Την τελευταία εβδομάδα η αγορά ομολόγων σημείωσε ένα πολύ σημαντικό «ορόσημο», καθώς οι αποδόσεις των 10ετών γερμανικών ομολόγων πέρασαν στα θετικά επίπεδα για πρώτη φορά μετά σχεδόν τρία χρόνια, σηματοδοτώντας την επιστροφή στην κανονικότητα σε ό,τι αφορά τον δανεισμό και το τέλος εποχής των πολύ χαμηλών αποδόσεων και του άφθονου φθηνού χρήματος.
Η σημαντική
συρρίκνωση της αξίας των ομολόγων διεθνώς, που έχουν αρνητικές αποδόσεις –κάτω
από τα 9 τρισ. ευρώ από 18 τρισ. ευρώ που είχε κορυφωθεί στα τέλη του 2020–
συμβολίζει εξάλλου και την επιθυμία να επανέλθει η ομαλότητα αυτή, όπως
υποστηρίζουν οι αναλυτές. Αν και έπειτα από αυτό το ρεκόρ οι γερμανικές
αποδόσεις επέστρεψαν οριακά στα αρνητικά.
Οι αναλυτές
επισημαίνουν πως σε κάθε περίπτωση το μήνυμα που έχει σταλεί είναι ξεκάθαρο: τα
ιστορικά χαμηλά κόστη δανεισμού ανήκουν πλέον στο παρελθόν και οι αποδόσεις των
ομολόγων θα ακολουθήσουν τον μονόδρομο της ανόδου, η οποία ωστόσο δεν θα είναι
«εκρηκτική».
Η τάση αυτή έχει
κυριαρχήσει σε όλες τις εξόδους των χωρών της Ευρωζώνης στις αγορές από τις
αρχές του νέου έτους, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας, με τα επιτόκια να
είναι εμφανώς αυξημένα σε σχέση με πέρυσι και τα βιβλία προσφορών να
συρρικνώνονται από τα ιστορικά ρεκόρ που καταγράφηκαν στο πρόσφατο παρελθόν.
Η χώρα μας δανείστηκε
σε ορίζοντα 10ετίας με υπερδιπλάσιο κόστος από ό,τι ακριβώς έναν χρόνο πριν,
καθώς η απόδοση στο νέο 10ετές διαμορφώθηκε στο 1,836% από 0,807% τον Ιανουάριο
του 2021, ενώ η ζήτηση ήταν 50% χαμηλότερη. Ανάλογη αύξηση του κόστους
δανεισμού και μείωση της ζήτησης είδαν ωστόσο και άλλες χώρες που βγήκαν στις
αγορές αυτόν τον μήνα –ο οποίος ως συνήθως είναι ιδιαίτερα «γεμάτος» από
εκδόσεις και ακόμη περισσότερο φέτος λόγω Fed και ΕΚΤ–, όπως Ιταλία,
Ισπανία, Πορτογαλία, Σλοβενία, Αυστρία και Βέλγιο.
Και αυτό διότι οι
επενδυτές τοποθετούνται για το νέο περιβάλλον των αυξήσεων των επιτοκίων από
τις κεντρικές τράπεζες, τις οποίες ωθεί η άνοδος του πληθωρισμού και της
μείωσης των αγορών περιουσιακών στοιχείων υπό τα προγράμματα ποσοτικής
χαλάρωσης, τα οποία και κάλυπταν πλήρως ή σε μεγάλο βαθμό την εκδοτική
δραστηριότητα των χωρών εν μέσω της πανδημίας, διασφαλίζοντας πολύ χαμηλά κόστη
δανεισμού.
Ακόμη και η Γερμανία
«παραδέχθηκε» την περασμένη εβδομάδα πως η αύξηση των αποδόσεων των ομολόγων
εκμηδενίζει το δημοσιονομικό της μαξιλάρι, με στέλεχος του FDP, το κόμμα που
ελέγχει το υπουργείο Οικονομικών, να εκτιμά ότι οι δαπάνες για τόκους θα
υπερδιπλασιαστούν το 2022.
Το σημαντικό παράθυρο
ευκαιρίας που προσέφερε η κρίση της πανδημίας συνεπώς κλείνει, με τους
επενδυτές πλέον να κοιτούν με περισσότερη προσοχή το ρίσκο της κάθε χώρας και
ειδικότερα σε ό,τι αφορά το πολιτικό περιβάλλον και τα δημόσια οικονομικά.Οι αποδόσεις των ομολόγων θα ακολουθήσουν
τον μονόδρομο της ανόδου, η οποία ωστόσο δεν θα είναι «εκρηκτική».
Οι επικείμενες
εκλογές στην Ιταλία ήταν άλλωστε ένας πρόσθετος παράγοντας που οδήγησε στη
διεύρυνση των ιταλικών spreads το τελευταίο διάστημα, ενώ σημαντική πηγή
κινδύνου θεωρεί η αγορά και τη Γαλλία ενόψει των εκλογών την άνοιξη, οι οποίες
θεωρείται ότι αποτελούν ορόσημο και για την πορεία της Ευρώπης.
Ο δείκτης χρέους προς
ΑΕΠ και η πορεία μείωσής του, η αντιμετώπιση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και
η γενικότερη στάση της δημοσιονομικής πολιτικής, καθώς και οι μεταρρυθμίσεις
που στηρίζουν την ανάκαμψη της οικονομίας, τη στιγμή που παραμένει αβέβαιο
ακόμα το πώς θα διαμορφωθούν οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες, αποτελούν για τους
επενδυτές στην Ε.Ε «πυξίδα» και αναμένεται να επηρεάσουν το κόστος δανεισμού.
Σε αυτό το
περιβάλλον, η Ελλάδα αν και διαθέτει ευνοϊκό προφίλ, υψηλά ταμειακά διαθέσιμα
της τάξης των 40 δισ. ευρώ και σημαντικές αναπτυξιακές προοπτικές, ωστόσο
παραμένει η μόνη χώρα στην περιοχή της Ευρωζώνης που είναι εκτός επενδυτικής
βαθμίδας και που έχει τόσο υψηλό δείκτη χρέους – κοντά στο 200%. Είναι συνεπώς
πιο εμφανής από ποτέ η σημασία της συνέχισης και εντατικοποίησης της
προσπάθειας για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, αλλά με πολύ προσεκτική
δημοσιονομική πολιτική.
Οπως σημειώνει στην
«Κ» ο Μαρκ Νας, επικεφαλής εναλλακτικών επενδύσεων στην αγορά σταθερού
εισοδήματος στην Jupiter Asset Management, είναι βέβαιο ότι βρισκόμαστε πλέον
σε μια νέα εποχή όπου το περιβάλλον των χαμηλών αποδόσεων των ομολόγων έχει
τελειώσει, ενώ τονίζει πως η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να ακολουθήσει
ιδιαίτερα συνετή πολιτική στα δημοσιονομικά.
Η Jupiter προς το
παρόν περιμένει οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων να αυξηθούν κατά 40-50
μονάδες βάσης για να τηρήσει long θέσεις στην Ελλάδα και πάλι. «Αυτή τη στιγμή
είμαστε ουδέτεροι στην Ελλάδα, ενώ τηρούμε αρνητική στάση για όλα τα ομόλογα
γενικότερα», επισημαίνει ο κ. Νας.
Παρά το νέο, πιο
δύσκολο περιβάλλον στις αγορές, ο επικεφαλής εναλλακτικών επενδύσεων της Jupiter
Asset Management, Mαρκ Νας, θεωρεί πάντως ότι η υψηλότερη παγκόσμια ανάπτυξη, η
στήριξη της ΕΚΤ, τα χαμηλά επιτόκια στην Ευρώπη έως και το 2023 και η μικρή
διασπορά του ελληνικού χρέους στην αγορά θα βοηθήσουν. Ωστόσο, όπως
προειδοποιεί, «η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να ακολουθήσει πολύ προσεκτικά
βήματα πολιτικής, προχωρώντας σε κινήσεις που μειώνουν το χρέος, αλλά να
παραμείνει προσηλωμένη στη δημοσιονομική στήριξη με σύνεση, και στις
μεταρρυθμίσεις».
Ανάλογες είναι και οι
εκτιμήσεις της Oxford Economics, σύμφωνα με την οποία η άνοδος των αποδόσεων
των ομολόγων στην Ευρωζώνη ήταν αναμενόμενη, καθώς η οικονομία ανακάμπτει από
την πανδημία και η ΕΚΤ αφαιρεί τα κίνητρα. Ωστόσο, όπως επισημαίνει μιλώντας
στην «Κ» ο Ολιβερ Ρακάου, επικεφαλής οικονομολόγος του οίκου για τη Γερμανία.
Μια ταχύτερη άνοδος
στο πλαίσιο της ταχύτερης από την αναμενόμενη οικονομικής ανάκαμψης και της
αύξησης του πληθωρισμού δεν αποτελεί απαραίτητα μεγάλη ανησυχία για τα δημόσια
οικονομικά ή τη βιωσιμότητα του χρέους στην Ευρωζώνη ή την Ελλάδα, δεδομένου
ότι αυτό επίσης συνεπάγεται μεγαλύτερη αύξηση των εσόδων.
Συνεπώς, η Oxford
Economics δεν θεωρεί την άνοδο των αποδόσεων και των spreads των ελληνικών
ομολόγων έναντι της Γερμανίας απαραίτητα σημαντικό κίνδυνο, καθώς πιστεύει ότι
η άνοδος θα είναι μέτρια. «Ειδικά για την Ελλάδα αξίζει επίσης να αναφερθεί ότι
μεγάλο μερίδιο του δημόσιου χρέους της είναι δάνεια από τον ESM και το EFSF.
Ενώ τα επιτόκια αυτών των δανείων μπορεί επίσης να αυξηθούν τελικά καθώς αυξάνονται τα επιτόκια της αγοράς, θα είναι προστατευμένα ωστόσο από μια πιθανή σημαντική διεύρυνση των spreads των ελληνικών ομολόγων», αναφέρει ο κ. Ρακάου και προσθέτει πως επιπλέον η μέση διάρκεια του χρέους της Ελλάδας έχει αυξηθεί και έτσι η «μετάδοση» από τα υψηλότερα επιτόκια της αγοράς στη συνολική δαπάνη για τόκους από την κυβέρνηση θα είναι σταδιακή. «Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι η Ελλάδα μπορεί να είναι απρόσεκτη στη δημοσιονομική της πολιτική, το αντίθετο μάλιστα», καταλήγει ο οικονομολόγος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου