Την διατήρηση της Ελλάδας στην επενδυτική βαθμίδα BB, με σταθερό το outlook (προοπτικές) επιβεβαίωσε αργά το βράδυ της Παρασκευής o αμερικανικός οίκος αξιολόγησης Fitch, επικαλούμενος από τη μία πλευρά τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών της χώρας, ακόμη και μετά το σοκ της πανδημίας, αλλά και τις αδύναμες -σε μεσοπρόθεσμη βάση- προοπτικές ανάπτυξης της οικονομίας και τον -ακόμη- πολύ υψηλό όγκο των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων (NPLs) των συστημικών τραπεζών.
Παράλληλα, ο οίκος αναθεωρεί επί τα βελτίω την πρόβλεψή του για την ανάπτυξη για το 2021, στο 4,3% από 3% στην προηγούμενη πρόβλεψή της, ενώ αναθεωρεί επί τα χείρω την πρόβλεψη για το έλλειμμα.Όπως επισημαίνει η Fitch, το 2020, το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης διαμορφώθηκε στο 9,7% του ΑΕΠ, μεγαλύτερο από τον μέσο όρο των αξιολογούμενων με "ΒΒ", που κυμαίνεται στο 8%.Για το 2021, ο οίκος εκτιμά
ότι το έλλειμμα θα παραμείνει σε γενικές γραμμές αμετάβλητο στο 9,5%, με
δεδομένη τη μεγαλύτερη του αναμενόμενου στήριξη της οικονομίας λόγω των
επιπτώσεων της πανδημίας και αναθεωρώντας σημαντικά προς τα πάνω την
προηγούμενη πρόβλεψή του (Ιανουάριος 2021) για έλλειμμα 7,2% το τρέχον έτος.
Σύμφωνα με
το Πρόγραμμα Σταθερότητας της ελληνικής κυβέρνησης, τα μέτρα στήριξης που
συνδέονται με την πανδημία θα επιβαρύνουν το έλλειμμα της χώρας κατά 14,3
δισ. ευρώ (8,3% του προβλεπόμενου ΑΕΠ) φέτος.
Ο οίκος
εκτιμά ότι το δημόσιο έλλειμμα θα συρρικνωθεί το 2022 στο 4,8%, καθώς τα μέτρα
στήριξης για την πανδημία θα αποκλιμακωθούν και η οικονομική ανάκαμψη θα
τονώσει τα έσοδα. Σύμφωνα με την Fitch, το έλλειμμα αναμένεται να μειωθεί
περαιτέρω το 2023, στο 2,8%.
Σύμφωνα με
την έκθεση, το δημόσιο χρέος της Ελλάδας ανήλθε στο 205,6% του ΑΕΠ το 2020. Το
ποσοστό χρέους αναμένεται να κορυφωθεί το τρέχον έτος στο 207% του ΑΕΠ (μέση
πρόβλεψη για τους αξιολογούμενους με "ΒΒ" κοντά στο 60%), στα
υψηλότερα επίπεδα μεταξύ των κρατών που αξιολογεί η Fitch. Ο δείκτης χρέους
αναμένεται να μειωθεί τα επόμενα δύο χρόνια, φθάνοντας στο 192,6% το 2023.
Το δημόσιο
χρέος της Ελλάδας έχει αυξηθεί απότομα λόγω της πανδημίας και ο όγκος του
χρέους αυτού θα παραμείνει πολύ μεγάλος για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Ταυτόχρονα, σύμφωνα με τους αναλυτές της Firtch, υφίστανται ελαφρυντικοί
παράγοντες οι οποίοι υποστηρίζουν τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους.
Το απόθεμα
ρευστού ενεργητικού ("μαξιλάρι") της Ελλάδας είναι σημαντικό, περίπου
στο 19% του προβλεπόμενου ΑΕΠ για το 2021, ενώ ο ευνοϊκός χαρακτήρας του προφίλ
της συντριπτικής πλειονότητας του χρέους της υποδηλώνει ότι το κόστος
εξυπηρέτησής του είναι χαμηλό (πρόβλεψη τόκων προς έσοδα φέτος στο 6%, σε
σύγκριση με τη μέση τιμή των οντοτήτων με αξιολόγηση BB στο 9,5%). Επίσης, η
μέση διάρκεια του ελληνικού χρέους είναι μεγάλη (επί του παρόντος περίπου 19
χρόνια για το χρέος της κεντρικής κυβέρνησης, με μέση τιμή για τους BB
τα 6,7 έτη) και ως επί το πλείστον σταθερού επιτοκίου, μειώνοντας τον
κίνδυνο από πιθανές αυξήσεις επιτοκίων διεθνώς.
Επιπλέον,
και το σημαντικότερο, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) έχει συμπεριλάβει
ελληνικά κρατικά ομόλογα στο Πρόγραμμα Αγορών Έκτακτης Ανάγκης λόγω
Πανδημίας (PEPP), σε αντίθεση με τα περισσότερα προηγούμενα σχέδια ποσοτικής
χαλάρωσης που είχε εκπονήσει. Με βάση το μερίδιο κεφαλαίου της Ελλάδας στην
ΕΚΤ, αυτό θα επέτρεπε την αγορά έως και 37 δισεκατομμυρίων ευρώ (περίπου 22%
του ΑΕΠ) σε ομόλογα του ελληνικού δημοσίου στη δευτερογενή αγορά από το
Ευρωσύστημα, τονίζει η Fitch.
Μέχρι τα
τέλη Μαΐου, το Ευρωσύστημα είχε αγοράσει 25,7 δισεκατομμύρια ευρώ σε ομόλογα
ελληνικού δημοσίου. Αυτό παρέχει μια σημαντική πρόσθετη πηγή ευελιξίας
χρηματοδότησης και συμβάλλει στη διατήρηση σε διαχειρίσιμα επίπεδα του
κόστους εξυπηρέτησης του ελληνικού χρέους. Τους τελευταίους έξι μήνες, η Ελλάδα
έχει βγει τέσσερις φορές στις αγορές με χρήση μακροπρόθεσμων ομολόγων, με
χαμηλά επιτόκια (0,9% στο 10ετές ομόλογο τον Ιούνιο).
Η ελληνική
οικονομία έχει αποδώσει καλύτερα από ό,τι περίμενε η Fitch τους τελευταίους έξι
μήνες, παρά την επανεισαγωγή σοβαρών περιορισμών στην ατομική και
επιχειρηματική δραστηριότητα το φθινόπωρο του 2020 και τον Μάρτιο του 2021 λόγω
των νέων κυμάτων κρουσμάτων κορονοϊού. Η οικονομία συρρικνώθηκε κατά 8,2%
το 2020, σε σύγκριση με την εκτίμησή του οίκου για συρρίκνωση 10,2%, προτού
επεκταθεί κατά 2,5% σε τριμηνιαία βάση το 1ο τρίμηνο του 2021.
Οι
βραχυπρόθεσμοι δείκτες δείχνουν έντονη οικονομική δραστηριότητα το 2ο τρίμηνο
του 2021. Ο αμερικανικός οίκος προχωρεί στην υπόθεση ότι τα κονδύλια από το
Ταμείο Ανάκαμψης της ΕΕ (NGEU) τα οποία διατίθενται στην Ελλάδα ως
επιχορηγήσεις θα αρχίσουν να χρησιμοποιούνται φέτος, ενισχύοντας περαιτέρω τις
προοπτικές ανάπτυξης.
Η Fitch
έχει αναθεωρήσει για το 2021 την πρόβλεψή της για την αύξηση του
πραγματικού ΑΕΠ φέτος σε 4,3% από 3%, με βάση τα δείγματα του 1ου τριμήνου του
2021 και μια λιγότερο αρνητική "μεταφερόμενη επίδραση" από το 2020. Ο
οίκος αναμένει ότι η οικονομία θα ανακάμψει περαιτέρω το 2022 και θα
επεκταθεί κατά 5,3%, με την χρήση των κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης να
"ανεβάζει ταχύτητα" και να ενισχύει την αύξηση των πραγματικών
δαπανών κατά τη διάρκεια ολόκληρου του έτους.
Η πρόβλεψη
αύξησης του ΑΕΠ του 2022 είναι μια σημαντική αναθεώρηση προς τα κάτω από την
προηγούμενη έκθεση της Fitch, λόγω μιας ομαλότερης προβλεπόμενης πορείας για τη
χρήση κεφαλαίων του Ταμείου και της πιθανολογούμενης χαμηλότερης
"μεταφερόμενης επίδρασης" από το 2021. Για το 2023 ο οίκος
αναμένει αύξηση του ΑΕΠ κατά περίπου 3,5%.
Η Fitch
επισημαίνει ότι κύριος βραχυπρόθεσμος κίνδυνος για τις προβλέψεις της είναι η
νέα αύξηση των κρουμάτων κορονοϊού να οδηγήσει την Ελλάδα στη
λήψη νέων περιοριστικών μέτρων, εξέλιξη η οποία θα αποθαρρύνει ξένους
τουρίστες να ταξιδέψουν στη χώρα κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Ένας επιπλέον
κίνδυνος είναι ο αντίκτυπος της πανδημίας στην αγορά εργασίας μόλις ανακληθούν
τα μέτρα στήριξης, αφού, όπως τονίζεται στην έκθεσή της, ένα διαρθρωτικά
υψηλότερο ποσοστό ανεργίας θα μπορούσε να επηρεάσει την αναπτυξιακή δυναμική
της οικονομίας.
Ένα στοιχείο που μπορεί να οδηγήσει σε αναθεώρηση επί τα βελτίω των προβλέψεων της Fitch είναι ότι σε αυτές μέχρι στιγμής δεν περιλαμβάνεται ο αντίκτυπος των δανείων από το Ταμείο Ανάκαμψης. Η συνιστώσα δανείων του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της ελληνικής κυβέρνησης έχει ανώτατο όριο τα 12,7 δισ. ευρώ (περίπου 7% του ΑΕΠ του 2019).
Ο οίκος τονίζει ότι θα συμπεριλάβει στις εκτιμήσεις του τον αντικτυπο αυτών των δανείων, όταν θα έχει στη διάθεσή του περισσότερες πληροφορίες για τα σχετικά έργα και τη χρηματοδότησή τους.Όπως αναφέρεται στην έκθεση, η απότομη συρρίκνωση των εισπράξεων από υπηρεσίες που σχετίζονται με τον τουρισμό οδήγησε σε σημαντική διεύρυνση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών το 2020 σε 6,7% του ΑΕΠ από 1,5% το 2019 (μέσος όρος των αξιολογούμενων με "ΒΒ": έλλειμμα 1,9%).
Ο οίκος αναμένει ήπια μείωση του ελλείμματος του
ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών κατά τα επόμενα τρία χρόνια, στο 5,7% φέτος και
στο 4,3% έως το 2023. Το καθαρό εξωτερικό χρέος αυξήθηκε απότομα το 2020, στο
169,1% του ΑΕΠ (μέση τιμή χωρών σε "ΒΒ": 18,4%).
Η Fitch
σημειώνει ότι οι κίνδυνοι οι οποίοι απορρέουν από το υψηλό εξωτερικό χρέος
της Ελλάδας μετριάζονται από το μεγάλο μερίδιο υποχρεώσεων σε ευρώ προς τους
επίσημους πιστωτές και το αρκετά χαμηλό επίπεδο ευαλωτότητας στο εξωτερικό
κλίμα των αγορών.
Ο
τραπεζικός τομέας παραμένει στοιχείο αδυναμίας για το πιστωτικό προφίλ της
Ελλάδας, ωστόσο έχει επιτύχει βελτιώσεις στους δείκτες ποιότητας των
περιουσιακών του στοιχείων. Ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs)
μειώθηκε στο 30,1% από 40,6% κατά τη διάρκεια του 2020, λόγω συναλλαγών
τιτλοποίησης και παρέμεινε σε γενικές γραμμές αμετάβλητος το 1ο τρίμηνο του
2021. Η πρόοδος στα σχέδια απομείωσης κινδύνου από τις συστημικά σημαντικές
ελληνικές τράπεζες επέφερε αναβαθμίσεις αξιολόγησης, με αποτέλεσμα τη βελτίωση
του δείκτη τραπεζικού συστήματος από πλευράς Fitch σε "B" από
"CCC".
Περαιτέρω μειώσεις στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια θα υποστηριχθούν από την πρόσφατη επέκταση του Σχεδίου "Ηρακλής" της ελληνικής κυβέρνησης για περαιτέρω 18 μήνες, έως τον Οκτώβριο του 2022, με ανώτατο όριο εγγυήσεων τα 24 δισ. ευρώ (περίπου 14% του ΑΕΠ). Μολονότι o οίκος αναμένει εισροή νέων NPLs, κυρίως από ανοίγματα που μέχρι σήμερα έχουν επωφεληθεί από τα μέτρα αναστολής, η Fitch εξακολουθεί να αναμένει σημαντική μείωση του δείκτη NPL για φέτος.Παράγοντες που συνολικά ή κατά μόνας θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε πιστοληπτική αναβάθμιση
-Δημόσια οικονομικά: Μεγαλύτερη εμπιστοσύνη
μέσω μιας επιστροφής του λόγου δημοσίου χρέος/ΑΕΠ σε σταθερή πτωτική πορεία
μετά το σοκ της Covid-19, για παράδειγμα με όχημα τη δημοσιονομική εξυγίανση,
τη βελτίωση του ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ και το σταθερό κόστους δανεισμού.
-Διαρθρωτικά χαρακτηριστικά: Συνεχής
πρόοδος στη βελτίωση της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων των συστημικά
σημαντικών τραπεζών, σε συνέχεια της επιτυχούς ολοκλήρωσης εκ μέρους
τους των συναλλαγών τιτλοποίησης, η οποία θα οδηγούσε σε βελτιωμένη
παροχή πιστώσεων στον ιδιωτικό τομέα.
-Μακροοικονομικά: Βελτίωση της μεσοπρόθεσμης αναπτυξιακής δυναμικής και των οικονομικών επιδόσεων μετά το σοκ της Covid-19, ιδίως εάν υποστηρίζεται από την εφαρμογή του Σχεδίου Ανάκαμψης της ΕΕ και άλλων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.Αντίθετα, κύριοι παράγοντες οι οποίοι θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε υποβάθμιση της αξιολόγησης είναι:
-Δημόσια οικονομικά: Αποτυχία μείωσης του
λόγου δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ βραχυπρόθεσμα, για παράδειγμα λόγω πιο έντονης
και παρατεταμένης περιόδου δημοσιονομικής χαλάρωσης και οικονομικής
συρρίκνωσης.
-Διαρθρωτικά χαρακτηριστικά: Αρνητικές
εξελίξεις στον τραπεζικό τομέα οι οποίες να αυξάνουν τους κινδύνους για τα
δημόσια οικονομικά και την πραγματική οικονομία, μέσω της εδραίωσης ενδεχόμενων
υποχρεώσεων στον ισολογισμό του κράτους ή/και της αδυναμίας χορήγησης νέων
δανείων για τη στήριξη της οικονομικής ανάπτυξης.
-Μακροοικονομικά: Ενδείξεις μακροπρόθεσμων αρνητικών επιδράσεων του σοκ από την πανδημία στην ελληνική οικονομία και τη δυνητική μεσοπρόθεσμη ανάπτυξή της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου