Στη σκέψη των περισσοτέρων, οι λέξεις επένδυση και χαρτοφυλάκιο είναι συνυφασμένες με τις μετοχές. Και αυτό ως ένα βαθμό είναι λογικό, αφού οι μετοχές προσφέρουν αφενός διαχρονικά υψηλές αποδόσεις και αφετέρου μεγάλες συγκινήσεις και ικανές δόσεις αδρεναλίνης. Ωστόσο, τα θεσμικά χαρτοφυλάκια, τα ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά ταμεία και γενικότερα οι οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων, διαθέτουν μεγάλη έκθεση σε ομόλογα.
Τα
ομόλογα διαδραματίζουν εξίσου σημαντικό ρόλο με τις μετοχές, ιδιαίτερα από την
πλευρά της διαχείρισης του ρίσκου και του κινδύνου, αλλά και της δημιουργίας
σταθερού εισοδήματος. Το τελευταίο χρονικό διάστημα παρατηρείται μια σημαντική
ενσωμάτωση των ομολόγων ακόμα και σε ιδιωτικά χαρτοφυλάκια τα οποία αναζητούν πιο
σταθερές και ανθεκτικές στρατηγικές επένδυσης.
Θα
μπορούσαμε να πούμε ότι τα ομόλογα παίρνουν σήμερα την εκδίκηση τους, αφού
προσελκύουν νέους επενδυτές, τη στιγμή που οι αγορές «βράζουν». Διότι ένα
ομόλογο προσφέρει το πλεονέκτημα της σταθερότητας «καθ’ όλη τη διάρκεια του
κύκλου της ζωής» του. Αφού ο επενδυτής αγοράζοντας το, γνωρίζει από την πρώτη
στιγμή όχι μόνο το πότε θα πάρει πίσω το κεφάλαιο του, αλλά και τις ακριβείς
ημερομηνίες πληρωμής και το ακριβές ποσό των τόκων που θα εισπράξει, μέχρι την τελική
αποπληρωμή του ομολόγου.
Επομένως,
ένα χαρτοφυλάκιο το οποίο είναι εκτεθειμένο στον χρηματιστηριακό κίνδυνο και
στη μεταβλητότητα των τιμών των μετοχών, ειδικά σε περιόδους, όπως είναι αυτή
που διανύουμε, είναι φρόνιμο να διαθέτει προϊόντα τα οποία του προσφέρουν
σταθερές ροές προσόδων και εξασφαλισμένες τιμές ρευστοποίησης στη χρονική λήξη
των προϊόντων.
Η
βασική διαφορά ανάμεσα στα ομόλογα και τις μετοχές είναι ότι τα πρώτα αποτελούν
τίτλους δανεισμού και οι δεύτερες τίτλους ιδιοκτησίας. Τα ομόλογα είναι «τίτλοι
χρέους» που εκδίδονται από κυβερνήσεις ή εταιρείες για την άντληση κεφαλαίων.
Όταν αγοράζουμε ένα ομόλογο, ουσιαστικά δανείζουμε τα κεφάλαιά μας στον εκδότη.
Και ο εκδότης επιστρέφει τα κεφάλαιά μας στη λήξη της έκδοσης και στο ενδιάμεσο
χρονικό διάστημα μας καταβάλει μέσω τακτικών πληρωμών την ανταμοιβή μας. Δηλαδή
τους τόκους, με βάση το συμφωνηθέν επιτόκιο.
Αντιθέτως,
οι μετοχές αποτελούν «τίτλους ιδιοκτησίας». Δηλαδή, ο επενδυτής γίνεται
συνιδιοκτήτης μιας εταιρείας και η πορεία των επενδεδυμένων σε αυτήν κεφαλαίων
του, είναι προσδεδεμένη με την πορεία της εταιρείας. Καθώς, από τη μια πλευρά
δεν υπάρχει εξασφάλιση ως προς τα κεφάλαια που επενδύει και από την άλλη πλευρά
δεν είναι σίγουρο ότι θα λαμβάνει σε ετήσια βάση κάποιο εισόδημα, αφού τα
μερίσματα εξαρτώνται καθαρά από την ανάπτυξη και κερδοφορία της εταιρείας.
Υπό
αυτήν την έννοια, θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα βασικά πλεονεκτήματα των
ομολόγων είναι τρία. Το πρώτο είναι η διατήρηση του κεφαλαίου. Το δεύτερο είναι
η παραγωγή ενός σταθερού ή μεταβλητού –εάν υπόκειται σε διάφορες παραμέτρους–
εισοδήματος. Και το τρίτο, είναι η διαφοροποίηση της συμπεριφοράς των ομολόγων
από τις μετοχές, η οποία βοηθάει στη μείωση της μεταβλητότητας του επενδυτικού
χαρτοφυλακίου. Οι επιλογές των επενδυτών γίνονται ανάμεσα στα κρατικά και στα
εταιρικά ομόλογα.
Τα πρώτα εκδίδονται από τα υπουργεία Οικονομικών των χωρών που καταφεύγουν σε δανεισμό. Θεωρούνται ασφαλή και με χαμηλή έκθεση σε κίνδυνο. Ωστόσο, για ακριβώς τους ίδιους λόγους τα επιτόκια που προσφέρουν, είναι και αυτά χαμηλά. Τα δεύτερα, εκδίδονται από ιδιωτικές εταιρείες, οι οποίες προσφεύγουν στον ομολογιακό δανεισμό, τον οποίον προτιμούν έναντι του τραπεζικού δανεισμού, ο οποίος είναι ακριβότερος.
Προσφέρουν υψηλότερες αποδόσεις από τα αντίστοιχα κρατικά, αρκετές φορές δίνουν
τη δυνατότητα μετατροπής των ομολόγων σε μετοχές, αλλά συνοδεύονται από
μεγαλύτερο ρίσκο, ανάλογα με την πιστοληπτική τους ικανότητα και την αξιολόγηση
από τους διεθνείς οίκους. Η έκθεση σε κίνδυνο είναι μεγαλύτερη από τα κρατικά
ομόλογα. Ωστόσο, εάν κάποιος επενδυτής επιλέξει να αγοράσει ομόλογα των ΑΑΑ
εταιρειών, όπως είναι για παράδειγμα η Microsoft, η Johnson & Johnson, η
Apple, η Alphabet (Google) και η Nestlé, η ασφάλεια των κεφαλαίων του θα
μπορούσε να θεωρηθεί δεδομένη.
Οι
τιμές των ομολόγων στη δευτερογενή αγορά, δηλαδή εκεί που μπορούν οι επενδυτές
να ρευστοποιήσουν ένα ομόλογο πριν από τη λήξη του, ή να αγοράσουν ένα ομόλογο
μετά την έκδοσή του, έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Διότι κινούνται αντίστροφα από
τα επιτόκια. Όταν τα επιτόκια ανεβαίνουν, οι τιμές των υφιστάμενων ομολόγων
πέφτουν. Αυτό συμβαίνει επειδή τα νέα ομόλογα προσφέρουν υψηλότερες αποδόσεις,
καθιστώντας τα παλαιότερα ομόλογα λιγότερο ελκυστικά. Αντίστοιχα, όταν τα
επιτόκια υποχωρούν, τότε τα παλαιότερα ομόλογα γίνονται πιο ελκυστικά, με
αποτέλεσμα οι τιμές τους να παρουσιάζουν άνοδο.
Φυσικά,
η επένδυση στα ομόλογα δεν είναι εύκολη υπόθεση. Πέραν όσων προαναφέραμε περί
κινδύνων και αποδόσεων, απαιτείται προγραμματισμός. Για παράδειγμα, ο επενδυτής
πρέπει να αγοράζει ομόλογα με κλιμακωτές ημερομηνίες λήξης και όχι με μια λήξη.
Δηλαδή να αγοράζει ομόλογα που λήγουν το 2026, 2027, 2030 και όχι μόνο το 2028.
Διότι έτσι διατηρεί τη ρευστότητά του, ανά τακτά χρονικά διαστήματα και
παρακολουθεί καλύτερα τις αγορές. Με δυο λόγια δεν βάζει όλα τα αυγά του, σε ένα
καλάθι. Η στρατηγική της αγοράς ομολόγων με κλιμακωτές ημερομηνίες λήξης είναι
γνωστή στην επενδυτική βιβλιογραφία, ως Bond Ladder.
Η κλασσική ερώτηση που ακολουθεί τις προτάσεις αγοράς ομολόγων αφορά το ύψος του ποσοστού του χαρτοφυλακίου, που «πρέπει» να είναι επενδεδυμένο σε ομόλογα. Αυτό εξαρτάται από την ηλικία, το προφίλ, την ανοχή στον κίνδυνο και στην ψυχολογική καταπόνηση και κυρίως στους οικονομικούς και επενδυτικούς στόχους που έχει ο καθένας.
Ωστόσο, υπάρχει ένας παλαιός και σοφός κανόνας που λέει, να αφαιρέσουμε την ηλικία μας από το 100, για να υπολογίσουμε το ποσοστό της μετοχικής μας κατανομής, με το υπόλοιπο να επενδύεται σε ομόλογα. Δηλαδή, εάν είμαστε 30 ετών, τότε το 70% μπορεί να είναι σε μετοχές και το 30% σε ομόλογα.
Η λογική πίσω από τον συγκεκριμένο κανόνα είναι ότι στις νεαρότερες ηλικίες οι επενδυτές έχουν μπροστά τους αρκετούς ανοδικούς και καθοδικούς χρηματιστηριακούς κύκλους και αρκετές ευκαιρίες να επανακάμψουν από δυνητικές ζημίες. Ενώ, εάν είμαστε 65 ετών, τότε καλύτερα να έχουμε μόλις 35% σε μετοχές και 65% σε ομόλογα, έτσι ώστε αφενός να έχουμε μικρότερη έκθεση στον κίνδυνο και μεγαλύτερη έκθεση στη σταθερότητα και στην ασφάλεια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου