09 Οκτωβρίου, 2021

ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΜΑΝΗΣ κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ Γ΄ ΣΤΗΝ ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟ ΤΗΣ ΙΕΡΑΡΧΙΑΣ

 

Μακαριώτατε γιε Πρόεδρε,                

Σεβασμιώτατοι Πατέρες καί ν Χριστ δελφοί,

Συνοδικοί Σύνεδροι τς Σεπτς εραρχίας τς κκλησίας τς λλάδος, ν πρώτοις, κφράζω τίς θερμότατες εχαριστίες μου ες μς Μακαριώτατε, ς καί σ’ λα τά μέλη τς προλαβούσης πό μερομηνία 23 ουνίου 2021, Διαρκος ερς Συνόδου, γιά τήν τιμή τς ναθέσεως καί παρουσιάσεως στήν λαχιστότητά μου το περθεν σπουδαίου θέματος.

θεν, ντολήν εράν καί ψηλήν φέροντες, εσηγούμεθα, λως ελαβς, νώπιον τς σεπτς ερς Συνόδου τς εραρχίας, τό νατεθέν στήν ταπεινότητά μου θέμα: « ξία, σημασία καί πακοή ες τό Συνοδικόν Πολίτευμα τς κκλησίας».

 1.ΣΥΝΟΔΙΚΟΝ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ

Κατ' ρχήν, ς διφυής πόσταση, νομικς ρος «Πολίτευμα» χει σχέση μέ μία κοινότητα δικαίου, μ' να σύστημα νομικο σχηματισμο, τό ποο ργανώνεται σέ ρισμένο χρο καί χρόνο, ς μέτρο διακυβέρνησης τν πολιτν, ς κρατική ξουσία. 

Τό σύνολο δέ ατν τν κανόνων δικαίου, προβλέπει φ' νός μέν τή μορφή, τοι τόν τύπο, φ' τέρου δέ, θέτει τίς βάσεις το Πολιτεύματος καί καθορίζει καί τήν ρμοδιότητα τν ργάνων μις πολιτείας. δ μως, συγκεκριμένα, γίνεται λόγος γιά Συνοδικό Πολίτευμα. χι πλς γιά συνέδριο συνέλευση συνεδρίαση, λλά γιά μία ννοια πλέον σχυρή, γι' ξίωμα: Σύνοδος καί Πολίτευμα Συνοδικό, λλως γιά Συνοδικότητα.

Τί εναι, λοιπόν, Συνοδικό Πολίτευμα, ερό Συνοδικό Πολίτευμα καί προφανς τς κκλησίας Πολίτευμα; Πρός πάντησιν πί το νωτέρω ρωτήματος, θά πρέπει ναντίρρητα νά προσφύγουμε στό ερό Εαγγέλιο, τόν αώνιο λόγο το Κυρίου μν ησο Χριστο. κε ερίσκεται, λλωστε, βασική δομή ατς τς θείας οκοδομς, τοτέστιν τς κκλησίας.

Τό θεμελιδες καί πρωταρχικό βιβλικό χωρίο, στό ποο ρείδεται τό Συνοδικό Πολίτευμα εναι τοτο: «Ο γάρ εσι δύο τρες συνηγμένοι ες τ μν νομα, κε εμι ν μέσ ατν» (Ματθ. 18,20). Δηλαδή, «που εναι δύο τρες συνηγμένοι δι' μέ καί διά σκοπούς συμφώνους πρός τό θέλημά μου, κε εμαι καί γώ μεταξύ τους διά νά εσακούω, μπνέω, δηγ καί φυλάττω ατούς» (Π.Ν. Τρεμπέλα, πόμνημα ες τό Κατά Ματθαον Εαγγέλιον, θναι 1958, σελ. 336 π.). 

Πρόκειται γιά τήν «μυστική» παρουσία το Χριστο, μέ λη τήν θεία Χάρι Του καί μάλιστα, ς ρμηνεύει Ζιγαβηνός, «οκ επε τι σομαι, λλ' τι εμ ατίκα» (π. παρ.) καί βέβαια φράση «ν μέσ» δηλώνει τήν θέση Του στό κέντρο ατς τς ν Χριστ συνάξεως. Τοιουτοτρόπως, Σύνοδος, ν τ νόματι το Χριστο καί μόνον ν τ νόματι Ατο, φανερώνει τήν ζσα παρουσία Του καί τυγχάνει Σύνοδος ερά καί συγκροτε Πολίτευμα Συνοδικό. 

πραγμάτωση βέβαια ατή τς Συνόδου, προϋποθέτει σαφς τήν συνέργεια τς θείας Χάριτος καί τήν λεύθερη βούληση πάντων τν πισκόπων, ο ποοι κατά τόν θεοφόρον γνάτιον ποτελον «τύπον» καί εκόνα το Χριστο καί ατο το Πατρός (πιστ. Μαγν. 3,2).    

Περαιτέρω, «κκλησία, συστήματος καί συνόδου στίν νομα», θά γράψει . Χρυσόστομος (Ες τόν 149ο Ψαλμό, PG 55, 493). Δηλαδή, «τό Συνοδικόν Πολίτευμα νήκει ες τήν οσία τς κκλησίας» (ω. Καρμίρη, ρθόδοξος κκλησιολογία θηνν, 1973, σελ. 521 π.) καί οσία τς κκλησίας, ποκάλυψη ατς εναι εχαριστιακή σύναξη, Θεία Εχαριστία καί χι βέβαια οαδήποτε σύναξη, λλ' Εχαριστία ς « ψίστη κφραση τς κκλησίας ς σώματος το Χριστο» (ω. Ζηζιούλα, νότης τς κκλησίας ν τ Θεί Εχαριστί καί τ πισκόπ κατά τούς τρες πρώτους αἰῶνας, ν θήναις 1990, σελ. 9 καί 59). Τήν μία δέ ατή Θεία Εχαριστία, προσφέρει, προεστώς ατς, πίσκοπος, στό πρόσωπο το ποίου, ς «εκόνα το Χριστο» χουμε τήν νότητα τς «καθολικς κκλησίας».

φετηρία, λοιπόν, καί κέντρο θεσμός ατός, τό Συνοδικό Πολίτευμα, χει τήν νότητα το πληρώματος στήν Θεία Εχαριστία μέ προεσττα τόν πίσκοπο. Συνέπεια τς διότητος το πισκόπου ς προεσττος τς εχαριστιακς συνάξεως, εναι καί δυνατότητα τς μετοχς του στή Σύνοδο. Ατό συνιστ τό καλούμενο Συνοδικό Πολίτευμα. 

τσι, Σύνοδος, εναι βασικός κκλησιολογικός θεσμός καί ποτελε τό νώτατο ργανο διοικήσεως τς κκλησίας ( ρος «ργανο διοικήσεως» πό τήν νομική λλά κυρίως πό πνευματική ννοια) καί κατ' κολουθίαν χουμε τήν δυνατότητα καί ρίζουμε τι τό πολίτευμα τς ρθοδόξου κκλησίας τυγχάνει συνοδικό καί εδικότερα πισκοπο – συνοδικό. 

5ος κανών τς Α' Οκουμενικς Συνόδου διακελεύει, ν προκειμέν, πολύ χαρακτηριστικά: «Κοιν πάντων τν πισκόπων π τ ατ συναγομένων τ κκλησιαστικ ζητήματα ξετάζηται» (Γ. Ράλλη  Μ. Ποτλ, Σύνταγμα τν θείων καί ερν Κανόνων, τόμ. Β', θήνησιν, 1852, σελ. 124 π.).  κκλησία, συνεπς, λειτουργε συνοδικς καί μέ τό Συνοδικό της Πολίτευμα πιτυγχάνεται αθεντική διακυβέρνησή της. βιάστως ξάγεται καί τό συμπέρασμα τι λλο τό πολίτευμα νός κράτους καί λλο τς κκλησίας. φίσταται μία σαφής διάκριση. 

ς πίσης λλοι εναι ο σκοποί το Κράτους καί λλοι, τελείως διαφορετικοί, τς κκλησίας. κκλησία, ς Σμα Χριστο, ς θεοσύστατος ργανισμός χει σκοπόν τήν «οκοδομήν το σώματος το Χριστο» (φεσ. 4,12), τόν «καταρτισμν τν γίων» (π. παρ.), καί γιά τούς λόγους ατούς «ξυπηρετε», διακονε, χει ς ποστολή της, τήν «μέλλουσαν πόλιν», χι τήν «δε μένουσαν» (φεσ. 2,19) καθώς θά πε πόστολος τν θνν Παλος, «μν γρ τ πολίτευμα ν ορανος πάρχει» (Φιλιππ. 3,20). 

πνευματική ατή ξουσία τν πισκόπων, τν συγκροτούντων τό Συνοδικό Πολίτευμα δέν πηγάζει πό κάποια ρχή το κράτους, λλά πό τόν διο τό Θεό. Καί ταν ναφέρουμε πνευματική ξουσία, ατή χει τήν ννοια τς διακονίας, ς επεν διος Κύριος πρός τούς μαθητές Του: «Ο βασιλες τν θνν κυριεύουσιν ατν καί ο ξουσιάζοντες ατν εεργέται καλονται˙ μες δ οχ οτως, λλ' μείζων ν μν γενέσθω ς νεώτερος καί γούμενος ς διακονν» (Λουκ. κβ', 25-26). 

πειτα, κενος εναι τό αώνιο πρότυπο, ποος «οκ λθε διακονηθναι, λλ διακονσαι, κα δοναι τν ψυχν ατο λύτρον ντ πολλν» (Μάρκ. ι', 45). Πάντοτε δέ πό τό φς τς θείας ποκαλύψεως φωτίζεται καί διαφωτίζεται τό ζήτημα τν σχέσεων κκλησίας καί Κράτους. Καί τοτο, διότι πό τήν μία πλευρά πάρχει τό θεανθρώπινο καί αώνιο, ν πό τήν λλη μόνον τό νθρώπινο καί παροδικό. πό τήν μία πλευρά περφυσική, τς ψυχς πραγματικότητα καί πό τήν λλη φυσική ξωτερική τάξη. 

οσιώδης διαφορά μεταξύ κκλησίας καί Κράτους, ς πρός τήν προέλευση, τήν οσία καί τόν σκοπό πού ποτελε τόν κύριο ξονα το Συνοδικο Πολιτεύματος δράζεται στήν το Κυρίου διακήρυξη « βασιλεία μή οκ στιν κ το κόσμου τούτου» (ω. ιη', 36). Ατή ρχή εναι προμετωπίδα τής λειτουργίας τς κκλησίας.  Βασικό ξ λλου ξίωμα το Συνοδικο Πολιτεύματος τυγχάνει, κτός πό τήν σότητα τν μελν, καί τό πνεμα τς νότητας. 

τσι χουμε τήν παρξη τς ρχς τς μοφωνίας τς πλειοψηφίας. 6ος κανών τς Α' Οκουμενικς Συνόδου διακελεύει συγκεκριμένα: «άν μέντοι τ κοιν πάντων ψήφ, ελόγ οσ κα κατ κανόνα κκλησιαστικόν, δύο τρες δι' οκείαν φιλονεικίαν ντιλέγωσι, κρατείτω τν πλειόνων ψφος» (Γ. Ράλλη – Μ. Ποτλ, Σύνταγμα, τόμ. Β', σελ. 128. πίσης τά δια διακελεύει καί 19ος κανών τς ν ντιοχεί Συνόδου. (π. παρ. τόμ. Γ', σελ. 460-461). 

στόσο, εναι παραίτητο, Σύνοδος νά κφράζει τήν κοινή κκλησιαστική συνείδηση - συναίνεση πό τό πλήρωμα τς κκλησίας. Τοτο καταφαίνεται ναργέστερα στίς Οκουμενικές Συνόδους, που κφράζεται κκλησία «ν συνόλ», λη κκλησία, καί γι’ ατό ποκαλεται λάθητη καί βέβαια Σύνοδος ατή δέον πως ναγνωρισθε ς Οκουμενική, πάντοτε δέ, συμφωνοσα καί μέ τίς προγενέστερες (Οκουμενικές Συνόδους). 

Εναι πολύ χαρακτηριστικές ο πατερικές διακηρύξεις Οκουμενικν Συνόδων ς: «Τούτων τοίνυν οτως μολογηθέντων, κα παρελάβομεν κ τς θείας Γραφς κα τς τν γίων Πατέρων διδασκαλίας» (πόφασις Ε' Οκ. Συνόδου ιδ', Βλ. ω. Καρμίρη, Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεα τς ρθοδόξου Καθολικς κκλησίας, ν θήναις 1960, σελ. 197). «πόμενοί τε τας γίαις καί οκουμενικας πέντε Συνόδοις...» (Στ' Οκ. Σύνοδος, π. παρ. σελ. 223). Εναι, πίσης, χαρακτηριστικό τι: 

«πέρ τήν ργανικήν βαθμίδα καί νωτάτην ρχήν τς διοικήσεως τς ρθοδόξου κκλησίας, τις εναι Οκουμενική Σύνοδος, γνησία κκλησιαστική συνείδησις χει τήν δύναμιν τς ριστικς ποφάσεως πί το οκουμενικο κύρους κείνης, χωρίς ατη νά ποτελ ργανικήν τινα νωτέραν τς Οκουμενικς Συνόδου ρχήν» (μ. λιβιζάτου, συνείδησις τς κκλησίας, πιστημονική πετηρίδα Θεολογικς Σχολς Πανεπιστημίου θηνν, τόμ. Θ', 1953 – 1954, σελ. 58-59). 

Γι' ατό καί εναι πασιφανής πόρριψη καί ποδοκιμασία Συνόδων, ταν καταστρατηγεται συνοδική συνείδηση τς κκλησίας, τό λον Συνοδικόν Πολίτευμα, ς ο γνωστές πό τήν κκλησιαστική στορία Σύνοδοι, τοι: «πί Δρν» (403), πωνομασθεσα «Ληστρική» (φεσος 479) καί τς Φερράρας (1438) – Φλωρεντίας (1439).   

Καί βέβαια, ερήσθω ν παρόδ, τι καί τό Κράτος πρέπει ρκούντως νά πεισθε καί λαός νά κατηχηθε, τι ατό τό Συνοδικό Πολίτευμα, λλως ερά Σύνοδος τς κκλησίας, τυγχάνει ρχαιότατος ερός θεσμός καί κατά συνέπειαν, δέν θά πρέπει νά λησμονεται, τι κκλησία πάρχει πρό τς συστάσεως το λληνικο Κράτους, μ' ,τι ατό σημαίνει στή βαθύτερη ννοιά του, ς πί παραδείγματι, μηδαμς χει θέση τό κράτος, πί ποκλειστικς πνευματικο χαρακτρος ζητημάτων, δηλαδή εσοδο στά «interna corporis» τς κκλησίας (τά εσω, sacra interna). 

νδεικτικά δέ ναφέρουμε τό προσφάτως νακψαν ζήτημα περί το τρόπου μεταδόσεως τς Θείας Κοινωνίας στούς πιστούς, τό ποο εναι μιγς λατρευτικό θέμα τς κκλησίας. φίστανται ρια καί ατά, δεοντολογία πιτάσσει, πως τηρονται. Ο . Χρυσόστομος ξόχως τό πογραμμίζει φέροντας τό παράδειγμα το ζία: 

«Οτος ζίας βασιλεύς ν, καί νήρ δίκαιος, καί πολλος κομν τος κατορθώμασιν˙ λλ' στερόν ποτε ες πόνοιαν λθεν, ες πόνοιαν, τήν μητέρα τν κακν, ες λαζονείαν, τήν θορύβων γέμουσαν, ες περηφανίαν, τήν πώλειαν το διαβόλου. Οδέν γάρ πονοίας χερον... λλ' ζίας οτος βασιλεύς ν καί τό διάδημα περικείμενος....εσλθεν ες τό ερόν. 

Καί τί φησιν; Εσλθεν ες τά για τν γίων, καί λέγει, βούλομαι θυμισαι. Βασιλεύς ν ερωσύνης ρχήν ρπάζει. Βούλομαι, φησί, θυμισαι, πειδή δίκαιός εμι. λλά μένε σω τν οκείων ρων˙ λλοι ροι βασιλείας, καί λλοι ροι ερωσύνης» ς τό ρητόν το προφήτου σαου τό λέγον «γένετο το νιαυτο», P.G. 56, 124-126).   

λλωστε στορικς εναι ποδεδειγμένο τι τά πολιτειακά συστήματα μέ τά ποα διακυβερννται τά διάφορα κράτη, μεταβάλλονται. ξακολουθε νά φίσταται « νακύκλωσις τν πολιτειν» γιά τήν ποία γράφει, στορικός τς ρχαιότητος Πολύβιος. κκλησία μως κ τς συστάσεώς της καί ς Θεόδμητον Καθίδρυμα μένει στόν αἰῶνα καί «πύλαι δου ο κατισχύσουσιν ατς» (Ματθ. 16,18).

 Καί ς λέγει . Χρυσόστομος «πέτραν τν κκλησίαν κάλεσε δεχομένην κύματα κα μ σαλευομένην» (P.G. 52, 807). ννοεται βέβαια, τι θεοδρυτος κκλησία καί στή συνέχεια τό Συνοδικό της Πολίτευμα οδαμς χει νάγκη προστασίας συμμαχίας τν σχυρν τς γς προκειμένου νά λειτουργήσει ς τό ζωντανό Σμα το Χριστο καί πραγματώσει τήν σωτήρια θεία ποστολή, τήν «καινήν καί τελείαν» κοινωνία το Θεο μετά τν νθρώπων.

κκλησία δέν παύει νά παναλαμβάνει τό «Κύριε λέησον», ν τό κράτος παναλαμβάνει τό «,τι πιτάσσει νόμος». κκλησία βλέπει τά πράγματα «θεολογικς», τό κράτος τά βλέπει «νδοκοσμικς». Περαιτέρω, ς ρχή το Συνοδικο Πολιτεύματος συστήματος διοικήσεως τς κκλησίας θεωρονται καί κλογή το Ματθίου (Πράξ. 1,15 π.) καί κλογή τν πτά διακόνων (Πράξ. 6,2 π.) (ω. Καρμίρη, ρθόδοξος κκλησιολογία, θναι 1973, σελ. 653). 

στόσο, πρότυπον καί πόδειγμα πάσης Συνόδου στάθηκε συγκληθεσα ν εροσολύμοις Σύνοδος, ποκαλουμένη «ποστολική Σύνοδος». ς εναι γνωστόν, τό ζήτημα, τό ποο προκάλεσε τήν σύγκληση τς Συνόδου ατς, ταν τρόπος ποδοχς τν κ το θνικο κόσμου ρχομένων στήν κκλησία, ναφορικς μέ τήν τήρηση το Μωσαϊκο νόμου καί εδικότερα τό θος τς περιτομς. 

ξίζει, μως, στό θέμα ατό, νά πιμείνουμε περισσότερον, εδικότερα στά τς συγκλήσεως τς ποστολικς ατς Συνόδου, σέ μερικά δηλαδή σημεα, ξόχως χαρακτηριστικά γιά τήν λη εσήγησή μας, ς ναφέρει τό βιβλίο τν «Πράξεων τν ποστόλων» (Πράξ. ιε', 1-32).

Πρτον, τό θέμα τς ποδοχς τν ξ θνν εχε δημιουργήσει πρόβλημα μεταξύ τν χριστιανν καί μάλιστα φερε διάσταση πόψεων, φιλονικία καί μεγάλη συζήτηση. Ο μέν λεγον τι ο ξ θνν χριστιανοί νευ τς τηρήσεως, ν προκειμέν, το Μωσαϊκο νόμου, δέν δύνανται νά σωθον καί εναι ληθές τι ο πόστολοι Βαρνάβας καί Παλος δίδασκαν τήν παλλαγή. πεφασίσθη μως σύγκληση τς Συνόδου πρός πίλυσιν το προβλήματος (Πράξ. ιε', 2). Κατ' κολουθίαν, καταδεικνύεται τι καί στόν κκλησιαστικό χρο, γιά τό πάρχον νθρώπινο στοιχεο, πάντοτε ναφύονται ζητήματα, τίθενται ρωτήματα καί πάρχουν διχογνωμίες.

Δεύτερον, «συνήχθησαν ο πόστολοι καί ο πρεσβύτεροι δεν περί το λόγου τούτου» (στίχ. 6). Δηλαδή, δέν διαφόρησαν γιά τό πρόβλημα, λλά πραγματοποίησαν σύνοδο, «δεν περί το λόγου τούτου», μέ σκοπό τήν σύσκεψη καί ξέταση το ναφανέντος ζητήματος.

Τρίτον, «πολλς δ συζητήσεως γενομένης ναστς Πέτρος επε πρός ατούς» (στίχ. 7). Δηλ. διεξήχθη πολλή συζήτηση. κούσθηκαν πολλές πόψεις καί γνμες. δ διαφαίνεται τό δημοκρατικόν πνεμα τς λης Συνόδου. Καί βεβαίως λόγο σημαντικό εχε πρωτοκορυφαος π. Πέτρος. Μετά πό ατόν, προσέτι, μίλησαν ο Βαρνάβας καί Παλος (στίχ. 12).

Τέταρτον, στόν στίχο 13, ναφέρουν ο «Πράξεις» τι: «Μετ δ τ σιγσαι ατούς πεκρίθη άκωβος λέγων». φο γινε μακρά συζήτηση, τελευταος, λαβε τόν λόγο καί πόστολος άκωβος, καί πίσκοπος τς ν εροσολύμοις κκλησίας καί κατά πσαν πιθανότητα καί πρόεδρος τς Συνόδου, καί δελφόθεος το Κυρίου, ποος καί συνήγαγε τό τελικό συμπέρασμα. λόγος του εναι στούς στίχους 14 – 21.

Πέμπτον, στόν στίχο 22 τό ερό κείμενο ναφέρει: «Τότε δοξε τος ποστόλοις κα τος πρεσβυτέροις σν λ τ κκλησί κλεξαμένους νδρας ξ ατν πέμψαι ες ντιόχειαν...». Στό σημεο ατό, ξίζει νά πισημάνουμε τήν φράση «σν λ τ κκλησί».

χουμε δηλαδή στήν ποστολική Σύνοδο συμμετοχή τν ποστόλων καί τν πρεσβυτέρων λλά καί παρουσία τν χριστιανν. Μέ λλους λόγους θά λέγαμε τι χουμε μία συμπορεία ν Κυρί, ποστόλων, πρεσβυτέρων καί λαϊκν στήν Σύνοδο ατή, που παρουσιάζεται μία ναρμόνιση λλά καί διάκριση θέσεων, λειτουργημάτων καί διακονημάτων. 

δ, στό ρμα «δοξε», διαπιστώνουμε τήν πευθυνότητα τς ποφάσεως τν ποστόλων καί τν πρεσβυτέρων καί στήν φράση «σύν λ τ κκλησί» τήν συνένωση το λαο, τσι στε νά εναι πόφαση - πόφανση τς κκλησίας τν εροσολύμων. 

Ατή θέση καθίσταται ναργέστερη ργότερα, ταν θαυμάσια διατυπώνεται στίς «Διαταγές τν ποστόλων» διά Κλήμεντος, σέ χρόνους που χει πλέον διαμορφωθε ρος «πίσκοπος». Γράφουν ο «Διαταγές τν ποστόλων»: « πίσκοπος, ς τέκνα τος λαϊκούς γαπάτω, θέλγων κα θερμαίνων τ σπουδ τς γάπης ς ὠὰ ες περιποίησιν νοσσίων ς νοσσία γκαλιζόμενος ες περιποίησιν ρνίθων, πάντας νουθετν, πσι τος πληκτισμο πιδεομένοις πιπλήσσων, λλά μ πλήσσων ποπιέζων ες ντροπήν, λλ μ ες νατροπήν, νουθετν ες πιστροφήν, πιτιμν ες διόρθωσιν κα εθύτητα πορείας» (ΒΕΠ, τόμ. 2, σελ. 25). 

Καί γιος γνάτιος γιά τόν λαό, τό πλήρωμα τς κκλησίας, θά γράψει: «μς μακαρίζω, τούς γκεκραμένους ατ πισκόπ), ς κκλησία ησο Χριστο καί ς ησος Χριστός τ πατρί, να πάντα ν νότητι σύμφωνα » (πιστ. φεσ. 5,1).  ργότερα, μετά π’ ατή τήν ποστολική Σύνοδο, νεκεν τν κατά καιρούς ναφυομένων αρέσεων καί γενικότερα πεπλανημένων διδασκαλιν, θεωρήθηκε ναγκαία, σύγκληση πολλν συνόδων πισκόπων, προκειμένου νά πάρξει μοφωνία τς διδασκαλίας τς κκλησίας. 

Προσέτι, κατά τήν μεταποστολική ποχή χουμε καί Συνόδους τν πλησιοχώρων πισκοπν ετε γιά χειροτονίες νέων πισκόπων ετε γιά πίλυση λλων πρακτικν θεμάτων. Τόν 3ο πλέον αἰῶνα χει πικρατήσει θεσμός τν τοπικν συνόδων, πό δέ το 4ου αἰῶνος συγκαλονται καί Οκουμενικές Σύνοδοι (Βλ. Στυλ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία Β’, θήνα 1990, σελ. 38-39). 

σον φορ δέ, τήν συμμετοχή στίς Συνόδους πλήν τν πισκόπων καί λλων κληρικν λαϊκν ς χει καταγραφε, συμμετοχή τν τελευταίων (πρεσβυτέρων – διακόνων – λαϊκν) εχε σχέση μόνον μέ τίς προσυνοδικές καί ξωσυνοδικές διασκέψεις διεργασίες. Τό δικαίωμα τς ποφασιστικς γνώμης καί ψήφου τό εχαν μόνον ο πίσκοποι. (Βλ. Φειδ, κκλησιαστική στορία, θναι 1992 τόμ. Α', σελ. 452-456).  

ς εναι δέ γνωστόν, στό διάβα τν αώνων τς κκλησιαστικς στορίας, διεμορφώθησαν διάφορες κατηγορίες Συνόδων, ετε ξ πόψεως συμμετοχς τν πισκόπων, τοι: Οκουμενικές, Τοπικές, Πανορθόδοξες, Μητροπολιτικές παρχιακές, ετε ξ' πόψεως συγκλήσεως καί χρονικς διαρκείας σέ διαρκες καί περιοδικές, τοι: Τακτικές καί κτακτες. 

Δέν χρειάζεται ν προκειμέν, νά ναφέρουμε καί λλες μορφές Συνόδων, ο ποες μφανίστηκαν στό προσκήνιο τς ζως τς κκλησίας. (Βλ. Βασ. Στεφανίδου, κκλησιαστική στορία, θναι 1990, σελ. 98 π.-Σπ. Τρωϊάνου, Παραδόσεις κκλησιαστικο Δικαίου, θήνα 1984, σ. 181–186,  -Παν. Μπούμη, Κανονικόν Δίκαιον, θήνα 1988, σελ. 200-218, - Βλ. Φειδ, κκλησιαστική στορία, θναι 1992, σελ. 190 – 194).

Στό σημεο μως ατό θεωρομε σκόπιμο ν' ναφέρουμε τι γιά τό Συνοδικό Πολίτευμα, τήν Σύνοδο τς κκλησίας τς λλάδος, γίνεται λόγος φ' νός μέν στόν πέρτατο νόμο, τό Σύνταγμα (σχον Σύνταγμα 1975/1986/2001), φ' τέρου δέ στόν Νόμο το Κράτους, τόν Καταστατικό Χάρτη τς κκλησίας. 

ς εναι γνωστόν, στό Σύνταγμα καί εδικότερα, στό ρθρο 3, που ρυθμίζονται ο σχέσεις μεταξύ κκλησίας καί Πολιτείας, μεταξύ τν λλων, ναφέρεται τι ρθόδοξη κκλησία τς λλάδος «...εναι ατοκέφαλη, διοικεται πό τήν ερά Σύνοδο τν ν νεργεί ρχιερέων καί πό τήν Διαρκ ερά Σύνοδο πού προέρχεται πό ατή καί συγκροτεται πως ρίζει Καταστατικός Χάρτης τς κκλησίας, μέ τήρηση τν διατάξεων το Πατριαρχικο Τόμου τς κθ' (29) ουνίου 1850 καί τς Συνοδικς Πράξης τς 4ης Σεπτεμβρίου 1928».

Περαιτέρω, μέ τό π' ριθμ. 146 τς 31ης Μαΐου 1977, Φύλλον τς φημερίδος τς Κυβερνήσεως δημοσιεύθηκε Νόμος 590/1977 «Περί το Καταστατικο Χάρτου τς κκλησίας τς λλάδος». Νόμος ατός εναι πολύ σημαντικός καί θεσμοθετε τήν λη κανονική τάξη στήν κκλησία, καί, κατά τήν ταπεινή μας ποψη, τυγχάνει, ρκούντως κανοποιητικά διατυπωμένος (Βλ. ν. Μαρίνου, κκλησία καί Δίκαιον, θναι 2000, σελ. 203 – 215) καί κατοχυρώνει τό Συνοδικό Πολίτευμα (ρθρο 3 Ν. 590/1977). 

τσι, στό σύγχρονο κρατικό status, λλά καί στόν νομικό πολιτισμό χουμε τήν παρξη καί τς νομικς προσωπικότητος τς κκλησίας (ς ΝΠΔΔ), ποία φίσταται «κατά πλάσμα δικαίου», τό ποο δημιουργήθηκε πό τό κοσμικό δίκαιο καί συγκεκριμένα πό τό κράτος, πρός ξυπηρέτησιν τν διαφόρων πρακτικν δραστηριοτήτων τς κκλησίας στό κοινωνικς γίγνεσθαι. 

Ατό δέν εναι παραιτήτως κακό, φ' σον κκλησία δρ καί κινεται στόν κόσμο καί στόν δημόσιο βίο. Καθίσταται, κατά συνέπειαν, ποκείμενο δικαιωμάτων καί ποχρεώσεων καί τσι πρέπει νά δομε τήν κκλησία, ς πρός ατή τήν πλευρά της, ς να διο, διότυπο καί διόμορφο ΝΠΔΔ, ς πρός τίς νομικές σχέσεις της μέ τήν Πολιτεία. 

σφαλς καί γεννται καί πάρχει μία διαφορά ντιλήψεως μεταξύ νόμου καί ερο κανόνος, τοι νομιμότητος καί κανονικότητος, λλως ννόμου τάξεως τς Πολιτείας καί «ννόμου» τάξεως τς κκλησίας, καί σφαλς θά πρέπει νά πάρχουν περιθώρια συνεργασίας, χωρίς παραιτήτως νά δημιουργεται σύγκρουση, μέ θεμελιώδη βάση τίς βιβλικές ρήσεις: «πόδοτε τ Καίσαρος Καίσαρι κα τ το Θεο τ Θε» (Ματθ. κβ’, 21) καί «πειθαρχεν δε Θε μλλον νθρώποις» (Πράξ. ε’, 29). 

Πάντα τατα, ποτελον μέγιστα εεργετήματα, τόσον γιά τήν κκλησία, σο καί πολύ περισσότερο γιά τό Κράτος. Τοιουτοτρόπως χουμε νομιμότητα καί κανονικότητα, δύο παράλληλους δρόμους πρός τήν πίτευξη τς εταξίας τν δύο ατν μεγεθν. (ν. Μαρίνου, κκλησία καί Δίκαιον, π. παρ., σελ. 216 π.). 

μες, στέργομεν κθύμως τά σχύοντα ατά νομοθετήματα τόσον τά ρθρα το λληνικο Συντάγματος σον καί το Καταστατικο Χάρτου τς κκλησίας τς λλάδος καί φείλουμε, κατά τήν ταπεινή μου ποψη, νά τά διαφυλάξουμε στούς χαλεπούς, σταθες καί βεβαίους τούτους καιρούς, τούς ποίους διερχόμεθα. 

Συνελόντ' επεν, οσιδες κκλησιολογικό γνώρισμα τς κκλησίας εναι τό ρχαιοπαράδοτο Συνοδικό Πολίτευμα. Φωνή δέ το σώματος τς κκλησίας εναι εραρχία. δέ τοπική κκλησία, ς Καθολική κκλησία, μιλε πάντοτε πίσημα καί κασταχο μέσω τς ερς Συνόδου καί μόνο. κ πάντων τν νωτέρω, καταδεικνύεται βιβλική, πατερική (θεολογική καί κκλησιολογική), στορική καί νομική κατοχύρωση το Συνοδικο Πολιτεύματος.   

 2.Η ΑΞΙΑ

Καί ρχόμεθα νά ξετάσουμε τήν λέξη «ξία», ποία συνοδεύει τό Συνοδικό Πολίτευμα τς κκλησίας. Δηλ. πόθεν ξία του; Σέ τί συνίσταται ξία το Συνοδικο Πολιτεύματος; Πρόκειται γιά να ελογο ρώτημα. Ποος δίδει ξία στό Συνοδικό Πολίτευμα; μες, ο συγκροτοντες τήν . Σύνοδο εράρχες; νόμος; στορία; λλοι ξωγενες παράγοντες; 

χι βέβαια. λλο εναι τό πρόσωπο, τό ποο δίδει τήν πλήρη, τήν λοκληρωμένη ννοια τς ξίας τς Συνόδου. Καί τό πρόσωπο ατό, εναι τό τρίτο Πρόσωπο τς γίας Τριάδος. Εναι τό γιον Πνεμα.σως κούγεται παράδοξο. 

στόσο, δ κρύπτεται λήθεια. Καί τοτο, καθ' τι κκλησία κφράζει τήν συνεχ Πεντηκοστή. Γράφει . Χρυσόστομος: «Ε μή Πνεμα παρν, οκ ν συνέστη κκλησία˙ ε δέ συνίσταται κκλησία, εδηλον τι τό Πνεμα πάρεστι»ς τήν γίαν Πεντηκοστήν, P.G.50, 459). τσι Έκκλησία καθίσταται ταμειοχος τς θείας χάριτος. Τό δοθέν Πνεμα νοικε διηνεκς σ' ατή καί Ατό διδάσκει στήν κκλησία «πσαν τν λήθειαν» (ω. 16, 13). 

Ατό τήν κυβερν «διαιρον τ χαρίσματα» (Α' Κορ. 12, 4.11) καί Ατό, τήν ζωοποιε (Γ. Γαλίτη, ρμηνευτικά τς Καινς Διαθήκης, Θεσσαλονίκη 1984, σελ. 428). ραιότατα τονίζει τήν πιστασία καί πιχορηγία το γίου Πνεύματος γιος Μάξιμος μολογητής καί γράφει: 

«Τ Εκκλησί δεδώρηται κατ φύσιν χων τ Πνεμα ( Χριστός) τς νεργείας το Πνεύματος ς Θεός... Τό γάρ Πνεμα τό γιον... τ λυχνί τουτέστι τ κκλησί καθάπερ λύχνος τς οκείας νεργείας δωρούμενον, λύχνου γρ τρόπον τ σκότος λύοντος, πσα το Πνεύματος νέργεια τν πολύτροπον γένεσιν τς μαρτίας ξωθεσθαι τς κκλησίας κα πελαύνειν πέφυκε»(Πρός Θαλάσσιον, ρωτ. ΝΓ', ΕΠΕ 14Γ, σελ. 268). 

Καί εδικότερα ναφέρει: «Ποιεται γρ μν σοφία τς νοίας ναίρεσιν, δ σύνεσις τς νεπιγνωμοσύνης φαίρεσιν, δ βουλή τς διακρισίας κατάργησιν, δ σχύς τς σθενείας ξήλωσιν, δ γνσις τς γνωσίας φανισμόν, δ εσέβεια τς σεβείας καί τς π' ατ τν νεργειν φαυλότητος διωγμόν, δ φόβος τς καταφρονήσεως πελαύνει τν πώρωσιν. Φς γάρ ο μόνον τ προστάγματα, λλ κα τ νεργήματα τυγχάνει το Πνεύματος» (π. παρ.). 

Τό Πνεμα νεργε τά πάντα, ς πνεμα νακαινίσεως, ζως, λευθερίας, λπίδος, γάπης, θείας χάριτος. νέργεια το γίου Πνεύματος εναι ρος «κ τν ν οκ νευ» γιά τήν στορική πραγμάτωση καί συνέχεια τς μαρτυρίας το Χριστο στόν κόσμο. Τό γιο Πνεμα γκαθιστ τήν κκλησία καί συγχρόνως κινε καί δηγε καί τήν νοίγει πρός πάντα νθρωπον. 

Συγκροτε λον τόν θεσμό τς κκλησίας. Συγκροτε σέ σμα το Χριστο τήν κκλησία μέ συγκεκριμένα πρόσωπα καί συγχρόνως «που θέλει πνε κα τν φωνήν ατο κούεις, λλ' οκ οδας πόθεν ρχεται κα πο πάγει» (ω. 3,8). Τό γιο Πνεμα δημιουργε τήν στορία τς κκλησίας, προσωποποιε τήν μαρτυρία το Χριστο καί καλε τούς πάντες στή σωτηρία. 

Τό βιβλίο τν «Πράξεων τν ποστόλων» ναγράφει πολύ χαρακτηριστικές περιπτώσεις νεργείας το γίου Πνεύματος, που ποκαλύπτεται Ατό, ς ντολεύς τς κκλησίας. ς παράδειγμα ναφέρουμε τίς περιπτώσεις: το Φιλίππου, που τό γιον Πνεμα το λέγει: «Πρόσελθε κα κολλήθητι τ ρματι τούτ» (Πράξ. 8,29), το π. Πέτρου: «Επεν ατ τ Πνεμα˙ δο νδρες τρες ζητοσί σε˙ λλ ναστάς κατάβηθι κα πορεύου σν ατος μηδν διακρινόμενος, διότι γ πέσταλκα ατούς» (Πράξ. 10, 19-20) πρός τήν κκλησία τς ντιόχειας: 

«Επε τ Πνεμα τ γιον˙ φορίσατε δ μοι τν Βαρνάβαν κα τν Σαλον ες τ ργον, προσκέκλημαι ατούς» (Πράξ. 13,2) καί κόμη περίπτωση «Διελθόντες δ τν Φρυγίαν κα Γαλατικν χώραν, κωλυθέντες π το γίου Πνεύματος λαλσαι τν λόγον ν τ σί, λθόντες δ κατ τν Μυσίαν πείραζον κατ τν Βιθυνίαν πορεύεσθαι˙ κα οκ εασεν ατούς τ Πνεμα» (Πράξ. 16, 6-7). 

Πάλιν θά νατρέξουμε στήν γία Γραφή καί δή στό βιβλίο τν «Πράξεων», τό ποον παραμένει εσέτι νοικτό. Καί συγκεκριμένα κε, που γίνεται λόγος γιά τήν ποστολική Σύνοδο, πως προαναφέραμε, κριβς, διότι στόν στίχο ιε’ 28, καταγράφεται μία ξόχως βιβλική θεολογική φράση. Γράφουν ο «Πράξεις»: «δοξε τ γί Πνεύματι κα μν». 

Δηλ. κρίθη καί πεφασίσθη, γιά τήν ποδοχή τν μεταστρεφομένων στήν κκλησία κ τν θνν, ς ρθό καί ληθές, π τό γιον Πνεμα καί πό τούς ποστόλους, τούς πρεσβυτέρους «σύν λ τ κκλησί». Δηλαδή, τό γιον Πνεμα εναι τό πρτον καί μες κολουθομε. Σχολιάζοντας τήν σπουδαιοτάτη δέ ατή βιβλική φράση, . Χρυσόστομος γράφει τι: «ρα οδν νθρώπινον, ε Πνεύματι τατα δοκε».

Κα ρωτ ερός Πατήρ: «Καί τίνος νεκεν επον «δοξε τ γί Πνεύματι»; να μή νομίσωσιν (ο ποδέκτες) νθρώπινον εναι, τ δ «κα μν» να διδαχθσι τι κα ατο (δηλ. ο πόστολοι) ποδέχονται τν πόφασιν, στε δύο παράγοντες διακρινόμενοι λλήλων συγκατατίθενται καί συναποφασίζουν» (ω. Χρυσοστόμου, μιλία ΛΓ’ ες τάς Πράξεις, ΕΠΕ 16 Α σελ. 283 π.). 

ς ναφέρει δέ πολιός, καί τς Συνοδικς πείρας είφωτος λύχνος, Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Καρυστίας καί Σκύρου κ. Σεραφείμ, καί ντιπρόεδρος τς . Συνόδου τς εραρχίας μν: 

«κτοτε φράσις «δοξε τ γί Πνεύματι» ποτελε προμετωπίδα λων τν Συνόδων, πού δέν κφράζει να τύπον διατυπώσεως κειμένου, λλά μολογίαν πίστεως καί διαβεβαίωσιν θεοπνευστίας τν ρων καί Κανόνων, στε ατοί νά ποτελον τήν εράν Παράδοσιν, τήν ποίαν ρθόδοξος κκλησία δέχεται σότιμον καί σόκυρον τς γ. Γραφς» (Βλ.ντιφώνησιν κατά τήν ναρξιν τν ργασιν τς τακτικς συνελεύσεως τς εραρχίας τς κκλησίας τς λλάδος, ες Τακτική Συνέλευσις τς ερς Συνόδου τς εραρχίας τς κκλησίας τς λλάδος (θναι, 1-4 κτωβρίου 2008), κδ. Κλάδου πικοινωνιακς καί Μορφωτικς πηρεσίας τς κκλησίας τς λλάδος, θναι 2009, σελ. 26). 

λλωστε, περί το γίου Πνεύματος ναφορά εχε πάντοτε πρώτη θέση, μάλιστα μετά τήν κλασική πραγματεία το Μεγ. Βασιλείου, «Περί το γίου Πνεύματος». (PG τόμ. XXXII, στ. 87-218 καί κδ. Sources Chrétienne, 17). Τ ντι, πρέπει νά ξαρθε ρόλος το γίου Πνεύματος στήν καθόλου ζωή τς κκλησίας καί στό Συνοδικό Πολίτευμα. Ατό παρέχει τήν ξία σ' ατό. Χωρίς τό γιον Πνεμα καί τήν ασθηση τς παρουσίας Του, δέν κάμνουμε τίποτα τό κκλησιολογικό, λλά συνεδριάζουμε καί ργαζόμεθα τυπικς, γκοσμιοκρατικς – κοσμικς. 

Μόνον παρουσία το γίου Πνεύματος μς δικαιώνει. Δικαιολογε τήν Σύνοδό μας, ς Σύνοδο καί χι πλς, ς κάποια γενική συνέλευση. Εναι, ξάλλου, πολύ χαρακτηριστικό καί δέν θά πρέπει νά διαφεύγει τς προσοχς μας τι καί «ατή ατη» Θεία Λειτουργία τς κκλησίας εναι λη πνευματική, πό τήν ννοια, τι κατ' ατήν διαρκς πικαλούμεθα τό Πανάγιον Πνεμα:

«να Tοτο λθ φ' μς κα π τ προκείμενα δρα κα π πάντα τν λαν το Θεο». Καί βεβαίως, πίκληση το γίου Πνεύματος εναι καί γιά λα τά λλα ερά Μυστήρια τς κκλησίας. ρωτ καί παντ Μέγας Βασίλειος τι « τς κκλησίας διακόσμησις οχ σαφς καί ναντιρρήτως δι το Πνεύματος νεργεται;» καί προσθέτει τήν πάντηση: «Ατη γάρ τάξις (ν τ κκλησί) κατ τν διαίρεσιν τν κ το Πνεύματος δωρεν, διετάτακται» (SC 17, 254). 

Εναι χαρακτηριστικό τι τό γιον Πνεμα, ταν κατλθε κατά τήν μέρα τς Πεντηκοστς στήν κκλησία, πραγματοποιήθηκε συνένωση τν πουρανίων καί τν πιγείων, ς ρμηνεύει . Χρυσόστομος: «Καί γάρ φύσις μετέρα πρό δέκα μερν ες τόν θρόνον νέβη τόν βασιλικόν καί τό Πνεμα τό γιον κατέβη σήμερον πρός τήν φύσιν τήν μετέραν˙ νήνεγκεν Κύριος τήν παρχήν τήν μετέραν καί κατήνεγκεν τό Πνεμα τό γιον. 

τερος Κύριος διανέμων τά δρα τατα˙ καί γάρ τό Πνεμα Κύριός στι καί διενείμαντο τήν πέρ μν οκονομίαν Πατήρ καί Υός καί γιον Πνεμα»ς τήν γίαν Πεντηκοστήν, P.G. 50, 456). Διά τοτο καί ταν καί στήν ποστολική Σύνοδο. Καί ατό τό γιον Πνεμα «θετο πισκόπους, ποιμαίνειν τήν κκλησίαν το Κυρίου καί Θεο» (Πράξ. 20,28). 

Τό πογραμμίζει . Χρυσόστομος γράφοντας: «Ε μή Πνεμα γιον ν, ποιμένες καί διδάσκαλοι ν τ κκλησί οκ σαν˙ καί γάρ οτοι διά το Πνεύματος γίνονται, καθώς καί Παλός φησιν. ν θετο μς τό Πνεμα τό γιον ποιμένας καί πισκόπους» (π. παρ. 458).Κεντρική, λοιπόν, εναι θέση το γίου Πνεύματος στήν καθόλου κκλησία καί βέβαια στήν λη διαδικασία τς συγκλήσεως τς ερς Συνόδου. 

πό τόν ερό Αγουστνο προσφυς χει λεχθε τι τό γιο Πνεμα εναι « ψυχή τς κκλησίας» καί νεργε σ' ατήν ,τι νεργε καί δρ ψυχή σ' λα τά μέρη το σώματος. Ερηναος θά τό διατυπώσει διαφορετικά, λλ' χει τό διο νόημα: «Ubi Ecclesia, ibi et Spiritus Dei, et ubi Spiritus Dei, illic Ecclesia et omnis gratia»ρηναίου, λεγχος III, 24,1. P.G. 7, 966). Χρέος καί ργο μας, πομένως, εναι νά φήνουμε τό γιον Πνεμα, κενο νά δηγε τήν κκλησία καί χι νά θέτουμε προσκόμματα νά πιβάλλουμε τό διον θέλημα. 

Κατ' κολουθίαν, φ' σον τό γιον Πνεμα παραμένει στήν κκλησία, εναι «ψυχ τς κκλησίας» καί κατά τό πέροχο τροπάριο το σπερινο τς Πεντηκοστς ψάλλουμε: «Πάντα χορηγε τ Πνεμα τ γιον, βρύει προφητείας, ερέας τελειο... λον συγκροτε τν θεσμόν τς κκλησίας» καί τ ντι, πληρο, νεργε, ζωοποιε καί τελε τά πάντα ν τ κκλησί, τότε, βιάστως, ρχεται τό ρώτημα: 

Δύναται μία Σύνοδος νά λειτουργε νευ το γίου Πνεύματος; Εναι μόνον μία σύνοδος εραρχν, τήν ποία καλύπτει τό ρθρον 4 π. το Καταστατικο Χάρτου τς κκλησίας; χουμε παρουσία καί νέργεια το γίου Πνεύματος καί συνάμα συνέργεια καί δική μας, τοι φίσταται μία συνεργασία το γίου Πνεύματος καί μν; 

Τυγχάνει κκλησιολογικς ληθές, τι νευ το γίου Πνεύματος, δέν δυνάμεθα νά χουμε καί ληθές Συνοδικό Πολίτευμα, πως δέν δυνάμεθα νά χουμε καί ληθινή πνευματικότητα καί ν Χριστ ζωή. ς γράφει Μέγας θανάσιος, τότε «μες χωρς μν το Πνεύματος ξένοι κα μακρν σμεν το Θεο». (Κατά ρειανν Γ', 24 ΒΕΠ 30) καθ' τι καί κατά τόν . Δαμασκηνό, «συνάφεια Θεο πρός νθρώπους διά Πνεύματος γίου γίνεται» (Α’ Λόγος ες τό Γενέθλιον τς Θεοτόκου, ω. Δαμασκηνο « Θεοτόκος» (Κείμενο – Εσαγωγή – Σχόλια, ερομ. θ. Γιέβτιτς, κδ. «σιος ωάννης Ρσος» θναι 1970, σελ. 72). 

δέ γ. Κύριλλος εροσολύμων πογραμμίζει: « καλός Οτος τς κκλησίας γιοποιός καί βοηθός ...καί σύμμαχος καί προστάτης καί μέγας διδάσκαλος τς κκλησίας, διοικητής τν ψυχν, κυβερνήτης τν χειμαζομένων, φωταγωγός τν πεπλανημένων καί θλοθέτης τν γωνιζομένων καί στεφανωτής τν νενικηκότων, τό Πνεμα τό γιον». (Κατήχησις ΙΣΤ', 14,19 καί ΙΖ' 13, ΒΕΠ 39). 

δέ Δίδυμος Τυφλός, Αλεξανδρεύς γράφει: «Καθ τοίνυν εωθεν βασιλες μν τς αυτο νομοθεσίας τος γγιστα μεγάλοις ρχουσι καταπέμπειν, ος τς νίας τν ρχομένων δέδωκεν˙ κείνους δέ, πάντων ες γνσιν φέρειν τυποντας, ποκύπτειν τος παρ βασιλέως θεσπισθεσιν, κα πειλοντας τος παραβαίνουσιν κίνδυνον˙ οτω κα ο πόστολοι, ος θετο πρώτους Θεός, τ ατεξούσιον το Πνεύματος, κα τ πρς τν Πατέρα μοούσιον εδότες, πέστελλον˙ 

δοξε, φησίν, τάδε καί τάδε τ γί Πνεύματι ς βασιλε κα ξουσιαστ κα κηδεμόνι το γένους˙ κα μν δέ, ς προεστηκέναι φορισθεσιν τς πίστεως καί τν κκλησιν. «ξ ν διατηροντες αυτούς, ε πράξετε˙» παρατρώσαντες δέ, φησίν, τ ναντίον πείσεσθε. μέμνηντο γρ το Σωτρος ατος ερηκότος ν τ κατ Μάρκον Εαγγελί˙ «Ο γρ στε μες ο λαλοντες, λλ τ Πνεμα τ γιον» (Περί το γίου Πνεύματος, Βιβλ. Β’, P.G. 39, 624). 

Ο γιοι πόστολοι θά πογραμμίσει . Χρυσόστομος τι εχαν πράγματι βαθυτάτη συναίσθηση τς καθοδήγησής τους πό τό γιον Πνεμα. Γράφει πολύ χαρακτηριστικά: «ταν δέ Παλον επω, ο τοτον μόνον λέγω, λλά καί Πέτρον, καί άκωβον καί ωάννην καί πάντα ατν τόν χορόν. Καθάπερ γάρ ν λύρ μι διάφοροι μέν α νευραί, μία δέ συμφωνία˙ οτω καί ν τ χορ τν ποστόλων διάφορα μέν τά πρόσωπα, μία δέ διδασκαλία, πειδή καί ες τεχνίτης ν, τό Πνεμα τό γιον τό κινον τάς κείνων ψυχάς. Καί τοτο μφαίνων Παλος λεγεν˙Ετε ον κενοι, ετε γώ, οτω κηρύσσομεν»ς τόν γιον ερομάρτυρα γνάτιον, P.G. 50,588). 

Εναι συνεπς, καταφανές τι γιον Πνεμα καί Συνοδικόν πολίτευμα ερίσκονται σέ σχέση λληλεξαρτήσεως καί συνυφάνσεως. Πολύ χαρακτηριστικά τονίζεται τοτο στόν 1ο κανόνα τς Ζ' Οκουμενικς Συνόδου, ταν γράφεται: «ξ' νς παντες κα το ατο Πνεύματος αγασθέντες, ρισαν τ συμφέροντα» ο Συνοδικοί Πατέρες (Γ. Ράλλη – Μ. Ποτλ, Σύνταγμα, π. παρ. σελ. 556) καί πολύ μφαντικά διακελεύει καί ρίζει τοτο καί πολύ βασικός καί σημαντικός 34ος ποστολικός κανόνας: 

«Τος πισκόπους κάστου θνους˙ εδέναι χρ τν ν ατος πρτον, καί γεσθαι ατν ς κεφαλήν καί μηδέν τι πράττειν περιττν νευ τς κείνου γνώμης˙ κενα δέ μόνα πράττειν καστον, σα τ ατο παροικί πιβάλλει, καί τας π' ατήν χώραις. λλά μηδ κενος νευ τς πάντων γνώμης ποιείτω τι. Οτω γάρ μόνοια σται, κα δοξασθήσεται Θεός, δι Κυρίου, ν γί Πνεύματι,   Πατήρ, καί Υός, κα τ γιον Πνεμα» (π. παρ. σελ. 45).

λλά τό μεγάλο ρώτημα τό ποο τίθεται καί προβληματίζει νίοτε, ν προκειμέν, εναι τό κάτωθι: Συνεργε πάντοτε τό γ. Πνεμα; πάντηση ερίσκεται στό τι νέργεια το γ. Πνεύματος χουμε ταν φίσταται καί ποκειμενική προσοικείωση ατο καί καθαρά καί δολη καρδία. σχύει, κατ' ναλογίαν, τό το Μεγ. Βασιλείου:  

«Ο πεφυτευμένοι νταθα ν τ οκ Κυρίου τις στιν κκλησία Θεο ζντος, κε ν τας αλας το Θεο μν ξανθήσουσιν, λλως δύνατον ξανθήσας καί ρχήν λαβεν ες καρποφορίαν, μή ν τας αλας γενόμενον το Κυρίου». (Μεγ. Βασιλείου, Ες Ψαλμ. 28, 3. P.G. 29,288 καί Ες σαα 1,28. P.G. 30,173).  

λλως, ο πονηρευόμενοι δέν μετέχουν τς νεργείας το γ. Πνεύματος καί δρον μόνον νθρωπίνως. «άν δέν πνεύσ τό Πνεμα, νθρωπίνη προσπάθεια καί ργατικότης δέν δύναται νά συντελέσ ες τήν προσέγγισιν το μυστηρίου τς ληθείας το Θεο, πως λέγει 66ος  Καρθαγένης.' Κατά τατα ψηλαφηθέντων κα κατανοηθέντων πάντων τν ν τ κκλησιαστικ χρησιμότητι συντρέχειν δοκούντων, πινεύσαντος κα νηχήσαντος το Πνεύματος το Θεο, πελεξάμεθα πίως κα ερηνικς διαπράξασθαι μετ τν μνημονευθέντων νθρώπων...’ 

Τό γιον Πνεμα σφραγίζει διά τς παρουσίας Του τς συνάξεις τς κκλησίας ετε πρς τέλεσιν τν μυστηρίων ετε πρς συνοδικήν διάσκεψιν δι τν προάσπισιν τς πίστεως κα καθιστ τόν Χριστόν παρόντα ν τ λα Του» (Βλ. ρχιμ. Γ. Καψάνη, Ποιμαντική διακονία κατ τος ερος Κανόνας, Πειραιες 1976, σελ. 117). 

Καί σφαλς, οκονόμος τν Μυστηρίων τς κκλησίας καί δή πίσκοπος, ποίος νεργε νθρωπίνως καί μόνον, δίχα τς το γίου Πνεύματος πιστασίας, φωτίσεως καί μαρτυρίας τυγχάνει πόλογος τν πράξεών του νώπιον τς Παναγίας Τριάδος. Γράφει ν προκειμέν . Χρυσόστομος:

«Οχ ο ξωθεν δέ μόνον ρχοντες, λλά καί ο τν κκλησιν προεσττες τς οκείας ρχς φέξουσι τόν λόγον˙ καί μάλιστα οτοι εσιν ο πί πλέον τάς πικράς καί βαρείας εθύνας πέχοντες» (Ες τήν παραβολήν, Το τά μύρια τάλαντα φείλοντος, P.G. 51, 23). Βέβαια, τό γιον Πνεμα «που θέλει πνε» (ω. 3,8) καί δέν μπορομε νά κατανοήσουμε πς καί πο καί πότε δρ τό γιον Πνεμα. Τοτο εναι μυστήριον. 

μυστηριακός δέ χαρακτρας το γίου Πνεύματος εναι να σημαντικόν θέμα. Καί ν προκειμέν, φείλουμε νά προσέξουμε τήν ννοια ατή το «μυστηρίου», κριβς διότι τό μυστήριο εναι οσιαστικό στοιχεο τς λης κκλησιολογίας καί δέν πρέπει νά περιορίζεται. λλωστε λη κκλησία εναι να μυστήριο, τό μυστήριο τς νεργος παρουσίας το ΧριστοΤό μυστήριο δέν ξηγεται μέ νθρώπινα κριτήρια, λογικοκρατικά, κριβς διότι εναι μυστήριο καί τσι τό δεχόμαστε. 

Τό γιον Πνεμα εναι κενο, τό ποο «οκοδομε  τό σμα το Χριστο στήν στορία, τελειο τά μυστήρια, στηρίζει τήν κκλησία στήν λήθεια καί τήν διασφαλίζει στήν περαιτέρω παρξη καί στό λάθητό τους» (Βλ. J. Mejendorff, Byzantine Théologie, New York 1976, σελ. 215).  κριβς, διότι « ρρηκτη σχέση το μυστηρίου τς κκλησίας πρός τό λο μυστήριο τς ν Χριστ θείας οκονομίας καθιστ ατονόητη τή συνεργία το Υο καί το γίου Πνεύματος χι μόνο στήν νανθρώπηση το Λόγου το Θεο καί στόν λο πίγειο Βίο το Χριστο, τοι πό τήν μέρα το Εαγγελισμο τς Θεοτόκου μέχρι τήν νάληψή Του στούς ορανούς, λλά καί στήν στορική σάρκωση τς ν Χριστ κκλησίας μέσα στόν κόσμο μετά τήν πιφοίτηση το γίου Πνεύματος, τοι πό τήν μέρα τς Πεντηκοστς μέχρι τς συντελείας το αἰῶνος» (Βλ. Φειδ, κκλησιολογία μεταξύ Χριστολογίας καί Πνευματολογίας πό τό φς τς πατερικς παραδόσεως, θναι 2018, σελ. 295).

Τοιουτοτρόπως, δέν εναι θεολογικς ρθόν νά πομυστηριοποιεται τό μυστήριο οτε νά γίνεται πιλεκτικά ποσπασματική χρήση του στό χρο τς κκλησίας. Τό γιον Πνεμα εναι θεϊκό μυστήριο. Ατό εναι. «Οτως εναι». περβαίνει τήν νθρώπινη διάνοια καί κατάληψη. Πάντως, ο Οκουμενικές Σύνοδοι ποφαίνονται οκοθεν τ πιστασί το γίου Πνεύματος. Τοτο τεκμαίρεται. 

Καί τό τεκμήριον εναι μάχητον, καθ' τι σχέση το γίου Πνεύματος μετά το Συνοδικο Πολιτεύματος εναι σαφς ντολογική καί κε, γκειται ξία το τελευταίου καί καθιστ τοτο «θεοσυνέργητο» (Βλ. ιβ’ κανόνα τς Πρωτοδευτέρας Συνόδου).

3.Η ΣΗΜΑΣΙΑ

Ποον μως εναι τό περιεχόμενο τς σημασίας το Συνοδικο Πολιτεύματος; Εναι ληθές τι σημασία του ντανακλται στήν ατοσυνειδησία τς κκλησίας. Πάντοτε τίθεται καί θά τίθεται τό ρώτημα: Τί εναι κκλησία;Καί τό μέγιστο ατό ρώτημα θέτει τήν κκλησιολογία μετά τήν Χριστολογία καί Πνευματολογία, ς θέμα ψίστης σημασίας.  Καί κατ' ρχήν, ς ατοσυνειδησία τς κκλησίας θεωρομε τήν πίγνωσή της τι π' ρχς διακόπως καί ναλλοιώτως παραμένει ατή, τοι Μία, γία, Καθολική καί ποστολική κκλησία. 

Τοτο δέ, διότι πράγματι, κατέχει καί μμένει στήν μία πίστη, τήν θεμελιωθεσαν σοκύρως καί σοτίμως πό τήν γία Γραφή καί τήν ερά Παράδοση. Θεία ποκάλυψη πακριβς προσδιορίζει τόν μυστηριακό χαρακτρα τς ποστάσεως τς κκλησίας καί μάλιστα τήν μεσο οσιαστική σχέση πρός να καστον τν Προσώπων τς γίας Τριάδος. 

Εδικότερα, κκλησία χει Κεφαλήν ατς τόν Θεάνθρωπον ησον Χριστόν, συνάμα δέ ποτελεται καί ξ νθρώπων μέ σκοπό τήν θέωση ατν. π. Παλος σαφέστατα τονίζει στήν πρός φεσίους πιστολή του τι: 

«Ατν (τν Χριστόν) δωκε κεφαλν πρ πάντα τ κκλησί, τις στι τ σμα Ατο, τ πλήρωμα το τ πάντα ν πσι πληρουμένου» (φεσ. 1, 22-23). Τό διο γράφει καί στήν πρός Κολασσαες πιστολήν καί μάλιστα δύο φορές: «Κα Ατς ( Χριστός) στιν κεφαλ το σώματος, τς κκλησίας» (Κολ. 1,18) καί «πρ το σώματος Ατο (το Χριστο), στιν κκλησία» (Κολ. 1,24). γιος Γρηγόριος Νύσσης γράφει συγκεκριμένα π' ατο

«ν γάρ οδείς ώρακε πώποτε, καθώς φησίν ωάννης, οδέ δεν δύναται, καθώς Παλος μαρτυρεται, οτος σμα αυτο τν κκλησίαν ποίησε, κα δι τς προσθήκης τν σζομένων οκοδομε ατν ν γάπ, μέχρις ν καταντήσωμεν ο πάντες ες νδρα τέλειον, ες μέτρον λικίας το πληρώματος το Χριστο

Ε ον σμα το Χριστο κκλησία, κεφαλ δ το σώματος Χριστός, τ δί χαρακτρι μορφν τς κκλησίας τ πρόσωπον˙ τάχα δι τούτων πρς τατα βλέποντες ο φίλοι το νυμφίου καρδιώθησαν˙ τι τρανώτερον ν ατ τν όρατον βλέπουσι. Καθάπερ ο ατν το λίου τν κύκλον δεν δυνατοντες˙ δι δ τς το δατος αγς ες ατν ρντες˙ οτω κακενοι ς ν κατόπτρ καθορντες καθαρ, τ προσώπ τς κκλησίας, τν τς δικαιοσύνης λιον βλέπουσι, τν διά το φαινομένου κατανοούμενον» (Γρηγορίου Νύσσης, μιλία 8 ες τό σμα  τν σμάτων, Migne Ε.Π. 44, 949 Α-Β).Τ ντι, πάρχει συνάφεια μεταξύ Χριστο καί κκλησίας. 

«φίσταται μία ρρηκτη ντολογική σχέση Χριστο καί κκλησίας στό λο μυστήριο τς ν Χριστ θείας οκονομίας γιά τήν σωτηρία το νθρωπίνου γένους» (Βλ. Φειδ, κκλησιολογία, π. παρ. σελ. 9). Ατή τήν φύση τς κκλησίας, ς τό Σμα το Χριστο, τό στορικό Σμα το Χριστο ς θεανθρωπίνου μυστηρίου κφράζει καί ξωτερικεύει καί τό Συνοδικό Πολίτευμα ατς. 

τσι σ' λες τίς πτυχές το βίου της, κκλησία ζε ς Σύνοδος, τοι ς: «Κοινωνία προσώπων λευθέρως συναγομένων ν Χριστ καί πό το Χριστο, να προσφέρουν καστος τό χάρισμα ατό πρός οκοδομήν το σώματος ν γάπ» (Βλ. Γ. Καψάνη, ρχιμ., ποιμαντική διακονία, π. παρ. σελ. 115). 

Οτω, τό Συνοδικόν Πολίτευμα στήν κκλησία πεκτείνεται καί στή μέριμνα «περί τν ληπτέων μέτρων διά τήν πραγμάτωσιν τς κατά Χριστόν ζως το ερο Κλήρου καί το Χριστεπωνύμου λαο», ς ριστα ναφέρει καί παράγραφος β' το ρθρου 4 το Καταστατικο Χάρτου ατς. 

Στή συνέργεια βέβαια ατή το θείου καί νθρωπίνου παράγοντα, κκλησία χρησιμοποιε κτός τς γίας Γραφς καί τς ερς Παραδόσεως καί τούς Θείους καί ερούς Κανόνες της μέ φαρμογή στήν ποιμαντική τους διάσταση καί δυναμική, λλοτε μέ τήν «κρίβεια» καί λλοτε μέ τήν «οκονομία» στήν πράξη (Βλ. παράγραφος δ', ρθρο 4 το Κατ. Χάρτου.).

Καί γιά μέν τήν κρίβεια καί τήν τήρηση ατς, τά πράγματα εναι σως εκολότερα καθ' τι παρομοιάζονται κατ' ναλογίαν μέ τήν ρχή «dura lex, sed lex». ν προκειμέν, πάρχει ς διάθεση «ν παντί» καί «πί πσιν» πιδίωξη τς σκληρότητος καί χι φαρμογή τς πιεικείας, τό «κατά κρημνν θσαι» καί χι «τό πλανώμενον πρόβατον παναγαγεν» (102ος καν. τς Πενθέκτης Οκ. Συνόδου). 

σον φορ μως, τό «κατ' οκονομίαν», πάρχει περισσότερη δυσκολία κατανοήσεως ατς καί τοτο διότι θεωρεται τι πάρχει μία παρέκκλιση, ς μία καταστρατήγηση τν ερν κανόνων καί να πνεμα λευθεριότητος.  λλά λησμονομε νίοτε, τι πώτερος σκοπός εναι πακριβς ατός, τό ποον ριστα διατυπώνει 88ος κανών τς Πενθέκτης Οκουμενικς Συνόδου, ποος διασαφηνίζει τι: «Τ γρ σάββατον δι τν νθρωπον γενέσθαι κδιδασκόμεθα˙ στε δι πάντων προτιμητέαν γεσθαι τν το νθρώπου σωτηρίαν τε καί πάθειαν» (Γ. Ράλλη – Μ. Ποτλ, Σύνταγμα, τόμ. Β’, σελ. 513).

θεσμός, κατά συνέπειαν, τς κκλησιαστικς οκονομίας εναι «θεσμός διόμορφος, πού δέν παντ σέ λλο κλάδο το δικαίου» (βλ. Σπ. Τρωϊάνου, Παραδόσεις κκλησιαστικο Δικαίου, θήνα, 1984, σελ. 38), λλ' χει διαίτερη σημασία στήν καθόλου κκλησιαστική ζωή (Βλ. μ. λιβιζάτου, οκονομία κατά τό κανονικόν δίκαιον τς ρθοδόξου κκλησίας, θήνα 1949 καί ερωνύμου Κοτσώνη (ρχιμ.) -μετέπειτα ρχιεπισκόπου θηνν, Προβλήματα τς «κκλησιαστικς οκονομίας», ν θήναις 1957).

πειτα, φαρμογή τς κκλησιαστικς οκονομίας εναι μία κατ' ναλογίαν ν ταπεινώσει μίμηση τς θείας οκονομίας, δηλαδή τς θείας καί πείρου φιλανθρωπίας καί σαρκώσεως το Υο καί Λόγου το Θεο

ταν διος Θεός «κένωσε αυτόν» καί «κλινεν ορανούς» καί «κατλθε» γιά τήν λύτρωση μας καί πέστη θάνατον πί το Σταυρο καί μέ τήν συγκατάβαση καί μακροθυμία Του καί ατόν τόν ληστήν συγχώρησε, τότε, πώς μες νά μήν φαρμόσουμε ς Σύνοδος καί εδικότερα στήν ποιμαντική μας διακονία καί ποστολή τό «κατ’ οκονομίαν»; 

λλωστε καί ντολή Του τυγχάνει: «Γίνεσθε ον οκτίρμονες, καθς καί πατήρ μν οκτίρμων στί» (Λουκ. στ', 36). ξίζει, στόσο, νά ναφέρουμε περισσότερα γιά τό μέτρο τς «κκλησιαστικς οκονομίας», οτως στε νά δίδουμε τήν δέουσα προσοχή σ' ατό καί νά μήν τυγχάνει οτε τς πιπολαιότητας μηδέ τς περιφρονήσεως τς πνευματικς ποτιμήσεως ατς.

πως λέχθη, κκλησιαστική οκονομία εναι πό πραγματικό νδιαφέρον καί γάπη συγκατάβαση καί προσωρινή πιείκεια, δηλαδή χρι καιρο ναστολή φαρμογς τς κρίβειας στήν ποιμαντική διακονία τς κκλησίας. γ. Θεόδωρος Στουδίτης γράφει συγκεκριμένα π' ατο: «Σαφηνείας δέ νεκεν στω τά παρ’ μν χόμενα τς ατς ννοίας˙ τι τν οκονομιν α μν πρς καιρν γεγόνασι παρ τν Πατέρων, α δ τ διηνεκς χουσιν» (πιστολή ΜΘ', Ναυκρατί τέκν, P.G. 99, 1085 D.). 

Τοτο πραγματώνεται πάντοτε μέ συνοδική πόφαση μέ τήν μεγίστη προσοχή, οτως στε, νά μήν γίνεται μετακίνηση διόρθωση λλαγή πεμπόληση τν δογματικν ρων τς πίστεως. ς ποφαίνεται Ελόγιος, Πατριάρχης λεξανδρείας (7ος α.): «Τότε τς οκονομίας ρθς λόγος μεταχειρίζεται, τε τ δόγμα τς εσεβείας οδν παραβλάπτεται» (Το ατο στηλιτευτικός λόγος, P.G. 103, 953). πειτα «κκλησιαστική οκονομία», λειτουργε ς λειτούργημα τς ποιμαίνουσας κκλησίας μέ ρισμένες ρχές. 

Πρώτη ρχή εναι τι τό δικαίωμα τς χορηγήσεως καί φαρμογς τς «οκονομίας» λειτουργε εραρχικς. ερά Σύνοδος χει τό δικαίωμα τς φαρμογς τς οκονομίας, τό ποον «περιέρχεται πό τν κατωτέρω συνόδων ες τν Οκουμενικήν» (Βλ. μ. λιβιζάτου, οκονομία, π. παρ. σελ. 68 π.). 

πειτα ρχεται πίσκοπος καί κατ' ξουσιοδότηση ατο, πνευματικός πατήρ – ξομολόγος. Εδικότερα, γιά τόν πίσκοπο παραθέτουμε τόν σχετικό 5ο κανόνα τς ν γκύρ Συνόδου, ποος διακελεύει: «Τος δ πισκόπους ξουσίαν χειν τν τρόπον τς πιστροφς δοκιμάσαντες φιλανθρωπεύεσθαι πλείονα προστιθέναι χρόνον» (Βλ. Γ.Ράλλη – Μ. Ποτλ, Σύνταγμα, τόμ. Γ', σελ. 31-32).πειτα λλη ρχή, θεμελιώδης, εναι κφραση τς γάπης τς κκλησίας πρός τόν «κατ' εκόνα Θεο» δημιουργηθέντα νθρωπο. κόμη τά τς χορηγήσεως τς «οκονομίας» λατήρια δέν χουν ταπεινά, ετελ, ναξιοπρεπ κίνητρα. 

Ατά δέν εναι χρηστικά, λόφρονα κβιαστικά καί νελεύθερα μέ πιρροή ξωγενν, μή κκλησιαστικν παραγόντων. Κατά συνέπειαν, ποιμαίνουσα κκλησία φουγκράζεται τήν λη κοινωνία καί ποφασίζει πάντοτε μέ βάση τήν διδασκαλία τς γίας Γραφς καί τήν . Παράδοση πρός σωτηρίαν το νθρώπου. Διά τοτο καί λλη ρχ χορηγήσεως «οκονομίας» εναι πώτερος σκοπός νά κατατείνει πρός τόν στηριγμό τν πιστν.

πάρχουν καί λλες ρχές χορηγήσεως τς οκονομίας, πως τς ναλογίας, τς πρόληψης, τς θεραπείας, τς αστηρότητος, τς πιεικείας, τς ξαγγελίας, τς σιωπηρς, τς προφορικς, τς γραπτς κ. λλά δέν θά τίς ναλύσουμε.Εναι μως νάγκη, ν προκειμέν, νά γίνει καί μία λλη διευκρίνιση. 

Πρόκειται γιά τήν διάκριση θείων καί ερν κανόνων, ς καί λλων κανονικς φύσεως διατάξεων ς καί κκλησιαστικν θίμων.πως γνωρίζετε, θεοι καί εροί κανόνες τς κκλησίας μέ τήν κυριολεκτική σημασία τους εναι ο κανόνες τν Οκουμενικν Συνόδων καθώς καί σοι λλοι κανόνες πεκυρώθησαν π' ατές. 

Ατοί χουν τήν θέσπιση πικύρωση πό Οκουμενικές Συνόδους καί εναι εροί κανόνες (τό corpus) τς λης κκλησίας, καθ' τι χουν τήν πιστασία το γίου Πνεύματος καί σχύουν μέ πόλυτο κρος. β' κανών τς Πενθέκτης Οκουμενικς Συνόδου ρίζει πακριβς τούς ερούς κανόνες (Γ. Ράλλη – Μ. Ποτλ, Σύνταγμα, τόμ. Β', σελ. 308-310). Προσέτι οδόλως φίσταται γιά τήν κκλησία, τό λεγόμενον κατά καιρούς «περί διακρίσεως τν κανόνων ες δογματικούς καί διοικητικούς».

Κατά συνέπειαν, τά λλα κείμενα κανονικο περιεχομένου, ς Κανονισμοί, γκύκλιοι, κκλησιαστικά θιμα, ρμηνευτικά σχόλια κανόνων, πιστολικές γκύκλιοι, πατερικά ργα τά ποα δέν χουν λάβει πικύρωση πό Οκουμενική Σύνοδο, δέν ποτελον τό corpus τν θείων καί ερν κανόνων τς κκλησίας.

στόσο, μ' ατή τήν παρατήρηση καί διάκριση βέβαια, δέν σημαίνει τι λα τά παραπάνω τυγχάνουν νευ πολογισμο καί ξίας. ποτελον σπουδαιότατα μελετήματα καί βοηθήματα τς Ποιμαίνουσας κκλησίας, λλά χαρακτηρίζονται ς δευτερεύουσες πηγές το ρθοδόξου Κανονικο Δικαίου. λα ατά συνιστον καί διαμορφώνουν τήν σημασία καί σπουδαιότητα τς πάρξεως καί λειτουργίας το Συνοδικο Πολιτεύματος τς κκλησίας. 

Σύνοδος πάρχει, λειτουργε, μελετ, συσκέπτεται, συζητε, ψηφίζει, ποφασίζει καί διακονε τόν λαό το Θεο. Δέν εναι κτός πραγματικότητας, μήτε μακράν τν συγχρόνων προβλημάτων το νθρώπου. φουγκράζεται τόν πόνο καί τήν βάσανο τς κοινωνίας, δακρύζει, γαπ, γονατίζει, πικαλεται τό Πνεμα τό γιον.

παραγνώριση, ποτίμηση, παραθεώρηση, μιμάθεια, διαφορία γιά τό Συνοδικό «εναι» καί πολίτευμα τς κκλησίας, δύναται νά πιφέρει βλάβη στό οκοδόμημα ατς. «Συνιστ μεγάλην μαρτίαν κατ το σώματος το Χριστο, πσα προσπάθεια παραμερισμο το συνοδικο τρόπου χαράξεως γραμμν κα πιλύσεως τν κκλησιαστικν προβλημάτων, μαρτυροσα δι τν λλειψιν μπιστοσύνης ες τ χαρίσματα, τν ποίων πάντα τ ζντα μέλη τς κκλησίας εναι φορες... 

Πρς πέρβασιν το ντισυνοδισμο, στις μαρτυρε γωκεντρικν κα μ μεταμορφωθεσαν ν Χριστ ζωήν, παιτεται μετάνοια κα κατ Θεόν λλοίωσις το σω νθρώπου, δι ν καταστ δυνατ π' ατο βίωσις το μυστηρίου τς κκλησίας ν ληθεί, τοι κατ τρόπον καθολικν κα συνοδικν. 

γν τν γρηγορούντων κα θεολογικς βιούντων τ μυστήριον τς κκλησίας εναι πάντοτε σαφής: «Διά τς μετανοίας συνοδικ ζω καί διαχείρισις τν τς κκλησίας ζητημάτων» (Βλ. Γ. Καψάνη, ρχιμ., Ποιμαντικ, π. παρ., σελ. 127 καί 129).

Διά τοτο, ς φευκτη συνέπεια, καστος πίσκοπος χει ταχθε καί εναι πεύθυνος γιά τήν διαφύλαξη καί λειτουργία το Συνοδικο Πολιτεύματος. Γράφοντας . Κυπριανός (3ος α.) πρός τόν κλρο τς Ρώμης μετά τόν θάνατο το πάπα Φαβιανο πογραμμίζει τά ξς:

«φείλομεν πάντες πό κοινο, πως μεριμνήσωμεν διά τήν καλήν διοίκησιν τς κκλησίας» (π. 35). Τό διο πνεμα το νδιαφέροντος γιά τήν συνοδικότητα κφράζει καί λη γνωστή πιστολογραφία το μάρτυρος πατρός, γίου γνατίου το Θεοφόρου, δη πό τόν 2ο αἰῶνα καί κατοπινή πατερική γραμματεία.

4.Η ΥΠΑΚΟΗ

Καί ρχόμεθα στήν ννοια καί τό περιεχόμενο τς πακος στό Συνοδικό Πολίτευμα. ναντιρρήτως εναι τό δυσκολότερο σημεο τς λης εσηγήσεώς μας.πως, μέ τό κουσμα τς λέξεως γάπη, μεταβαίνει μέσως νος μας στήν γάπη πρός τόν πλησίον, τήν φιλανθρωπία καί χι στήν πρώτη ντολή, τήν γάπη πρός τόν Θεό καί πως, μέ τό κουσμα τς λέξεως νηστεία, νος μεταβαίνει στή στέρηση τν τροφν καί χι στήν πνευματική νηστεία, τσι καί στό πρτο κουσμα τς λέξεως πακοή, νος πηγαίνει μέσως στή μοναχική πολιτεία καί χι στή Σύνοδο.

σως πικρατε καί λανθασμένη ποψη τι πακοή δέν φορ κυρίως κλρο καί λαό, λλ’ εναι τν μοναχν ζήτημα. λλά καί σέ ρώτηση νός φοιτητο πρός πολιόν γιορείτη γέροντα «Ποία πό τίς τρες γνωστές μοναχικές ποσχέσεις εναι πιό δύσκολη;», σοφή πάντηση το γέροντος ταν:

« πακοή»! Πράγματι, πακοή εναι δύσκολη πόθεση, καθ' τι συντρίβει τόν γωϊσμό λλά καί συνάμα λευθερώνει. πάρχει μως στά κκλησιαστικά πράγματα τό πρωτεον καί τό χον τήν δεύτερη θέση. Καί πρωτεον, ν προκειμέν, εναι πακοή στή Σύνοδο τς κκλησίας. πακοή στό Συνοδικόν Πολίτευμα εναι τό Α καί τό Ω μις αθεντικς κκλησιαστικς ζως, κριβς διότι λα πορρέουν πό τήν κκλησία.

λλά τί εναι πακοή;

άν νοίξουμε βέβαια τήν «Κλίμακα» το γ. ωάννου το Σινατου (6ος α. μ.Χ.) πό τούς 31 Λόγους του, 4ος Λόγος, φιερωμένος στήν πακοή, τήν «μακαρίαν καί είμνηστον πακοήν», ς τήν ποκαλε, θά διαπιστώσουμε τι εναι μακρύτερος λόγος χοντας 133 παραγράφους. Ατό δεικνύει τήν μεγάλη ξία το κατορθώματος ατο στήν καθόλου κκλησιαστική ζωή.  λλ', ο τς παρούσης Εσηγήσεως περισσότερον ναλύειν τήν ρετή.

 Γεννται στόσο τό ελογο ρώτημα: 

Μήπως πακοή ντιστρατεύεται τήν 

λευθερία το λόγου;

κ πρώτης ψεως φαίνεται νά εναι νας περιορισμός τς προσωπικς λευθερίας καί δή τς κφράσεως το νθρώπου καί μάλιστα χουμε σως καί παραβίαση τν ρθρων 4, 5 καί 13 το Συντάγματος (σότητος, λευθερίας καί θρησκευτικς λευθερίας ντίστοιχα). μως εδικότερα, σον φορ στήν λευθερία κφράσεως, ατή χει δύο ψεις. Εναι ς να νόμισμα. 

πό τή μία ψη πάρχει τό δικαίωμα κάθε νθρώπου νά μιλε καί νά κδηλώνει τίς νδόμυχες σκέψεις του, ετε γραπτς ετε προφορικς, πό τήν λλη μως, πάρχει ποχρέωση πού δημιουργε διότητά του καί ν προκειμέν ς μοναχο κληρικο. Ατή δέ διότητα χει μία ναφορά. 

ναφορά παρουσιάζεται πρός τήν νωτέρα του ρχή, τήν προϊσταμένη του ρχή, τήν ποία πεδέχθη οκειοθελς. Κατά συνέπειαν, τό δικαίωμα τς λευθερίας ατς το λόγου οτε περίοριστο εναι οτε νέλεγκτο, λλά τελε πό τούς περιορισμούς τούς ποίους γνωρίζει κ τν προτέρων. 

Τοιουτοτρόπως, τό δικαίωμα ατό, χάριν το μείζονος πνευματικο συμφέροντος τς μοναστικς πολιτείας το Συνοδικο Πολιτεύματος γενικότερα τς κκλησίας, κάμπτεται, ποχωρε, «ελογεται» κατά τήν κκλησιαστική ρολογία.

πακοή δέν σημαίνει ρνηση τς προσωπικς λευθερίας οτε χει τήν ννοια μις ξωτερικς, τυπικς, ναγκαστικς πειθαρχίας. πακοή εναι πάρνηση τς νυπακος στό Συνοδικό Πολίτευμα, πού εναι τς κκλησίας αθεντικό καί οσιαστικό δεδομένο. λλά γιά νά γίνει κατανοητή πακοή στό Συνοδικό Πολίτευμα τς κκλησίας χρειάζονται ρισμένες προϋποθέσεις.

πό τήν ποφατική τους θεώρηση, ο προϋποθέσεις νάγονται: Πρτον, στή παραδοχή τι χουμε νεπάρκεια θεολογικν γνώσεων, δεύτερον, τι φίσταται λλειμμα μπιστοσύνης στό Συνοδικό Πολίτευμα καί τρίτον πάρχει ντονος πηρεασμός πό τήν «κοσμική» λογική. 

άν, ληθής θεολογία, ς γνώση καί βίωμα δέν διαποτίσει τό εναι τν πιστν, άν δέν θεμελιωθε παρκής μπιστοσύνη στή συνοδική διάσταση τς κκλησίας καί άν δέν υοθετηθε ποδοχή «ρημάτων ρρήτων ορανίων», τότε πακοή δέν πιτυγχάνεται, δέν πραγματώνεται, λλά φαίνεται στυγνή ποχρέωση, περιττή, ψευδώνυμη καί χωρίς ξία, κόμη παρουσιάζεται καί ς πειλή τς λευθερίας μας. 

Τό ζήτημα βέβαια κάθε φορά, μεταξύ πακος νυπακος, κρίνεται στήν πιλογή τς δικαίωσης. Δικαίωση κοσμική κκλησιαστική; Τελικά, πακοή εναι κκλησιολογική ρετή. Εναι πόθεση γιοπνευματική. Ατή λλωστε εναι καί εδοποιός διαφορά μεταξύ κοσμικο φρονήματος καί κκλησιαστικο θους. 

λλωστε δια ζωή το Χριστο πό τήν νανθρώπησή Του μέχρι τήν νάληψή Του στούς ορανούς πρξε πορεία πακος. πακοή στόν Οράνιο Πατέρα διά μέσου προσώπων, θεσμν, γεγονότων, ξουσιν καί ατο το Σταυρο καί το θανάτου. «Κατέβη κ το ορανο οχ να ποι τ θέλημα (ατο), λλ τ θέλημα το πέμψαντος (ατν)» (ω. 6,38). 

γιος Μάξιμος, ν προκειμέν, διατυπώνει τό ρώτημα γιά τόν Χριστό, ταν ναφέρεται στό γιο Πάθος Του: «Θέλων ον ρα πήκουσεν μή θέλων; λλ' ε μέν μή θέλων, τυραννίς δέ ελόγως καί οχ πακοή λεχθείη. Ε δέ θέλων˙ πήκοος δέ ο καθ' Θεός, λλά καθ' νθρωπος γέγονε˙ καθ' γάρ Θεός, οτε πήκοος, κατά τούς Πατέρας, οτε νήκοος» (Μαξίμου, Disputatio cum Pyrrho, P.G. 91, 324 B). 

τσι, πακοή κατανοεται στό πλαίσιο μις θεοκεντρικς νθρωπολογίας. αθεντικός, παντός βαθμο, κληρικός, εναι κενος, ποος ν ταπεινώσει, διακατέχεται πό τς σωτερικς πληροφορίας, τι ποστολή του εναι νά διαφυλάξει ,τι το δόθη πό τς κκλησίας καί τι πί πλέον ποτελε μία μαρτυρία τς πίστεως καί τς διδασκαλίας τς κκλησίας καί χι οανδήποτε προβολή προσωπικν του ντιλήψεων καί παρερμηνειν τν θείων Γραφν. ς γράφει Μ. Βασίλειος, δέον νά χει ληθής μοναχός κληρικός παντός βαθμο, πλήρη συνείδηση τι «οχ ς δίαν τινά πιστήμην ξ αθεντίας οκονομε» (ροι κατ’ πιτομήν, ρωτ. 184, P.G. 31, 1205) λλ' νεργε «ς πηρέτης Χριστο κα οκονόμος μυστηρίων Θεο» (ρωτ. 98, π. παρ. 1149).

 Περαιτέρω, ες τί μως συνίσταται

πακοή στό Συνοδικό Πολίτευμα;

πώτερος σκοπός, ν προκειμέν, τς πακος ατς, εναι νότητα τς κκλησίας καί νότητα κρύπτει θεολογικό περιεχόμενο, καθ' τι ποτελε ξίωμα, τουτέστιν ρχήν πίστεως.Συγκεκριμένα, μέγας πόστολος τν θνν Παλος ρχεται καί μιλε γιά τήν αθεντικότητα καί τήν γνησιότητα τς νότητας καί γράφει καί παραγγέλλει:

«Τοτο δ παραγγέλλων οκ παιν, τι οκ ες τ κρεττον λλ' ες τ ττον συνέρχεσθε˙ πρτον μν γρ συνερχομένων μν ν τ κκλησία κούω σχίσματα ν μν πάρχειν κα μέρος τι πιστεύω˙ δε γρ κα αρέσεις ν μν εναι, να ο δόκιμοι φανερο γένωνται ν μν» (Α' Κορ. 11, 17-20). 

Καί Θεός δέν πιθυμε τήν διαίρεση καί τό σχίσμα. Γράφει πάλιν θεος Παλος, φέρνοντας ς παράδειγμα τό νθρώπινο σμα καί πογραμμίζει: « Θεός συνεκέρασε τ σμα, τ στεροντι περισσοτέραν δος τιμήν, να μ σχίσμα ν τ σώματι» (Α' Κορ. 12,24). Εναι σαφής πόστολος καταδικάζοντας τήν διχόνοια, τήν διαίρεση καί περαιτέρω τό σχίσμα: «Παρακαλ δ μς, δελφοί, δι το νόματος το Κυρίου μν ησο Χριστο, να τ ατ λέγητε πάντες, κα μ ν μν σχίσματα» (Α' Κορ. 1,10). 

ταν μάλιστα ργότερα μφανίστηκαν, τόν 2ο αἰῶνα, στήν κκλησία τς Κορίνθου ρεις, θυμοί, διχοστασίες, σχίσματα, Κλήμης Ρώμης πευθυνόμενος πρός τήν τοπική κκλησία τς Κορίνθου, ζητε βίωση τς νότητας μέ τήν κοινή πίστη τους καί τήν νταξή τους στό σμα το Χριστο. Γράφει συγκεκριμένα: 

« οχί να Θεν χομεν κα να Χριστν κα ν Πνεμα τς χάριτος, τ κχυθέν φ' μς κα μία κλσις ν Χριστ; νατ διέλκομεν κα διασπμεν τ μέλη το Χριστο κα στασιάζομεν πρς τ σμα τ διον, καί ες τοσαύτην πόνοιαν ρχόμεθα, στε πιλαθέσθαι μς τι μέλη σμέν λλήλων»; (Κορινθ. 46, 6-7). 

Τό διο πνεμα τς νότητος καί μάλιστα κατά εραρχική τάξη παρουσιάζει καί γιος γνάτιος Θεοφόρος. Μακαρίζει τούς Χριστιανούς τς κκλησίας τς φέσου, διότι παρουσιάζονται «γκεκραμένοι τ πισκόπ» (πιστ. φεσ. 5,1). Καί μάλιστα εραρχικά, ταν συμπληρώνει, «ς κκλησία ησο Χριστ κα ς ησος Χριστς τ Πατρί» (π. παρ.). ποταγή στόν πίσκοπο εναι ποταγή στόν Θεό Πατέρα.

 Καί βέβαια πως Χριστός «νευ το Πατρός οδέν ποίησεν», οτως οτε ο χριστιανοί πρέπει νά πράττουν κάτι «νευ το πισκόπου» οτε πίσκοπος νευ το Θεο. σοι γρ Θεο εσι κα ησο Χριστο, οτοι μετ το πισκόπου εσί» (πιστ. Φιλαδ. 3,2). Μάλιστα προχωρε κόμη περισσότερο, γιος γνάτιος καί τονίζει τι πακοή στόν πίσκοπο εναι μία συγκατάθεση στό πάθος το Χριστο

Γράφει: «Μή πλανσθε, δελφο μου˙ ε τις σχίζοντι κολουθε, βασιλείαν Θεο ο κληρονομε˙ ε τις ν λλοτρί γνώμ περιπατε, οτος τ πάθει ο συγκατατίθεται» (ννοε δ τό πάθος το Χριστο). (πιστ. Φιλαδ. 3,3). Καί λλα κείμενα τν πρώτων χριστιανικν αώνων ναφέρουν μέ πολύ ντονο καί χαρακτηριστικό τόνο τήν ννοια ατή, τήν τόσο σπουδαία τς νότητας τς κκλησίας: πιστολή Βαρνάβα, «Ποιμήν» το ρμ, « Διδαχή τν Δώδεκα ποστόλων», Κλήμης λεξανδρεύς κ

διαίτερα γιος Κυπριανός θεολογε καί γράφει: « μή τηρν τήν κκλησιαστικήν νότητα δέν τηρε τόν νόμον το Θεο, δέν τηρε τήν πίστιν το Πατρός καί το Υο, δέν κρατε τήν ζωήν καί τήν σωτηρίαν» (De catholicae Ecclesiae unitate, πιστολή 66,8). Καί ο λλοι θεοφόροι γιοι Πατέρες τς κκλησίας διά πολλν συγγραμμάτων καί μιλιν τους τόνισαν τήν σπουδαιότητα τς νότητας. 

Χαρακτηριστική εναι ρήση το Μεγάλου Βασιλείου στό σκητικό του σύγγραμμα «ροι κατά πλάτος»: «Πάντες, ο ν μι λπίδι τς κλήσεως προσληφθέντες, ν σμά σμεν, κεφαλν χοντες τν Χριστόν, δ καθες λλήλων μέλη» (ροι κατά πλάτος, ρωτ. 7, P.G. 31, 929).Κατ' κολουθίαν, πακοή στό Συνοδικό Πολίτευμα, οδέν χει τό δουλικόν, οδέν τό στερημένον τς προσωπικς λευθερίας, λλ’  ποτασσώμεθα μόνον γιά τόν διάρρηκτο πνευματικό δεσμό στό σμα τς κκλησίας, ς μεζον γαθόν. 

Καί ποταγή ατή εναι λευθερία, ς ταπείνωση στήν κκλησιαστική ζωή δουλεύει ς δύναμη. Καί βέβαια, θέση ατή φέρει πολλάκις νεξίτηλα τά χνη τς θείας πιρρώσεως. Δέν εμαστε μες «πόστολοι» καλύτεροι μεγαλύτεροι ψηλότεροι το πέμψαντος, δηλαδή, το Κυρίου μν ησο Χριστο. «Οκ στιν ... πόστολος μείζων το πέμψαντος ατόν. Ε τατα οδατε, μακάριοί στε άν ποιτε ατά» (ω. 13, 16-17). 

Συνεπς, κκλησία π' οδενί εναι δυνατόν νά διασπασθε κ τν νθρωπίνων δυναμιν καί ντιθέσεων. Οδείς ντός τς κκλησίας δικαιοται τήν διάσπαση τς νότητας. Καί οδείς λειτουργε ς νεξάρτητος καί αθαίρετος. 

Εμεθα κεκλημένοι σέ νταξη καί πακοή στά κελεύσματα τς κκλησίας, ποία κφράζεται διά τς ερς Συνόδου. Τήν νότητα ατή τς πίστεως, τήν νότητα τς κκλησίας καλούμεθα καί νά τήν πιστηρίξουμε καί νά τήν προαγάγουμε, καθ' τι μία τυγχάνει Ποίμνη πό τόν ρχιποίμενα ησον Χριστόν. Καθ' τι: « μ συνάγων μετ' μο, σκορπίζει» (Ματθ. 12,30), λέγει Κύριος. 

Καί μάλιστα, ταν λλείπει νότητα, σύμπνοια καί μοφροσύνη, τότε ρχεται καί κατακυριεύει σύγχυση τήν δθεν συμφωνία ποία δέν εναι τίποτα λλο παρά κακή βουλή καί κακή συμφωνία. κκλησιαστική στορία καί μπειρία καταδεικνύει τι μέ τήν ταξία καί μέ τήν ωσφορική ατάρκεια τίποτα δέν κατορθώνεται, ς γινε καί μέ τόν πύργο τς Βαβέλ, μέ τούς σεβες κείνους νθρώπους, ο ποοι τελικά «παύσαντο οκοδομοντες τήν πόλιν καί τόν πύργον» (Γεν. ια', 8). 

Πράγματι, διαίρεση, διχόνοια, τό σχίσμα τραυματίζουν τήν γάπη καί τήν οκοδομή το σώματος, δηλαδή τήν κκλησία. λλωστε, τί εναι κκλησία; μαρτυρία γάπης καί τά μέλη της, ο χριστιανοί, ναγνωρίζονται ς χριστιανοί, ταν πάρχει μοιβαία γάπη μεταξύ τους, κατά τόν το ωάννου λόγο, τι: 

«ν τούτ γνώσονται πάντες τι μο μαθητα στε, άν γάπην χητε ν λλήλοις» (ω. 13,35). πειτα, «ρραφος» καί «σχιστος» χιτώνας το Χριστο (ω. 19,23) ατό κριβς δηλώνει, τι Χριστός εναι Μέγας ρχιερεύς τς θυσιαστικς γάπης τς διαίρετης κκλησίας Του

Γράφει . Χρυσόστομος; «Οδν χερον φιλονεικίας κα μάχης κα το τν κκλησίαν διασπν κα τν χιτνα, ν οκ τόλμησαν ο ληστα διαρρξαι, τοτον ες πολλ κατατεμεν μέρη» (Κατά ουδαίων, Λόγος Γ', ΕΠΕ 34, σελ. 162 π.). 

Καί προσθέτει: «Καταγέλαστοι γεγόναμεν (ο χριστιανοί) κα ουδαίοις κα λλησιν, ες μυρία τς κκλησίας σχιζομένης» (P.G. 61, 623) καθ’ τι «κκλησία γρ γέγονεν, οχ να διρημένοι μεν ο συνελθόντες, λλ’ να ο διρημένοι συνημμένοι˙ κα τοτο σύνοδος δείκνυσι» (P.G. 61, 228).Μή λησμονομε τι σέβεια, πειθαρχία, αθαιρεσία πρός τίς ποφάσεις το Συνοδικο Πολιτεύματος διαταράσσουν τήν εστάθεια το πλοίου τς κκλησίας καί καθίστανται ο νυπάκουοι πρόξενοι διχασμο καί διασπάσεως τς νότητας. 

τσι διαμορφώνεται ρχή τν σχισμάτων. πό τήν νυπακοή καί τήν ατοποίμανση ξεκινον ο διαιρέσεις, ο φατρίες, τά σχίσματα καί περαιτέρω ο αρέσεις. Καί κκλησιαστική στορία γνωρίζει πολλά σχίσματα πς ξεκίνησαν καί πο κατέληξαν. Γι' ατό καί θεωρομε τι εναι μάρτημα νυπακοή στίς ποφάσεις τς . Συνόδου. ξ ντιθέτου, βιβλικός λόγος εναι σαφής: «κο (=πακοή) πρ θυσίαν γαθήν» (Γ’ Βασιλ. ιε’,22).

Οδείς χει τό δόκιμο δικαίωμα νά περιφρονε, νά ποτιμ καί νά κατακρίνει τήν κκλησία τι χει κπέσει το θείου προορισμο της καί λαλε «θνεα», καθ' τι είποτε κκλησία εναι «στλος καί δραίωμα τς ληθείας» (Α' Τιμ. 3, 15) καί ποστολική ντολή εναι: 

«Πείθεσθε τος γουμένοις μν κα πείκετε˙ ατο γρ γρυπνοσιν πρ τν ψυχν μν ς λόγον ποδώσοντες. να μετ χαρς τοτο ποισι κα μ στενάζοντες˙ λυσιτελς γρ μν τοτο» (βρ. ιγ',17). Δηλ. «Πείθεσθε ες τούς πνευματικούς προϊσταμένους σας καί ποτάσσεσθε τελείως ες ατούς. Διότι ατοί γρυπνον διά τήν σωτηρίαν τν ψυχν σας, πειδή θά δώσουν λόγον ες τόν Χριστόν δι' ατάς. 

πακούετέ τους, διά νά νθαρρύνωνται μέ τήν πακοήν σας, στε νά κτελον τό ργον ατό μέ χαράν καί χι μέ στεναγμούς. Διότι τό νά στενάζουν ξ ατίας σας ο πνευματικοί προεστοί εναι σύμφορον ες σς, πειδή Θεός θά σς τιμωρήσ δι' ατό» (Π. Τρεμπέλα, πόμνημα ες τάς πιστολάς τς Κ. Διαθήκης, τόμ. Γ', θναι 1956, σελ. 208-209). 

Καί . Χρυσόστομος, ν προκειμέν, ρμηνεύει: «Κακν μν ναρχία πανταχο κα πολλν πόθεσις συμφορν, κα ρχ ταξίας καί συγχύσεως μάλιστα δ ν κκλησί τοσοτον πισφαλεστέρα στίν, σον κα τ τς ρχς μεζον κα ψηλότερον» (μιλία ΛΔ', ΕΠΕ 25, σελ. 370) καί προσθέτει, παντντας στό ελογο ρώτημα γιά παρξη κακο ποιμένος σέ σχέση μέ τήν πακοή: «Πς ον Παλός φησι˙ «πείθεσθε τος γουμένοις μν καί πείκετε»; νωτέρω επών, «ν ναθεωροντες τήν κβασιν τς ναστροφς μιμεσθαι τν πίστιν», τότε επε, «πείθεσθε τος γουμένοις μν κα πείκετε». 

Τί ον, φησίν, ταν πονηρός , κα μ πειθώμεθα; Πονηρός, πς λέγεις; ε μν πίστεως νεκεν, φεγε ατν κα παραίτησαι, μ μόνον ν νθρωπος , λλ κν γγελος ξ' ορανο κατιών˙ ε δ βίου νεκεν, μ περιεργάζου» (π. παρ. σελ. 372).  Καί βέβαια κκλησία θ’ ποφανθε γιά τήν «γρύπνια μή το πνεύματος» το ποιμένος, άν ατός χει γρηγοροσα καί νήφουσα καρδία, ς καί ατή, ς ποιμαίνουσα κκλησία, χει είποτε τήν μπειρία καί γνωρίζει οκοθεν νά πιφέρει τήν διόρθωση, ν χρειαστε

κκλησία δέν σπεύδει. Γνωρίζει νά περιμένει. Θέλει τήν ρίμανση. Τό γεώργιον τς κκλησίας περιμένει ως του φέρει καρπόν. Πίστωση χρόνου χορηγε Θεός, καθ’ τι « χρόνος εναι ατρός» καί «α δεύτεραι πως φροντίδες σοφώτεραι» (Εριπίδης). Πάλιν, . Χρυσόστομος θά γράψει κατ’ ναλογίαν: «Τί ον; φησί˙ πάντας Θεός χειροτονε, κα τος ναξίους; 

Πάντας μν Θεός ο χειροτονε, δι πάντων δ ατς νεργε, ε κα ατο εεν νάξιοι, δι τ σωθναι τν λαόν. Ε γρ δι’ νου κα δι Βαλαάμ, δι μιαρο νθρώπου, το λαο νεκεν λάλησε˙ πολλ μλλον δι το ερέως» (ΕΠΕ, 23, σελ. 422). Γι’ ατό, καταλήγει στήν δια συνάφεια ερός πατήρ, «νάμενε τν κριτήν˙ μ προαρπάσς το Χριστο τν τάξιν˙ κείνου τατά στιν ξετάζειν» (π. παρ.). 

Καί σχύει βέβαια βιβλικός λόγος, ν προκειμέν, γιά τόν κακό ποιμένα οουδήποτε βαθμο, τι θά χει τιμωρία, τοι: «δαρήσεται πολλάς» (Λουκ. ιβ’ 47) σύμφωνα καί μέ τό: «δού, συνετέλεσε Κύριος θυμόν ατο, ξέχεε θυμόν ργς ατο... ξ μαρτιν προφητν, δικιν ερέων, τν κχεόντων αμα δίκαιον» (Θρ. ερεμίου, δ', 11, 13).λλά πάρχει καί να λλο σημεο, τό ποο φείλουμε ν’ ναφέρουμε, καθ’ τι γενν δυσφορία καί δημιουργε νησυχία. 

Πρόκειται γιά τήν μφάνιση ποικίλων ψευδοδιδασκαλιν καί ψευδοπροφητειν, ατόκλητων ρμηνευτν τν θείων Γραφν, κληρικν τε καί λαϊκν, στήν κοινωνία γενικότερα. διος Κύριος μως δωκε τήν συμβουλή: «Προσέχετε δ π τν ψευδοπροφητν, οτινες ρχονται πρς μς ν νδύμασι προβάτων, σωθεν δ εσι λύκοι ρπαγες» (Ματθ. 7, 15) καί «πολλο ψευδοπροφται γερθήσονται κα πλανήσουσι πολλούς» (Ματθ. 24, 11). 

Εδικότερα, τό θέμα ατό εναι πολύ σοβαρό, καθ' τι τό ρθόδοξο χριστιανικό πλήρωμα χει νάγκη προφυλάξεως πό τούς ψευδοδιδασκάλους καί ψευδοπροφτες. Ατό πιτυγχάνεται μέ τήν «διάκριση τν πνευμάτων», ς ναφέρει π. Παλος, τονίζοντας «τ Πνεμα μ σβέννυτε, προφητείας μ ξουθενετε˙ πάντα δέ δοκιμάζετε, τό καλόν κατέχετε˙ πό παντός εδους πονηρο πέχεσθε» (Α' Θεσσ. ε', 19-22). 

κριβς «πειδ δν εναι πν τ ς πνεμα Θεο μφανιζόμενον γνήσιον, πάντα (τά πνεύματα) δοκιμάζετε» (Βλ. Γ. Γαλίτη, ρμηνευτικά σελ. 569). πειτα  καί ερός Εαγγελιστής ωάννης θά γράψει: «γαπητοί, μ παντ πνεύματι πιστεύετε, λλ δοκιμάζετε τ πνεύματα ε κ το Θεο στίν, τι πολλοί ψευδοπροφται ξεληλύθασιν ες τόν κόσμον» (Α' ω. 4, 1). 

Συνεπς, τυγχάνει ναγκαία «δοκιμή τν πνευμάτων» γιογραφικς καί πατερικς. Τό πόλυτα δέ γγυημένο τς αθεντικς ρθοδόξου χριστιανικς διδασκαλίας δέν εναι πρόχειρη καί μμονη προβολή μις προσωπικς ποψης φλυαρία φενακισμός λόγου διατύπωση γνώμης, κατά τήν παράδοση τν νθρώπων «κατ τ στοιχεα το κόσμου κα ο κατ Χριστόν» (Κολ. β',8), λλ' μεση ξάρτηση πό τόν νόθευτο πλαν λόγο τς κκλησίας. 

δ γκειται κριβς καί υοθέτηση τς γνωστς φράσης «πόμενοι τος γίοις πατράσι». ραιότατα, γ. Γρηγόριος Νύσσης πογραμμίζει: «Κα μοι μηδες ποκρουέτω κα τ παρ' μν δρομολογούμενον δι κατασκευς κυρωθναι, ρκε γάρ ες πόδειξιν το μετέρου λόγου τ πατρόθεν κειν πρς μς τν παράδοσιν, οόν τινα κλρον δι' κολουθίας κ τν ποστόλων διά τν φεξς γίων παραπεμφθέντα» (Κατά Ενομίου, 3,2, κδ. Jaeger, σελ. 84). 

νωτέρω σπουδαία πατερική φράση «τό πατρόθεν κειν πρός μς τήν παράδοσιν» στοιχε πακριβς μ' σα διατυπώνονται στήν δ' συνεδρία τς Ζ' Οκουμενικς Συνόδου, τοι: 

«μες δέ κατά πάντα τν ατν θεοφόρων Πατέρων μν τά δόγματα καί πράγματα κρατοντες, κηρύσσομεν ν νί στόματι καί μι καρδί, μηδέν προστιθέντες, μηδέν φαιροντες τν ξ ατν παραδοθέντων μών λλά τούτοις βεβαιούμεθα, τούτοις στηριζόμεθα˙ οτως μολογομεν, οτως διδάσκομεν καθώς α γιαι καί οκουμενικαί ξ Σύνοδοι ρισαν καί βεβαίωσαν» (ω. Καρμίρη, π. παρ. 242).

στόσο, . Σύνοδος τς κκλησίας φείλει νά πομονώσει ατούς τούς μή ρθς χοντας περί τήν ρθόδοξη διδασκαλία καί «ναυαγήσαντας περί τήν πίστιν» καί νά διαφωτίσει σχετικά τό χριστεπώνυμο πλήρωμα καί νά τό πομακρύνει, σο γίνεται μακρύτερα πό τό πάθος τς γύμναστης κος, γιά νά μή πιβαρύνεται μετά τν ψυχωλέθρων πλανν, λλά, ν προκειμέν, γνοια μιμάθεια ο πολυειδες καί πολυποίκιλες κενοφωνίες νά ξαλείφονται. 

λλωστε κατά τήν παύλειο προτροπή: «Πάντα εσχημόνως καί κατά τάξιν γινέσθω» (Α' Κορ. ιδ', 40). Καί . Χρυσόστομος θά προτρέψει: «Φυλάττετε τήν κκλησιαστικήν εταξίαν»ς τό Πν μάρτημα, P.G. 64, 472).  γρυπνος φύλακας τν θείων δογμάτων τς μωμήτου πίστεως καί τν ερν παραδόσεων τυγχάνει . Σύνοδος. 

Καί χει ερό χρέος νά μή δέχεται τήν παραμικρή προσβολή καί βλάβη ποθενδήποτε γενομένη, στε νά διατηρονται τά δομικά στοιχεα, κκλησιαστική πειθαρχία καί νότητά της.Πρέπει νά πικρατε στήν κκλησία τό ετακτο, τό εκοσμο καί τό ναρμόνιο. ς λέγει . Χρυσόστομος: «Οδείς τφος ν τ κκλησί, λλά πολλή εταξία»ς τάς Πράξεις, μιλία ΛΓ', ΕΠΕ 16Α, σελ. 274). Ποιμένες καί ποιμαινόμενοι, τό ατό φρόνημα πρέπει νά χουμε. 

Ατό τό «μόν» πρέπει νά ντικατασταθε μέ τό «μν», μέ τό «ν Συνόδ». Τελικά τό «πακούειν» στό Συνοδικό Πολίτευμα, τό θεωρομε, «ς παράβατον ρον τς πισκοπικς μας ταυτότητος καί συνειδήσεως, κν πρότερον θελεν ντιλέγειν, κν δικεσθαι». Τότε κριβς, ς γνήσιοι μαθητές ποτελομε «ν λον» συγκεντρούμενον περί τόν Θεάνθρωπον καί Διδάσκαλον καί Σωτρα Κύριον μν ησον Χριστόν. 

μέριμνα πρός τήρησιν το νοθεύτου τς θείας το Κυρίου διδασκαλίας λλά καί τς ψίστης ποιμαντικς ποστολς μας εναι μπεπιστευμένη στήν πισκοπική μας διακονία καί στήν «προϊσταμένη μας ρχή», τήν . Σύνοδο. Τό κάλλιστον τοτο Πολίτευμα τό μπιστευόμεθα, καί ατό ν γί Πνεύματι τό πιστεύουμε, τι φωτίζει «τούς συντελοντας ες γαθόν», καθ’ τι: «άν τε ον ζμεν, άν τε ποθνήσκωμεν το Κυρίου σμέν» (Ρωμ. 14,8). 

Καί τοτο εναι τό μέγιστο γαθό, τό ποο μόνο στή Μία, γία, Καθολική καί ποστολική κκλησία χουμε τήν δυναμική ς καρποφορία νά κατέχουμε.Εναι φυσικό βέβαια νά πάρχουν τραύματα, πληγές καί αμορραγίες ντός τς κκλησίας. 

χει προσφυς λεχθε τι πίγειος κκλησία εναι «αμόφυρτος». Σ' ατό τό γεγονός ερίσκεται γενεσιουργός ατία τν πολωτικν καί διαλεκτικν ντιθέσεων. στόσο, κκλησία γνωρίζει νά πιχέει «λαιον καί ονον» καί νά πουλώνει πληγές. Γνωρίζει τί πρέπει καί πς πρέπει νά διορθώσει «να μ τ χωλν κτραπ, αθ δ μλλον» (βρ. 12,13). 

νεργε σοφά καί κατορθώνει νά πραγματοποιε ναρμόνιση τν ντιθέτων, νά φέρει συνδυασμό τς τομικότητας καί τς κοινωνικότητας, το φυσικο καί το περφυσικο, τς ζως τς γκοσμίου καί τς ζως τς πουρανίου, το τύπου καί τς οσίας, τς διδασκαλίας καί το βιώματος. 

Γνωρίζουμε λλωστε τι: «Τος πσι χρόνος κα καιρς τ παντ πράγματι π τν ορανόν... Καιρός το σιγν κα καιρς το λαλεν» (κκλησιαστής 3.1, 7). βασιλική δός τς μεγάλης ρετς τς διακρίσεως ερίσκεται, ν προκειμέν, νώπιόν μας. ναλόγως τν νθρώπων, τν καταστάσεων, τν περιπτώσεων, τν περιστάσεων θά ποφανθομε καί θά πράξουμε. 

Στήν κκλησία πάρχει μία εραρχική τάξη στήν κορυφή τς ποίας βρίσκεται ς Κεφαλή, Χριστός καί καθένας εναι στή θέση του, στήν διακονία καί ποστολή του καί πιπλέον σύμπασα εραρχία καί καστος ξ' μν γνωρίζει πισταμένως τήν ερή ψηλή καί εθυνοφόρο ποιμαντορία, τήν ποία διος Κύριος, ρχιποίμην τς κκλησίας, νέθεσε. Γράφει ν προκειμέν λόγιος καί κανονολόγος είμνηστος ρχιμανδρίτης πιφάνιος Θεοδωρόπουλος (†1989): 

«ς επειθές τέκνον τς ρθοδόξου κκλησίας φείλω νά πωμαι τ διδασκαλί ατς καί νά μή μφισβητ πολλ μλλον, νά πικρίνω ,τι: κείνη «πό Πνεύματος γίου φερομένη, πεκρότησε καί νηγκαλίσθη... (καθ' τι) δέν εμεθα μες θεολογικώτατοι καί σοφώτεροι τς κκλησίας» (ρθρο στή Κεντρική στοσελίδα τς Συνοδικς πιτροπς πί το Μοναχικο βίου). 

Τό πηδάλιον τς «νοητς νηός» τς κκλησίας, τό κρατ ερά Σύνοδος. Καρπός δέ τς θεαρέστου πακος στό Συνοδικό Πολίτευμα δέν εναι μόνον διασφάλιση τς νότητος τς κκλησίας λλά καί ερήνη.  δέ π. Παλος θά τονίσει τι: «Τ τς ερήνης διώκομεν κα τ τς οκοδομς τς ες λλήλους» (Ρωμ. 14,19). 

λλωστε κεφάλαιο τν «ε φρονούντων ερήνη στί». δέ . Χρυσόστομος θά πογραμμίσει τι: «Οδέν γάρ οτως σθένειαν ργάζεσθαι πέφυκεν, ς φιλονεικία καί ρις˙ σπερ οδν οτως σχν κα δύναμιν, ς γάπη καί μόνοια»ς τό Κατά ουδαίων, Λόγος Γ', π. παρ. σελ. 162).

νότητα, ερήνη καί μόνοια στήν πίστη, στό θος, στό βίο μας πρέπει νά εναι βάση τς δόξας τς κκλησίας. Καί ατό λοι θέλουμε. Κατ' ναλογίαν, βιβλικός λόγος: «Λάλει (Κύριε) τι κούει δολος σου» (Α’ Βασιλ. γ’,10) φορ ποιμαινόμενους καί ποιμένες. Δέν εναι μόνον γιά τό «παιδάριον» Σαμουήλ, λλά γιά λους, καθ' τι πέραν το «παιδαρίου», «δολοι χρεοί σμεν» (Λουκ. ιζ’ 10) Κυρίου καί Θεο μν.

 Μακαριώτατε καί

 Σεβαστοί μου

 Πατέρες καί δελφοί,

ς εναι γνωστόν, ζομε σέ μία ποχή πνευματικς παρακμς. Εμεθα μάρτυρες, μις ποχς σύγχυσης καί σύνετης δολεσχίας, παραβατικν συμπεριφορν νομίας, τς θύραθεν καί τς χριστιανικς, μις πράγματι ποχς σχυρν μφισβητήσεων καί ραγδαίων λλαγν σέ λους τούς τομες. Δέν προλαβαίνουμε τά γεγονότα σέ παγκόσμιο λλά καί θνικό πίπεδο καί ταν τά πληροφορούμεθα μένουμε νεοί. 

Καί κριβς, διαπιστώνουμε μία προσπάθεια νά πικρατήσει παγκοσμιοποίηση, ξορθολογισμός καί μετανεωτερικότητα. Νέες νοοτροπίες καί θη, νέα ρχέτυπα, νέο λεξιλόγιο. κοινωνία μας πλέον συνεχς δηλητηριάζεται πό μηδενιστικές ντιλήψεις, πό ντιεκκλησιαστικό πνεμα καί προχωρε ρήμην το Θεο σέ μία ντελς κοσμική νθρωπολογία σέ μία τελικά πανθρωπία. 

Καί εδικότερα, ατή κατάσταση συνιστ μία πρόκληση, να ξαναγκασμό τν χριστιανν νά παύσουν νά είναι χριστιανοί νά γίνουν πραγματικά χριστιανοί.  Κατά συνέπειαν, ναυαγομε σέ μία θάλασσα σέβειας καί ζομε σ' να παράκλητο κόσμο. 

Καί τοτο, διότι πουσιάζει Παράκλητος. πουσιάζει τό Πνεμα τό γιον πό τήν ζωή το συγχρόνου νθρώπου καί στήν ψυχή του, τελικς, κυριαρχε πνευματική κρίση. Καθίστανται κατ’ ατόν τόν τρόπο ο σύγχρονοι νθρωποι «υοί πωλείας» μέ ντονη τήν ψυχική ρήμωση καί τό σωτερικό κενό, μέ θέμιτους συμβιβασμούς καί μέ δουλικά καί ψυχολογικά συμπλέγματα.

στόσο, σ’ ατήν κριβς τήν ποχή, εμεθα «κεκλημένοι» νά φανερώσουμε τήν λήθεια το Χριστο. Νά θέσουμε τό «φς πί τήν λυχνίαν». Νά γίνουμε μάρτυρες τς ρθς πίστεως σέ μία ερύτερη μετα-χριστιανική κοινωνία στό καθόλου ερωπαϊκό καί παγκόσμιο γίγνεσθαι. 

Γι’ ατό καί φείλουμε, ς Σύνοδος, νά εμεθα συγκυρηναοι, συναντιλήπτορες καί φιλάδελφοι, νωμένοι «συναγωνισταί ργ τε καί λόγ». Καί βεβαίως, χουμε ερότατο χρέος ν' ποφεύγουμε κάθε τι, τό ποο μπορε νά βλάψει τήν κκλησία καί νά φέρει τό σκάνδαλο γιά τό ποο μίλησε Αώνιος Διδάσκαλος καί τό διατύπωσε: 

«Οα τ νθρώπ κείν δι’ ο τ σκάνδαλον ρχεται» (Ματθ. 18,7). Καί ταν Κύριος πευθύνει ατό τό «οαί» εναι φοβερό, γιατί «φοβερν τ μπεσεν ες χερας Θεο ζντος» (βρ. 10,31).  πειτα, ο λόγοι το χρυσορρήμονος ωάννου, το σοφο τούτου καί θεοφόρου πατρός τς κκλησίας, στήν περίφημη μιλία του «τε τς κκλησίας ξω ερεθείς Ετρόπιος πεσπάσθη...» κατ' ναλογίαν, χον μ' πόλυτη προτεραιότητα καί στούς καιρούς μας. 

Ο χρυσοστομικοί λόγοι: «Μένε ες κκλησίαν καί ο προδίδοσαι πό τς κκλησίας» καί «Μή πέχου κκλησίας˙ λπίς σου κκλησία, σωτηρία σου κκλησία, καταφυγή σου κκλησία. Το ορανο ψηλοτέρα στί, τς γς πλατυτέρα στίν» (P.G., 52, στ. 397 π.) εναι διατυπώσεις καί ποδείξεις τς μακραίωνης στορίας καί παράδοσης τς ρθοδόξου κκλησίας, τοι λόγοι καθοριστικοί σωτήριοι.   πί πλέον, διαπιστώνουμε καθημερινά, τι στήν κοινωνία μας, στό δημόσιο βίο, μέγιστον θέμα τυγχάνει τό θεολόγητο τς γνώσεως, τό βασάνιστο τς γνώμης καί τό περβολικό τς πράξεως. 

στόσο, γνωρίζουμε καλς, τι λληνικός λαός, μπορε νίοτε ν' κολουθε κακές συνήθειες, νεκεν τς μή παρκος θρησκευτικς του παιδείας, λλά στό βάθος το εναι του, εναι εγενής, φιλότιμος, εσεβής, πιστός καί γαπ τήν κκλησία καί νδιαφέρεται γι' ατή. 

Ο κατά καιρούς διατυπώσεις σεβν κφράσεων, δικων καί συκοφαντικν νεργειν δέν πηχον τό σύνολον τς λληνικς κοινωνίας, κριβς διότι λαός μας ασθάνεται, τελικά, τήν ρθόδοξη κκλησία, ς πνευματικό καταφύγιο. Τοτο βέβαια πό τήν λλη ψη δέν σημαίνει τι νομία καί μαρτία δέν πεισέρχονται καί σ' ατόν τοτο τόν ερό χρο τς κκλησίας. 

Τά σθενοντα μέλη της, ς καί «τά ζιζάνια νά μέσον το σίτου», σαγήνη μέ τά σαπρά καί ο Γραμματες καί Φαρισαοι, πάντοτε πρχαν καί θά πάρχουν. ν προκειμέν τά λόγια το π. Παύλου εναι πίκαιρα: «Θύρα γρ μοι νέγεν μεγάλη κα νεργής κα ντικείμενοι πολλοί» (Α’ Κορ. 16,9). 

τσι τό μέγα ζήτημα κάθε φορά, τό ποο χρειάζεται τήν δέουσα προσοχή, εναι μή ατονόμηση πό τήν μπελο καί μή πομάκρυνση πό τήν κκλησία, μέ φορμή τήν παρξη τν νθρωπίνων λαθν καί σφαλς καί ο ποιες σφαλμένες νέργειες, πως καταδεικνύεται ν τέλει, δέν εναι καρπός κακς προθέσεως ετελος διοτέλειας. 

Διά τοτο, «νήφωμεν» καί «γρηγορμεν» κατά τήν Γραφήν.  προφητικός λόγος, ν προκειμέν, εναι ξόχως πίκαιρος.πό τό να μέρος, ρχεται ερεμίας καί λέγει: «Ποιμένες πολλο διέφθειραν τν μπελνα μου, μόλυναν τν μερίδα μου, δωκαν τν μερίδα τν πιθυμητν μου ες ρημον βατον...» (ερ. ιβ',10) καί πό τό λλο, μεγαλοφωνότατος προφήτης σαας λέγει: 

«δο Κύριος καταφθείρει τν οκουμένην κα ρημώσει ατν κα νακαλύψει τ πρόσωπον ατς κα διασπερε τος νοικοντας ν ατ... φθορ φθαρήσεται γ... πτωχο σονται ο νοικοντες ν τ γ κα καταλειφθήσονται νθρωποι λίγοι... κα πέπαυται εφροσύνη... καθ' τι γ νόμησε διά τούς κατοικοντας ατν διότι παρήλθοσαν τν νόμον κα λλαξαν τ προστάγματα» (σ. κδ', 1-8). στόσο, καί ο δύο προφτες στανται λπιδοφόροι καί στηρικτικοί πογραμμίζοντας μέ ξαιρετική μφαντικότητα: 

«λπς τ εσεβε... παρακαλετε παρακαλετε τν λαν μου, ερες λαλήσατε ες τν καρδίαν ερουσαλήμ... τοιμάσατε τν δν Κυρίου, εθείας ποιετε τς τρίβους το Θεο μν... π' ρος ψηλν νάβηθι εαγγελιζόμενος Σιών˙ ψωσον ν σχύ τν φωνήν σου εαγγελιζόμενος ερουσαλήμ˙ ψώσατε, μ φοβεσθε...» (σ. κδ', 16 καί μ', 1-9).

Καί τερος μεταδίδει καί σέ μς τήν φωνή πού κούει: «δο δέδωκα τος λόγους μου ες τ στόμα σου˙ δο καθέστηκά σε σήμερον π θνη κα π βασιλείας κριζον κα κατασκάπτειν κα πολύειν κα νοικοδομεν καί καταφυτεύειν» (ερ. α', 9-10).Τά παραπάνω βιβλικά χωρία θέτουν σως σέ κατάσταση προβληματισμο καί τά οκεα.

Εναι προφητικοί λόγοι καί ς κ τούτου χουν τήν ξία τους. Δέν μένει παρά ν' ναθέτουμε καί τά πλέον δυσεπίλυτα προβλήματα στάς πανσθενουργούς χερας το Κυρίου καί Θεο μν, καθ' τι Ατός Οτος, τυγχάνει Κυβερνήτης τς «νοητς νηός» τς κκλησίας.

Συνοψίζοντας, πιστεύουμε, τι τό Συνοδικόν Πολίτευμα εναι οσία καί θεσμός τς κκλησίας ψίστης ξίας, τήν ποία λαμβάνει κ τς παρουσίας,  δράσεως καί καθοδηγήσεως το γίου Πνεύματος, χει δέ ξαιρετική σημασία γιά τήν ποστολή, προαγωγή καί δόξα τς μητρός μν κκλησίας, δέ πακοή σ’ ατό τό Πολίτευμα καθίσταται ναμφισβήτητα ναγκαία, χάριν τς ρραγος νότητος, τς ερήνης καί τς μόνοιας το χριστιανικο ρθοδόξου πληρώματος (Βλ.καί 34ο ποστ. Κανόνα).

Γι’ ατό εχή καί προσευχή πάντοτε παραμένει καί κπέμπεται «ν νί στόματι καί μι καρδί»: «Στερέωσον, Κύριε, τήν κκλησία Σου, ν κτήσω τ Τιμί Σου αματι».Κατόπιν δέ τν νωτέρω, ελαβς θέτω πό τήν κρίσιν τς σεπτς εραρχίας καί έξι προτάσεις μου, τάς κάτωθι:

1ον.Νά συνταχθε καί ποσταλε, που δε, Εδική Συνοδική γκύκλιος τς ΙΣΙ περί τς ξίας, σχύος καί πιστς πακος στίς ποφάσεις τς . Συνόδου τς κκλησίας πό πάντων, κλήρου καί λαο.

2ον.Νά θεωρηθε λξαν τό γερθέν γνωστόν 

ζήτημα τν δύο δελφν εραρχν καί νά τεθε 

στό ρχεον γιά τό μεζον φελος καί συμφέρον 

τς κκλησίας.

3ον.Νά τυγχάνουν τς ρμοδιότητος τς ΙΣΙ

καί χι τς ΔΙΣ καί μέ βάση τήν λη κανονική 

παράδοση τς κκλησίας, μείζονος σημασίας θέματα.

4ον.Νά ξαρθε καί τονισθε δεόντως τό κρος τς Ι.Σ. πρός τήν Πολιτεία καί εδικότερα νά καταστε σαφές τι νέργεια πορρέουσα κ τν κρατικν ργάνων, πού χει σχέση μέ κκλησιαστικά θέματα, δέον πως τυγχάνει προηγουμένως τς γγράφου συνεργασίας μετά τς . Συνόδου, λλως νά θεωρεται κυρος κυρώσιμος στά πλαίσια τν διακριτν ρόλων κκλησίας καί Πολιτείας.

5ον. Γιά τήν θέση, τό λειτούργημα καί τό κρος το ρχιερέως τς κκλησίας δέον πως ποσταλε πηρεσιακό συνοδικό γγραφο πρός τό πουργεο Δικαιοσύνης περί παναφορς τς διατάξης τς διάζουσας δωσιδικίας τν ρχιερέων, ς σχυε βάσει τν ρθρων 111§7 καί 112§2 το Κώδικα Ποινικς Δικονομίας, ναφορικά μέ τήν κδίκαση τν ποινικν ποθέσεων (πλημμελημάτων καί πταισμάτων) ρχιερέων στό ρμόδιο φετεο Πλημμελειοδικεο ντίστοιχα. ς εναι γνωστόν, ς νω διάταξη καταργήθηκε μέ τόν Ν. 4620/2019.  

6ον. Νά τύχουν κωδικοποιήσεως ο ποφάσεις τς ΙΣΙ καί τς ΔΙΣ σχετικς μέ τελετουργικά καί ποιμαντικά θέματα γιά τήν κρίβεια, εταξία καί τό νιαον τς λης κκλησιαστικς διακονίας.

Τατα πάντα, καταθέτω στό Σεπτόν Σμα τς εραρχίας καί παρακαλ ταπεινς καί λως εσεβάστως γιά τά κατ' Ατό ρμοδίως καί ς δε. Θερμς δέ εχαριστ γιά τήν λη πομονή σας, τς κροάσεως τς παρούσης εσηγήσεώς μου._

Τομέας Ενημέρωσης: Voiotosp.blogspot.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: