Η οικονομική σχέση ΕΕ-ΗΠΑ είναι η μεγαλύτερη στον κόσμο, με την αξία των εμπορευόμενων αγαθών και υπηρεσιών να υπερβαίνει το 1 τρισεκατομμύριο ευρώ ετησίως. Πριν λίγες ημέρες εξηγήσαμε ότι ο πιο ανησυχητικός κίνδυνος για αυτήν τη ζωτικής σημασίας σχέση και για τις δύο οικονομίες προέρχεται από την εμπορική πολιτική που πιθανότατα να εφαρμόσει ο Τραμπ αν επανεκλεγεί Πρόεδρος των ΗΠΑ.
Υπενθυμίζουμε
ο Τραμπ προτείνει την επιβολή δασμών από 10% έως 20% σε όλες τις εισαγωγές από
οπουδήποτε στον κόσμο και ότι στην πρώτη του θητεία προσηλώθηκε στα εμπορικά
ελλείμματα των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένης της ΕΕ. Για την ακρίβεια, η άποψη του Τραμπ είναι ότι το εμπορικό
έλλειμμα των ΗΠΑ με την ΕΕ είναι μια παρόμοια, αν και μικρότερη εκδοχή του
εμπορικού ελλείμματος των ΗΠΑ με την Κίνα.
Ως
εκ τούτου οι διατλαντικές θέσεις υπο μια κυβέρνηση Τραμπ δεν προοιωνίζονται
ανέφελες όπως εξηγήσαμε και στο αφιέρωμα μας για την επίδραση των αμερικανικών εκλογών στην ευρωπαϊκή
οικονομία. Παρά ταύτα, η Eυρώπη δεν έχει επιλογή. Πρέπει να επικεντρωθεί στην προστασία των υφιστάμενων εμπορικών
σχέσεων με τις ΗΠΑ, αλλά και στην ενίσχυση της διατλαντικής συνεργασίας.
Η
αντιμετώπιση των οικονομικών προτεραιοτήτων της Ευρώπης, όπως η τόνωση της
ανάπτυξης, η επίτευξη της πράσινης μετάβασης και η βελτίωση της οικονομικής
ασφάλειας, απαιτεί ανοικτό εμπόριο και στενή συνεργασία με τις ΗΠΑ.
Ομοίως,
οι στόχοι των ΗΠΑ για τον περιορισμό της Κίνας και την ανανέωση των θέσεων
εργασίας στη μεταποίηση θα είναι πολύ πιο εύκολο να επιτευχθούν εάν η Αμερική
συνεργαστεί με την Ευρώπη. Εξέλιξη που
θα μπορούσε να βοηθήσει τόσο τις αμερικανικές όσο και τις ευρωπαϊκές εταιρείες
να έχουν πρόσβαση σε μια μεγαλύτερη αγορά εκτός Κίνας, επιτρέποντάς τους
να επιτύχουν μεγαλύτερες οικονομίες κλίμακας, περισσότερα περιθώρια
εξειδίκευσης και ικανότητα να επωφελούνται από τις εισροές και τις αλυσίδες εφοδιασμού η
μια της άλλης.
Δεν
λέμε ότι η Ευρώπη δεν πρέπει να είναι ρεαλιστική. Όπως αναφέρει και η ομάδα
εργασίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, δεν υπάρχει καμία πιθανότητα αναβίωσης μιας
μεγάλης εμπορικής συμφωνίας ΕΕ-ΗΠΑ, όπως οι διαπραγματεύσεις για την
Διατλαντική Εταιρική Σχέση Εμπορίου και Επενδύσεων -TTIP- που κατέρρευσαν το
2016.
Ακόμη
και το πιο μετριοπαθές Συμβούλιο Εμπορίου και Τεχνολογίας ΕΕ-ΗΠΑ -TTC- που
ξεκίνησε υπό την κυβέρνηση Μπάιντεν για την προώθηση της διατλαντικής
συνεργασίας είχε περιορισμένο αντίκτυπο.
Ως εκ τούτου, η ομάδα εργασίας της Ευρωπαικής Επιτροπής για τις
επιπτώσεις των αμερικανικών εκλογών αναδεικνύει τις ακόλουθες προτεραιότητες για τις Βρυξέλλες όσον αφορά
την ενίσχυση των διατλαντικών σχέσεων, τόσο σε σενάριο Τραμπ όσο και σε σενάριο
Χάρις:
Ανοικτός
και συνεχής διάλογος με στόχο τη
συνεργασία
και την αποφυγή οικονομικών διαφορών
Ο
ανοικτός και συνεχής διάλογος προκειμένου να εξασφαλισθεί έγκαιρα τόσο η
αποφυγή οικονομικών διαφορών με τις ΗΠΑ προτού προκύψουν, ειδικά αν ο νέος
ένοικος του Λευκού Οίκου είναι ο Ντόναλτ Τραμπ οπότε η ένταση θα είναι
αναπόφευκτη, όσο και η εποικοδομητική συνεργασία με τις ΗΠΑ σε θέματα κοινού
ενδιαφέροντος, όπως η Κίνα πρέπει να είναι η βασική στόχευση της ΕΕ.
Στον
διάλογο αυτό η Ευρώπη θα πρέπει να επικοινωνήσει αποτελεσματικά ότι οι δύο
οικονομίες έχουν περισσότερα κοινά συμφέροντα παρά αντικρουόμενα και ένας
πόλεμος δασμών μεταξύ τους θα φέρει τα αντίθετα από τα επιθυμητά αποτελέσματα
και για τις δύο. Για παράδειγμα πολλοί οικονομολόγοι επισημαίνουν ότι οι δασμοί
πιθανότατα θα οδηγούσαν σε ισχυρότερο δολάριο
και αυτό είναι αντίθετο με τη δηλωμένη επιθυμία του Τραμπ να το
αποδυναμώσει. Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που πολλοί ενστερνίζονται την
άποψη ότι οι απειλές των ΗΠΑ για επιπλέον δασμούς στην Ευρώπη είναι μάλλον
μέσα στα πλαίσια μιας διαπραγματευτικής
τακτικής.
Οι
δασμοί επίσης για πολλούς αναλυτές πολύ δύσκολα θα ενισχύσουν την παραγωγή των
ΗΠΑ, δεδομένου ότι η χώρα είναι σε επίπεδα σχεδόν πλήρους απασχόλησης, ενώ την
ίδια στιγμή ο αποκλεισμός των ξένων προμηθευτών θα μειώσει τον ανταγωνισμό,
εξέλιξη που με τη σειρά της θα μειώσει
την πίεση για τις αμερικανικές επιχειρήσεις να αυξήσουν την παραγωγικότητά
τους.
Επιπλέον
ο Τραμπ δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στις καλές επιδόσεις της Wall Street. Πολλοί
επενδυτές όμως θα αντιταχθούν στην ιδέα των μεγαλύτερων εμπορικών φραγμών. Οι πολιτικές του είναι επίσης πιθανό να
πυροδοτήσουν τον πληθωρισμό αυξάνοντας τις τιμές των ξένων εισροών, κάτι που θα
μπορούσε να τον κάνει μη δημοφιλή. Ας μην ξεχνάμε ότι ο υψηλός πληθωρισμός φαίνεται να ήταν ένας
σημαντικός λόγος της δυσαρέσκειας για τον
Μπάιντεν.
Όσον
αφορά τη συνεργασία μεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης ο διάλογος θα πρέπει να εστιάσει στη
δυνατότητα μόνιμων λύσεων σε τρέχοντα πολιτικά ζητήματα όπως οι επιδοτήσεις για
την Airbus και την Boeing. Είναι κάτι που πρέπει να επιδιώξει η Ευρώπη καθώς η
στενότερη ρυθμιστική ευθυγράμμιση στην τεχνολογία θα μπορούσε επίσης να
ενισχύσει την αφομοίωση της καινοτομίας στην Ευρώπη, συμβάλλοντας στην ενίσχυση
της παραγωγικότητας της.
Η
ανάπτυξη σχεδίου για την αντιμετώπιση
των
αρνητικών πολιτικών των ΗΠΑ
Το
σχέδιο αυτό θα πρέπει να έχει επίκεντρο
την ενίσχυση της ενότητας μεταξύ των
ευρωπαϊκών κρατών-μελών, ώστε η ΕΕ να μπορεί να υπερασπιστεί τα συμφέροντα της
όταν είναι απαραίτητο. Είτε ο Τραμπ επιβάλλει πραγματικά γενικούς δασμούς είτε
όχι, ένα είναι σίγουρο. Οι εμπορικές προτεραιότητες του είναι πολύ διαφορετικές από εκείνες της Χάρις
από την οπτική της ΕΕ.
Αν
και μια κυβέρνηση Χάρις θα εξακολουθούσε να ασκεί διπλωματική πίεση στις χώρες
του μεγάλου εμπορικού πλεονάσματος της ΕΕ, ιδιαίτερα στη Γερμανία, να αυξήσουν
την εσωτερική τους ζήτηση για να μειώσουν τις εμπορικές ανισορροπίες,
εντούτοις είναι απίθανο να δούμε το
εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ με την ΕΕ να εξελίσσεται από μια κυβέρνηση Χάρις ως
μείζον πρόβλημα και κρίσιμη προτεραιότητα, όπως θα γίνει ενδεχομένως από μια
κυβέρνηση Τραμπ.
Δεν
υπάρχει αμφιβολία ότι η Ευρώπη θα ωφεληθεί ευκολότερα από την ανάπτυξη των ΗΠΑ
αν η Δημοκρατικοί παραμείνουν στην εξουσία. Βλέπετε, παρόλο που η κυβέρνηση
Μπάιντεν διατήρησε τις προστατευτικές πολιτικές της προηγούμενης κυβέρνησης
Τραμπ και μάλιστα ενίσχυσε ορισμένες από αυτές μέσω ενισχυμένων εντολών τύπου
«Αγοράστε αμερικανικά», προσπάθησε επίσης να μειώσει τη σύγκρουση με την
ΕΕ.
Για
παράδειγμα, η κυβέρνησή του εφάρμοσε τον νόμο για τη μείωση του πληθωρισμού –
έναν νόμο που προβλέπει τεράστιες επιδοτήσεις για ηλεκτρικά οχήματα που στις
περισσότερες περιπτώσεις πρέπει να κατασκευάζονται στις ΗΠΑ – με τρόπους που
επέτρεψαν σε πολλά ηλεκτρικά οχήματα ευρωπαϊκής κατασκευής να πληρούν τις
προϋποθέσεις για επιδοτήσεις.
Ο
Μπάιντεν βρήκε επίσης προσωρινές λύσεις στη μακροχρόνια διαμάχη σχετικά με τη
χορήγηση επιδοτήσεων στους κατασκευαστές αεροσκαφών Boeing και Airbus και στο
ζήτημα του χάλυβα και του αλουμινίου. (σ.σ: Οι δασμοί στον χάλυβα και το
αλουμίνιο επιβλήθηκαν αρχικά από τον Τραμπ, φαινομενικά για λόγους εθνικής
ασφάλειας, γεγονός που προκάλεσε τα αντίποινα από την ΕΕ. Ο Μπάιντεν αποφάσισε
τελικά να λειάνει τις διαφορές, επιτρέποντας σημαντικές ποσοστώσεις εισαγωγών).
Αν
λοιπόν οι Δημοκρατικοί παραμείνουν, η ΕΕ
μπορεί να συνεχίσει να παίζει το χαρτί του αξιόπιστου και δημοκρατικού
εμπορικού εταίρου και να επικεντρωθεί
στην ανάπτυξη τρόπων για περαιτέρω τόνωση του εμπορίου και των επενδύσεων. Για
παράδειγμα, σε αντίθεση με τον Τραμπ, μια κυβέρνηση Χάρις θα επιδιώξει επίσης
να διατηρήσει τις ΗΠΑ ευθυγραμμισμένες με την ΕΕ στον αγώνα κατά της κλιματικής
αλλαγής, ενισχύοντας πιθανώς περαιτέρω τη ζήτηση των ΗΠΑ για προϊόντα καθαρής
τεχνολογίας που κατασκευάζονται στην ΕΕ.
Εάν
κερδίσει ο Τραμπ, η ΕΕ πρέπει να είναι έτοιμη να αποσπάσει την προσοχή του από
το έλλειμμα εμπορικών συναλλαγών και αγαθών των ΗΠΑ με την ΕΕ και να
διασφαλίσει ότι ακόμα και εάν εφαρμοστούν οι δασμοί σε όλες τις εισαγωγές στις
ΗΠΑ, η ΕΕ θα εξαιρείται. Πώς μπορεί να πετύχει κάτι τέτοιο; Προσφέροντας για
παράδειγμα ενισχυμένη συνεργασία στην αντιμετώπιση της Κίνας αλλά και
αναδεικνύοντας ότι στη στροφή στην εμπορική πολιτική των ΗΠΑ με την Κίνα, η
Ευρώπη έχει καταστεί ένας αξιόλογος και αξιόπιστος εμπορικός εταίρος.
Βλέπετε,
το μερίδιο της Κίνας στις εισαγωγές των ΗΠΑ μειώθηκε απότομα τα τελευταία
χρόνια. Αν και οι κινέζοι κατασκευαστές
μετατόπισαν ένα μέρος της παραγωγής τους στο εξωτερικό ή διοχετεύουν το εμπόριο
μέσω τρίτων χωρών, εντούτοις το μερίδιο της ΕΕ έχει αυξηθεί σημαντικά την
τελευταία δεκαετία. Επομένως, η εξάρτηση είναι αμοιβαία: οι εξαγωγές προς τις
ΗΠΑ βοηθούν την ευρωπαϊκή ανάπτυξη και η ΕΕ είναι μια αξιόπιστη πηγή εισαγωγών για να ικανοποιήσει την όρεξη
της οικονομίας των ΗΠΑ με γνώμονα τους καταναλωτές.
Όρια
στην παρέμβαση των
ΗΠΑ
στη σχέση ΕΕ-Κίνας
Η
Ευρώπη δεν θα πρέπει να επιτρέψει στις ΗΠΑ να την πιέσουν να προχωρήσει σε μια
περαιτέρω αποσύνδεση από την Κίνα.
Βλέπετε, η Ευρώπη ως μια ανοικτή οικονομία με μια πολύ μεγαλύτερη ένταση
εμπορίου από τις ΗΠΑ, έχει πολλά να χάσει.
Σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, η ΕΕ δεν έχει μειώσει
σημαντικά τους εμπορικούς της δεσμούς με την Κίνα, ιδίως όσον αφορά τις
εισαγωγές. Αυτό αντανακλά εν μέρει μια εσωτερική σύγκρουση στην ΕΕ σχετικά με
τον τρόπο αντιμετώπισης της Κίνας. Ορισμένα κράτη μέλη βλέπουν την Κίνα ως
στρατηγική και εμπορική απειλή και θέλουν ισχυρότερη δράση.
Η
οπτική γωνία εδώ είναι ότι η ΕΕ έχει περίπου 30 εκατομμύρια θέσεις εργασίας στη
μεταποίηση, επομένως έχει τώρα πολύ περισσότερα να χάσει από την πλεονάζουσα
παραγωγική ικανότητα της Κίνας και τις αυξανόμενες εξαγωγές από ό,τι οι ΗΠΑ, οι
οποίες έχουν μόνο περίπου 13 εκατομμύρια θέσεις εργασίας στη μεταποίηση και
πολλές βρίσκονται σε λιγότερο εκτεθειμένους τομείς όπως για παράδειγμα η
επεξεργασία κρέατος.
Πολλά
από τα μεγαλύτερα κράτη μέλη της ΕΕ ανησυχούν επίσης για την εθνική ασφάλεια
και την κυριαρχία της Κίνας στις στρατηγικές βιομηχανίες και αναγνωρίζουν την
ανάγκη για αυστηρότερους ελέγχους στις επενδύσεις και το ευαίσθητο εμπόριο.
Την
ίδια στιγμή όμως η Κίνα είναι και ένας ουσιαστικός προμηθευτής για πολλές
ευρωπαϊκές βιομηχανίες και ορισμένες
ευρωπαϊκές εταιρείες έχουν πραγματοποιήσει σημαντικές ξένες επενδύσεις στην
Κίνα, οι οποίες είναι ευάλωτες σε οποιαδήποτε κινεζικά αντίποινα. Επιπλέον, τα
φθηνά κινεζικά προϊόντα συμβάλλουν σε χαμηλότερες τιμές σε μια εποχή που οι
ανησυχίες σχετικά με την αγοραστική δύναμη είναι έντονες σε ολόκληρη την
Ευρώπη.
Οι
ευρωπαϊκές χώρες λοιπόν δεν είναι αντίθετες σε μια αυστηρότερη προσέγγιση στην Κίνα,
όπως η Γαλλία, για παράδειγμα, που πίεσε σκληρά για δασμούς στα κινεζικά
ηλεκτρικά οχήματα, αλλά ταυτόχρονα αναγνωρίζουν την ανάγκη να περιοριστούν οι
διαφωνίες προκειμένου να επιτευχθεί η απαραίτητη ισορροπία στις εμπορικές
σχέσεις.
Όπως
προτείνεται στην έκθεση Ντράγκι, η ΕΕ θα πρέπει να είναι επιλεκτική στην
προσέγγισή της στην Κίνα. Υπάρχουν τομείς, όπως οι ηλιακοί συλλέκτες, όπου η
φθηνή κινεζική προμήθεια είναι απαραίτητη για την εξασφάλιση αξιόπιστης και
χαμηλού κόστους ενέργειας για την Ευρώπη
αλλά και για την πράσινη μετάβαση. Σε
περίπτωση μιας επικράτησης της Χάρις, η ισορροπία αυτή θα είναι πιο εύκολο να
επιτευχθεί.
Υπενθυμίζουμε
ότι ο Μπάιντεν κάποιες φορές αναγνώριζε ότι και οι ΗΠΑ επωφελούνται από το αυξημένο εμπόριο με την Κίνα. Ως εκ
τούτου, τμήματα της κυβέρνησής του προωθούσαν αυτό που αποκαλουμε μια «μικρή
αυλή με ψηλό φράχτη». Δηλαδή αυστηρούς
περιορισμούς στο εμπόριο με την Κίνα σε
τομείς ανησυχίας, αλλά με το μεγαλύτερο μέρος του εμπορίου ΗΠΑ-Κίνας να μην
επηρεάζεται.
Εάν η Χάρις διαδεχθεί τον Μπάιντεν υπάρχει μια πιθανότητα να υπάρξουν κάποια όρια στην προσέγγιση του εμπορίου με την Κίνα. Αντίθετα ο Τραμπ θα κλιμακώσει πιθανότατα έναν εμπορικό πόλεμο με την Κίνα ακόμα και ως το σημείο ουσιαστικής εξάλειψης του διημερούς εμπορικού ελλείμματος ΗΠΑ-Κίνας. Θέλει να επιβάλει γενικούς δασμούς 60% στις κινεζικές εισαγωγές και η πλατφόρμα του Ρεπουμπλικανικού κόμματος ζητά τη σταδιακή κατάργηση των εισαγωγών βασικών αγαθών και τον αποκλεισμό των κινεζικών επενδύσεων στις ΗΠΑ.
Γίνεται κατανοητό ότι μια τέτοια πορεία
δράσης, θα ασκούσε ακόμη μεγαλύτερη πίεση στην ΕΕ να ακολουθήσει τις ΗΠΑ στην
αύξηση των δασμών, αυξάνοντας τους κινδύνους ενός ολοκληρωτικού εμπορικού
πολέμου με την Κίνα. Η ΕΕ θα πρέπει να
προσπαθήσει να διατηρήσει τη διεθνή
εμπορική τάξη και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ), βάσει του οποίου οι
χώρες δεν μπορούν να αυξήσουν μονομερώς τους δασμούς χωρίς βάσιμο λόγο.
Βλέπετε,
μια κεντρική διαφορά μεταξύ της προσέγγισης των ΗΠΑ και της ΕΕ για την Κίνα είναι
ότι η ΕΕ επιθυμεί να παραμείνει στο δίκαιο του ΠΟΕ και να στηρίξει το πολυμερές
εμπορικό σύστημα. Οι ΗΠΑ, από την άλλη πλευρά, απαλλάχθηκαν de facto από τους
κανονισμούς του ΠΟΕ και δείχνουν ολοένα και πιο πρόθυμες να αναπτύξουν ένα
«ΝΑΤΟ για το εμπόριο». Δηλαδή μια λέσχη ομοϊδεατών χωρών που θα απέκλειε την
Κίνα και άλλους παράγοντες που θεωρούνται εχθρικοί.
Η
ΕΕ θα πρέπει λοιπόν να κινηθεί διπλωματικά με τις ΗΠΑ και να τις οδηγήσει στην
εστίαση σε τομείς που ρυθμίζονται λιγότερο αυστηρά από τη νομοθεσία του ΠΟΕ,
όπως η ρυθμιστική πολιτική και η ευθυγράμμιση περιορισμών στην Κίνα που
συνδέονται με την εθνική ασφάλεια.
Στον
βαθμό που οι ΗΠΑ θέλουν ένα ρυθμιστικό ΝΑΤΟ, θα μπορούσαν να υπάρξουν
διατλαντικές συμφωνίες σε θέματα όπως η ρύθμιση της Τεχνητής Νοημοσύνης ή ο
σχεδιασμός επιδοτήσεων σε τομείς όπως τα ηλεκτρικά οχήματα. Ένα τέτοιο σύστημα
επιδοτήσεων θα μπορούσε να μην εισάγει διακρίσεις, αλλά να εξακολουθεί να
αποκλείει την Κίνα από τη λήψη αποφάσεων και ίσως ακόμη και από την πρόσβαση
στην αγορά, εάν δεν είναι σε θέση ή δεν επιθυμεί να συμμορφωθεί.
Έμφαση
στο Συμβούλιο Εμπορίου
και
Τεχνολογίας ΕΕ-ΗΠΑ (TTC)
Όπως
και να έχει, η εστίαση στη σύγκλιση τεχνολογικών κανονισμών ΗΠΑ-ΕΕ θα ήταν μια
σοφή κίνηση οικονομικής πολιτικής για την Ευρώπη, δεδομένου ότι με τη γήρανση
του πληθυσμού, η μεγαλύτερη χρήση της τεχνολογίας για την ενίσχυση της
παραγωγικότητας είναι απαραίτητη.
Δεδομένης της ισχύος των ΗΠΑ στον τομέα, η Ευρώπη θα πρέπει να αυξήσει τις
εισαγωγές της σε αμερικανικές τεχνολογικές υπηρεσίες όπως το cloud computing.
Ωστόσο,
η προθυμία των ευρωπαϊκών εταιρειών να χρησιμοποιήσουν αυτούς τους τύπους
τεχνολογιών έχει παρεμποδιστεί από την αβεβαιότητα σχετικά με το εάν και πώς
μπορούν να ανταποκριθούν στα πρότυπα της ΕΕ σε τομείς όπως η προστασία
δεδομένων, καθώς οι ΗΠΑ έχουν αφήσει τον ψηφιακό τομέα σε μεγάλο βαθμό χωρίς
ρύθμιση. (σ.σ: Aν και αυτό άρχισε να αλλάζει υπό τον Μπάιντεν).
Επιπλέον,
οι πρακτικές συλλογής πληροφοριών των ΗΠΑ ήταν μερικές φορές ασυνεπείς με τα
θεμελιώδη δικαιώματα βάσει του δικαίου της ΕΕ. Αυτή η κακή ευθυγράμμιση υπήρξε
αναμφίβολα ένα σημαντικό εμπόδιο για τη μεγαλύτερη ψηφιοποίηση στην Ευρώπη.
Το
TTC ΕΕ-ΗΠΑ μπορεί να απέτυχε να επιτύχει εντυπωσιακές νίκες, εντούτοις βοήθησε
στην ευθυγράμμιση των προσεγγίσεων ΕΕ και ΗΠΑ για τη ρύθμιση της Τεχνητής
Νοημοσύνης. Επομένως θα μπορούσε να βοηθήσει στην αντιμετώπιση και αυτού του
προβλήματος.
Ήδη
έχει ενισχύσει τις προσωπικές σχέσεις μεταξύ των ηγετών της ΕΕ και των ΗΠΑ,
γεγονός που βοήθησε πάρα πολύ στις παράλληλες διαπραγματεύσεις για τη βελτίωση
της προστασίας των προσωπικών δεδομένων των Ευρωπαίων στις ΗΠΑ – κάτι που
τελικά οδήγησε στην αποκατάσταση των ελεύθερων ροών δεδομένων μεταξύ ΕΕ και
ΗΠΑ.
Στο μέλλον, το TTC θα μπορούσε να βοηθήσει στην αντιμετώπιση και των υπόλοιπων προβλημάτων, όπως για παράδειγμα εκείνο σύμφωνα με το οποίο οι ευρωπαϊκές εταιρείες που χρησιμοποιούν εταιρείες υπολογιστών cloud των ΗΠΑ διατρέχουν τον κίνδυνο οι αμερικανικές αρχές επιβολής του νόμου να αποκτήσουν πρόσβαση στα ευρωπαϊκά δεδομένα με τρόπους που δεν πληρούν τα πρότυπα που ορίζει η ευρωπαϊκή προστασία δεδομένων νόμους.
Αυτό το ζήτημα έχει τροφοδοτήσει εκκλήσεις μεταξύ ορισμένων κρατών μελών της ΕΕ να καταστήσουν τις αμερικανικές εταιρείες υπολογιστικού νέφους μη επιλέξιμες να αποκτήσουν ορισμένες διαπιστεύσεις για την ασφάλεια στον κυβερνοχώρο.Η ρύθμιση της αναδυόμενης τεχνολογίας είναι επίσης ένας πολλά υποσχόμενος τομέας συνεργασίας.
Η ΕΕ και οι ΗΠΑ έχουν επιτύχει αμοιβαία αναγνώριση σε τομείς όπως
η πιστοποίηση ασφάλειας αεροσκαφών και ορισμένες χρηματοοικονομικές υπηρεσίες.
Ωστόσο, αυτές οι προσπάθειες ήταν σχετικά επίπονες για να επιτευχθούν.
Η
συνεργασία μπορεί να είναι ευκολότερη σε τομείς όπου τα ρυθμιστικά καθεστώτα
και των δύο πλευρών είναι λιγότερο ανεπτυγμένα. Το κύριο εμπόδιο είναι ότι οι
τεχνολογικές ρυθμίσεις διέπονται σχεδόν εξ ολοκλήρου από τις Βρυξέλλες. Τα
νομοθετικά όργανα της ΕΕ διαμορφώνουν τους προτεινόμενους νόμους χωρίς να
λαμβάνουν υπόψη τις ευαισθησίες των
ΗΠΑ.
Αντίθετα,
οι ΗΠΑ δεν μπόρεσαν να εγκρίνουν ομοσπονδιακούς νόμους που καλύπτουν την
ψηφιακή αντιμονοπωλιακή νομοθεσία, την προστασία δεδομένων, την Τεχνητή Νοημοσύνη
ή την ασφάλεια στο διαδίκτυο, ακόμη και όταν κάτι τέτοιο θα ενίσχυε το
διατλαντικό εμπόριο. Ωστόσο, το TTC έχει
ήδη βοηθήσει να γεφυρωθούν ορισμένες από αυτές τις διαφορές και μπορεί να
βοηθήσει στη γεφύρωση ακόμα περισσότερων.
Η
ισχύς εν τη ενώσει
Οι ισχυρότεροι έλεγχοι των εξαγωγών προς την
Κίνα ενέχουν κινδύνους για τις προοπτικές ορισμένων από τους τεχνολογικούς
ηγέτες της ΕΕ, όπως η ολλανδική εταιρεία ημιαγωγών ASML. Γι’αυτό η
Ευρώπη έχει υιοθετήσει μια προσέγγιση «μέσου δρόμου» σε αυτό το ζήτημα:
οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έχουν συχνά αποδεχτεί την πίεση των ΗΠΑ και
ευθυγραμμίζονται εν μέρει με την Ουάσιγκτον, όμως την ίδια στιγμή απωθούν
ορισμένες από τις απαιτήσεις της.
Προκειμένου
να μειωθεί η ικανότητα της Ουάσιγκτον να πιέζει μεμονωμένα τα κράτη μέλη, όπως
για παράδειγμα την Ολλανδία όσον αφορά τις εξαγωγές της ΑSML στην Κίνα, θα είχε
νόημα να μεταφερθούν όσο το δυνατόν
περισσότερες αποφάσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Όμως τα πολιτικά εμπόδια για μια
τέτοια κίνηση είναι μεγάλα. Τα κράτη μέλη είναι επιφυλακτικά να εγκαταλείψουν
τον εθνικό έλεγχο και θα πρέπει να συμφωνήσουν ομόφωνα να εκχωρήσουν τέτοιες
εξουσίες στις Βρυξέλλες.
Ένας
άλλος τρόπος διασφάλισης του «μέσου δρόμου» της ΕΕ θα μπορούσε να είναι η
αναγνώριση ότι κάποιες ταραχές στη σχέση μεταξύ ΗΠΑ-ΕΕ είναι αναπόφευκτες και
κατανοητές, καθώς και οι δύο πλευρές έχουν εγχώριες πολιτικές προτεραιότητες.
Ακόμα κι αν τραβήξουν τα πρωτοσέλιδα λοιπόν, πολλές από αυτές τις διαφωνίες δεν
είναι μακροοικονομικά σημαντικές, όπως για παράδειγμα οι διαφωνίες γύρω από τον
χάλυβα και το αλουμίνιο όπου το εμπόριο ΗΠΑ-ΕΕ είναι περιορισμένο.
Η ΕΕ θα πρέπει να παραμείνει ρεαλιστική και να διασφαλίσει ότι αυτές οι σχετικά μικρές διαφορές θα περιορίζονται χωρίς να βλάπτεται η ευρύτερη σχέση.Ειδικά στην περίπτωση μιας κυβέρνησης Τραμπ, η ΕΕ θα πρέπει να φανεί υποχωρητική στα «μικρά» εμπορικά θέματα προς ικανοποίηση της «ιδιαίτερης» φύσης Αμερικανού Προέδρου, προκειμένου να προστατέψει τα μεγάλα και τα σημαντικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου