Μετά από 50 χρόνια παρελκυστικών διαπραγματεύσεων υπό τη μορφή διαδοχικών γύρων διακοινοτικών συνομιλιών, η Ελληνική πλευρά θα πρέπει να γίνει λίγο σοφότερη για τις σταθερές Τουρκικές επιδιώξεις και να μην αναδέχεται ως έχουσες κάποιο νόημα προτάσεις και προοπτικές που κρατούν καθηλωμένη την Ελληνική πλευρά σε μια αδιέξοδη πολιτική συνεχών υποχωρήσεων, παραχωρήσεων και διολισθήσεων.
Οι επισημάνσεις αυτές είναι αναγκαίες εν όψει ενός νέου,
επικίνδυνου κύκλου επιδιωκόμενων συνομιλιών, έξω από κάθε πλαίσιο μιας σοβαρής
και συγκροτημένης Ελληνικής στρατηγικής. Έχει αναληφθεί μια ολόκληρη εκστρατεία
για την επανέναρξη των διακοινοτικών συνομιλιών, από το σημείο που διεκόπησαν
μετά το ναυάγιο της Πενταμερούς του Κραν Μοντανά, για να «αποδείξει» η Ελληνική
πλευρά ότι θέλει και επιδιώκει «λύση»! Να αποδείξει σε ποιους; Στους Βρετανούς
κυρίως, που δραστηριοποιούνται πάντα με το προσωπείο της Γενικής Γραμματείας
του ΟΗΕ και προσωπικά του Γ. Γραμματέα Αντόνιο Γκουτιέρες, που έχει την εύνοια
της Βρετανικής επιρροής.
Είναι γνωστό όμως τι επιδιώκει στην Κύπρο η Βρετανική
διπλωματία. Επιδιώκει μια λύση με βάση τα τετελεσμένα γεγονότα, στο πλαίσιο
μιας διζωνικής ομοσπονδίας, με πολιτική ισότητα, που ουσιαστικά θα ανεγνώριζε
την υπάρχουσα σήμερα κατάσταση πραγμάτων, χωρίς καν οποιαδήποτε ουσιαστική
αλλαγή στο εδαφικό. Η Βρετανική διπλωματία πιστεύει πως η λύση μπορεί να
προέλθει μέσα από ενός είδους εξομάλυνση στις σχέσεις μεταξύ των δύο πλευρών.
Αποδίδει γι’ αυτό μεγάλη σημασία στο άνοιγμα ολοένα και περισσότερων διόδων στη
γραμμή αντιπαρατάξεως, ώστε να καταστεί καθημερινή συνήθεια η είσοδος στα
κατεχόμενα και η ανοχή της Τουρκικής κατοχής.
Η Μ. Βρετανία, ακόμη και μετά τη στροφή της προς την ανεξαρτησία της Κύπρου, υπό Αμερικανική πίεση, δεν άλλαξε τον στόχο που επεδίωκε προηγουμένως με τη στρατηγική διχοτομική πολιτική, που είχε συμφωνήσει με την Άγκυρα. Συνέπλευσε με την τελευταία, ώστε η ανεξαρτησία και η κυριαρχία του νέου κράτους να είναι δεσμευμένη στο εσωτερικό επίπεδο μ’ ένα σύνταγμα που προήγαγε τη λειτουργική διχοτόμηση και στο εξωτερικό επίπεδο με τη Συνθήκη κυρίως Εγγυήσεως.
Η πολιτική αυτή παραμένει πάντα επίκαιρη για τη Μ. Βρετανία,
γιατί συνδέεται με τις Βρετανικές βάσεις και τη στρατηγική σημασία τους. Ποια
θα ήταν η στρατηγική αξία των Βρετανικών βάσεων, εάν αυτή υποθηκευόταν από
πολιτικές της Κυπριακής Δημοκρατίας, που καθιστούσαν προβληματική τη στρατηγική
σημασία και χρήση τους;
Ακόμη και σήμερα η πληγωμένη και ημικατεχόμενη Κυπριακή
Δημοκρατία, όσο παραμένει ανεξάρτητη και κυρίαρχη, μετά την εθελούσια αποχώρηση
των Τουρκοκυπρίων από το κράτος, μπορεί και συνάπτει στρατηγικές σχέσεις και
συμμαχίες με άλλες χώρες. Μπορεί να προωθήσει την αμυντική της θωράκιση και το
δόγμα του ενιαίου αμυντικού χώρου με την Ελλάδα, εάν στέρξει και η τελευταία.
Η Μ. Βρετανία θεωρεί, βεβαίως, ασυμβίβαστες τις δυνατότητες
αυτές της Κυπριακής Δημοκρατίας με τα δικά της στρατηγικά συμφέροντα. Θεωρεί
γι’ αυτό απαραίτητη, όπως και στο παρελθόν, τη σύμπραξή της με την Τουρκική
πολιτική, παρά το γεγονός ότι έχουν αλλάξει σήμερα πολλά με τον Τουρκικό
παράγοντα, που συμπεριφέρεται με πολύ μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, επιδιώκοντας τα
δικά του συμφέροντα και έχοντας το πλεονέκτημα της κατεχόμενης Κύπρου.
Συγκλίνουν όμως στην επιδίωξη μιας Κύπρου που δεν θα έχει πραγματική
ανεξαρτησία και κυριαρχία.
Ούτως εχόντων των πραγμάτων, τι επιδιώκει ακριβώς η Ελληνική
πλευρά με τον στόχο της επανενάρξεως των διακοινοτικών συνομιλιών; Έγινε κάποιο
λάθος στην Πενταμερή του Κραν Μοντανά, το οποίο πρέπει να διορθώσουμε; Η
Τουρκική πλευρά, παρά το γεγονός ότι πήρε εκεί την πολιτική ισότητα,
περιλαμβανομένης της εκ περιτροπής Προεδρίας, δεν έκανε η ίδια οποιαδήποτε
υποχώρηση.
Αντιθέτως, κλιμάκωσε περαιτέρω τις αξιώσεις και διεκδικήσεις
της, ζητώντας τώρα αναγνώριση του ψευδοκράτους, μέσα από τη λεγόμενη κυριαρχική
ισότητα. Την τελευταία τη θέτει ως προϋπόθεση για τη συμμετοχή της σε νέες
συνομιλίες. Αυτό επανέλαβε και στον Γ. Γραμματέα του ΟΗΕ, κατά την πρόσφατη
συνάντησή του με τον Κύπριο Πρόεδρο, υπό την αιγίδα του Αντόνιο Γκουτιέρες.
Ποια θα είναι τελικά η συνέχεια αυτής της συναντήσεως στη Ν.
Υόρκη; Εφόσον δεν έγινε δεκτή η αξίωση Τατάρ για «κυριαρχική ισότητα», που θα
τέλειωνε ουσιαστικά το Κυπριακό, ο Τατάρ δεν έδωσε τη συγκατάθεσή του για
επανέναρξη των διακοινοτικών συνομιλιών. Συμφωνήθηκε, αντ’ αυτών, να γίνουν
συνεννοήσεις και συζητήσεις με τις εγγυήτριες δυνάμεις και να συντηρηθεί η
υποτιθέμενη δυναμική που δημιουργήθηκε με επαφές Χριστοδουλίδη – Τατάρ στη
Λευκωσία, για τη διάνοιξη και άλλων διόδων στην Πράσινη Γραμμή!
Εκεί κατάντησε ο αγώνας της Κύπρου. Η ηγεσία της να εκλιπαρεί
τον Τατάρ για συνομιλίες, που επί 50 χρόνια δεν έφεραν κανένα ουσιαστικό
αποτέλεσμα για την Ελληνική πλευρά και, αντιθέτως, την αποπροσανατόλισαν και
την οδήγησαν σε απαράδεκτες διαδοχικές υποχωρήσεις αρχών και διολισθήσεις.
Αντί η Ελληνική πλευρά να βγάλει τα συμπεράσματά της, μετά
από μισό αιώνα Τουρκικής κατοχής, βαυκαλίζεται με αυταπάτες για δήθεν λύση,
όταν είναι προφανές ότι η Τουρκία επιδιώκει την επιβολή στην Κύπρο, ως δήθεν
«λύσεως», ενός συνομοσπονδιακού μορφώματος, που θα κατέλυε στην ουσία την
Κυπριακή Δημοκρατία και θα μετέτρεπε ολόκληρη την Κύπρο σε δορυφόρο της
Άγκυρας.
Δεν είναι τυχαία η συγκυρία κατά την οποία εκδηλώνεται η
νοσηρή αυτή κινητικότητα στο Κυπριακό. Διεξάγονται στο παρασκήνιο συζητήσεις με
την Άγκυρα τόσο για το Κυπριακό όσο και για το Αιγαίο, με κοινό παρονομαστή
Ελληνικές υποχωρήσεις και παραχωρήσεις. Αντί η Ελληνική κυβέρνηση να στηρίξει
την Κύπρο, μέσα ιδίως στη νέα γεωπολιτική συγκυρία, που είναι πιο ευνοϊκή για
την Ελλάδα και την Κύπρο, ωθεί την Κύπρο προς μια δήθεν λύση, που θα την
ενέτασσε στον Τουρκικό γεωπολιτικό χώρο.
Από την άποψη αυτή, είναι πολύ σημαντικές και εύστοχες οι καταγγελίες Σαμαρά σε ομιλία του στη Λευκωσία. Η Κύπρος έχει ανάγκη από μια άλλη στρατηγική, που θα θέτει στον πυρήνα της τον αγώνα κατά της Τουρκικής κατοχής, που είναι η ουσία του Κυπριακού. Η Κύπρος είναι χώρα-μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και πρέπει, επιτέλους, να αξιοποιήσει αυτήν την κατάστασή της για τον αγώνα της και όχι να πηγαίνει στο Ευρωκοινοβούλιο και να καταθέτει ψηφίσματα υπέρ της διζωνικής ομοσπονδίας, με πολιτική ισότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου