Η αύξηση του κατώτατου μισθού στα €880 τον Απρίλιο του 2025 πανηγυρίζεται από πολλούς ως μια μεγάλη επιτυχία για τους εργαζόμενους. Ωστόσο, πίσω από τους πανηγυρισμούς κρύβεται μια αλήθεια που δεν πρέπει να παραβλέπουμε: ο κατώτατος μισθός δεν είναι το ουσιαστικό μέτρο της πραγματικής οικονομικής προόδου.
Η
ευημερία μιας χώρας μετριέται με την παραγωγικότητα, τους πραγματικούς μισθούς
και την άνοδο των εισοδημάτων για την πλειονότητα των πολιτών της, όχι με το
πως αποφασίζει να ορίσει νομοθετικά μία κυβέρνηση την ελάχιστη αμοιβή για την
ανειδίκευτη εργασία.
Πρώτον,
η παραγωγικότητα είναι το πραγματικό θεμέλιο της ευημερίας. H Ετήσια Έκθεση του
Εθνικού Συμβουλίου Παραγωγικότητας της Ελλάδας επισημαίνει ότι η παραγωγικότητα
της εργασίας στην Ελλάδα παρουσίασε μικρή βελτίωση το 2023, με αύξηση 1% στο
ΑΕΠ ανά εργαζόμενο και αύξηση 0,29% στο ΑΕΠ ανά ώρα εργασίας.
Ωστόσο,
υπογραμμίζει σημαντικές αποκλίσεις παραγωγικότητας σε σχέση με τους μέσους
όρους της ΕΕ, με το ελληνικό ΑΕΠ ανά εργαζόμενο να διαμορφώνεται περίπου στο
57% του μέσου όρου της Ευρωζώνης και στο 63% του μέσου όρου της ΕΕ το 2023.
Όταν οι μισθοί ανεβαίνουν ταχύτερα από την παραγωγικότητα, η χώρα χάνει
ανταγωνιστικότητα και ενισχύει τον πληθωρισμό. Οι αυξήσεις του κατώτατου μισθού
λοιπόν, εξ ορισμού, μειώνουν την παραγωγικότητα των εργαζομένων που ευνοούν.
Δεύτερον,
πρέπει να κοιτάμε τον πραγματικό και όχι τον ονομαστικό μισθό. Παρά την
ονομαστική αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 35% από το 2019, ο πραγματικός
κατώτατος μισθός (προσαρμοσμένος στον πληθωρισμό) παραμένει περίπου στα επίπεδα
του 2010, δηλαδή γύρω στα €693. Το σημαντικό δεν είναι το ποσό που
ανακοινώνεται στις ειδήσεις, αλλά τι μπορεί κανείς να αγοράσει με αυτό. Στην
Ιρλανδία, ο μέσος μισθός αυξήθηκε κατά 22% από το 2019 λόγω ανάπτυξης του
τεχνολογικού τομέα και της παραγωγικότητας, όχι λόγω κυβερνητικών επιταγών.
Τρίτον,
η πραγματική ευημερία μιας κοινωνίας δεν αποτυπώνεται στον ελάχιστο μισθό αλλά
στον συνολικό πλούτο που απολαμβάνει η πλειονότητα των πολιτών. Η οικονομική
πρόοδος δεν αφορά την αύξηση ενός αριθμού με κρατική παρέμβαση, αλλά τη
δημιουργία προϋποθέσεων ώστε να βελτιώνεται η καθημερινότητα του μέσου
εργαζόμενου. Για να συμβεί αυτό, είναι αναγκαία η άρση των εμποδίων που
περιορίζουν την εργασία και την επιχειρηματικότητα, η ελάφρυνση των διοικητικών
και φορολογικών βαρών για τις επιχειρήσεις, και η ενίσχυση επενδύσεων που
δημιουργούν πραγματική, βιώσιμη αξία.
Τέλος,
η ανεργία και η υποαπασχόληση των νέων είναι ένα διαρθρωτικό πρόβλημα που δεν
επιλύεται απλώς με αυξήσεις στον κατώτατο μισθό. Όταν οι κανονιστικές
παρεμβάσεις καθιστούν δυσκολότερη την είσοδο νέων ανθρώπων στην αγορά εργασίας,
το αποτέλεσμα είναι να εντείνεται η επισφαλής εργασία και να ενθαρρύνεται η
φυγή στο εξωτερικό. Αντίθετα, χώρες που εφαρμόζουν ευέλικτες πολιτικές
απασχόλησης και ενισχύουν τη σύνδεση εκπαίδευσης και εργασίας, επιτυγχάνουν
καλύτερα αποτελέσματα στην ενσωμάτωση της νέας γενιάς στο παραγωγικό δυναμικό.
Η πραγματική ευημερία, συνεπώς, δεν μπορεί να επιβληθεί με κυβερνητικά διατάγματα. Δεν θα γινόταν η Ελλάδα ξαφνικά πλουσιότερη αν ο κατώτατος μισθός ήταν 2.000 ευρώ. Αντίθετα, η ευημερία απαιτεί τη δημιουργία ενός οικονομικού περιβάλλοντος που προάγει την παραγωγικότητα, την ελεύθερη επιχειρηματικότητα, και τη διαρκή αύξηση των πραγματικών εισοδημάτων. Μόνο μέσα από τέτοιες πολιτικές μπορούν να δημιουργηθούν πραγματικές και ουσιαστικές ευκαιρίες για όλους, όχι απλώς ένα επιφανειακό ελάχιστο για τους λίγους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου