Όταν τον Ιούλιο του 2019, ο τότε υφυπουργός Οικονομικών κ. Γιώργος Ζαββός σχεδίαζε το πρόγραμμα τιτλοποιήσεων "Ηρακλής”, σχεδόν οι μισές χορηγήσεις των ελληνικών τραπεζών ήταν σε καθυστέρηση. Ακριβώς δύο χρόνια μετά την ψήφιση του "Ηρακλή”, στις 12 Δεκεμβρίου, οι ελληνικές τράπεζες έχουν πραγματοποιήσει ή βρίσκονται σε εξέλιξη πωλήσεις κόκκινων δανείων 64 δισ. ευρώ, με τον δείκτη καθυστερήσεων στο 14,8%, δηλαδή, επτά φορές υψηλότερα από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο.
Όμως, έχουν μπει στην τροχιά για μονοψήφιο ποσοστό στις αρχές του 2022, με τη Eurobank να είναι η πρώτη συστημική που κατέγραψε μονοψήφιο δείκτη NPE (7,3%) στο εννεάμηνο. Εξάλλου, ήταν η πρώτη που εγκαινίασε τον Ηρακλή με την τιτλοποίηση Cairo ύψους 6 δισ. ευρώ.Ωστόσο, ο άθλος αυτός είχε τίμημα που πληρώθηκε κυρίως από το ύψος και την ποιότητα των κεφαλαίων των τραπεζών, όπως έχει επισημάνει και προειδοποιεί ο κεντρικός τραπεζίτης κ. Γιάννης Στουρνάρας.
Το πρόγραμμα τιτλοποιήσεων Ηρακλής
σχεδιάστηκε με τρόπο ώστε να μπορούν οι ελληνικές τράπεζες να πωλούν τα τιτλοποιημένα
δάνεια στις αγορές, χωρίς αυτές να διαθέτουν αξιολόγηση επενδυτής βαθμίδας. Για
το λόγο αυτό, η αποτίμηση έγινε σε βάθος δεκαετίας, με τιμές που να
δικαιολογούν επενδυτική διαβάθμιση τουλάχιστον ΒΒ-. Αυτό το "στρες”
προκάλεσε μεγάλη διαφορά μεταξύ της λογιστικής αξίας και της τιμής πώλησης.
Δηλαδή, πωλήθηκαν αρκετά χαμηλότερα, προκαλώντας "ζημία”, η οποία "ροκάνιζε” κερδοφορία και κεφάλαια. Καθώς μείωνε τα κεφάλαια, ο αναβαλλόμενος φόρος ως ποσοστό άρχισε να αυξάνεται, εις βάρος της ποιότητας των κεφαλαίων. Οι προειδοποιήσεις από την Τράπεζα της Ελλάδος παραμένουν ηχηρές, αλλά αυτό πλέον έχει φανεί και στους ισολογισμούς τους.
Επίσης, ο Ηρακλής διαχώριζε τα
τιτλοποιημένα δάνεια σε τρεις βαθμίδες αξιολόγησης. Τα senior, τα mezzanine και
τα junior. Τα πρώτα ήταν εκείνα τα υψηλής διαβάθμισης, τα οποία είχαν δικαίωμα
να λάβουν κρατική εγγύηση. Η πληρωμή, όμως, της εγγύησης γινόταν μόνο όταν η
εταιρεία διαχείρισης είχε καταφέρει να ανακτήσει το 50% συν ένα ευρώ του
χαρτοφυλακίου. Το αποτέλεσμα αυτών των δύο ετών μπορούν να αποτυπωθούν ως εξής:
Αναβάθμιση
αξιολόγησης. Η επίτευξη μονοψήφιου ποσοστού
κόκκινων δανείων αποτελεί κριτήριο για αναβάθμιση των τραπεζών σε επενδυτική
βαθμίδα. Αυτό βοηθά και την αντίστοιχη αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας,
καθώς δύσκολα (έως απίθανο) μια οικονομία μπορεί να έχει χαμηλότερη αξιολόγηση
από τις επιχειρήσεις της. Συνεπώς, τα μονοψήφια ποσοστά κόκκινων δανείων μέσα
στο 2022 των τεσσάρων συστημικών αποτελούν τα εισιτήρια για την αναβάθμισή
τους.
Επιτυγχάνεται
ο στόχος των ΕΚΤ και Κομισιόν για ποσοστά κόκκινων δανείων κάτω του 5% μέχρι τα
τέλη του 2022. Αυτό ήταν ένα σημαντικό κριτήριο που είχε ενσωματωθεί στην
πολιτική για τα κόκκινα δάνεια και τα μέτρα κατά της πανδημίας, όπως ήταν
εκείνο της μη πληρωμής μερισμάτων.
Κατακόρυφη
μείωση NPE. Ο δείκτης κόκκινων δανείων των
ελληνικών τραπεζών μειώθηκε από το 40%, τον Δεκέμβριο του 2019 (είχε φτάσει στο
45% το καλοκαίρι του ίδιου έτους), στο 14,8%, τον Σεπτέμβριο του 2021. Το
ποσοστό αυτό θα μειωθεί περαιτέρω, καθώς στο τελευταίο τρίμηνο ολοκληρώνονται
συναλλαγές που είχαν δρομολογηθεί μέσα στο 2021 και, επίσης, πραγματοποιείται,
λογιστικά η αποαναγνώριση από τους ισολογισμούς.
Μείωση κόκκινων δανείων κατά 64 δισ. ευρώ. Αν και έχουν ανακοινωθεί τιτλοποιήσεις 64 δισ. ευρώ, από τον Ιανουάριο του 2020 μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου 2021, σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, έχουν πραγματοποιηθεί αναταξινομήσεις (συναλλαγές) ύψους 27,6 δισ. ευρώ. Κι αυτό γιατί μεσολαβεί αρκετός χρόνος από τη στιγμή της ανακοίνωσης μέχρι την ώρα της "μεταφοράς” των δανείων εκτός του ισολογισμού. Ενδεικτικά αναφέρονται μερικές τιτλοποιήσεις που έτρεξαν το 2021 και η αποαναγνώριση θα γίνει μέχρι το τέλος του έτους:
Frontier της Εθνικής Τράπεζας (6 δισ.), Mexico (3,3 δισ.) της
Eurobank, Sunrise της Πειραιώς (7 δισ.), Cosmos (3,4 δισ.) της Alpha Bank.
Υπάρχει και μια ακόμα σειρά μικρότερων τιτλοποιήσεων που έχουν ανακοινωθεί ή
έχουν ξεκινήσει, αλλά οι συναλλαγές (αποαναγνώριση) θα πραγματοποιηθούν μέσα
στο 2022. Τότε ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων θα φτάσει κάτω του 10% για
όλες τις συστημικές τράπεζες, με πρόβλεψη το 2% μέχρι το 2024, δηλαδή να
διαμορφωθεί στα επίπεδα της Ευρωζώνης σήμερα.
Διαγραφές. Πραγματοποιήθηκαν
διαγραφές συνολικού ύψους 12,7 δισ. ευρώ (από Ιανουάριο 2020 έως τέλος
Οκτωβρίου 2021), στο πλαίσιο των τιτλοποιήσεων και αξιολογήσεων, σύμφωνα με στοιχεία
της Τράπεζας της Ελλάδος.
Έξοδος
στις αγορές. Οι τιτλοποιήσεις, οι
υποχρεωτικές αξιολογήσεις των χαρτοφυλακίων και οι συναλλαγές με τα funds
έφεραν τις ελληνικές τράπεζες σε επαφή με τις αγορές και τους ξένους επενδυτές.
Η δευτερογενής αγορά ομολόγων που ήταν σχεδόν ανύπαρκτη, απέκτησε βάθος που
σήμερα ξεπερνά τα 100 δισ. Ταυτόχρονα, δημιουργήθηκε και η αγορά των CDS, καθώς
κάθε τιτλοποίηση είχε το δικό της CDS που βοηθούσε στην μέτρηση του κινδύνου
και, κατά συνέπεια στην αξιολόγησή του. Ταυτόχρονα αναπτύχθηκαν funds και
εταιρείες διαχείρισης σε παράλληλες αγορές, όπως αυτή των ακινήτων.
Μείωση κεφαλαιακής επάρκειας. Ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας CET1 διαμορφώθηκε στο πρώτο εξάμηνο του 2021 στο 12,7%, όταν ακριβώς πριν από την έναρξη του Ηρακλή, βρισκόταν στο 15,63%, σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Αρχής. Δηλαδή, σε δύο χρόνια και παρά τις αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου και άλλων κινήσεων κεφαλαιακής ενίσχυσης (περίπου 7 δισ. συνολικά) ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας μειώθηκε κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες.
Όσο ακριβώς είχε προβλέψει η Τράπεζα της Ελλάδος στην Έκθεσή της το 2020, προσθέτοντας επίσης τις αρνητικές επιπτώσεις από τη μετάβαση στα νέα διεθνή λογιστικά πρότυπα και στη Βασιλεία ΙΙΙ. Μάλιστα, η ΤτΕ, σύμφωνα με την τελευταία Έκθεση του Διοικητή κ. Γιάννη Στουρνάρα και την Έκθεση Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας, προβλέπει περαιτέρω μείωση των δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας λόγω Ηρακλή, διεθνών λογιστικών προτύπων και Βασιλείας ΙΙΙ, καλώντας τις τράπεζες να συνεχίσουν τις κινήσεις άντλησης κεφαλαίων.
Σύμφωνα με την ΤτΕ, οι δείκτες αυτοί υπολείπονται σημαντικά του μέσου όρου των
πιστωτικών ιδρυμάτων υπό την άμεση εποπτεία της ΕΚΤ στην Τραπεζική Ένωση
(δείκτης CET1 15,6% και TCR 19,4% τον Ιούνιο του 2021). Ενσωματώνοντας την
πλήρη επίδραση του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9 (ΔΠΧΑ 9,
fully loaded), ο Δείκτης CET1 των ελληνικών τραπεζικών ομίλων διαμορφώθηκε σε
10,6% και ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαίου σε 13,1%.
Επιδείνωση
ποιότητας κεφαλαίων. Η ποιότητα των κεφαλαίων,
όμως, παρουσίασε τη μεγαλύτερη επιδείνωση. Σύμφωνα με τις εκθέσεις της Τράπεζας
της Ελλάδος, το ποσοστό της αναβαλλόμενης φορολογίας στα εποπτικά κεφάλαια, ενώ
ήταν αρκετά χαμηλότερα από το 50% πριν τον Ηρακλή, σήμερα τείνει άνω του 70%.
Δηλαδή, όπως έχει αναφέρει πολλές φορές η ΤτΕ και ο διοικητής της κ. Γιάννης
Στουρνάρας, δεν μπορεί τα μισά και πλέον κεφάλαια των τραπεζών να αποτελούνται
από μια απαίτηση.
Σημειώνεται
ότι το hive-down, στο πλαίσιο του τραπεζικού μετασχηματισμού, στο οποίο
προχώρησαν όλες οι συστημικές εκτός της Εθνικής Τράπεζας, συνέβαλε στην
απορρόφηση σημαντικής αρνητικής επίπτωσης από τον αναβαλλόμενο φόρο στα
κεφάλαια, ενώ ταυτόχρονα περιορίστηκε ο κίνδυνος να μετατραπεί σε οριστική
απαίτηση υπέρ του ελληνικού Δημοσίου (όπως συνέβη με την Attica Bank).
Το όφελος
αυτός ήταν εφάπαξ (με την απόσχιση της τράπεζας και τη δημιουργία εταιρείας
συμμετοχών που είναι η εισηγμένη στο ΧΑ και με την τράπεζα να είναι 100%
θυγατρική της εισηγμένης). Έτσι, στη συνέχεια χρειάστηκε νέος νόμος με τον
οποίο αποτρέπεται ο κίνδυνος της οριστικής απαίτησης υπέρ του Δημοσίου,
δίνοντας χρόνο στις τράπεζες να αποσβαίνουν την αναβαλλόμενη φορολογία από τα
κέρδη των επομένων χρήσεων. Η αλλαγή αυτή δεν πρόλαβε την Attica Bank.
Αναβαλλόμενη
φορολογία. Για το θέμα του αναβαλλόμενου
φόρου, η ΤτΕ αναφέρει ότι η ποιότητα των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων των
ελληνικών τραπεζών επιδεινώθηκε περαιτέρω, καθώς τον Ιούνιο του 2021 οι
οριστικές και εκκαθαρισμένες αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (Deferred Tax
Credits – DTCs) ανέρχονταν σε 14,8 δισεκ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας το 62% των
συνολικών εποπτικών ιδίων κεφαλαίων (από 53% το Δεκέμβριο του 2020).
Το ποσοστό αυτό ανέρχεται μάλιστα σε 71,5% των συνολικών εποπτικών ιδίων κεφαλαίων εάν λάβουμε υπόψη την πλήρη επίδραση του ΔΠΧΑ 9 (από 62,8% το Δεκέμβριο του 2020). Επιπρόσθετα, αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (Deferred Tax Assets – DTAs) ύψους 1,9 δισεκ. ευρώ περιλαμβάνονται στα εποπτικά ίδια κεφάλαια των τραπεζικών ομίλων (αφού λάβουμε υπόψη την πλήρη επίδραση του ΔΠΧΑ 9), αποτελώντας το 9% των συνολικών εποπτικών ιδίων κεφαλαίων τους.
Σημειώνεται ότι αν και
αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (DTAs) ύψους 4,5 δισεκ. ευρώ δεν
περιλαμβάνονται στα εποπτικά ίδια κεφάλαια των τραπεζών, η διαμόρφωση επαρκούς
μελλοντικής κερδοφορίας είναι απαραίτητη προκειμένου να μην αποτελέσουν κίνδυνο
για την κεφαλαιακή βάση της τράπεζας σε μακροπρόσθεσμο ορίζοντα, επισημαίνεται
στην Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας όπου, επίσης, αναφέρεται ως θετική
εξέλιξη η διενέργεια αύξησης μετοχικού κεφαλαίου και η έκδοση τίτλων που
προσμετρώνται στα εποπτικά ίδια κεφάλαια.
Αρνητική επίπτωση στην κερδοφορία. Σε ό,τι αφορά στην κερδοφορία, οι επιπτώσεις φάνηκαν και στα πρόσφατα αποτελέσματα εννεαμήνου. Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, για το πρώτο εξάμηνο, οι ελληνικές τράπεζες κατέγραψαν υψηλές ζημιές μετά φόρους και διακοπτόμενες δραστηριότητες ύψους 4 δισεκ. ευρώ, έναντι ζημιών 0,9 δισεκ. ευρώ την αντίστοιχη περίοδο του 2020, κυρίως εξαιτίας των ζημιών από την πώληση χαρτοφυλακίων ΜΕΔ (μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα).
Συγκεκριμένα, το α ́ εξάμηνο του 2021 σχηματίστηκαν προβλέψεις για τον πιστωτικό κίνδυνο συνολικού ύψους 6,4 δισεκ. ευρώ έναντι 3,5 δισεκ. ευρώ την αντίστοιχη περίοδο του 2020. Από αυτές, τα 5,4 δισεκ. ευρώ σχετίζονται με την πώληση χαρτοφυλακίων ΜΕΔ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου