30 Νοεμβρίου, 2024

ΔΙΕΥΡΥΝΕΤΑΙ ΤΟ ΧΑΣΜΑ ΜΕΤΑΞΥ ΕΥΡΩ ΚΑΙ ΔΟΛΑΡΙΟΥ

Η JP Morgan με χθεσινή της έκθεση αναθεώρησε τις εκτιμήσεις της όσον αφορά τον ρυθμό μείωσης των επιτοκίων από την ΕΚΤ. Πλέον εκτιμά ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα προχωρήσει σε μείωση επιτοκίων κατά 50 μονάδες βάσης τον Δεκέμβριο και όχι τον Ιανουάριο, προκειμένου να αντιμετωπίσει την επιβράδυνση της οικονομίας της Ευρωζώνης.

Σύμφωνα με το Βloomberg, ο αμερικανικός οίκος επικαλείται τη μεγάλη πτώση των δεικτών PMI, την επιβράδυνση του πληθωρισμού στον τομέα των υπηρεσιών και την πιθανότητα παρατεταμένης εμπορικής αβεβαιότητας ως τους βασικούς παράγοντες που θα «οπλίσουν» μια ώρα αρχύτερα το χέρι της προέδρου της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ.

Μετά το σημείωμα της JP Morgan, οι traders αύξησαν τις τοποθετήσεις τους υπέρ μιας μείωσης των επιτοκίων κατά 50 μονάδες βάσης τον Δεκέμβριο, οδηγώντας την πιθανότητα μιας τέτοιας έκβασης με βάση τις κινήσεις των συμβολαίων στην αγορά στο 20% από 10% προηγουμένως. Η αλήθεια είναι, ότι τα οικονομικά στοιχεία της Ευρωζώνης τους τελευταίους μήνες μεταβλήθηκαν αρκετά γρήγορα προς το χειρότερο.

Οι επικείμενοι δε δασμοί από τον νέο πρόεδρο της Αμερικής αποτελούν βαρίδι για τις προοπτικές, καθώς απειλούν να εξαλείψουν το μεγάλο εμπορικό πλεόνασμα της ΕΕ με τις ΗΠΑ και να ωθήσουν τους κατασκευαστές της περιοχής να μετατοπίσουν την παραγωγή τους από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Ήδη κάτω από το βάρος αυτής της προοπτικής, η επιχειρηματική δραστηριότητα στην Ευρωζώνη συρρικνώθηκε αναπάντεχα τον Νοέμβριο.

Την ίδια στιγμή αμετάβλητες διατηρήθηκαν οι υποκείμενες πληθωριστικές πιέσεις στην Eυρωζώνη, με το πιο στενό μέτρο του ΔΤΚ που δεν προσμετρά τις ευμετάβλητες τιμές της ενέργειας και των τροφίμων να διαψεύδει την πρόβλεψη για οριακή επιτάχυνση. (Σ.Σ: Ο λεγόμενος δομικός πληθωρισμός έτρεξε τον Νοέμβριο με ρυθμό 2,7% ετησίως όπως και τον Οκτώβριο, έναντι εκτίμησης για 2,8%. Στη μηνιαία σύγκριση δε, ο δομικός ΔΤΚ εμφάνισε σημαντική υποχώρηση κατά 0,6%, μετά το +0,2% του Οκτωβρίου).

Οι εξελίξεις από το μέτωπο του πληθωρισμού, λύνουν ως ένα σημείο τα χέρια της Κριστίν Λαγκάρντ όσον αφορά το πόσο επιθετική μπορεί να γίνει με τις μειώσεις των επιτοκίων προκειμένου να στηρίξει την οικονομία της Ευρωζώνης.Οι δηλώσεις άλλωστε πολλών αξιωματούχων της ΕΚΤ αυτήν την εβδομάδα ήταν χαρακτηριστικές.

Ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Γαλλίας F. Villeroy για παράδειγμα, εμφανίστηκε ανοικτός σε ενδεχόμενη μεγαλύτερη των 25 μονάδων βάσης μείωση επιτοκίων στη σύσκεψη της ΕΚΤ στις 12 Δεκεμβρίου.  Αυτή ακριβώς η προοπτική αρκετών περαιτέρω μειώσεων επιτοκίων από την ΕΚΤ σε σχέση με τη Fed παραμένει σημαντικός καθοδικός παράγοντας για το ευρώ, ωστόσο έχει σε σημαντικό βαθμό προεξοφληθεί.

Πολλοί αναλυτές, λοιπόν, εντοπίζουν το τέλος της ταλαιπωρίας του κοινού νομίσματος πέριξ της επόμενης στήριξης στην περιοχή των $1,0335. (Σ.Σ:Υπενθυμίζουμε ότι η πρώτη αντίσταση είναί στη ζώνη $1,0600-50).  Πολλά βέβαια θα εξαρτηθούν από το κατά πόσο ο νέος υπουργός οικονομικών των ΗΠΑ, Σκοτ Μπέσεντ, θα αποδειχθεί πράγματι μετριοπαθής και θα διαχειριστεί με σύνεση την ακόρεστη επιθυμία του Τραμπ για δασμούς, πείθοντας τον ότι οι σκληροί δασμοί μπορεί να προκαλέσουν ένα νέο πληθωριστικό κύμα και να αναγκάσουν τη Fed να αντιστρέψει την τρέχουσα νομισματική πολιτική της.

Ακριβώς κάτω από το καθεστώς αυτού του φόβου άλλωστε, ότι οι υψηλότεροι δασμοί της κυβέρνησης Τραμπ θα δώσουν νέα ώθηση στον πληθωρισμό και θα πιέσουν τα επιτόκια της Fed προς τα πάνω, το αμερικανικό νόμισμα έχει ήδη πραγματοποιήσει ράλι πάνω από 7% από τις αρχές Νοεμβρίου.

Η επιλογή του Μπέσεντ καθησυχάζει προς το παρόν τους φόβους αυτούς, βάζοντας ένα ανάχωμα στην άνοδο του δολαρίου έναντι του ευρώ. Το ανάχωμα αυτό πιθανότατα να βάλει ένα φρένο στην άνοδο του δολαρίου για τις αμέσως επόμενες ημέρες και μέχρι την επόμενη συνεδρίαση της ΕΚΤ στις 12 Δεκεμβρίου, όπου θα δούμε πόσο θα ενισχυθεί το επιτοκιακό πλεονέκτημα του δολαρίου έναντι του ευρώ.

Όπως και να έχει, υπενθυμίζουμε ότι μπορεί ακόμα το ζεύγος eur/usd να είναι εντός των ορίων που δεν «πονάνε» τις δύο οικονομίες, όμως δεν απέχει και πολύ από αυτά. Αυτό σημαίνει ότι δεν απέχουμε πολύ από το σημείο-κλειδί που θα μπορούσε να οριοθετήσει την αντιστροφή του trade.

Βλέπετε, το ακριβό δολάριο πλήττει τις εξαγωγές των ΗΠΑ, ενώ την ίδια στιγμή καθιστά ακόμα πιο ακριβές τις εισαγωγές της Ευρώπης. Αυτό αποτελεί σίγουρα έναν από τους μεγαλύτερους πονοκεφάλους της Κριστίν Λαγκάρντ αυτή την περίοδο, καθώς η Κομισιόν εξετάζει μεταξύ άλλων, ως πιθανή αντίδραση στην περίπτωση επιβολής των δασμών από τις ΗΠΑ, την αύξηση των αγορών αμερικανικών προϊόντων, όπως τα αγροτικά προϊόντα, το LNG και τα οπλικά συστήματα.

Διπλό χτύπημα: Ασθενές

ευρώ και αύξηση αποδόσεων

Οι δύο μεγαλύτερες οικονομίες της Eυρωζώνης αντιμετωπίζουν αυτήν την περίοδο πολλές αντιξοότητες. Η Γερμανία είναι αντιμέτωπη με μια συνεχιζόμενη ύφεση στη μεταποίηση, ενώ οι διαφωνίες για τον Προϋπολογισμό και τη μακροπρόθεσμη δημοσιονομική στρατηγική την οδήγησαν στην απόφαση για πρόωρες κάλπες.

Δύσκολα τα πράγματα και στη Γαλλία, η οποία αντιμετωπίζει από τη μια ένα έντονα διχασμένο Κοινοβούλιο, στο οποίο κανένα κόμμα δεν έχει την πλειοψηφία και από την άλλη τις ανησυχίες των επενδυτών για τη δημοσιονομική της σταθερότητα.

Ενδεικτικό αυτών των ανησυχιών είναι ότι το κόστος δανεισμού της Γαλλίας έφτασε στο ίδιο επίπεδο με αυτό της Ελλάδας για πρώτη φορά αυτή την εβδομάδα, με τους αναλυτές να φοβούνται πλέον για υποβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας του γαλλικού κράτους.

Ο «πόνος» της γαλλικής αγοράς ομολόγων θα μπορούσε να ωθήσει την πολιτική σκηνή της Γαλλίας να διορθώσει την πολιτική αναταραχή; Έχουμε κάποιες αμυδρές ενδείξεις για μια καταφατική απάντηση στην παραπάνω ερώτηση.

Μια από αυτές, είναι οι χθεσινές δηλώσεις του πρωθυπουργού της χώρας, Μισέλ Μπαρνιέ, ο οποίος έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου ως προς τις ενδεχόμενες συνέπειες που θα είχε για τη Γαλλία η μη ψήφιση του κρατικού προϋπολογισμού για το 2025 και η ανατροπή της κυβέρνησής του.

Γι’αυτό άλλωστε φαίνεται διατεθειμένος να προσαρμόσει το σχέδιο του Προϋπολογισμού, ώστε να ικανοποιήσει στα πλαίσια του εφικτού τα αιτήματα της αντιπολίτευσης, κυρίως εκείνα του ακροδεξιού κόμματος της Μαρίν Λεπέν, η οποία απειλεί να υπερψηφίσει μια από τις προτάσεις μομφής, που προτίθενται να καταθέσουν τα κόμματα της Αριστεράς.

Οι δηλώσεις του είναι χαρακτηριστικές: «Η μη ψήφιση του Προϋπολογισμού και η ανατροπή της κυβέρνησης θα οδηγούσε αναπόφευκτα σε αύξηση των επιτοκίων για το κράτος και συνεπώς για τις επιχειρήσεις και τον γαλλικό λαό.

Υπάρχει ήδη μεγάλη ανησυχία και όπως φαίνεται από τα spreads, σήμερα η Γαλλία δανείζεται ακριβότερα από την Ελλάδα. Θέλουμε οι τόκοι του χρέους και μόνο να γίνουν στο μέλλον το μεγαλύτερο κονδύλι του εθνικού προϋπολογισμού, μπροστά από την εκπαίδευση και την άμυνα;».

Σύμφωνα με πολλούς αναλυτές, κάτω από τον φόβο για περαιτέρω άνοιγμα των spreads, ο συμβιβασμός για τον γαλλικό προϋπολογισμό παραμένει δυνατός, παρά το γεγονός ότι περιλαμβάνει σημαντικές περικοπές στις δημόσιες δαπάνες και 60 δις ευρώ σε φορολογικές αυξήσεις. Όμως σύμφωνα με τη Barclays, οποιαδήποτε ανακούφιση μπορεί να είναι βραχύβια, καθώς δεν υπάρχει εύκολη λύση στο πολιτικό αδιέξοδο, ενώ τα μακροπρόθεσμα δημοσιονομικά και αναπτυξιακά μεγέθη παραμένουν φτωχά.

Όπως και να έχει, μια ψήφιση του Προϋπολογισμού θα ήταν αναμφισβήτητα μια ανακούφιση δεδομένου του ασφάλιστρου υψηλού κινδύνου που ενσωματώνεται στα γαλλικά περιουσιακά στοιχεία.  Σύμφωνα μάλιστα με τους στρατηγικούς αναλυτές της Barclays, μια τέτοια εξέλιξη θα οδηγούσε το spread μεταξύ γερμανικού και γαλλικού δημόσιου χρέους από τις 80-84 μονάδες βάσης που είναι σήμερα στο εύρος 70 έως 75 μονάδες βάσης των τελευταίων μηνών. Αυτό πιθανότατα θα ενίσχυε τον χρηματιστηριακό δείκτη CAC μεταξύ 2% και 3%.

Αντίθετα, αν πέσει η γαλλική κυβέρνηση, αυτή η διαφορά θα μπορούσε να διευρυνθεί προς τις 100 μονάδες βάσης και να οδηγήσει τον CAC σε πτώση μεταξύ 4% και 5%. Ωστόσο, η Barclays εκτιμά ότι οι τυχόν αρνητικές επιπτώσεις στη ζώνη του ευρώ θα είναι περιορισμένες.

Αντίθετα, η  Jane Foley, από το τμήμα FX στη Rabobank, δεν είναι πεπεισμένη και εκτιμά, ότι μια επιδείνωση των πολιτικών και δημοσιονομικών αποτελεσμάτων στη Γαλλία μπορεί να προκαλέσει μετάδοση στην Ευρωζώνη, με αποτέλεσμα την αύξηση των αποδόσεων των ομολόγων και ένα ασθενέστερο ευρώ.

Πολλά βέβαια θα εξαρτηθούν και από τις εξελίξεις στη Γερμανία. Αν και το χρέος και το έλλειμμα της Γερμανίας είναι σε καλύτερη κατάσταση, εντούτοις η χώρα αντιμετωπίζει σοβαρά διαρθρωτικά ζητήματα που ενδέχεται να απαιτούν περισσότερες κρατικές επενδύσεις. Αυτό όμως τη δεδομένη στιγμή προϋποθέτει πιθανότατα να αρθεί το φρένο χρέους της χώρας, κάτι που εξαρτάται από το εκλογικό αποτέλεσμα του Φεβρουαρίου.

Συμπέρασμα: Oι επενδυτές, ειδικά εκείνοι της αγοράς των ομολόγων αλλά και της αγοράς συναλλάγματος,  θα πρέπει για το επόμενο διάστημα να σταθμίσουν πολλούς και αντιφατικούς παράγοντες.

Δεν υπάρχουν σχόλια: