26 Μαΐου, 2025

ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ VS ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ: ΠΟΙΕΣ ΕΙΝΑΙ ΠΙΟ ΦΘΗΝΕΣ ΚΑΙ ΕΛΚΥΣΤΙΚΕΣ

Οι αναλυτές της Morgan Stanley αναβάθμισαν την άποψή τους για τις ευρωπαϊκές τράπεζες χαρακτηρίζοντας τον κλάδο ως «ελκυστικό», υποστηρίζοντας ότι υπάρχει ακόμη περιθώριο ανόδου, παρά το γεγονός ότι οι τραπεζικές μετοχές έχουν φτάσει στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων 17 ετών.

«Καθώς οι κίνδυνοι για την ευρωπαϊκή ανάπτυξη υποχωρούν, ενισχύεται η πεποίθησή μας ότι η αύξηση της καμπύλης αποδόσεων θα διατηρηθεί και η αύξηση του καθαρού επιτοκιακού εισοδήματος θα συνεχιστεί το 2026», έγραψαν οι αναλυτές με επικεφαλής τον Άλβαρο Σεράνο σε σημείωμά τους.

Η πορεία του κλάδου

Ο δείκτης Stoxx 600 Banks έχει σημειώσει άνοδο 31% φέτος, καθιστώντας τις τράπεζες την καλύτερη κατηγορία μετοχών στον ευρωπαϊκό δείκτη αναφοράς μαζί με την αμυντική βιομηχανία. Οι τράπεζες έχουν επωφεληθεί από ισχυρά κέρδη, μεγάλα προγράμματα επαναγοράς μετοχών και μαζικά σχέδια δημόσιων δαπανών που πιθανότατα θα διατηρήσουν τα επιτόκια υψηλά στην Ευρώπη. Πιθανές εξαγορές και συγχωνεύσεις στον κλάδο έχουν επίσης βοηθήσει στην ενίσχυση του κλίματος.

Ο Σεράνο δήλωσε ότι οι τιμές-στόχοι της ομάδας του για τις ευρωπαϊκές τράπεζες συνεπάγονται μέσο περιθώριο ανόδου 15%, καθιστώντας τον τραπεζικό κλάδο «ελκυστική επιλογή σε μια αγορά όπου οι στρατηγικοί αναλυτές της Morgan Stanley βλέπουν περιορισμένα περιθώρια ανόδου, μόλις 3%». Οι ευρωπαϊκές τράπεζες θα πρέπει να μπορούν να κλείσουν το χάσμα αποτίμησης με τις αμερικανικές, σύμφωνα με την ανάλυση.

Η Morgan Stanley ευθυγραμμίζεται με τις αναλύσεις από την JPMorgan Chase & Co. και την Goldman Sachs Group Inc., που επίσης διατηρούν θετική στάση για τις ευρωπαϊκές τράπεζες. Οι αναλυτές της Morgan Stanley ανέδειξαν τις Commerzbank AG, Lloyds Banking Group Plc, Banco Santander SA και Société Générale SA ως τις κορυφαίες επιλογές τους. ABN Amro Bank NV, AIB Group Plc και Bank of Ireland Group Plc αναβαθμίστηκαν από «υπο-απόδοση» (underweight) σε «ουδέτερη στάθμιση» (equalweight). Παράλληλα, οι στρατηγικοί αναλυτές της Morgan Stanley αναβάθμισαν συνολικά την αξιολόγησή τους για τον ευρωπαϊκό τραπεζικό κλάδο σε «υπεραπόδοση» (overweight).

Οι τράπεζες στην Ελλάδα

Οι περισσότεροι διεθνείς οίκοι έχουν προχωρήσει σε πλήρη αναθεώρηση των τιμών στόχων και των ελληνικών τραπεζών. Η στήλη θα προχωρήσει λίγο παραπέρα από τα φαινόμενα και θα αναλύσει την επόμενη ημέρα με μια διαφορετική ματιά. Όσοι διαβάσατε τα αποτελέσματα α' τριμήνου των τραπεζών σε παγκόσμιο επίπεδο θα είδατε ότι τα περισσότερα έσοδα τα έχουν οι τράπεζες από παροχή επενδυτικών υπηρεσιών που αγγίζουν το 70% σε πολλές περιπτώσεις.

Που σημαίνει ότι έχουμε έναν κλάδο που είναι επιρρεπής σε χρηματιστηριακές αναταράξεις. Ως είθισται η βασική εργασία των τραπεζών είναι να προχωρούν σε δανειοδοτήσεις προς επιχειρήσεις, οι οποίες πλέον αποτελούν το χαμηλότερο ποσοστό εσόδων. Όσο για τα καταναλωτικά εκεί η μείωση των εσόδων είναι σημαντική, καθώς ο υπερδανεισμός των πολιτών παγκοσμίως από τα προηγούμενα έτη οδηγεί μόνο σε αναχρηματοδοτήσεις των ήδη υφιστάμενων που τα περισσότερα «κοκκινίζουν».

Από τα στοιχεία α' τριμήνου 2025 για την κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών προκύπτουν τα εξής: Στην Alpha Bank τα καθαρά έσοδα από το asset management ενισχύθηκαν κατά 58% σε ετήσια βάση και κατά 20% σε τριμηνιαία, ενώ στο bancassurance ήταν βελτιωμένα κατά 10% σε σχέση με το α' τρίμηνο του 2024. Στην Eurobank τα έσοδα από τους τομείς του wealth management και του ασφαλιστικού κλάδου κατέγραψαν αύξηση 58% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περυσινή περίοδο, ενώ σε τριμηνιαία βάση παρέμειναν ουσιαστικά αμετάβλητα. 

Στην Εθνική Τράπεζα τα έσοδα από τις πωλήσεις επενδυτικών προϊόντων σημείωσαν ετήσια αύξηση της τάξης του 60%, κυρίως από τη διάθεση αμοιβαίων κεφαλαίων. Στην Πειραιώς τα έσοδα από τις εργασίες στο bancassurance και στο asset management αυξήθηκαν σε σχέση με το α' τρίμηνο του 2025 κατά 30% και 28% αντίστοιχα.

Είναι επίσης ενδεικτικό ότι ο δείκτης δανείων προς καταθέσεις διαμορφώθηκε σε ιστορικό χαμηλό για τις ελληνικές τράπεζες, κοντά στο 59%, όταν στην Ευρωζώνη υπερβαίνει το 100% (104,5%). Όπως δείχνουν τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, η μικρή αύξηση των νέων δανείων που χορηγήθηκαν από τις τράπεζες, οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στα επιχειρηματικά δάνεια και κατά κύριο λόγο σε αυτά που δίνονται ως συγχρηματοδότηση για τα έργα του Ταμείου Ανάκαμψης.

Πρόκειται, δηλαδή για μεγάλα δάνεια σε πολύ μεγάλες επιχειρήσεις, στην πραγματικότητα στους ελάχιστους μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους που έχουν τη δυνατότητα να συμμετάσχουν στα έργα του Ταμείου Ανάκαμψης. Έτσι όλα τα φυσικά πρόσωπα και η πλειοψηφία των επιχειρήσεων, ιδίως οι μικρές και οι μεσαίες, βρίσκονται εκτός τραπεζικού δανεισμού, καθώς ο στόχος των τραπεζών είναι η διαχείριση του κινδύνου έπειτα από την «σφαλιάρα του 2015», που έφθασε στο αντίθετο άκρο. Όσο για τους πολίτες εκεί η εικόνα είναι ακόμα πιο δύσκολη, καθώς οι περισσότεροι βρίσκονται στον «Τειρεσία».

Με απλά λόγια οι τράπεζες δεν επιτελούν την βασική τους αποστολή, την χρηματοδότηση δηλαδή της οικονομίας μέσω της χορήγησης πιστώσεων. Όσον αφορά τους τυχερούς που δανείζονται, το μέσο κόστος των δανείων στην Ελλάδα σε όλες τις κατηγορίες δανείων παραμένει πάνω από το μέσο όρο της ευρωζώνης, παρά την υποχώρηση των επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε στο τέλος του 2024 η ΕΚΤ στα καταναλωτικά δάνεια, οι ελληνικές τράπεζες χρεώνουν το τρίτο υψηλότερο επιτόκιο, της τάξης του 10,67% έναντι 7,52% που είναι ο μέσος όρος όλων των τραπεζών της ευρωζώνης.

Όταν δεν υπάρχουν επιλογές

Κι όμως τα κέρδη στον κλάδο μαγνητίζουν τους επενδυτές που αναζητούν τις υπεραποδόσεις που έχασαν όταν δεν αγόρασαν την κατάλληλη στιγμή τις νέες μετοχές των χρεοκοπημένων τραπεζών. Εξάλλου δεν υπάρχουν αγορές χωρίς τράπεζες και όπως έλεγαν και οι επενδυτές του 99, «εάν δεν ανέβει η Εθνική μην περιμένετε να ανέβει η αγορά»!. Μόνο που στην περίπτωση της χώρας μας είδαμε και την «άλλη όψη του νομίσματος».

Πολλοί αναλυτές αναβαθμίζουν συνεχώς σε νέους στόχους που δε θα πιαστούν ποτέ, καθώς η υπερβολική σιγουριά θα συμπέσει με την υπερβολική απαισιοδοξία των υποβαθμίσεων. Όπως δεν έπιασαν τους χαμηλούς στόχους της τελευταίας υποβάθμισης, έτσι και δε θα πιάσουν τους ανοδικούς στόχους της τελευταίας αναβάθμισης(χρονικά δεν οριοθετείτε πότε θα συμβεί-όποτε πιστεύει ο κάθε αναλυτής και όποτε περάσουν τα χαρτιά στην μαρίδα)!

Οι νέες τράπεζες στο τέλος του 2024 απασχολούσαν στην Ελλάδα 26.155 άτομα. Πρόκειται για αριθμό μειωμένο κατά 32% ή 12.286 σε σύγκριση με το τέλος του 2018 και κατά 5.902 ή 18% σε σχέση με το τέλος του 2020. Ο τραπεζικός κλάδος συρρικνώνεται και ακολουθεί μονοπωλιακές καταστάσεις που σε λίγο θα γυρίσουν «μπούμερανγκ», καθώς οι ξένες διαδικτυακές ανεβάζουν τα ποσοστά τους συνεχώς.

Η επόμενη ημέρα θα τις βρει απροετοίμαστες, καθώς τα χρηματιστηριακά κέρδη των τελευταίων ετών δε θα επαναληφθούν και φυσικά μια δραματική εξέλιξη στις διεθνείς αγορές θα συμπαρασύρει τα πάντα. Η ευκολία με την οποία δίνουμε τιμές στόχους και ωραιοποιούμε ή δραματοποιούμε την εικόνα ενός κλάδου, θα πρέπει να γίνεται με πλήρη σεβασμό και ουσιαστική ανάλυση της παγκόσμιας κοινωνίας μας. Οι εξελίξεις τρέχουν πιο γρήγορα από τα κέρδη ή τις ζημίες και πολλές φορές δεν τις προλαβαίνουμε.

Η ελληνική κοινωνία βρέθηκε στη χειρότερη κρίση των τελευταίων 100 ετών. Το κατά κεφαλήν εισόδημα του 2007 θα το πιάσουμε αισίως το 2032, σύμφωνα με την ΕΚΤ, και αυτό εάν δεν αλλάξει κάτι δραματικά στην παγκόσμια οικονομία. Με τόσα γύρω μας μάλλον απίθανο! Το 2019 τα χρέη στον ΕΦΚΑ ήταν στα 33 δις και σήμερα στα 49. Οι μισοί Έλληνες βρίσκονται στον Τειρεσία, οι άμεσες ξένες επενδύσεις αποτελούν την εκποίηση της περιουσίας σε Τούρκους, Βαλκάνιους και Ισραηλίτες.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών εμφανίστηκε ελλειμματικό κατά το τελευταίο έτος με το έλλειμμα να αυξάνεται στα 15,1 δις ευρώ από τα 13,9 που ήταν το 2023, φτάνοντας στο 4,93% του ΑΕΠ και κατέχοντας την 9η θέση παγκοσμίως σε απόλυτα μεγέθη στοιχεία που το καθιστούν το γεγονός ιδιαίτερα ανησυχητικό.

Σίγουρα το τελευταίο που απασχολεί τους Έλληνες πολίτες την τελευταία 15ετία είναι να επενδύσουν σήμερα στο ΧΑ, με το 40% των πολιτών να θεωρούν την έλλειψη χρημάτων, σύμφωνα με στατιστικά, ως το μεγαλύτερο πρόβλημα για αποταμίευση. Τώρα εάν το αναγάγουμε αυτό επένδυση σε χρηματιστήριο θα μας απαντήσει ότι υπάρχει έλλειψη εμπιστοσύνης, λόγω 99 και θα προτιμούσε τις διεθνείς αγορές.

Επίσης, η στάση απέναντι στον Επενδυτικό Κίνδυνο ανά Ηλικία και Φύλο, σύμφωνα με πανελλαδική έρευνα της Plum δείχνει ότι συνολικά το 42% αποφεύγει τον κίνδυνο στις επενδύσεις και το 41% είναι ουδέτερο. Η αποφυγή του κινδύνου αυξάνεται σημαντικά με την ηλικία: από 25% στους 18-24 ετών(που επενδύουν σε πλατφόρμες), ενώ ανεβαίνει στο 56% στους 65-75 ετών, που αποτελούν την “GEN Χ” του ΧΑ.

Το κακό δεν χρειάζεται πολύ για να συμβεί. Το 99 λειτούργησε ως βαρίδι για την συνέχεια. Σήμερα αποτελεί «έγκλημα» να πιάσει κανένας στο στόμα του το ΧΑ, ακόμα και να αναφέρεις το κλείσιμο στις ειδήσεις της ημέρας. Και φυσικά όταν ένα προϊόν δεν το διαφημίζεις όπως πρέπει αμέσως ο ενδιαφερόμενος θα βρει το αμέσως επόμενο!

Στη δεδομένη στιγμή το πρόβλημα δεν το έχουν οι εναπομείναντες πιστοί στο ΧΑ, Έλληνες επενδυτές, αλλά οι ξένοι! Η απάντηση στο ερώτημα για το τι είναι τελικά ακριβό και τι φθηνό είναι πολύ απλή, σύμφωνα με την αξία που του δίνουμε ανάλογα με τις διαθέσεις της κάθε περιόδου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: