.jpg)
Ο Άγιος Χαράλαμπος ο Ιερομάρτυς και θαυματουργός, γεννήθηκε στην Μαγνησία το 90 μ.Χ. περίπου και μαρτύρησε στα χρόνια των μεγάλων διωγμών της Χριστιανοσύνης. Η Μαγνησία αυτή κατά πάσαν πιθανότητα ήτανε στη Θεσσαλία. Τα ερείπιά της σώζονται ακόμη κοντά στο χωριό που λέγεται «Μηλιές».
Είχε το ευτύχημα να
γεννηθή από γονείς ευσεβείς χριστιανούς που κρατούσανε την πίστι τους στο
Χριστό με κίνδυνο της ζωής τους στους δύσκολους, αλλά ηρωικούς εκείνους χρόνους
των διωγμών. Στην Μαγνησία έζησε όλη του την ζωή ο Άγιος Χαράλαμπος. Εκεί
σαν νέος, ήτανε φωτεινό παράδειγμα συνετής ζωής. Αργότερα η πίστις
του στο Χριστό έγινε πιο φλογερή και η επιθυμία του να βοηθήση τους Χριστιανούς
και τους ειδωλολάτρες, να σωθούνε, πιο μεγάλη.
Δεν μπορούσε να
ησυχάση, όταν σκεπτότανε, ότι υπάρχουν άνθρωποι μακρυά από το Χριστό, που δεν
ξέρουν ποιος είναι ο προορισμός τους και γιατί ζουν εδώ στη γη. Είναι
κρίμα, έλεγε, είναι τρομερό, είναι αδιανόητο να ζούνε οι άνθρωποι στην πλάνη
της ειδωλολατρείας και να πάνε κατόπιν στην Κόλασι.
Αφιερώθηκε, λοιπόν,
εις την υπηρεσία του Χριστού. Έγινε ιερέας το 130 μ.Χ. Από
την θέσι του τώρα αυτή, από το θείο αυτό αξίωμα της Ιερωσύνης, ανέλαβε τον
μεγάλον αγώνα, αφ’ ενός ν’ ανοίξη τα μάτια του κόσμου και να δουν τον κίνδυνον
από την ειδωλολατρικήν πλάνην και αφ’ ετέρου ν’ αγιάζη με τα μυστήρια τους
πιστούς και να τους οδηγή στην τελειότητα.
Μπροστά σε
Χριστιανούς και ειδωλολάτρες, άρχισε τα φλογερά χριστιανικά κηρύγματά του.
Καίτοι σ’ όλη του τη μακρά ζωή έζησε 113 χρόνια έγιναν πολλοί διωγμοί των
Χριστιανών και αυτός ποθούσε το μαρτύριο, και δεν ελάμβανε κανένα μέτρο, εν
τούτοις επέζησε, διότι ο Θεός τον εφύλαττε γι’ αργότερα. Εμαρτύρησε το 202 μ.Χ.
Γαλήνιος μπροστά στον
οργισμένο άρχοντα.
Τότε αυτοκράτορας στη
Ρώμη ήτανε ένας ασεβής και χριστιανομάχος, ο Σεβήρος (193-211 μ.Χ.). Ο
αυτοκράτορας αυτός και τα γράμματα αγαπούσε και τις τέχνες υποστήριζε και
λαμπρές υπηρεσίες στη νομοθεσία προσέφερε. Μένει όμως εις αίσχος και
εντροπήν του το ότι, όχι μόνο τον Χριστιανισμό δεν μπόρεσε να εννοήση, αλλά και
τους Χριστιανούς σκληρά τους κατεδίωξε. Είχε κηρύξει φοβερό διωγμό εναντίον των
Χριστιανών.
Σε όλες τις μεγάλες
πόλεις είχε διορίσει ηγεμόνες ειδωλολάτρες και είχε δώσει αυστηρές
διαταγές. Όποιος ήτανε Χριστιανός, όποιος καταφρονούσε τα είδωλα, όποιος
δεν ακολουθούσε τις διαταγές του, τον περίμεναν σκληρά βασανιστήρια και φρικτός
θάνατος. Ηγεμόνας στην περιοχή εκείνη της Μαγνησίας, που ζούσε ο Άγιος
Χαράλαμπος, ήτανε τότε ένας κακόψυχος και θηριόψυχος, Λουκιανός
ονομαζόμενος.
Αυτός σκόρπιζε γύρω
του την απειλή και την φοβέρα. Μόλις μάθαινε, ότι σε κάποια πόλι ή επαρχία
υπήρχαν Χριστιανοί και ότι καταφρονούσαν τα είδωλα, έτρεχε εκεί μανιασμένος.
Μάζευε τους Χριστιανούς και τους φυλάκιζε. Έπειτα άρχιζαν τα
βασανιστήρια. Πλημμύριζαν με το αγνό τους αίμα οι πλατείες, οι χώροι
συγκεντρώσεων, τα στάδια και οι δρόμοι. Όταν έμαθε ο ηγεμόνας Λουκιανός
την χριστιανική δραστηριότητα του Ιερέως Χαραλάμπους, ωργίσθηκε πολύ.
Έξαλλος από το κακό
του, έστειλε στρατιώτες στην Μαγνησία να τον συλλάβουν και να τον φέρουνε
μπροστά του. Πράγματι οι απεσταλμένοι του Λουκιανού φέρανε σιδηροδέσμιο τον
γέροντα κληρικό μπροστά στον ηγεμόνα. Ήτανε τότε υπέργηρος. Εκατόν δέκα
τριών (113) ετών. Ο ηγεμόνας τον κοίταξε με βλοσυρό και άγριο βλέμμα, και
τον ρώτησε απειλητικά:
-Γιατί,
Γέροντα, καταφρονείς και παραβαίνεις τις
βασιλικές διαταγές;
Και γιατί μιλάς εναντίον των θεών μας;
-Εγώ, του
απήντησε ο Άγιος, υπακούω και υποτάσσομαι στον Βασιλέα των Ουρανών, τον Χριστόν
μου. Γονατίζω ευλαβικά στα δικά Του προστάγματα, γιατί ξέρω πως είναι ποτισμένα
με δικαιοσύνη, με αγάπη και σωτηρία της ψυχής.
Ο δικός σας βασιλεύς
διατάζει παράλογα πράγματα. Σας προστάζει να προσκυνάτε Θεούς αναίσθητους,
νεκρά στοιχεία, είδωλα άψυχα. Σας νεκρώνει την ζωή και σας σκοτώνει την ψυχή. Ο
ιδικός μου Βασιλεύς, ο Χριστός, μας οδηγεί στην λύτρωσι, στην αιωνία
ζωή. Όποιος ζητήση με θερμή προσευχή και πίστι την δύναμίν Του, γίνεται
και αυτός ισχυρός. Με την δύναμί Του γίνεται δυνατός. Με την δύναμί Του,
εξαφανίζονται οι αρρώστειες και συντρίβονται οι δαίμονες...
-Φθάνει,
Γέροντα... αρκετά! Δεν έχω όρεξι ν’ ακούω τις ανοησίες σου. Το κήρυγμά σου,
κράτησέ το για άλλους. Εγώ ένα έχω να σου πω. Κι’ αυτό είναι το συμφέρον
σου. Προσκύνα τα είδωλα, γιατί έτσι μονάχα
θα μπορέσης να γλυτώσης τα βασανιστήρια, που σε περιμένουν... Τ’ ακούς,
ξεροκέφαλε; Ο Άγιος χαμογέλασε και του είπε:
-Κακώς
νόμισες, ότι έναν ιερέα του Χριστού θα τον
τρομάξουνε οι
φοβέρες για βάσανα και θάνατο.
Εγώ έπρεπε να
είχα κοιμηθή προ πολλού. Και εάν
με θανατώσης,
θα μου δώσης εκείνο, που περιμένω.
Άλλωστε ημείς οι
Χριστιανοί τα βάσανα και το θάνατο δεν τα αποφεύγομε, αλλά τα θέλουμε και τα
ποθούμε. Γιατί ημείς είμεθα εξοικειωμένοι με τους αγώνες και τους πολέμους
και όπως οι γενναίοι στρατιώτες, δεν επιθυμούμε τον ήσυχο θάνατο της κλίνης,
αλλά τον δοξασμένο της μάχης.
-Είσαι
γέροντας και λυπούμαι τα γεράματά σου,
να σε βάλω σε
βασανιστήρια, είπε ο Λουκιανός.
-Ας είμαι
γέροντας. Μη με λυπάσαι καθόλου. Αλλά να μάθης, ότι στους ιδικούς μας
αγώνας το παν είναι η ψυχή. Αυτή δεν γηράσκει με την ηλικία.
Αμφιβάλλεις, Έπαρχε, γι’ αυτό; Δοκίμασε. Και θα δης, ότι οι δήμιοί σου θα
κουρασθούνε και ο ιερεύς Χαράλαμπος, με την χάριν του Χριστού, δεν θα τους πη
να τον λυπηθούνε.
Άλλωστε, χωρίς
στερήσεις, χωρίς υπομονή και χωρίς βάσανα, πως θα κερδίσουμε την Βασιλεία των
Ουρανών; Αυτά, άρχοντά μου, τα βάσανα, μας
ανοίγουν τις πόρτες της αιωνίου ευτυχίας. Υπάρχει καλλίτερο από τα βάσανα; Αυτά
μας φέρνουνε κοντά στον Χριστό μας. Γιατί, λοιπόν, να τ’ αποφεύγουμε; Έπειτα
όλα αυτά περνούν τόσο γρήγορα!
Τον
γδέρνουν!
Έπειτα από την
σταθερή αυτή απάντησι το συμβούλιο των αρχόντων τα έχασε. Του φέρανε όμως
μπροστά του όλα τα σύνεργα των βασανιστηρίων, για να τον φοβίσουν και για να
τον κλονίσουν. Του τα δείξανε ένα προς ένα. Του είπανε, πώς
σχίζονται με αυτά οι σάρκες, πώς τσακίζονται τα κόκκαλα και πώς βγαίνουν τα
νύχια. Ο Άγιος τα κοίταζε με αδιαφορία και απάθεια.
-Ξεροκέφαλε,
του λέγει ο Έπαρχος, μη σκέφτεσαι καθόλου.
Θυσίασε στους
μεγάλους θεούς μας. Το καταλαβαίνεις;
-Αυτό, τους
αποκρίθηκε, δεν θα γίνη ποτέ. Δεν είμαι ανόητος να ζητώ την καταστροφή μου. Δεν
πουλάω την ψυχή μου στον Σατανά. Μια ζωή ολόκληρη προσφέρω θυσία στο Χριστό και
τώρα να την προσφέρω στο Σατανά; Θεός φυλάξοι!
Από τα λόγια του αυτά
οι άρχοντες των ειδωλολατρών αγριέψανε και γίνανε θηρία. Οργή και μίσος
απάνθρωπον και κακία απερίγραπτος φούντωσε στις καρδιές τους.Διέταξαν αμέσως να
γδάρουν τον υπέργηρον Ιερέα του Υψίστου ζωντανόν! Δεν λυπηθήκανε οι αλητήριοι
τα βαθειά γηράματά του. Δεν σεβαστήκανε τα 113 του χρόνια!
Τον γύμνωσαν αμέσως,
του πετάξανε καταγής την ιερή στολή του και αρχίσανε το απάνθρωπο γδάρσιμο.
Αρχίσανε από την κεφαλήν και κόβανε και χωρίζανε το δέρμα από τις
σάρκες. Ο πόνος ήτανε φοβερός, τρομερός, αβάστακτος. Ο Άγιος όμως σφίγγει
τα δόντια του. Κρατάει γερά. Προσεύχεται και λέγει:
-Θεέ μου, Σε
ευχαριστώ, διότι μου έκανες την μεγάλην τιμήν και μου έδωσες την περιπόθητη
ευκαιρία να καταταγώ μεταξύ των Μαρτύρων. Θεέ μου βοήθησέ με. Δος μου υπομονή
να μείνω πιστός. Σας ευχαριστώ και σας, παιδιά μου, που μου βασανίζετε το
σώμα.
Μ’ αυτό, που κάνετε,
μου χαρίζετε την ευτυχία της ψυχής και την ατελείωτη χαρά της Βασιλείας του
Θεού. Ενώ όμως έλεγε αυτά ο Άγιος, όλοι όσοι τον βλέπανε (οι στρατιώτες,
οι δούλοι, οι βασανισταί και οι άρχοντες), μένανε με το στόμα ανοιχτό.
Δεν μπορούσανε να
καταλάβουνε ποιο ήτανε εκείνο που μέσα σ’ αυτόν τον μεγάλο πόνο, έδιδε στον
Μάρτυρα τόση δύναμι και τόση ευτυχία. Δύο μάλιστα δήμιοι, που τον γδέρνανε, ο
Πορφύριος και ο Βάπτος, όταν είδανε την υπομονήν του Μάρτυρος, για να κερδίση
την Βασιλεία του Θεού, πιστέψανε. Πετάξανε τα μαχαίρια και φωνάξανε:
-Είμαστε και
ημείς Χριστιανοί! Φιλούσανε έπειτα τον Άγιο και του ζητούσανε να τους
συγχωρέση. Ο Έπαρχος τότε διέταξε και τους απεκεφάλισαν. Με χαρά το
δέχτηκαν. Τότε και τρεις γυναίκες είπανε δυνατά:
-Και εμείς
πιστεύουμε στο Χριστό !
Χαρούμενες και
αυτές μαρτυρήσανε για το Χριστό. Η Εκκλησία τους γιορτάζει και
τους 5 την 10ην Φεβρουαρίου μαζί με τον Άγιον
Χαράλαμπον. Στομώνουν οι χειράγρες Του είχανε γδάρει το κεφάλι οι δυο
δήμιοι, που μαρτυρήσανε. Οι άλλοι, που τους διεδέχθησαν, αρπάξανε τις
χειράγρες. Αυτές ήσανε κάτι σαν σιδερένια χέρια με μυτερά νύχια. Αρχίσανε
λοιπόν μ’ αυτές, απάνθρωπα να τους ξεσχίζουν τις σάρκες. Τρομερό το
μαρτύριο.
Ο Άγιος παρέμεινε
προσευχόμενος. Ξαφνικά όμως, συνέβη κάτι το περίεργο και θαυμαστό: Οι
χειράγρες, τα σατανικά δηλ. όργανά τους, με τα οποία τραβούσανε λωρίδες από το
κορμί του Αγίου, στομώσανε! Δεν μπορούσανε να σχίσουν το δέρμα και τις σάρκες
του Αγίου! Τότε οι βασανισταί λέγανε κατάπληκτοι:
-Τί συμβαίνει;
Μήπως αυτός εδώ είναι ο ίδιος ο Χριστός και ήλθε να μας τιμωρήση; Μήπως ο Θεός,
που πιστεύει ο Χαράλαμπος, είναι αληθινός και γι’ αυτό στομώνει τις
χειράγρες;Τότε ένας δούκας, που άκουσε αυτές τις συζητήσεις, θύμωσε πολύ.
Σηκώθηκε και βρίζοντας στρατιώτες, δούλους και βασανιστάς, τους είπε:
-Είστε
χαμένοι, είστε παράλυτοι, είστε ανίκανοι, τρέμουνε τα χέρια σας... Τώρα θα του
δείξω εγώ... Αρπάζει αμέσως, αυτός μόνος του, τις χειράγρες και μανιασμένος
θέλησε να τις μπήξη στο γέρικο υπεραιωνόβιο και ασκητικό κορμί του
Ιερομάρτυρα.
Ο Θεός όμως, για να
ενισχύση την πίστι του Αγίου και για να του δείξη, ότι βρίσκεται κοντά του και
παρακολουθεί τους πόνους του, έκαμε το θαύμα Του. Κόπηκαν αμέσως τα χέρια
του δούκα από τους αγκώνας και κάτω και μείνανε κολλημένα με τις χειράγρες στο
σώμα του Αγίου! Τρομαγμένος τότε ο δούκας, πονώντας και αυτός
αφόρητα, έπεσε χάμω, φωνάζοντας, κλαίγοντας και λέγοντας:
-Βοηθήστε με.
Αυτός εδώ είναι επικίνδυνος. Μου έκοψε τα χέρια. Σώστε με... Σώστε με. Βοηθήστε
με... Είναι μάγος... Τότε ο ηγεμόνας πλησίασε και σαν είδε τα χέρια του
δούκα κρεμασμένα από το σώμα του Μάρτυρα, από το κακό του έγινε έξω φρενών και
έφτυσε τον Άγιο στο πρόσωπο.
Ο Θεός όμως του το
έδωσε και αυτού αμέσως το θαύμα. Στράβωσε αμέσως ο λαιμός του και κύτταζε τώρα
το πρόσωπό του προς την πλάτη του! Ήτανε ο δυστυχής ένα ελεεινό και αξιολύπητο
θέαμα.Ο λαός της Μαγνησίας, που έβλεπε αυτές τις τιμωρίες του Θεού φοβήθηκε και
παρακαλούσε τον Άγιο, λέγοντας:
-Σταμάτα, σε
παρακαλούμεν, Άγιε, την οργήν του Κυρίου.
Μην
ανταποδίδης κακόν αντί κακού. Αλλά όπως λέγει
ο Χριστός,
ευεργέτησε εκείνους, που σε μισούν.
-Ζη Κύριος ο
Θεός μου, αποκρίθηκε ο Άγιος. Σας βεβαιώ, δεν το κάνω εγώ από κακία, αλλά
τους τιμωρεί ο Κύριος, διότι είναι κακοί και ασεβείς. Το
κάνει ο Κύριος ακόμη και διότι θέλει να τα βλέπετε σεις και να γίνουν
παράδειγμα, για σας. Θέλει να Τον πιστέψετε, να Τον ακολουθήσε¬τε και να σας
δώση την αιώνια ζωή και Βασιλεία.
Το πλήθος τότε
φώναξε συγκινημένο προς τον Κύριο, λέγοντας:
-Μην κάνης να
χαθούμε, Δέσποτα. Αλλά συγχώρησέ μας σε ό,τι Σου φταίξαμε. Τότε πολλοί από
αυτούς, που είδανε με τα μάτια τους τη Δύναμι του Θεού και τα θαύματα,
πιστέψανε. Αλλά και ο δούκας τώρα παρακαλούσε τον Άγιο, λέγοντας:
-Άγγελε του
Θεού και ουράνιε άνθρωπε, βοήθησέ με τον ταλαίπωρον. Εγώ υποφέρω από πόνους
τρομερούς, αλλά και συ έχεις επάνω σου το βάρος των κομμένων χεριών μου.
Γιάτρεψέ με σε παρακαλώ, για να απαλλαγώ εγώ από τους πόνους και συ από το
βάρος. Σου υπόσχομαι, ότι αν γιατρευθώ, θα
πιστέψω στον δικό σου τον Θεό. Ο Άγιος τον λυπήθηκε και προσευχήθηκε στον Κύριο
ως εξής:
-Σε
ευχαριστούμεν, Δέσποτα, διότι πάντοτε μας προστατεύεις. Ίδε τώρα την ταπείνωσιν
των πεπεδημένων δούλων Σου και λύσε τους από τα αόρατα αυτά δεσμά, εις δόξαν
του Αγίου Ονόματός Σου. Μόλις είπεν τα λόγια αυτά,
ακούστηκε από τον Ουρανό φωνή, που του έλεγε:
-Χαίρε, αθλητά
Χαράλαμπε, συνόμιλε των Αγγέλων και ομότροπε των Αποστόλων. Ήκουσα την δέησίν
σου και δίδω την ίασιν εις τους ασεβείς. Αυτοστιγμεί τότε γιατρεύτηκαν
όλοι, όσοι τιμωρήθηκαν! Ο δούκας που του
αποκαταστάθηκαν τα χέρια του σαν πρώτα, πίστεψε στον Χριστό και
βαφτίστηκε.
Και ο ηγεμόνας που
επανήλθε το πρόσωπό του στη θέσι του, σταμάτησε τον διωγμό κατά των Χριστιανών
μέχρις ότου αναφέρει τα γενόμενα στον βασιλέα. Ο Άγιος μεταφέρθηκε εν συνεχεία
στο σπιτάκι του. Αυτό το σπίτι του έγινε προσκύνημα. Πηγαίνανε οι κάτοικοι της
Μαγνησίας και των περιχώρων και τον βλέπανε. Κατάκοιτος και εξαντλημένος
από όσα έπαθε, από το κρεββάτι του, τους δίδασκε τι πρέπει να κάνουν, για να
σωθούνε.
Εξωμολογούντο τις
αμαρτίες τους. Αλλά και πολλοί ειδωλολάτρες πιστεύανε και
εβαπτίζοντο. Τότε, μετά το μαρτύριό του, ο Άγιος έκανε πολλά θαύματα και
πολλές θεραπείες ασθενών. Τυφλοί αναβλέπανε, κουτσοί περιπατούσανε,
δαιμονιζόμενοι απαλλάσονταν από τα δαιμόνια και βρίσκανε γαλήνη. Και πολλές
άλλες αρρώστειες με την ευχή του Αγίου εξαφανιζόντανε. Ακόμη και αναστάσεις
νεκρών έγιναν με την προσευχή του Αγίου.
Καρφιά στη
ράχη του
Ο ηγεμόνας όμως
βλέποντας αυτά τα θαυμάσια, σηκώθηκε και πήγε μόνος του στο βασιληά. Του
ανέφερε καταλεπτώς δια τον Άγιο όλα όσα συνέβησαν. Ο ασεβής Σεβήρος, αντί να
πιστέψη, μόλις τ’ άκουσε, άναψε από τον θυμό του και έλεγε:
-Γιατί
αμελείτε θεοί αιώνιοι, και δεν εξολοθρεύετε από προσώπου της γης αυτούς τους
ασεβείς, που σας υβρίζουνε, και σας εμπαίζουνε; Αμέσως κατόπιν έστειλε
αρκετούς στρατιώτες με την διαταγή να καρφώσουν σ’ όλη τη ράχη του Μάρτυρος
καρφιά κατόπιν να τον σύρουν από την Μαγνησία σε κάποια άλλη πόλι, Αντιόχεια
ονομαζομένη.
Δεν φαίνεται να ήταν
η μεγάλη Αντιόχεια της Συρίας, διότι ήτανε πολύ μακρυά. Κατά δε την αρχαιότητα
υπήρχαν και άλλες είκοσι οκτώ πόλεις, που έφεραν το όνομα
Αντιόχεια. Πράγματι! Πήγανε οι στρατιώτες και μπήξανε τα καρφιά με πολλή
σκληρότητα και ασπλαχνία στο σώμα του Μάρτυρος. Κατόπιν τον δέσανε από την
μεγάλην γενειάδα του και τον τραβούσανε αλύπητα οι απάνθρωποι, χωρίς καθόλου να
σκεφθούν τα βαθειά γεράματά του.
Στην φωτιά να
τον κάψουν
Έπειτα από αυτό οι
στρατιώτες φοβηθήκανε και πήγανε τον Άγιο με άνεσιν στην Αντιόχεια. Δεν
θελήσανε όμως και να παραβούν το πρόσταγμα του άρχοντός των.Αλλά ο διάβολος
μετασχηματίστηκε σαν γέροντας και φάνηκε στον Σεβήρο λέγοντας:
-Αλλοίμονό
σου, βασιλεύ. Εγώ είμαι ο βασιλεύς των Σκυθών και ήλθε στην πατρίδα μου ένας
μάγος, που τον λένε Χαραλάμπη, αυτός μου πήρε όλους τους στρατιώτες και ήλθα να
σου το πω για να φυλαχθής να μη πάθης και συ το ίδιο. Αυτό
τον εξαγρίωσε τον Σεβήρο εναντίον του Αγίου. Γι’ αυτό όταν φέρανε μπροστά
του τον Άγιο διέταξε να του καρφώσουν στο στήθος μια μεγάλη σούβλα. Κατόπιν να
φέρουν ξύλα, ν’ ανάψουν φωτιά και να καίνε τον Άγιο, ώσπου να ξεψυχήση.
Περάσανε λοιπόν τη
σούβλα στον Άγιο και επί πολλή ώρα τον καίγανε, αλλά δεν έπαθε τίποτε ο
Άγιος, διότι η φωτιά έσβυσε. Ο Άγιος λες και ξανάνοιωσε. Στεκότανε
ευθυτενής και ροδοκόκκινος.Τότε ο βασιλεύς είπε να τον λύσουν και να τον πάνε
κοντά του. Πράγματι τον λύσανε. Και ο βασιλεύς, δια να δικαιολογηθή του είπε:
-Σου τα έκαμα
αυτά τα μαρτύρια από φόβο διότι μου είπε ο βασιλεύς των Σκυθών ότι είσαι
μεγάλος μάγος... Σε παρακαλώ να μην μνησικακήσης εναντίον μου και σε ό,τι σε
ερωτήσω να μου απηντήσης. Πες μου πρώτα πόσων χρονών είσαι.
-Εκατόν
δέκα τριών χρονών, του απάντησε ο Άγιος.
-Αφού
λοιπόν τόσα χρόνια έζησες, πώς δεν έχεις
λίγο μυαλό να
γνωρίσης τους αθανάτους θεούς,
παρά κάθεσαι
και προσκυνάς τον Χριστόν,
σαν να είσαι
ανόητος;
-Επειδή, του
αποκρίθηκε ο Άγιος, τόσα πολλά χρόνια
έζησα,
εγνώρισα την Αλήθεια και προσκυνώ τον
Αληθινό Θεό,
τον Παντοδύναμο και Πανοικτίρμονα!
Τα δύο
θαύματα
-Άκουσα, λέγει
ο βασιλεύς, ότι μπορείς και νεκρούς ν’ αναστήσης.
-Αυτό, του
απήντησε, μόνον ο Δεσπότης — Χριστός μπορεί να το κάμη, όχι άνθρωπος. Τότε ο
Σεβήρος διέταξε και φέρανε εκεί ένα δαιμονισμένο, που βασανιζότανε ο δυστυχής
από τον σατανά 36 χρόνια. Όταν αυτός έφθασε κοντά στον Άγιο, λες και καιγότανε
από φωτιά, πονούσε τρομερά, γι’ αυτό φώναζε ο δαίμονας:
-Σε παρακαλώ,
δούλε του Χριστού, μη με βασανίσης, αλλά
ειπέ ένα
λόγο και βγαίνω. Και αν θέλης να διατάξης,
θα σου πω,
διατί μπήκα σε αυτόν τον άνθρωπον.
-Λέγε,
ακάθαρτο πνεύμα, του είπε ο Άγιος.
-Αυτός, είπε
το πονηρόν πνεύμα, έκλεψε τα πράγματα του γείτονά του και κατόπιν εσκότωσε τον
κληρονόμον του. Και αφού τον βρήκα σε τέτοια αμαρτία, μπήκα μέσα του και τον
βασανίζω τώρα 36 χρόνια. Τότε ο Άγιος επετίμησε τον δαίμονα και εξήλθε.
-Πραγματικά,
Μέγας είναι ο Θεός των Χριστιανών,
είπε
θαυμάζοντας ο βασιλεύς. Έπειτα από τρεις ημέρες,
απέθανε
κάποιος νέος. Και ο βασιλεύς λέγει στον Άγιο:
-Ανάστησέ
τον αυτόν τον νεκρόν αν μπορής.
Ο Άγιος για να
δοξασθή το όνομα του Θεού, έκαμε πολλή προσευχή και αναστήθηκε ο νεκρός.
Αυτόέκαμε μεγάλη κατάπληξιν σε όλους και πολλοί από τον όχλον πιστέψανε στον
Χριστό. Ο πορωμένος όμως έπαρχος Κρίσπος είπε στον βασιλέα:
-Θανάτωσέ
τον επί τέλους αυτόν τον άνθρωπον,
γιατί με τις
μαγείες του κάνει αυτά τα τερατουργήματα.
Αμέσως τότε ο
Σεβήρος άλλαξε
γνώμην και
λέγει προς τον Μάρτυρα.
-Θυσίασε,
Χαράλαμπε, στους θεούς για
ν’
απαλλαγής από τα βασανιστήρια.
-Όσο
περισσότερο με βασανίσης, του είπε ο Άγιος,
τόσο
περισσότερο ευφραίνεται η ψυχή μου.
Τότε εξεμάνη ο
βασιλεύς και διέταξε να του συντρίψουν με πέτρες τις σιαγόνες, και να κάψουν με
λαμπάδες την γενειάδα και το πρόσωπόν του. Το πυρ όμως λες και είχε
λογική, πήδησε και έκαψε όσους στεκόντουσαν κοντά. Θαυμάζοντας με αυτά,
που έβλεπε, ρωτούσε τους γύρω του άρχοντας ο βασιλεύς ποιος είναι ο Χριστός,
που κάμνει τέτοια τερατουργήματα. Ο Κρίσπος, που ήταν έπαρχος είπε
περιφρονητικά:
-Γεννήθηκε
από μια γυναίκα, που την λέγανε
Μαρία,
ανύπαντρη και αμαρτωλή...
-Μη
βλασφημάς έπαρχε, του είπε ο Αρίσταρχος,
διότι
εσύ δεν ξεύρεις από τέτοια μυστήρια.
Οι
τύραννοι αιωρούνται
Τότε ο βασιλεύς
μανιασμένος, γιατί δεν μπορούσε να κάμη
τίποτε στον Άγιο γύρισε προς τον ουρανό και έρριχνε βέλη
επάνω στον αέρα λέγοντας.
-Κατέβα,
Χριστέ, αν είσαι Θεός στη γη να πολεμήσουμε. Τότε όμως έγινε μεγάλος σεισμός.
Φόβος και τρόμος κατέλαβε όλους. Από το σεισμό φαινότανε ο ουρανός ότι εσείετο
σαν ένα δένδρο. Αστραπές και βροντές μεγάλες
ηκούοντο και αίφνης ο βασιλεύς Σεβήρος και ο έπαρχος Κρίσπος κρεμαστήκανε ψηλά
στον αέρα. Φώναζε δε τότε ο βασιλεύς προς τον Άγιον λέγοντας:
-Κύριε
μου Χαράλαμπε, δίκαια τα παθαίνω. Παρακάλεσε όμως τον Κύριο και Θεό σου να με
γλυτώση από την τιμωρία αυτή και εγώ υπόσχομαι να γράψω σε όλες τις πόλεις να
δοξάζηται το Όνομά Του.Τότε ήλθε εκεί και η κόρη του βασιλέως, που την
λέγανε Γαλήνη και του λέγει:
-Πίστεψε
στον Κύριο για να σε γλυτώση και να σε λύση απ’ αυτά τα δεσμά, γιατί είναι
Οικτίρμων και Πανάγαθος. Πίστεψε, γιατί αυτός ο Χριστός είναι Αληθινός, Θεός
Αθάνατος. Όταν τα είπε αυτά προσκύνησε τον Άγιο και του είπε:
-Παρακάλεσε
τον Κύριο ν’ απαλλάξη τον πατέρα μου από αυτούς τους πόνους και εάν μεν πιστέψη
θα γίνη μεγάλο καλό, εάν όχι θα έχης τουλάχιστον εσύ τον μισθόν σου μετά
θάνατον. Τότε προσευχήθηκε ο Άγιος και σταμάτησε η οργή του Θεού.
Κατέβηκαν στη γη ο βασιλεύς και ο έπαρχος και επήγανε στο παλάτι. Μείνανε τρεις
ημέρες έχοντας στο νου τους διαρκώς τον φόβον του Θεού και την οργήν Του.
Η Αγία
Γαλήνη
Η κόρη του βασιλέως
Γαλήνη είδε εν τω
μεταξύ ένα όραμα
και το ανέφερε στον Άγιο.
-Μου φάνηκε,
του είπε, πως βρέθηκα σε ένα περιβόλι ωραιότατο, που είχε δένδρα ευωδέστατα και
κρυστάλλινη πηγή. Εκεί κοντά ήτανε ο πατέρας μου και ο έπαρχος, αλλά ο φύλαξ
του κήπου τους έδιωξε με μια πύρινη ράβδο, εμένα όμως με εσήκωσε και με έβαλε
μέσα με τιμή και μου είπε:
-Σε σένα
δόθηκε η κατοικία αυτή και σε όσους
σου ομοιάζουν
για να ευφραίνεσθε μαζί πάντοτε.
Αυτά είδα και
σε παρακαλώ, διδάσκαλε, να μου τα εξηγήσης.
-Ο κήπος,
της αποκρίθηκε ο Άγιος, που είδες είναι
ο Παράδεισος
των δικαίων και εναρέτων εις
τον οποίον
σε έβαλε ο Δεσπότης - Χριστός.
Και
τούτο γιατί Τον πίστεψες.
Τον πατέρα σου όμως
και τον έπαρχο τους έδιωξε γιατί δυστυχώς θα αποστατήσουν πάλιν από Αυτόν και
θα μας κακοποιήσουν οι δυστυχείς και αχάριστοι. Έπειτα από τριάντα ημέρες
ο Σεβήρος άλλαξε γνώμη. Κάλεσε τον Άγιον και του είπε:
-Θυσίασε
στους θεούς. Μ’ αυτό θα υπακούσης
στην εντολήν
μου και θα τιμήσης τον εαυτόν σου.
-Τα λόγια
σου, βασιλεύ, είναι πικρά και ασύνετα.
Δεν πρέπει να
συμμορφωθώ σ’ αυτά, εγώ είμαι δούλος
του Θεού και
σ’ Αυτόν υπακούω. Του κακοφάνηκε
του βασιληά,
που του αντιμίλησε.
Γι’ αυτό διέταξε να
βάλουν στον στόμα του ένα χαλινάρι, σαν να ήταν άλογο, και να τον σύρουν σ’ όλη
την πόλι για να τον ρεζιλέψουν. Το είπαν και το κάμανε. Ο Άγιος όμως στο
διάστημα αυτό προσευχότανε λέγοντας:
-Δέσποτα
Κύριε Ιησού Χριστέ, Συ έπλασες τον άνθρωπον
και τον
τίμησες με την θείαν Σου Εικόνα. Επίβλεψε και
ίδε την μανίαν
του εκτελεστού τυράννου διότι τα
παθαίνω αυτά
για το Όνομά Σου το Άγιον.
Στο
σπίτι της ακόλαστης χήρας
Τότε θύμωσε ο
τύραννος κι’ έστρεψε την οργή του στον Άγιο, που δίδαξε την Γαλήνη. Και για να
τον εξευτελίση διέταξε να τον παραδώσουν σε μια χήρα και ακόλαστη γυναίκα για
να τον φυλά¬ξη στο σπίτι της. Αλλά ο Θεός τον εφύλαξε από τον εξευτελισμόν
ως εξής:Μόλις πήγε ο Άγιος στο σπίτι της ακούμπησε σε ένα ξηρόν ξύλινο στύλο.
Και ω! του θαύματος αμέσως ο ξηρός στύλος εβλάστησε κι’ έκανε τόσα κλωνάρια
ώστε εγέμισε όλο το σπίτι. Η χήρα εκείνη μόλις είδε τέτοιο
παράδοξο θαύμα προσκύνησε τον Άγιο και του είπε;
-Πήγαινε από
το σπίτι μου κύριε, γιατί
δεν είμαι
αξία για να είσαι κοντά μου.
-Μη φοβάσαι
παιδί μου, της είπε ο Άγιος, πίστεψε μονάχα στον Κύριο, που είναι Θεός
σπλαχνικός. Την άλλην ημέρα, που είδαν οι γείτονες της χήρας τέτοιο μεγάλο
δένδρο με άνθη και καρπούς μέσα στο δωμάτιό της, εθαύμασαν και μπήκανε μέσα στο
σπίτι. Βρήκανε εκεί τον Άγιο, που δίδασκε και τον ερώτησαν:
-Πες μας, συ
είσαι ο Χριστός, που λένε;
-Όχι, τους
απάντησε. Εγώ είμαι δούλος του Δεσπότου — Χριστού του Αληθινού Θεού και με την
Χάριν Του και την δύναμίν Του κάμνω τα θαύματα. Τότε
η γυναίκα εκείνη τους είπε την υπόθεσιν και εγκωμίαζε τον Άγιον. Όλοι τους δε
τον προσκύνησαν, πιστέψανε στον Χριστό και βαπτιστήκανε. Την άλλην ημέρα
ανήγγειλαν στο βασιληά το θαυμαστό αυτό γεγονός. Και ενώ όλοι εθαυμάζανε, ο
πορωμένος έπαρχος είπε:
-Πρόσταξε
βασιλεύ ν’ αποκεφαλίσουν αυτόν τον πλάνον,
για να μην
μείνη και κάνη και άλλα τέρατα και σημεία
και πιστέψουν
στον Χριστό περισσότεροι.
Τέλος
ειρηνικόν
Πράγματι ο βασιλεύς
εξέδωκε εναντίον του Αγίου την καταδικαστικήν απόφασιν. Οι δήμιοι επήραν την
απόφασιν, πήρανε και τον Άγιο και τον φέρανε στον τόπο της θανατικής
εκτελέσεως.
Ο
Άγιος Χαράλαμπος καιόμενος επί της πυράς
Ο Άγιος όμως στο
δρόμο, καθώς έσερνε τα κουρασμένα και πληγωμένα και γέρικα πόδια του,
προσευχότανε με ψαλμούς προς τον Κύριον, που τους ήξερε απ’ έξω. Έλεγε μεταξύ
των άλλων και τον εκατοστό ψαλμό:«Έλεος και κρίσιν άσομαί Σοι Κύριε...».Όταν ο
Άγιος έφτασε εκεί σήκωσε τα χέρια του και τα μάτια του στον ουρανό και
προσευχήθηκε:
-Σ’ ευχαριστώ,
Κύριε, είπε, γιατί είσαι ελεήμων και φιλάνθρωπος. Συ Παντοδύναμε εκτύπησες τον
εχθρόν μας διάβολον. Συ εκτύπησες και τον Άδην με το να απαλλάξης από τον
θάνατο το ανθρώπινο γένος. Μνήσθητί μου, Κύριε, εν τη Βασιλεία Σου.Τότε
συνέβη και το εξής θαυμαστόν. Ανοίξανε για μια στιγμή οι Ουρανοί, φάνηκε ο
Χριστός με πλήθος Αγγέλων. Κατέβηκε κοντά του και του λέγει:
-Έλα,
προσφιλέστατε και αγαπημένε μου Χαράλαμπε,
που τόσο πολύ
κακοπάθησες, για τ’ Όνομά Μου. Ζήτησέ
Μου
ποίαν χάριν θέλεις και θ’ ακούσω την δέησίν σου.
-Και το ότι
αξιώθηκα, αποκρίθηκε ο Μάρτυρας, να ιδώ την φοβεράν δόξαν της παρουσίας Σου,
αυτό είναι μεγάλο χάρισμα σ’ εμένα τον ελάχιστο. Αλλά επειδή η αγαθότης Σου,
Κύριε, με προστάζει να Σου ζητήσω χάρι, παρακαλώ να μου κάνης την εξής:
Σε όποιο τόπο βρεθή
τεμάχιο από το λείψανόν μου και σ’ όποια χώρα γιορτάζουν το μαρτύριό μου, να
μην γίνη εκεί ποτέ πείνα, ούτε πανώλης που θα θανατώνη τους ανθρώπους
πρόωρα. Ούτε πονηρός άνθρωπος που να βλάπτη τους καρπούς, αλλά να είναι σ’
αυτόν τον τόπον ειρήνη σταθερή, ψυχών σωτηρία και σωμάτων θεραπεία.
Να είναι αφθονία
σίτου, οίνου, ελαίου, τετραπόδων και άλλων χρησίμων πραγμάτων.Τύλαγε δε γερά τα
βόδια και όλα τα τετράποδα ζώα των ανθρώπων για να γεωργούν τη γη και να
δοξάζηται το Όνομά Σου. Συγχώρεσε, Κύριε, σε παρακαλώ και τις αμαρτίες των, ως
Αγαθός και Φιλάνθρωπος.
-Να γίνη πιστέ
Μου δούλε, το θέλημά σου! Είπε ο Κύριος και αμέσως εξηφανίσθη.Μετά
ταύτα, ο Άγιος παρέδωσε αμέσως την αγιασμένη του ψυχή στο Χριστό ειρηνικά, πριν
προλάβη ο δήμιος να του κόψη την κεφαλήν! Ο Θεός δεν θέλησε να ταλαιπωρηθή
περισσότερο. Αρκετά βασανίστηκε.
Τα
άγια λείψανά του θαυματουργούν
Το Άγιό του λείψανο
το παρέλαβε κατόπιν η μακαρία Γαλήνη και το ενεταφίασε μέσα σε χρυσή θήκη, αφού
του έβαλε πολύτιμα μύρα και αρώματα. Κατόπιν το Άγιο και πανσεβάσμιο
λείψανο του ενδόξου Ιερομάρτυρος Χαραλάμπους, μοιράστηκε χάριν ευλαβείας στους
απανταχού Ορθοδόξους Χριστιανούς.
Διώχνει δε το Άγιο
λείψανο τα βάσανα και κάθε ασθένεια, από όσους τον παρακαλούνε.Υπάρχουν και
σήμερα σε πολλούς Ναούς και Μοναστήρια τεμάχια λειψάνων του Αγίου Χαραλάμπους.
Η Αγία και πάντιμος Κάρα του βρίσκεται επάνω στα Μετέωρα της Θεσσαλίας, εις το
Μοναστήρι του Αγίου Πρωτομάρτυρος Στεφάνου.
Κάμνει δε συχνά
παράδοξα κι’ εκπληκτικά θαύματα. Υπάρχει εκεί και φυλλάδα, που περιέχει τα
θαύματα του Αγίου. Ιδίως φυλάττει τους ανθρώπους από την φοβερή νόσο της
πανώλους. Γι’ αυτό όσες φορές ενέσκηπτε η φοβερή αυτή αρρώστεια,
κατεβάζανε οι Πατέρες την Αγία Κάρα του κάτω στις πόλεις και το κακό σταματούσε
αμέσως.
Το 1812 η τρομερή
αρρώστεια της πανώλους εθέριζε όλη την Ήπειρο. Τότε κάποιος, Μολοσσός
ονόματι, πατέρας του Ζώτου Μολοσσού, που έγραψε το λεξικό των Αγίων Πάντων,
επήγε στα Μετέωρα κι’ έφερε στην Ήπειρο την Τιμία Κάρα του Αγίου Χαραλάμπους
και σταμάτησε το θανατικό.
Επίσης πολλοί πιστοί
την καλούνε στα σπίτια τους, την κατασπάζονται μ’ ευλάβεια και κάνουν Αγιασμό.
Και έτσι απαλλάσσονται από κάθε κακό.Το 1897 έγινε ο
Ελληνοτουρκικός πόλεμος. Τότε οι Τούρκοι πήρανε την Αγία Κάρα και
την εκτύπησαν με χίλιους δυο τρόπους για να ανοίξη και να πάρουν μόνον το
αργυρό κουτί της.
Δεν μπορέσανε όμως να
το ανοίξουνε. Ο Θεός τους έδωσε την τιμωρίαν, γιατί κάνανε οι Τούρκοι και άλλες
ιεροσυλίες. Αρρωστήσανε δε όλοι τους βαριά. Πεθάνανε τότε 35.000 Τούρκοι στην
Θεσσαλία από τύφο δια θαύματος του Αγίου.Όταν έμαθε ο Σουλτάνος, ότι χάθηκε
τόσος πολύς στρατός στην Θεσσαλία, έγραψε στον Διοικητή του τουρκικού στρατού, Εδέμ,
επίσημο γράμμα και τον ρωτούσε:
-Πώς
χάθηκε αυτός ο στρατός, αφού δεν έγινε καμμιά
μάχη με τους
Έλληνας; Και ο Εδέμ απήντησε τότε ως εξής!
-Όσοι
Τούρκοι χάλασαν Εκκλησίες και Μοναστήρια
πεθάνανε από
τύφο. Εγώ το χέρι του Θεού δεν μπόρεσα να
Το εμποδίσω.
Όλοι οι κακοί Τούρκοι κακώς απέθαναν!
(ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ) :
Ποιος ήταν
ο Άγιος Χαράλαμπος και τι προστάτης είναι
Ο Άγιος
Χαράλαμπος ο Ιερομάρτυρας ο Θαυματουργός
εορτάζει στις
10 Φεβρουαρίου – Ο Άγιος Χαράλαμπος
τιμάται
ιδιαίτερα σε πολλά μέρη της Ελλάδος
Ο Άγιος
Χαράλαμπος στη ζωή του λαού
Ο Άγιος Χαράλαμπος σε
πολλά μέρη της Ελλάδος τιμάται, διότι είναι προστάτης από τις
λοιμώδεις νόσους και ιδίως από την πανούκλα. Γι’ αυτό και ο
Άγιος Χαράλαμπος ο Ιερομάρτυρας απεικονίζεται πατώντας την πανώλη, η οποία
παρουσιάζεται, σαν ένα τερατόμορφο γύναιο που ξερνάει καπνούς από το στόμα. Γι’
αυτό του έδωσε ο Θεός την χάριν αυτήν.
Ήτανε μεγάλη η
υπηρεσία, που προσέφερε ο Άγιος Χαράλαμπος στους γεωργούς τότε
που δεν υπήρχαν κτηνίατροι, τα δε βόδια ήταν αναγκαιότατα στην
οικογένεια. Παλαιότερα οι ζευγολάτες, την παραμονή της γιορτής του Αγίου
Χαραλάμπους άναβαν στα σπίτια τους μια μεγάλη λαμπάδα από καθαρό
κερί εις μνήμη του Αγίου Χαραλάμπους του Ιερομάρτυρα και
καιγότανε όλη νύχτα.
Το δε πρωί πηγαίνανε
πρόσφορο στην Εκκλησία για να λειτουργηθεί. Και όλα αυτά για να φυλάξει ο Άγιος
Χαράλαμπος τα βόδια τους γερά καθ’ όλη τη χρονιά. Είναι προστάτης
και όλων των ζώων. Γι’ αυτό στη Κρήτη οι τσοπάνηδες, όταν τα ζωντανά
τους δεν πάνε καλά, τον παρακαλούνε να τα θεραπεύσει.
Στην Αγία
Παρασκευή της Λέσβου μάλιστα την
ημέρα της γιορτής
του, σφάζουνε ένα ταύρο
και κάνουμε αγώνες
ιπποδρομίας.
Στην Πρέβεζα ο
Άγιος Χαράλαμπος είναι πολιούχος
Στην Εικόνα του
κρεμάνε πλήθος αφιερωμάτων. Από τα αφιερώματα χαρακτηριστικό είναι ένα
πουκαμισάκι που κατασκευάζεται από πανί. Αυτό γίνεται σε μια μέρα! Γι’ αυτό
λέγεται και μονομερίτικο… Αυτό συμβαίνει ως έξης: Κάποια
νύχτα συγκεντρώνονται σ’ ένα σπίτι μερικές γυναίκες, όπου γνέθουν και υφαίνουν
βαμβάκι. Μ’ αυτό το ύφασμα, που γίνεται σε μια μέρα φτιάχνουν το πουκαμισάκι.
Το αφιέρωμα
αυτό ξεκινάει από ένα γεγονός
που αναφέρεται
στην θαυματουργική δράση
του Αγίου
Χαραλάμπους.
Κάποτε τον Άγιο
Χαράλαμπο τον επισκέφθηκαν χωρικοί που εγκατέλειψαν την πατρίδα τους κι έτρεξαν
κοντά του γιατί η πανώλη τους θέριζε καθημερινά. Από ευγνωμοσύνη δε διότι ο
Άγιος Χαράλαμπος στάθηκε προστάτης τους, του έκαναν δώρο ένα πουκάμισο που
γνέθηκε και πλέχθηκε από βαμβάκι και ράφτηκε μέσα σε μια μέρα…
Ο Άγιος
Χαράλαμπος ο Ιερομάρτυρας – ΒΙΟΣ
Ο ιερεύς της
Μαγνησίας
Ο Άγιος Χαράλαμπος ο
Ιερομάρτυρας και θαυματουργός, γεννήθηκε στην Μαγνησία το 90 μ.Χ. περίπου και
μαρτύρησε στα χρόνια των μεγάλων διωγμών της Χριστιανοσύνης. Είχε το ευτύχημα
να γεννηθεί από γονείς ευσεβείς χριστιανούς που κρατούσανε την πίστη τους στο
Χριστό με κίνδυνο της ζωής τους στους δύσκολους, αλλά ηρωικούς εκείνους χρόνους
των διωγμών. Στη Μαγνησία έζησε όλη του την ζωή ο Άγιος Χαράλαμπος.
Αφιερώθηκε, εις
την υπηρεσία του Χριστού. Έγινε ιερέας το
130 μ.Χ. Από την θέση του τώρα αυτή, από το Θείο αυτό αξίωμα της ιεροσύνης,
ανέλαβε τον μεγάλο αγώνα, αφ’ ενός να ανοίξει τα μάτια του κόσμου και να δουν
τον κίνδυνο από την ειδωλολατρική πλάνη και αφ’ έτερου ν’ αγιάζει με τα
μυστήρια τους πιστούς και να τους οδηγεί στην τελειότητα.
Μπροστά σε
Χριστιανούς και ειδωλολάτρες, άρχισε τα φλογερά χριστιανικά κηρύγματά του.
Καίτοι σ’ όλη του τη μακρά ζωή έζησε 113 χρόνια έγιναν πολλοί διωγμοί των Χριστιανών
και αυτός ποθούσε το μαρτύριο, και δεν ελάμβανε κανένα μέτρο, εν
τούτοις επέζησε, διότι ο Θεός τον φύλαξε για αργότερα. Μαρτύρησε το 202 μ.Χ.
Γαλήνιος
μπροστά στον οργισμένο άρχοντα
Τότε αυτοκράτορας στη
Ρώμη ήταν ένας ασεβής και χριστιανομάχος, ο Σεβήρος (193-211 μ.Χ.). Αυτός είχε
κηρύξει φοβερό διωγμό εναντίον των χριστιανών. Σε όλες τις μεγάλες πόλεις
είχε διορίσει ηγεμόνες ειδωλολάτρες και είχε
δώσει αυστηρές διαταγές.
Ηγεμόνας στην περιοχή
εκείνη της Μαγνησίας, που ζούσε ο Άγιος Χαράλαμπος, ήταν τότε ένας κακόψυχος
και θηριόψυχος, Λουκιανός ονομαζόμενος.Όταν έμαθε ο ηγεμόνας Λουκιανός τη
χριστιανική δραστηριότητα του Ιερέως Χαραλάμπους, οργίστηκε πολύ.
Έξαλλος από το κακό
του, έστειλε στρατιώτες στη Μαγνησία να τον συλλάβουν και να τον φέρουνε
μπροστά του. Πράγματι οι απεσταλμένοι του Λουκιανού φέρανε σιδεροδέσμιο
τον γέροντα κληρικό μπροστά στον ηγεμόνα. Ήταν τότε υπέργηρος. Εκατόν
δέκα τριών (113) ετών. Ο ηγεμόνας τον κοίταξε με βλοσυρό
και άγριο βλέμμα, και τον απείλησε ότι εάν δεν προσκυνήσει τα είδωλα τον
περιμένουν φρικτά βασανιστήρια.
Ο Άγιος
Χαράλαμπος στις απειλές και
στις φοβέρες
του άρχοντα απάντησε:
-Κακώς
νόμισες, ότι έναν ιερέα του Χριστού θα τον τρομάξουνε οι φοβέρες για βάσανα και
θάνατο. Εγώ έπρεπε να είχα κοιμηθεί προ πολλού. Και εάν με θανατώσεις, θα μου
δώσεις εκείνο που περιμένω. Άλλωστε εμείς οι χριστιανοί τα βάσανα και το θάνατο
δεν τα αποφεύγουμε, αλλά τα θέλουμε και τα ποθούμε. Γιατί εμείς είμεθα
εξοικειωμένοι με τους αγώνες και τους πολέμους και όπως οι γενναίοι στρατιώτες,
δεν επιθυμούμε τον ήσυχο θάνατο της κλίνης, αλλά τον δοξασμένο της μάχης.
-Είσαι
γέροντας και λυπούμαι τα γεράματα
σου, να σε
βάλω σε βασανιστήρια, είπε ο Λουκιανός.
-Ας είμαι
γέροντας. Μη με λυπάσαι καθόλου. Αλλά
να μάθεις, ότι
στους ιδικούς μας αγώνες το πάν
είναι η ψυχή.
Αυτή δεν γηράσκει με την ηλικία.
Αμφιβάλλεις, Έπαρχε,
γι αυτό; Δοκίμασε. Και θα δεις, ότι οι δήμιοι σου θα κουρασθούνε και ο ιερεύς
Χαράλαμπος, με την χάριν του Χριστού μου, δεν θα τους πει να τον
λυπηθούνε. Άλλωστε, χωρίς στερήσεις, χωρίς υπομονή και χωρίς βάσανα,
πώς θα κερδίσουμε την Βασιλεία των ουρανών; Αυτά, άρχοντα μου, τα
βάσανα, μας ανοίγουν τις πόρτες της αιωνίου ευτυχίας. Υπάρχει καλλίτερο από τα
βάσανα; Αυτά μας φέρνουνε κοντά στον Χριστό μας. Γιατί, λοιπόν, να τα
αποφεύγουμε; Έπειτα όλα αυτά περνούν τόσο γρήγορα!
Τον γδέρνουν!
Έπειτα από την
σταθερή αυτή απάντηση το συμβούλιο των αρχόντων τα έχασε. Του φέρανε όμως
μπροστά του όλα τα σύνεργα των βασανιστηρίων, για να τον φοβίσουν και για να
τον κλονίσουν. Του τα δείξανε ένα προς ένα. Του είπανε, πώς σχίζονται με αυτά
οι σάρκες, πώς τσακίζονται τα κόκαλα και πώς βγαίνουν τα νύχια.
Ο Άγιος τα
κοίταξε με αδιαφορία και απάθεια.
-Ξεροκέφαλε, του
λέγει ο Έπαρχος, μη σκέφτεσαι
καθόλου Θυσίασε στους
μεγάλους θεούς μας.
Το καταλαβαίνεις;
-Αυτό, τους
αποκρίθηκε, δεν θα γίνει ποτέ. Δεν είμαι ανόητος να ζητώ την καταστροφή μου.
Δεν πουλάω την ψυχή μου στον σατανά. Μια ζωή ολόκληρη προσφέρω θυσία στο Χριστό
και τώρα να την προσφέρω θυσία στο σατανά; Θεός φυλάξοι! Από
τα λόγια του αυτά οι άρχοντες των ειδωλολατρών αγριέψανε και γίνανε θηρία.
Διέταξαν αμέσως να γδάρουν τον υπέργηρον Ιερέα του Υψίστου ζωντανό!
Δεν λυπηθήκανε
οι αλητήριοι τα βαθειά γεράματα του.
Δεν
σεβαστήκανε τα 113 του χρόνια!
Τον γύμνωσαν αμέσως,
του πετάξανε καταγής την ιερή στολή του και άρχισαν το απάνθρωπο γδάρσιμο.
Άρχισαν από την κεφαλήν και κόβανε και χωρίζανε το δέρμα από τις σάρκες. Ο
πόνος ήταν φοβερός, τρομερός, αβάστακτος.
Ο Άγιος όμως
σφίγγει τα δόντια του.
Κρατάει γερά,
προσεύχεται και λέγει:
-Θεέ μου, Σε
ευχαριστώ διότι μού έκαμες την μεγάλη τιμήν και μου έδωσες την περιπόθητη
ευκαιρία να καταταγώ μεταξύ των Μαρτύρων. Θεέ μου βοήθησέ με. Δός μου υπομονή
να μείνω πιστός. Σας ευχαριστώ και σας παιδιά μου, που μού βασανίζετε το σώμα.
Μ’ αυτό, που κάνετε, μού χαρίζετε την ευτυχία της ψυχής και την ατελείωτη χαρά
της Βασιλείας του Θεού.
Ενώ όμως έλεγε αυτά ο
Άγιος, όσοι τον βλέπανε (οι στρατιώτες, οι δούλοι, οι βασανιστές και οι
άρχοντες), μένανε με το στόμα ανοιχτό. Δεν μπορούσανε να
καταλάβουνε ποιο ήταν εκείνο που μέσα σ’ αυτόν τον μεγάλο πόνο, έδινε στον
Μάρτυρα τόση δύναμη και τόση ευτυχία.
Δυο μάλιστα δήμιοι,
που τον γδέρνανε, ο Πορφύριος και ο Βάπτος, όταν
είδανε την υπομονή του Μάρτυρος, για να κερδίσει την Βασιλεία του Θεού, πιστέψανε.Πετάξανε
τα μαχαίρια και φωνάξανε: «Είμαστε και εμείς χριστιανοί!» Φιλούσανε
έπειτα τον Άγιο και του ζητούσανε να τους συγχωρέσει.Ο Έπαρχος τότε διέταξε και
τους αποκεφάλισαν. Με χαρά το δέχτηκαν. Τότε και τρεις γυναίκες είπανε δυνατά:
«Και εμείς πιστεύουμε στο Χριστό!» Χαρούμενες και
αυτές μαρτυρήσανε για το Χριστό.
Στομώνουν οι
χειράγρες
Του είχανε γδάρει το
κεφάλι οι δύο δήμιοι, που μαρτυρήσανε. Οι άλλοι, που τους διαδέχτηκαν, άρπαξαν
τις χειράγρες. Αυτές ήταν κάτι σαν σιδερένια χέρια με μυτερά νύχια. Αρχίσανε
απάνθρωπα να του ξεσχίζουν τις σάρκες. Τρομερό το μαρτύριο. Ο Άγιος
παρέμεινε προσευχόμενος.
Ξαφνικά όμως,
συνέβη κάτι το περίεργο και θαυμαστό: Οι
χειράγρες, τα σατανικά δηλ. όργανά τους, με τα οποία τραβούσανε λωρίδες από το
κορμί του Αγίου Χαραλάμπους, στομώσανε! Δεν μπορούσανε να σχίζουν το δέρμα και
τις σάρκες του Αγίου!
Τότε οι
βασανιστές λέγανε κατάπληκτοι:
-Τι συμβαίνει; Μήπως
αυτός εδώ είναι ο ίδιος ο Χριστός και ήλθε να μας τιμωρήσει; Μήπως, ο Θεός, που
πιστεύει ο Χαράλαμπος, είναι αληθινός και γι αυτό στομώνει τις
χειράγρες; Τότε ένας δούκας, που άκουσε αυτές τις συζητήσεις θύμωσε
πολύ.
Σηκώθηκε και
βρίζοντας στρατιώτες, δούλους και βασανιστές και άρπαξε τις χειράγρες για να
τις μπήξει στο γέρικο κορμί του Αγίου.Τότε ο Θεός έκανε το θαύμα του και
κόπηκαν τα χέρια του δούκα από τους αγκώνες και κάτω και μείνανε κολλημένα με
τις χειράγρες στο σώμα του Αγίου!
Τρομαγμένος τότε ο
δούκας, πονώντας και αυτός αφόρητα, έπεσε χάμω, φωνάζοντας,
κλαίγοντας. Τότε ο ηγεμόνας πλησίασε και σαν είδε τα χέρια του δούκα
κρεμασμένα από το σώμα του Μάρτυρα, από το κακό του έγινε έξω φρενών και έφτυσε
τον Άγιο Χαράλαμπο στο πρόσωπο.
Ο Θεός όμως
του έδωσε και αυτού αμέσως το θαύμα.
Στράβωσε αμέσως ο
λαιμός του και κοίταζε τώρα το πρόσωπο του προς την πλάτη του! Το πλήθος
βλέποντας αυτά πολλοί από αυτούς πιστέψανε στον Αληθινό Θεό. Ο
δούκας παρακαλούσε να τον γιατρέψει ο Άγιος Χαράλαμπος και του υποσχόταν ότι θα
πιστέψει στον δικό του Θεό. Τότε ο Άγιος Χαράλαμπος προσευχήθηκε
στον Κύριο και του ζητούσε να γιατρευτούν αυτοί οι δύο. Μόλις τελείωσε ο Άγιος
την προσευχή του, ακούστηκε από τον Ουρανό φωνή, που του έλεγε:
-Χαίρε, αθλητά
Χαράλαμπε, συνόμιλε των Αγγέλων
και ομότροπε
των Αποστόλων. Ήκουσα την δέησίν σου
και δίδω την
ίασιν εις τους ασεβείς.
Αυτοστιγμεί
τότε γιατρεύτηκαν όλοι, όσοι τιμωρήθηκαν!
Ο δούκας που του
αποκαταστάθηκαν τα χέρια του σαν πρώτα, πίστεψε στο Χριστό και
βαφτίστηκε. Και ο ηγεμόνας που επανήλθε το πρόσωπον του στη θέση
του σταμάτησε τον διωγμό κατά των Χριστιανών μέχρις
ότου αναφέρει τα γενόμενα στον Βασιλέα.
Ο Άγιος Χαράλαμπος
μεταφέρθηκε εν συνεχεία στο σπιτάκι του. Αυτό το σπίτι του έγινε προσκύνημα.
Πηγαίνανε οι κάτοικοι της Μαγνησίας και των περιχώρων και τον βλέπανε.Κατάκοπος
και εξαντλημένος από όσα έπαθε, από το κρεβάτι του, τους δίδασκε τι πρέπει να
κάνουν, για να σωθούν.Εξομολογούνταν τις αμαρτίες τους. Αλλά και πολλοί
ειδωλολάτρες πιστεύανε και βαπτίζονταν.
Τότε, μετά το
μαρτύριο του, ο Άγιος έκανε πολλά θαύματα και πολλές θεραπείες ασθενών. Τυφλοί
ξαναβλέπανε, κουτσοί περπατούσανε, δαιμονιζόμενοι απαλλάσσονταν από τα δαιμόνια
και βρίσκανε γαλήνη. Και πολλές άλλες αρρώστιες με την ευχή του Αγίου
Χαραλάμπους εξαφανίζονταν. Ακόμη και
αναστάσεις νεκρών έγιναν με την προσευχή του Αγίου.
Καρφιά στη
ράχη του
Ο ηγεμόνας όμως
βλέποντας αυτά τα θαυμάσια, σηκώθηκε και πήγε μόνος του στον βασιλέα. Του
ανέφερε καταλεπτώς διά τον Άγιο Χαράλαμπο όλα όσα συνέβησαν. Ο ασεβής
Σεβήρος, αντί να πιστέψει, μόλις τ’ άκουσε, άναψε από το θυμό του και διάταξε
να πάνε και να καρφώσουν σε όλη την πλάτη του Αγίου Χαραλάμπους καρφιά και
κατόπιν να τον σύρουν από την Μαγνησία σε κάποια άλλη πόλη, Αντιόχεια
ονομαζόμενη. Δεν φαίνεται να ήταν η μεγάλη Αντιόχεια της Συρίας.
Κατόπιν τον δέσανε
από την μεγάλη γενειάδα του και τον τραβούσανε αλύπητα οι απάνθρωποι, χωρίς
καθόλου να σκεφθούν τα βαθειά γεράματά του. Κατόπιν τον βάλανε επάνω σε ένα
άλογο και ξεκινήσανε. Δεν είχανε προχωρήσει ούτε τρία χιλιόμετρα και το άλογο
στάθηκε και τους μίλησε δυνατά, σαν άνθρωπος!
-Ώ καταραμένοι
στρατιώτες, είπε, που είσθε υπηρέτες του βασιλέως σας διαβόλου! Δεν βλέπετε,
ότι μαζί με αυτόν τον άνθρωπο είναι ο Θεός; Λύσατε τον σκληροτράχηλοι, δια να
λυθείτε και σεις από τα αόρατα δεσμά.
Στην φωτιά να
τον κάψουν
Έπειτα από αυτό οι
στρατιώτες φοβηθήκανε και πήγανε τον Άγιο Χαράλαμπο με άνεση στην Αντιόχεια.
Αλλά ο διάβολος μετασχηματίστηκε σαν γέροντας και φάνηκε στον Σεβήρο
κατηγορώντας τον Άγιο Χαράλαμπο ότι είναι μάγος και ότι του πήρε πολλούς
στρατιώτες. Αυτό εξαγρίωσε τον Σεβήρο που έδωσε διαταγή να του καρφώσουν
στο στήθος μια μεγάλη σούβλα.
Κατόπιν να φέρουν
ξύλα, να ανάψουν φωτιά και να καίνε τον Άγιο Χαράλαμπο, ώσπου να
ξεψυχήσει. Περάσανε λοιπόν τη σούβλα στον Άγιο και επί πολλή ώρα τον
καίγανε, αλλά δεν έπαθε τίποτε ο Άγιος, διότι η φωτιά έσβησε. Ο
Άγιος λες και ξανάνιωσε. Τότε ο βασιλεύς είπε να τον λύσουν
και να τον πάνε κοντά του και τον ρώτησε την ηλικία του.
-Εκατόν δέκα
τριών χρονών, του απάντησε ο Άγιος Χαράλαμπος.
-Αφού λοιπόν τόσα
χρόνια έζησες, πώς δεν έχεις τόσον μυαλό να γνωρίσεις τους αθανάτους θεούς,
παρά κάθεσαι και προσκυνάς τον Χριστό, σαν να είσαι ανόητος;
-Επειδή, του
αποκρίθηκε ο Άγιος, τόσα πολλά χρόνια
έζησα, γνώρισα
την Αλήθεια και προσκυνώ τον
Αληθινό Θεό,
τον Παντοδύναμο και Πανοικτίρμονα.
Τα δύο θαύματα
-Άκουσα, λέγει ο
βασιλεύς, ότι μπορείς και νεκρούς ν’ αναστήσεις.
-Αυτό, του απάντησε,
μόνον ο Δεσπότης Χριστός μπορεί να το κάνει, όχι άνθρωπος. Τότε ο Σεβήρος
διέταξε και φέρανε εκεί ένα δαιμονισμένο, που βασανιζόταν ο δυστυχής από τον
σατανά 36 χρόνια. Όταν αυτός έφθασε κοντά στον Άγιο Χαράλαμπο, λες και καιγόταν
από φωτιά, πονούσε τρομερά, γι αυτό φώναζε ο δαίμονας:
–Σε παρακαλώ,
δούλε του Χριστού, μη με βασανίσεις,
αλλά είπε ένα
λόγο και βγαίνω. Και αν θέλεις και
διατάξεις, θα
σου πω, γιατί μπήκα σε αυτόν τον άνθρωπο.
-Λέγε,
ακάθαρτο πνεύμα, του είπε ο Άγιος Χαράλαμπος.
-Αυτός, είπε
το πονηρό πνεύμα, έκλεψε τα πράγματα του
γείτονά του
και κατόπιν σκότωσε τον κληρονόμο του
και τον
βασανίζω τώρα 36 χρόνια.
Τότε ο Άγιος
επιτίμησε τον δαίμονα και εξήλθε.
Πραγματικά, Μέγας
είναι ο Θεός των Χριστιανών,
είπε θαυμάζοντας ο
βασιλεύς. Έπειτα από τρεις ημέρες,
απέθανε κάποιος νέος.
Και ο βασιλεύς λέγει στον
Άγιο Χαράλαμπο:
-Ανάστησε
αυτόν τον νεκρό αν μπορείς:
Ο Άγιος για να
δοξαστεί το όνομα του Θεού, έκαμε πολλή προσευχή και αναστήθηκε ο νεκρός. Αυτό
έκαμε μεγάλη κατάπληξι σε όλους και πολλοί από τον όχλο πιστέψανε στον Χριστό.
Ο πωρωμένος όμως έπαρχος, Κρίσπος είπε στον βασιλέα:
-Θανάτωσέ τον
επί τέλους αυτόν τον άνθρωπο,
γιατί με τις
μαγείες κάνει αυτά τα τερατουργήματα.
-Θυσίασε
Χαράλαμπε, στους θεούς για
ν’ απαλλαγείς
από τα βασανιστήρια.
-Όσο
περισσότερο με βασανίσεις, του είπε
ο Άγιος
Χαράλαμπος τόσο περισσότερο ευφραίνετε
η ψυχή μου.
Τότε εξεμάνει ο
βασιλεύς και διέταξε να του συντρίψουν
με πέτρες τις
σιαγόνες, και να κάψουν με λαμπάδες την
γενειάδα και το
πρόσωπον του. Το πυρ όμως λες και είχε
λογική, πήδησε και
έκαψε όσους στεκόντουσαν κοντά.
Οι τύραννοι
αιωρούνται
Τότε ο βασιλεύς
μανιασμένος, γιατί δεν μπορούσε
να κάνει τίποτε στον
Άγιο Χαράλαμπο γύρισε προς
τον ουρανό και έριχνε
βέλη επάνω στον αέρα λέγοντας.
-Κατέβα, Χριστέ, αν
είσαι, Θεός στη γη να πολεμήσουμε. Τότε όμως έγινε μεγάλος σεισμός. Φόβος και
τρόμος κατέλαβε όλους. Οργίστηκε ο Κύριος. Από το σεισμό φαινότανε ο ουρανός
ότι έσειε σαν ένα δένδρο. Αστραπές και βροντές μεγάλες ακούγονταν και αίφνης ο
βασιλεύς Σεβήρος και ο έπαρχος Κρίσπος κρεμαστήκανε ψηλά στον αέρα.
Φώναζε δε τότε
ο βασιλεύς προς τον Άγιο λέγοντας:
-Κύριέ μου
Χαράλαμπε, δίκαια τα παθαίνω. Παρακάλεσε
όμως τον Κύριο
και Θεό σου να με γλυτώσει από τη τιμωρία
αυτή και εγώ
υπόσχομαι να γράψω σε όλες τις πόλεις να
δοξάζεται το
Όνομα Του.
Τότε ήλθε εκεί
και η κόρη του βασιλέως,
που την
λέγανε Γαλήνη και του λέγει:
-Πίστεψε στον
Κύριο για να σε γλυτώσει και να
σε λύσει απ’
αυτά τα δεσμά, γιατί Αυτός ο Χριστός
είναι αληθινός
Θεός Αθάνατος. Όταν τα είπε αυτά
προσκύνησε τον
Άγιο και του είπε:
-Παρακάλεσε
τον Κύριο ν’ απαλλάξει τον πατέρα μου από αυτούς τους πόνους και εάν μεν
πιστέψει θα γίνει μεγάλο καλό, εάν όχι θα έχεις τουλάχιστον εσύ τον μισθό σου
μετά θάνατον. Τότε προσευχήθηκε ο Άγιος και σταμάτησε η οργή του Θεού.
Κατέβηκαν στη γη ο βασιλεύς και ο έπαρχος και πήγανε στο παλάτι. Μείνανε τρεις
ημέρες έχοντες στο νου τους διαρκώς τον φόβο του Θεού και την οργή Του.
Η Αγία Γαλήνη
Έπειτα από
τριάντα ημέρες ο Σεβήρος άλλαξε γνώμη. Κάλεσε
τον Άγιο Χαράλαμπο και του είπε να θυσιάσει στους θεούς. Αλλά ο Άγιος του είπε
ότι υπακούει μόνο στον Αληθινό Θεό. Του κακοφάνηκε του βασιλιά, που του
αντιμίλησε. Γι’ αυτό διέταξε να βάλουν στο στόμα του ένα χαλινάρι, σαν να ήταν
άλογο, και να τον σύρουν σ’ όλη την πόλη για να τον ρεζιλέψουν.
Ο Άγιος
Χαράλαμπος όμως στο διάστημα αυτό προσευχόταν.
Η Γαλήνη επί πολλή
ώρα συμβούλευε τον πατέρα της να σταματήσει την αμαρτία αυτήν και να πιστέψει
στον Θεό, τον Οποίον είχε ομολογήσει, για να μην κολασθεί αιώνια.
Αυτός όμως ο δυστυχής, ασύνετος και ανόητος, δεν ωφελήθηκε τίποτε από τα λόγια
αυτά. Τουναντίον προχώρησε στο χειρότερο και την διέταξε να θυσιάσει στα
είδωλα.
Αυτή όμως, έξυπνη
καθώς ήταν, για να τον εμπαίξει του υποσχέθηκε ότι θα τα προσκυνήσει. Κατόπιν
πήγε η μακαρία Γαλήνη εις τον ναό του Διός και του Απόλλωνος και συνέτριψε τα
άψυχα είδωλα. Την άλλη μέρα πάλι ο πατέρας αφού έδωσε διαταγή να φτιάξουν νέα
είδωλα της παρουσίασε ότι δήθεν οι θεοί αναστήθηκαν. Αλλά και πάλι η Γαλήνη τα
συνέτριψε.
Στο σπίτι της
ακόλαστης χήρας
Τότε θύμωσε ο
τύραννος κι έστρεψε την οργή του στον Άγιο Χαράλαμπο, που δίδαξε την Γαλήνη.
Και για να τον εξευτελίσει διέταξε να τον παραδώσουν σε μια χήρα και ακόλαστη
γυναίκα για να τον φυλάξει στο σπίτι της. Αλλά ο Θεός τον εφύλαξε από τον
εξευτελισμό.
Μόλις πήγε ο Άγιος
Χαράλαμπος στο σπίτι της ακούμπησε σε ξηρό ξύλινο στύλο. Και ώ! του θαύματος
αμέσως ο ξηρός στύλος βλάστησε κι έκανε τόσα κλωνάρια ώστε γέμισε όλο το σπίτι.
Η χήρα εκείνη μόλις είδε τέτοιο παράδοξο θαύμα προσκύνησε τον Άγιο και του
είπε:
-Πήγαινε από το σπίτι
μου κύριε, γιατί
δεν είμαι άξια για να
είσαι κοντά μου.
-Μη φοβάσαι παιδί
μου, της είπε ο Άγιος Χαράλαμπος, πίστεψε μονάχα στον Κύριο, που είναι Θεός
σπλαχνικός. Την άλλη ημέρα, που είδαν οι γείτονες της χήρας τέτοιο μεγάλο
δένδρο με άνθη και καρπούς μέσα στο δωμάτιο της, θαύμασαν και μπήκανε μέσα στο
σπίτι.
Βρήκανε εκεί
τον Άγιο Χαράλαμπο, που δίδασκε.
Τότε η γυναίκα εκείνη
τους είπε την υπόθεση και εγκωμίαζε τον Άγιο Χαράλαμπο. Όλοι τους δε τον
προσκύνησαν, πιστέψανε στον Χριστό και βαπτιστήκανε. Την άλλη ήμερα ανήγγειλαν
στο βασιλιά το θαυμαστό αυτό γεγονός. Και ενώ όλοι θαύμαζαν, ο πωρωμένος
έπαρχος είπε:
-Πρόσταξε βασιλεύ ν’
αποκεφαλίσουν αυτόν
τον πλάνο, για
να μη μείνει και κάνει και
άλλα τέρατα και
σημεία και πιστέψουν στο
Χριστό περισσότεροι.
Τέλος ειρηνικό
Πράγματι ο βασιλεύς
εξέδωσε εναντίον του Αγίου την καταδικαστική απόφαση. Οι δήμιοι επήραν την
απόφαση, πήρανε και τον Άγιο και τον φέρανε στον τόπο της θανατικής
εκτελέσεως. Ο Άγιος Χαράλαμπος όμως στο δρόμο, καθώς έσερνε τα κουρασμένα
και πληγωμένα και γέρικα πόδια του, προσευχόταν με ψαλμούς προς τον Κύριο, που
τους ήξερε απ’ έξω. Έλεγε μεταξύ των άλλων και τον εκατοστό ψαλμό:«Ἔλεος
καί κρίσιν ἄσομαι Σοί Κύριε…»Όταν ο Άγιος Χαράλαμπος έφτασε εκεί,
σήκωσε τα χέρια του και τα μάτια του στον ουρανό και προσευχήθηκε:
-Σ’ ευχαριστώ,
Κύριε, είπε, γιατί είσαι ελεήμων
και
φιλάνθρωπος. Συ Παντοδύναμε κτύπησες
τον εχθρό μας
διάβολο. Συ κτύπησες και τον
Άδη με το να
απαλλάξεις από τον θάνατο το
ανθρώπινο
γένος.
Μνήσθητι μου,
Κύριε, εν τη Βασιλεία Σου.
Τότε, συνέβη και το
έξης θαυμαστό Ανοίξανε για μια στιγμή οι Ουρανοί, φάνηκε ο Χριστός με πλήθος
Αγγέλων. Κατέβηκε κοντά του και του λέγει:
-Έλα, προσφιλέστατε και αγαπημένε μου Χαράλαμπε, που τόσο πολύ κακοπάθησες, για
τ’ Όνομά Μου.
Ζήτησε Μου
ποία χάρη θέλεις και θ’ ακούσω την δέηση σου.
-Και το ότι αξιώθηκα,
αποκρίθηκε ο Μάρτυρας, να δω την φοβερή δόξα της παρουσίας Σου, αυτό είναι
μεγάλο χάρισμα σε εμένα τον ελάχιστο. Αλλά επειδή η αγαθότης Σου, Κύριε, με
προστάζει να Σου ζητήσω χάρη, παρακαλώ να μου κάνεις την έξης:
Σε όποιο τόπο
βρεθεί τεμάχιο από το λείψανο μου και σ’ όποια χώρα γιορτάζουν το μαρτύριο μου,
να μην γίνει εκεί ποτέ πείνα, ούτε πανώλης που θα θανατώνει τους ανθρώπους
πρόωρα. Ούτε πονηρός άνθρωπος που να βλάπτει τους καρπούς, αλλά να είναι σ’
αυτόν τον τόπον ειρήνη σταθερή, ψυχών σωτηρία και σωμάτων θεραπεία.
Να είναι
αφθονία σίτου, οίνου, ελαίου, τετραπόδων και άλλων χρησίμων πραγμάτων. Φύλαγε
δε γερά τα βόδια και όλα τα τετράποδα ζώα των ανθρώπων για να γεωργούν τη γη
και να δοξάζεται το Όνομά Σου. Συγχώρησε, Κύριε, σε παρακαλώ και τις αμαρτίες
τους ως Αγαθός και Φιλάνθρωπος.
-Να γίνει
πιστέ Μου δούλε, το θέλημα σου!
Είπε ο Κύριος
και αμέσως εξαφανίστηκε.
Μετά ταύτα, ο Άγιος
Χαράλαμπος παρέδωσε αμέσως την αγιασμένη του ψυχή στο Χριστό ειρηνικά, πριν
προλάβει ο δήμιος να του κόψει την κεφαλή! Ο Θεός δεν θέλησε να ταλαιπωρηθεί
περισσότερο. Αρκετά βασανίσθηκε.
Τα άγια
λείψανα του θαυματουργούν
Το Άγιο του λείψανο
το παρέλαβε κατόπιν η μακαρία Γαλήνη και το ενταφίασε μέσα σε χρυσή θήκη, αφού
του έβαλε πολύτιμα μύρα και αρώματα. Κατόπιν το Άγιο και πανσεβάσμιο λείψανο
του ενδόξου Ιερομάρτυρος Χαραλάμπους, μοιράστηκε χάριν ευλαβείας στους
απανταχού Ορθοδόξους Χριστιανούς. Τμήμα της Τίμιας Κάρας του φυλάσσετε
στον Προσκυνηματικό Ιερό Ναό της Κωμοπόλεως Θεσπιών Βοιωτίας.
Διώχνει δε το
Άγιο λείψανο τα βάσανα
και κάθε
ασθένεια, από όσους τον παρακαλούν.
Υπάρχουνε και σήμερα
σε πολλούς Ναούς και Μοναστήρια τεμάχια λειψάνων του Αγίου Χαραλάμπους. Η
Αγία και πάντιμος Κάρα του βρίσκεται επάνω στα Μετέωρα της Θεσσαλίας, εις το
Μοναστήρι του Αγίου Πρωτομάρτυρος Στεφάνου.
Κάμνει δε συχνά
παράδοξα κι εκπληκτικά θαύματα. Υπάρχει εκεί και φυλλάδα, που περιέχει τα θαύματα
του Αγίου.Ιδίως φυλάττει τους ανθρώπους από την φοβερή νόσο της
πανώλους. Γι’ αυτό όσες φορές ενέσκηπτε η φοβερή αυτή αρρώστια, κατεβάζανε οι
Πατέρες την Αγία Κάρα του κάτω στις πόλεις και το κακό σταματούσε αμέσως.
Το 1812 η
τρομερή αρρώστια της
πανώλους
θέριζε όλη την Ήπειρο.
Τότε κάποιος,
Μολοσσός ονόματι, πατέρας του Ζώτου Μολοσσού που έγραψε το λεξικό των Αγίων
Πάντων, επήγε στα Μετέωρα κι έφερε στην Ήπειρο την Τιμία Κάρα του Αγίου
Χαραλάμπους και σταμάτησε το θανατικό. Επίσης πολλοί πιστοί την καλούν στα
σπίτια τους, την κατασπάζονται με ευλάβεια και κάνουν Αγιασμό. Και έτσι
απαλλάσσονται από κάθε κακό.
Το 1897 έγινε
ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος. Τότε οι Τούρκοι πήρανε την Αγία Κάρα και την
κτύπησαν με χίλιους δυο τρόπους για να ανοίξει και να πάρουν μόνον το άργυρο
κουτί της. Δεν μπόρεσαν όμως να το ανοίξουνε.
Ο Θεός τους έδωσε την
τιμωρία, γιατί κάνανε οι Τούρκοι και άλλες ιεροσυλίες. Αρρώστησαν δε όλοι
βαριά. Πεθάναν τότε 35.000 Τούρκοι στην Θεσσαλία από τύφο δια θαύματος του
Αγίου. Όταν έμαθε ο Σουλτάνος, ότι χάθηκε τόσος πολύς στρατός στην Θεσσαλία,
έγραψε στον Διοικητή του τουρκικού στρατού, Εδέμ, επίσημο γράμμα και τον
ρωτούσε:
–Πως χάθηκε αυτός
ο στρατός, αφού
δεν
έγινε καμιά μάχη με τους Έλληνες;
Και ο Εδέμ
απάντησε τότε ως εξής:
-Όσοι Τούρκοι χάλασαν
Εκκλησίες και Μοναστήρια
πεθάναν από τύφο. Εγώ
το χέρι του Θεού δεν μπόρεσα
να Το εμποδίσω. Όλοι
οι κακοί Τούρκοι κακώς απέθαναν!
Ἀπολυτίκιον
του Αγίου (Ἦχος δ΄. Ταχύ προκατάλαβε)
Ὡς στύλος ἀκλόνητός
της Ἐκκλησίας Χριστοῦ,
καί Λύχνος ἀείφωτος,
τῆς οἰκουμένης σοφέ,
ἐδείχθης
Χαράλαμπες. Ἐλαμψας ἐν τῷ κόσμω,
διά τοῦ
Μαρτυρίου, ἐλυσας τῶν εἰδώλων
τήν
σκοτόμαιναν μάκαρ. Διό ἐν παρρησία
Χριστῷ πρέσβευε
σωθῆναι ἠμᾶς.
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΣΤΟΥΣ ΕΟΡΤΑΖΟΝΤΕΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου