Η πρόταση να διαδεχθεί ο Κωνσταντίνος Τασούλας την Κατερίνα Σακελλαροπούλου προκάλεσε τις αναμενόμενες αντιδράσεις. Ικανοποίηση στο εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας για την απόφαση του Κυριάκου Μητσοτάκη να αναδείξει στο ύπατο πολιτειακό αξίωμα ένα πρόσωπο από τον στενό πυρήνα της παράταξης.
Όπου διαθέτει όλα τα
απαραίτητα στοιχεία κύρους και συναίνεσης κατά την κυβέρνηση, αντιδράσεις από
το σύνολο της αντιπολίτευσης, με επικρίσεις περί κομματικής επιλογής, που δεν
υπηρετεί την παράδοση της πρότασης προσώπου από διαφορετικό πολιτικό χώρο από
αυτόν της κυβέρνησης, δηλαδή την κεντροαριστερά.
Η εκλογή του
Κωνσταντίνου Τασούλα αναμένεται στην τέταρτη ψηφοφορία, όπου απαιτούνται 151
ψήφοι, με τον ίδιο να συγκεντρώνει περισσότερες από την κοινοβουλευτική δύναμη
της Νέας Δημοκρατίας, καθώς αναμένεται να στηριχθεί και από αρκετούς
ανεξάρτητους βουλευτές. Στα «συν» της επιλογής του Κυριάκου Μητσοτάκη, ακόμη κι
αν δεν ήταν αυτή η στόχευση, και η θετική ψήφος του πρώην πρωθυπουργού Αντώνη
Σαμαρά.
Αν η πρόταση του
Κωνσταντίνου Τασούλα και εν συνεχεία του Νικήτα Κακλαμάνη για την προεδρία της
Βουλής, σηματοδοτούν κατά πολλούς την απόφαση του Κυριάκου Μητσοτάκη να ρίξει
το βάρος και στο παραδοσιακό ακροατήριο της Νέας Δημοκρατίας -σε επίπεδο
συμβολισμών, παράλληλα με τη στοχοπροσήλωση των πολιτικών του στο κέντρο και τη
μεσαία τάξη- ουδείς στο κυβερνητικό επιτελείο ανέμενε την προεδρική εκλογή να
προκαλέσει αναταράξεις στην αντιπολίτευση.
Λίγα 24ωρα μετά τη
δήλωση του Νίκου Ανδρουλάκη, ότι δεν θα συγκυβερνούσε με τη Νέα Δημοκρατία,
αλλά μόνο με προοδευτικές δυνάμεις, προφανώς στα «αριστερά» του ΠΑΣΟΚ και την
ώρα, που ο Σωκράτης Φάμελλος επιμένει να ζητά συμπόρευση στα μεγάλα θέματα
απέναντι στην κυβέρνηση, Χαριλάου Τρικούπη και Κουμουνδούρου επιλέγουν να
«απαντήσουν» στην κυβερνητική επιλογή για την Προεδρία της Δημοκρατίας, με δύο
ξεχωριστούς υποψηφίους.
Το πολιτικό
ενδιαφέρον των κοινοβουλευτικών ψηφοφοριών μετατοπίζεται αναπόφευκτα στο ποιος
από τους δύο έτερους διεκδικητές του αξιώματος θα καταταγεί στη δεύτερη και
ποιος στην τρίτη θέση. Το μεν ΠΑΣΟΚ καλείται ως αξιωματική αντιπολίτευση να
αποδείξει εμπράκτως, ότι μπορεί να αποτελέσει τον «άλλο πόλο» στο κοινοβούλιο,
ο δε ΣΥΡΙΖΑ δηλώνει έως τώρα ότι ο πραγματικός ρόλος της αξιωματικής
αντιπολίτευσης του ανήκει.
Με το βλέμμα
στραμμένο στη στρατηγική των επόμενων δύο ετών, που θα οδηγήσουν και στις
εθνικές εκλογές, για το κυβερνητικό επιτελείο αυτή η εικόνα αποτελεί μία ακόμη
απόδειξη ότι η αντιπολίτευση αυτή την ώρα, αδυνατεί να ανταπεξέλθει στην
αναγκαιότητα διασφάλισης της πολιτικής σταθερότητας.
Αφενός, διότι το ΠΑΣΟΚ εκ προοιμίου επιλέγει ως συνομιλητές του τα κόμματα, που βρίσκονται στα αριστερά του -από τον ΣΥΡΙΖΑ και τη Νέα Αριστερά έως τη Ζωή Κωνσταντοπούλου και τον Γιάννη Βαρουφάκη, με στελέχη της Χαριλάου Τρικούπη, όπως ο Παύλος Γερουλάνος να δηλώνουν ότι όλοι θα μπορούσαν να αποτελέσουν συνομιλητές αν συμφωνούσαν σε βασικές αρχές- αφετέρου διότι τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν κατάφεραν να συνεννοηθούν ούτε στην επιλογή ενός υποψηφίου, που de facto θα είχε απλά έναν συμβολικό χαρακτήρα. Στο Μέγαρο Μαξίμου εκτιμούν ότι το αποτύπωμα αυτών των επιλογών, τόσο της κυβέρνησης, όσο και της αντιπολίτευσης, θα καταγραφεί στις επόμενες δημοσκοπήσεις.
Ήδη, οι τελευταίες
μετρήσεις της κοινής γνώμης αποτιμούνται θετικά, καθώς δύο στοιχεία
καταδεικνύουν ότι στη μέση της κυβερνητικής διαδρομής δημιουργούνται οι
προϋποθέσεις ανάκαμψης, πρώτον η, έστω και μικρή, άνοδος των ποσοστών της Νέας
Δημοκρατίας και η διατήρηση του Κυριάκου Μητσοτάκη ως το καταλληλότερο πρόσωπο
για την πρωθυπουργία, δεύτερον, η ανακοπή της δυναμικής του ΠΑΣΟΚ, που
παραμένει σε αυξημένα, σε σχέση με το παρελθόν, αλλά στάσιμα πλέον ποσοστά και
με την εικόνα του Νίκου Ανδρουλάκη να μην εξελίσσεται.
Στο κυβερνητικό
επιτελείο εκτιμούν ότι η ενίσχυση της συσπείρωσης για τη Νέα Δημοκρατία, είναι
το «κλειδί» για την περεταίρω ενίσχυση των ποσοστών της. Η «αποκήρυξη» των
ψήφων των Σπαρτιατών για την εκλογή Τασούλα, «οριοθέτησε» και τη διεύρυνση, την
οποία επιδιώκει η Πειραιώς, κάνοντας σαφές ότι εξακολουθεί να απευθύνεται στους
παραδοσιακούς ψηφοφόρους της κεντροδεξιάς, αλλά και στον μεσαίο χώρο.
Η ανάδειξη του διλήμματος για τους πολίτες, που σταδιακά θα αρχίσει να διαμορφώνεται -με τη διασφάλιση της πολιτικής σταθερότητας στη χώρα και της οικονομικής ισορροπίας να προτάσσονται ως βασικοί πυλώνες- θα οδηγήσει αναπόφευκτα και στο πεδίο των συγκρίσεων, ανάμεσα στην κυβέρνηση και την αντιπολίτευση. Στη σύγκριση αυτή, το Μέγαρο Μαξίμου επιδιώκει να έχει στα «χαρτιά» του, την υλοποίηση κεντρικών δεσμεύσεων που αναλήφθηκαν το 2019 και το 2023, αλλά και την αποτελεσματικότητα του κυβερνητικού έργου στο τέλος της δεύτερης τετραετίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου