι η ανθρώπινη γνώση έχει ασήμαντη σημασία μπροστά στην γνώση της σοφίας του Θεού. Ο ίδιος, ο Άγιος Γρηγόριος, παραλληλίζει τον εαυτό του με τον Σαούλ που έτρεχε χωρίς να ξέρει. Αυτό που τελικά βρήκε κατά την διάρκεια των σπουδών του ήταν ένα «Βασίλειο». Ο τρόπος με τον οποίο αναφέρει το γεγονός της φιλίας του με τον Άγιο Βασίλειο, Αρχιεπίσκοπο Καισαρείας, ήταν μεγαλύτερο εύρημα και από ένα ολόκληρο βασίλειο. Όταν τελείωσε τις σπουδές του ο Άγιος, ήταν ώριμος άνδρας ηλικίας 30 ετών. Όμως δεν είχε ακόμη βαπτισθεί. Και αγωνιούσε να μην πεθάνει, πριν επιστρέψει στον πατέρα του και βαπτισθεί. Γι’ αυτό και όταν, ενώ μετέβαινε από την Αλεξάνδρεια στην Αθήνα, έγινε μεγάλη τρικυμία, φοβήθηκε πολύ και παρακάλεσε να τον ελεήσει ο Θεός, να βοηθήσει να μην πνιγεί, για να αξιωθεί του ενδύματος του Αγίου Βαπτίσματος.
Το βάπτισμα του Γρηγορίου το επακολούθησε συνειδητός πνευματικός αγώνας. Νηστεία, προσευχή, αγρυπνία. Αγώνας για την κάθαρση, την πνευματική πρόοδο, τη θέωση. Μαζί με τον ομόφρονα, ομότροπο και ομόψυχό του Άγιο Βασίλειο απομονώθηκαν κάπου στον Πόντο και παραδόθηκαν κυριολεκτικά στην προσευχή και την άσκηση. Ο αγώνας τους ευλογήθηκε από Εκείνον που θέλει να γινόμαστε βιαστές της βασιλείας Του.
Αξιώθηκαν και οι δύο μεγάλων πνευματικών χαρισμάτων. Μάλιστα ο Άγιος Γρηγόριος κάνει επανειλημμένως λόγο για τις πνευματικές του εμπειρίες και τα ουράνια χαρίσματα που η χάρη του Θεού του χάρισε. Οι εμπειρίες του αυτές πρέπει να ήταν πολύ υψηλές, αφού ο ίδιος παραβάλλει αυτά που έβλεπε με αυτά του θεόπτου Προφήτου Μωυσέως και του Αποστόλου Παύλου, που «πορευόμενος εις Δαμασκόν» είδε τον Κύριο της Δόξας και ανέβηκε μέχρι τρίτου ουρανού και είδε τα άρρητα ρήματα, τη δόξα της βασιλείας του Θεού. Γρήγορα κάλεσε ο θεός τον Γρηγόριο στην διακονία Του. Τα τέλη του έτους 360 μ.Χ. επιστρέφει στη Ναζιανζό. Ο Γέρων, έχοντας ανάγκη από βοηθό και συνεργάτη στη «νυκτομαχία», όπως χαρακτήριζε την ιεροσύνη, θέλησε να τον χειροτονήσει Πρεσβύτερο, επειδή έβλεπε στο πρόσωπό του όχι μόνο τον αφοσιωμένο υιό, αλλά και τον ζηλωτή για την σωτηρία των ψυχών λειτουργό του Κυρίου. Ο Γρηγόριος αρνήθηκε. Την άρνησή του όμως έκαμψε το βάρος του διπλού αξιώματος του Γέροντος Γρηγορίου (πατέρας κατά σάρκα και πνευματικός πατέρας), που ο Γρηγόριος ήξερε μόνο να ευλαβείται. Έκανε υπακοή στην εντολή του Γέροντος Επισκόπου και χειροτονήθηκε. Αμέσως μετά την χειροτονία του ζήτησε ανακούφιση στην μόνωση και την προσευχή. Αποσύρθηκε λοιπόν στο ερημητήριό του, στη γαλήνη της νοεράς προσευχής. Και βρήκε τη γαλήνη και την πορεία του. Και επέστρεψε με ειρήνη στην καρδιά να αναλάβει το πνευματικό του έργο, που το άρχισε με τον περίφημο θεολογικό λόγο περί του Πάσχα και τη δικαιολόγηση της φυγής του.
Διακονούσε με ιερό ζήλο στο πλευρό του πατέρα του, όταν ο Αρχιεπίσκοπος Καισαρείας της Καππαδοκίας και έξαρχος Πόντου Βασίλειος τον εξέλεξε Επίσκοπο της μικρής πόλεως Σάσιμα. Σκοπός του ήταν να περιφρουρήσει τη δικαιοδοσία της τοπικής του Εκκλησίας από τις διεκδικήσεις ενός νέου Μητροπολίτη, του Τυάνων Ανθίμου. Το γεγονός αυτό έθλιψε ακόμη πιο πολύ τον Γρηγόριο. Αντέδρασε. Εξέφρασε την πικρία του. Τελικά όμως υπάκουσε, αλλά δεν πήγε ποτέ στα Σάσιμα. Ένα χρονικό διάστημα έμεινε στη Ναζιανζό, ως βοηθός του πατέρα του, ενδίδοντας στην παράκλησή του. Και όταν εκείνος κοιμήθηκε, το 374 μ.Χ., ο Θεολόγος συνέχισε να ποιμαίνει την Εκκλησία των Ναζιανζών, ως τοποτηρητής, χωρίς να παύσει να τους παρακαλεί να εκλέξουν και να χειροτονήσουν τον κανονικό τους Επίσκοπο. Και επειδή αυτό αργούσε, στεναχωρημένος εγκατέλειψε την πόλη και κατέφυγε στην Σελεύκεια της Ισαυρίας, όπου, κοντά στο ναό της Αγίας Θέκλας, αναζήτησε την ειρήνη και την ησυχία στην προσευχή και έμεινε εκεί επί πέντε σχεδόν έτη μελετώντας και συγγράφοντας.
Την άνοιξη του έτους 379 μ.Χ. οι λίγοι Χριστιανοί τον κάλεσαν στην Κωνσταντινούπολη να αγωνισθεί για την Ορθόδοξη πίστη, αφού στην Πόλη δέσποζαν οι Αρειανοί. Ήταν τόση η διάδοση και η επικράτησή τους, ώστε ο Άγιος Γρηγόριος δεν βρήκε ούτε ένα παρεκκλήσι στα χέρια των Ορθοδόξων. Κατόπιν τούτου άρχισε να λειτουργεί και να κηρύττει σε ένα σπίτι που ο ίδιος διαμόρφωσε σε ναό και το ονόμασε Αγία Αναστασία, δηλαδή της Αναστάσεως της Ορθοδοξίας. Εκεί ο Άγιος εξεφώνησε τα περίφημα θεολογικά κηρύγματά του. Η επίδρασή τους και ιδίως των πέντε Θεολογικών Λόγων του ήταν τόση, ώστε οι Αρειανοί φανατικοί, πήραν την απόφαση να τον εξολοθρεύσουν. Τον έβρισαν. Τον κακολόγησαν. Τον κτύπησαν. Τον γρονθοκόπησαν. Τον λιθοβόλησαν. Έβαλαν μάλιστα και κάποιον να τον φονεύσει. Και θα τον σκότωνε. Αλλά νικημένος από την αγιοσύνη της πραότητάς του, ομολόγησε στον ίδιο την αλήθεια την στιγμή που είχε πάει να τον σφάξει.
Με όπλο το λόγο του Θεού, τη μάχαιρα του πνεύματος, νικούσε τους εχθρούς της πίστεως σαν τον Μωυσή. Πράγματι, οι Αρειανοί όλο και λιγόστευαν. Ο Άγιος Θεοδόσιος, ευχαριστημένος από το έργο του Γρηγορίου, τον κατέστησε το έτος 380 μ.Χ. Πατριάρχη και τον ενθρόνισε στο ναό των Αγίων Αποστόλων Κωνσταντινουπόλεως.
Όμως οι Ορθόδοξοι Επίσκοποι δεν είχαν όλοι την ορθή κρίση. Μερικοί μεθυσμένοι από φθόνο κάκιζαν τον Άγιο, διότι δεν πίεζε τον βασιλέα να αφαιρέσει τις εκκλησίες από τους αιρετικούς και να τους απαγορεύσει να τελούν την λατρεία τους. Σε απάντηση ο Άγιος Γρηγόριος τόνιζε, ότι ο Χριστός δεν έχει ανάγκη τις λόγχες του Καίσαρος και ότι του είναι αρκετή σαν όπλο η αλήθεια. Και πράγματι, η αλήθεια νίκησε.
Το έτος 381 μ.Χ. συνήλθε η Β’ Οικουμενική Σύνοδος. Πρόεδρος ήταν ο Άγιος Μελέτιος Αντιοχείας. Αυτή η Οικουμενική Σύνοδος ολοκλήρωσε το έργο της Α’ Οικουμενικής Συνόδου. Καταδίκασε τους Αρειανούς και τους Πνευματομάχους – Ευνομιανούς και συμπλήρωσε το Σύμβολο της Πίστεως. Το διαμόρφωσε στην σημερινή του μορφή. Έτσι έλαμψε η δόξα της Αγίας Τριάδος, του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Ακόμη, η Σύνοδος καταδίκασε τον Απολλιναρισμό, που διαιρούσε τον άνθρωπο σε τρία μέρη (σώμα, ψυχή και νου) και δίδασκε ότι ο Χριστός δεν έχει λάβει ανθρώπινο πνεύμα, παρουσιάζοντας τον Χριστό ατελή και όχι τέλειο άνθρωπο. Έτσι όμως κατέστρεφε το σωτηριολογικό έργο του Κυρίου και την ανθρωπότητά Του, διότι καθετί που δεν προσλαμβάνεται υπό του Χριστού μένει αθεράπευτο και ανίατο. Τρίτον, η Β’ Οικουμενική Σύνοδος καταδίκασε τον απόλυτο προορισμό, τον οποίο δίδαξαν αργότερα ο Καλβίνος, ο Αυγουστίνος και ο Λούθηρος και όλος ο Προτεσταντισμός. Τέλος αναγνώρισε τον Άγιο Γρηγόριο ως κανονικό Αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως.
Ο Πρόεδρος της Συνόδου, Άγιος Μελέτιος, κοιμήθηκε ενώ διαρκούσε η Σύνοδος. Η Σύνοδος τον τίμησε ως Απόστολο. Ο Άγιος Γρηγόριος εξεφώνησε τότε λαμπρό επικήδειο, λόγο που άρχιζε με τα λόγια: «ηύξησεν ημίν τον αριθμόν των Αποστόλων». Διάδοχός του στην προεδρία της Συνόδου έγινε ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Αλλά μετά από λίγο το κλίμα άλλαξε. Έφθασε στην Κωνσταντινούπολη για να συμμετάσχει στην Σύνοδο, ο Πέτρος ο Β’, ο Πατριάρχης Αλεξάνδρειας, με τους Αιγυπτίους και Μακεδόνες Επισκόπους. Αυτοί ήδη είχαν πάρει θέση εχθρική έναντι του Αγίου Γρηγορίου.
Δεν τον αναγνώριζαν σαν κανονικό Αρχιεπίσκοπο, επειδή τάχα είχε μετατεθεί από τα Σάσιμα. Και είχαν εντελώς αντικανονικά και παράνομα χειροτονήσει Πατριάρχη τον Μάξιμο τον Κυνικό, που ήταν μεν Ορθόδοξος αλλά έμεινε στην ιστορία σαν ένα αινιγματικό πρόσωπο. Ο Πέτρος έθεσε στην Σύνοδο το θέμα της κανονικότητας. Ο Άγιος Γρηγόριος, ενώ είχε την δύναμη να συντρίψει κάθε αντίσταση, διότι παράλληλα προς την υποστήριξη των Επισκόπων είχε και την συμπαράσταση του αυτοκράτορα, αηδίασε και παραιτήθηκε με τούτα τα λόγια: «Δεν είμαι σεμνότερος του Προφήτη Ιωνά. Αν εγώ είμαι αιτία ταραχής στην Εκκλησία, ρίχνω τον εαυτό μου στη θάλασσα». Ευθύς μετά την παραίτησή του λειτούργησε στον καθεδρικό ναό της Κωνσταντινουπόλεως, για να αποχαιρετίσει το ποίμνιό του. Και έφυγε χωρίς να περιμένει να λήξουν οι εργασίες της Συνόδου. Επέστρεψε στη Ναζιανζό και για λίγο έμεινε απομονωμένος εκεί για να γαληνεύσει.
Ο Άγιος, σε κείμενά του, διεκτραγωδεί την εκκλησιαστική κατάσταση, όταν επιχειρεί να κάνει σύγκριση των όσων συμβαίνουν εντός της Εκκλησίας με τα όσα συμβαίνουν εκτός αυτής. Έτσι λέγει, πρέπει να οδύρεται κανείς, όταν διαπιστώνει την ύπαρξη ενότητας στους κοσμικούς οργανισμούς, στις πόλεις, στους οίκους, στο στράτευμα και όμως να απουσιάζει από τον κατ’ εξοχήν κήρυκα και θεματοφύλακα της ειρήνης, την Εκκλησία και τους πιστούς της. Βεβαίως η αποχώρησή του δεν σήμαινε ότι θα έπαυε να ενδιαφέρεται για την επίτευξη ενότητας και για την επικράτηση της ειρήνης στην Εκκλησία, για τα δύο αυτά υπέρτατα αγαθά.
Το έτος 383 μ.Χ. η υγεία του υπέστη σοβαρό κλονισμό. Πρότεινε ως Επίσκοπο τον Πρεσβύτερο Ευλάλιο και αποσύρθηκε οριστικά στην ησυχία της Αριανζού, όπου και κοιμήθηκε με ειρήνη το 390 μ.Χ. Η Σύναξη του Αγίου Γρηγορίου ετελείτο στην αγιότατη Μεγάλη Εκκλησία και στο μαρτυρικό ναό της Αγίας Αναστασίας, η οποία βρίσκεται στην είσοδο της τοποθεσίας που ονομάζεται Δομνίνου, καθώς επίσης και στο ναό των Αγίων Αποστόλων, όπου ο φιλόχριστος βασιλέας Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος εναπέθεσε το ιερό λείψανο του Αγίου, όταν το μετέφερε από τη Ναζιανζό της Καππαδοκίας στην Κωνσταντινούπολη. Κατά την δεύτερη μέρα του Πάσχα οι αυτοκράτορες μετέβαιναν, για να εκκλησιασθούν, στο ναό των Αγίων Αποστόλων και εύχονταν ενώπιον του ιερού λειψάνου του Αγίου Γρηγορίου.
Τα έργα του Αγίου Γρηγορίου είναι σχετικώς λίγα. Δεν έχουν την έκταση των έργων άλλων Πατέρων. Παρά ταύτα έχουν βάθος και δύναμη περισσότερο από κάθε άλλου. Τα έργα του υπήρξαν πάντοτε η μεγαλύτερη πηγή των δογμάτων. Γι’ αυτό έγινε και ο κατ’ εξοχήν θεολόγος της Εκκλησίας και η πηγή της εκφράσεως της λατρείας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου