Αν κεντρικός στόχος του policymaking είναι η άσκηση συνειδητού ελέγχου στη διαμόρφωση του μέλλοντος, τότε μπορούμε να πούμε ότι η πτώση της Καμπούλ ήταν, εν πολλοίς, αποτέλεσμα της αποτυχίας της διεθνούς κοινότητας να χαράξει μια προοπτική πολιτική, βασισμένη στην πολύπλευρη, ορθολογική δράση και όχι απλά στην ελπίδα ενός ευνοϊκού ατυχήματος.
H μεγάλη πτώση του
Αφγανικού Στρατού (και κατά συνέπεια η ήττα των ΗΠΑ και των συμμάχων τους)
είναι καταρχήν αποτέλεσμα μιας ασθενούς βούλησης. Ούτε οι Αφγανοί ούτε οι
Αμερικανοί ήταν διατεθειμένοι να προασπίσουν την Καμπούλ μέχρι τέλους. Φίλοι
και αντίπαλοι επιρρίπτουν στον Πρόεδρο Biden το σύνολο της ευθύνης.
Ωστόσο, μια τέτοια
εξήγηση είναι τόσο άδικη όσο και αφελής. Το Αφγανιστάν δεν κατέρρευσε εν μία
νυκτί. Η έξοδος δεν ήταν αποτέλεσμα μιας μοναδικής απόφασης. Η πτώση της
Καμπούλ είναι στον πυρήνα της, η πτώση ενός ολόκληρου συστήματος, στη
διαμόρφωση και συντήρηση του οποίου μετείχαν τα δύο μεγάλα αμερικανικά κόμματα,
πολλές συμμαχικές δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένου του ΝΑΤΟ, τέσσερις Αμερικανοί
Πρόεδροι και πλήθος διεθνών κυβερνητικών υπηρεσιών και αποστολών.
Το βασικό ερώτημα δεν
είναι, λοιπόν, πως κατέστη δυνατόν μια συγκριτικά μικρή δύναμη, όπως οι
Ταλιμπάν, να καταφέρουν μια τόσο γρήγορη και καθοριστική νίκη εναντίον ενός
μεγάλου συμβατικού στρατού· αυτό που πρέπει πρωτίστως να αναρωτηθούμε είναι
γιατί οι εμπλεκόμενες στρατιωτικές και πολιτικές ηγεσίες στάθηκαν ανίκανες να
αποφύγουν λάθη, τα οποία μακροπρόθεσμα θα αποδεικνύονταν καταστροφικά.
Τον περασμένο Ιούλιο,
ενώ οι Ταλιμπάν βρίσκονταν στα πρόθυρα της Καμπούλ, ο καλός φίλος Greg Mills
βρισκόταν στο Προεδρικό Παλάτι, μαζί με τον Πρόεδρο Ghani. Η παρουσία του δίπλα
στον Αφγανό Πρόεδρο δεν ήταν τυχαία, αλλά το αποτέλεσμα της συνεχούς, άμεσης
και στενής επαφής του με τη χώρα, για πάνω από 16 χρόνια.
Έχοντας υπηρετήσει ως
επικεφαλής σύμβουλος του διοικητή των ΝΑΤΟϊκών δυνάμεων, Στρατηγού Richards και
ως επικεφαλής στρατηγικής ανάλυσης της ISAF, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Greg
είναι ένας insider. Και ως τέτοιος νομιμοποιείται να απορρίπτει τις εύκολες
εξηγήσεις και να προτάσσει συμπεράσματα, τα οποία στον μέσο αναγνώστη ίσως να
φανούν έως και προκλητικά.
Όπως εύστοχα τονίζει
στο τελευταίο του βιβλίο, (το οποίο συνυπογράφει με τον David Kilcullen), η
πτώση της Καμπούλ ήταν προδιαγεγραμμένη λόγω της αποτυχίας της Δύσης σε τέσσερα
κομβικά επίπεδα. Πράγματι, η αποτυχία των συμμάχων να δημιουργήσουν τις
απαραίτητες εσωτερικές και περιφερειακές συνθήκες και να ασκήσουν επαρκή
διπλωματική πίεση για την επίτευξη μιας ειρηνευτικής συμφωνίας, είναι η
εμφανέστερη αποτυχία της Επιχείρησης.
Δεν είναι, ωστόσο, η
μοναδική. Η αποτυχία εγκατάστασης ενός συστήματος ανταποδοτικής και διαφανούς
διακυβέρνησης, η αποτυχία οικοδόμησης μιας τοπικής οικονομίας ανεξάρτητης από
την ανθρωπιστική βοήθεια και η αποτυχία κατανόησης και διαχείρησης του
Πακιστάν, έθεσαν το Αφγανιστάν σε τροχιά βέβαιης κατάρρευσης.
Κατά τον Mills, η σημαντικότερη αποτυχία είναι αυτή της πολιτικής. Ο πόλεμος δεν μπορεί να διαχωριστεί από την πολιτική, όπως η πολιτική δεν μπορεί να διαχωριστεί από τον πόλεμο. Yπό αυτή την έννοια, πράγματι οι Ταλιμπαν και οι σύμμαχοί τους δεν μπορούσαν να νικηθούν με την αξιοποίηση μόνο στρατιωτικών μέσων.
Ίσως λοιπόν ο
Mills έχει δίκαιο όταν υποστηρίζει ότι η απόρριψη της παράδοσης των Ταλιμπάν
μετά την πτώση της Κανταχάρ το 2001 και η άρνηση των συμμάχων να διαπραγματευτούν μαζί τους
στη Συνδιάσκεψη της Βόννης τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, ήταν δύο μεγάλες
χαμένες ευκαιρίες για τη Δύση. Όντως, η αυξημένη επιρροή και το ισχυρό τότε
πλεονέκτημα της Δύσης θα μπορούσαν να διασφαλίσουν την επίτευξη μιας ειρήνης
προσαρμοσμένης, σε μεγάλο βαθμό, στα μέτρα και τις προτεραιότητες της.
Το 2018, οπότε και οι
ΗΠΑ εν τελεί αποφάσισαν να αφιερώσουν το αναγκαίο πολιτικό κεφάλαιο στις
συνομιλίες με τους Ταλιμπάν, ήταν πλέον αργά. Οι μοχλοί πίεσης ήταν ασθενείς, η
αμερικανική επιρροή είχε σχεδόν εξανεμιστεί. Το αποτέλεσμα; Η πλήρης απόσυρση
των δυτικών στρατευμάτων, ως αντάλλαγμα για μια συμφωνία ειρήνης ακατάλληλη και
ούτως ή άλλως δυσμενή για τα συμμαχικά συμφέροντα.
Επίσης, η αδυναμία (ή
απροθυμία) της Δύσης να λάβει συγκροτημένες περιφερειακές πρωτοβουλίες
διασφάλισης της σταθερότητας στο Πακιστάν, έκανε την πρόοδο της Αφγανικής
υπόθεσης ένα ακόμη πιο δυσεπίλυτο αίνιγμα. Όπως λέει ο Mills, η ειρήνη στο
Αφγανιστάν περνά από τη σταθερότητα στο Πακιστάν. Οι Πακιστανικές ηγεσίες
αντιλαμβάνονταν, και εξακολουθούν να αντιλαμβάνονται, την Ινδία ως βασικό
γεωπολιτικό ανταγωνιστή και κορυφαία υπαρξιακή απειλή.
Θεμέλιο της υποστηρικτικής στάσης του Πακιστάν προς τους Ταλιμπάν υπήρξε ο καθ’όλα ορθολογικός φόβος περικύκλωσης, από την Ινδία. Μετά την αποχώρηση των Σοβιετικών, το 1989, οι οι Πακιστανοί υποστήριξαν τις Αφγανικές αντάρτικες ομάδες προκειμένου να αποτρέψουν τη δημιουργία ενός κενού ισχύος στη χώρα, που θα μπορούσε να έχει καλυφθεί από τους Ινδούς.
Αν το Αφγανιστάν βλέπει τα προβλήματα του μέσα
από Πακιστανικά μάτια, είναι βέβαιο ότι το Πακιστάν βλέπει τα δικά του
προβλήματα, μέσα από Ινδικά. Μόνιμη ανησυχία του Πακιστάν, σε ποιο βαθμό θα
μπορούσε να διάκειται φιλικά προς το Δελχί η εκάστοτε Αφγανική Κυβέρνηση. Εν
τέλει, η Δύση απέτυχε να πείσει την Ισλαμαμπάντ ότι η σταθερότητα και η τάξη
στο Αφγανιστάν θα μπορούσε να διασφαλίσει περισσότερο τα συμφέροντα της από
τους Ταλιμπάν.
Τέλος, οι σύμμαχοι
απέτυχαν να οικοδομήσουν μια βιώσιμη οικονομία, έχοντας στο επίκεντρο την
ενίσχυση της τοπικής παραγωγής και την ένταξη της στις παγκόσμιες εφοδιαστικές
αλυσίδες. Αντί να προωθήσει επενδύσεις μακροπρόθεσης αξίας σε παραγωγικούς
τομείς της οικονομίας, άφησε να διαμορφώθεί ένα μοντέλο βασισμένο στην
κατανάλωση, στις γρήγορες, προσωρινές πηγές εισοδήματος και στην ανισομερή, μη
στοχοθετημένη κατανομή των πόρων της ανθρωπιστικής βοήθειας – και μάλιστα χωρίς
μηχανισμούς μέτρησης του οικονομικού και κοινωνικού της αντίκτυπου.
Tα παραπάνω, σε
συνδυασμό με την απουσία μιας συνεκτικής στρατηγικής ορθής διακυβέρνησης και
ανάπτυξης είχαν ως αποτέλεσμα τη συντήρηση ενός οικονομικού και θεσμικού φαύλου
κύκλου· μιας κουλτούρας εξάρτησης και
ενός δαιδαλώδους μηχανισμού διαφθοράς, ο οποίος ευνοούσε τις εγκατεστημένες
ελίτ και τους επιχειρηματίες της σύγκρουσης (conflict entrepreneurs).
Η ήττα στο Αφγανιστάν ήταν, αναμφίβολα, μια από τις πιο καταστροφικές στιγμές της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, από τη δεκαετία του 1970 έως σήμερα. Το εύρος των συνεπειών της μένει να ξετυλιχθεί. Σε κάθε περίπτωση η Μεγάλη Πτώση μας κληροδοτεί ένα ισχυρό μάθημα, θεμέλιο για το μέλλον της καταστολής εξεγέρσεων (counterinsurgencies): τα στρατιωτικά μέσα δεν πρέπει ποτέ να είναι αποκομμένα από την πολιτική διευθέτηση και τη θεσμική πρόοδο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου