Η δημοσκοπική ανάκαμψη της κυβέρνησης, μετά τις αποκαλύψεις σχετικά με την τυμβωρυχία που επιχειρήθηκε πάνω στο κύμα συναισθηματικής φόρτισης που προκάλεσε το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών, αποκαλύπτει τις αντοχές και το ένστικτο επιβίωσης της κυβερνώσας κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, την οποία συγκροτεί ένα σημαντικό τμήμα της ελληνικής κοινωνίας.
Η
κυβερνώσα πλειοψηφία, που αντιστοιχεί περίπου στο 40% του εκλογικού σώματος και
εμφανίζεται διαχρονικά είτε ως παράταξη του «Ναι», του «Μένουμε Ευρώπη» ή του
«αντι-ΣΥΡΙΖΑ» μετώπου, είναι εν πολλοίς προϊόν της αντιμνημονιακής περιόδου
μετά τη χρεοκοπία του 2010. Διατρέχει εγκάρσια τον χώρο μεταξύ κεντροδεξιάς και
κεντροαριστεράς, τους οποίους έχει καταστήσει ουσιαστικά συγκοινωνούντα δοχεία.
Αριστερά
και δεξιά της πλειοψηφίας αυτής βρίσκονται υπό διαμόρφωση δύο ασθενέστεροι
πολιτικοί πόλοι, που συγκεντρώνουν από 15-20% έκαστος. Αν και εκφράζουν έντονες
διαφορές, παρουσιάζουν και αξιοσημείωτες ταυτίσεις. Μόνο με συμπαράταξη θα
μπορούσαν να σχηματίσουν κυβερνητική πλειοψηφία.
Κοινά
χαρακτηριστικά των δύο άκρων είναι ο θολός αντισυστημισμός, η εχθρότητα προς την
επιχειρηματικότητα και την ελεύθερη οικονομία, ο αντιδυτικισμός, η καχυποψία
απέναντι στην επιστήμη (π.χ. εμβόλια, τεχνολογία), ο φανερός ή λανθάνων
φιλορωσισμός, καθώς και ο θαυμασμός προς αυταρχικά καθεστώτα και πρακτικές
ανελευθερίας.
Οι
διαφορές τους, ωστόσο, είναι επίσης έντονες: η αριστερά χαρακτηρίζεται από
εθνομηδενισμό, ενώ η άκρα δεξιά από πομπώδη και συχνά επιφανειακό εθνικισμό. Η
μεν υιοθετεί στάσεις φιλοϊσλαμικές, η δε κινείται έντονα ισλαμοφοβικά. Στο
μεταναστευτικό, η πρώτη υπερασπίζεται την πολιτική των ανοιχτών συνόρων, ενώ η
δεύτερη υποστηρίζει το εξ ίσου επιβλαβές ερμητικό κλείσιμό τους. Αντιθέτως, οι
δυνάμεις γύρω από το Κέντρο προσεγγίζουν όλα τα παραπάνω ζητήματα με μεγαλύτερη
νηφαλιότητα, ορθολογισμό και μετριοπάθεια. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, τα δύο
άκρα δεν μπορούν να υπερβούν αθροιστικά το 30% ούτε να σχηματίσουν
κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Ωστόσο,
η εμπειρία της περιόδου 2010-2015 αποδεικνύει ότι σε συνθήκες ακραίας πόλωσης
και με το ενδεχόμενο ανάληψης της εξουσίας, αυτές οι διαφορές παρακάμπτονται.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι βουλευτές των ΑΝΕΛ, οι οποίοι, ενώ παλαιότερα
πρωτοστατούσαν στα εθνικιστικά συλλαλητήρια για το Μακεδονικό, εν συνεχεία
στήριξαν τη Συμφωνία των Πρεσπών και προσχώρησαν στον ΣΥΡΙΖΑ για να διατηρήσουν
τη θέση τους στο Κοινοβούλιο.
Σε
τέτοιες συγκυρίες, οι δίαυλοι επικοινωνίας μεταξύ των δύο άκρων διευρύνονται.
Επιπλέον, το πολιτικό υβρίδιο της «Πλεύσης Ελευθερίας» της κας Ζωής
Κωνσταντοπούλου δείχνει ότι τα άκρα επιχειρούν να επαναπροσδιοριστούν,
ενσωματώνοντας θέσεις και από τις δύο πλευρές του φάσματος.
Προς
το παρόν, ωστόσο, δεν διαφαίνεται σοβαρός κίνδυνος ανατροπής του υπάρχοντος
πολιτικού σκηνικού. Η εργαλειοποίηση της τραγωδίας των Τεμπών από τα δύο άκρα
ανέδειξε τα όρια —χρονικά και ποιοτικά— της επιρροής τους. Μέσα σε αυτό το
πλαίσιο, το πολιτικό σκηνικό εμφανίζεται ιδιαίτερα σταθερό, κάτι που
αναγνωρίζεται και από τους διεθνείς οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης, οι οποίοι
εκφράζονται με θετικότατους όρους για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
Στο
πολιτικό σκηνικό όπως αναδιαμορφώθηκε μετά την τραγωδία των Τεμπών η ΝΔ είχε
απώλειες αλλά διατήρησε την πρώτη θέση με διαφορά αλλά το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ
ουσιαστικά καταποντίστηκαν στην ανεπιτυχή προσπάθεια να οικειοποιηθούν τις πρακτικές
των πολιτικών τυμβωρύχων. Αν και όταν το πρώτο συστημικό κόμμα απειληθεί από
κάποιο από τα αντισυστημικά ένα σημαντικό κομμάτι από τις εναπομείνασες
δυνάμεις του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ να το συνδράμουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου