Ο Ἅγιος Μηνᾶς γεννήθηκε στήν Αἴγυπτο στά μέσα περίπου τοῦ 3ου αἰώνα μ.Χ. ἀπό γονεῖς εἰδωλολάτρες. Ὡστόσο, τό εἰδωλολατρικό περιβάλλον στό ὁποῖο μεγάλωνε, δέν κατάφερε νά σκληρύνει τήν καρδιά του ἡ ὁποία, ὅταν ἦλθε ἡ στιγμή, σκίρτησε ἀκούγοντας τήν φωνή τοῦ «ἐτάζοντος καρδίας καί νεφρούς» (Ψαλμ.7,10) Θεοῦ καί ἔτσι ὁ ἔφηβος ἀκόμη, Μηνᾶς, ἔγινε χριστιανός.
Μεγαλώνοντας, ἐπέλεξε νά σταδιοδρομήσει στόν Ρωμαϊκό στρατό, στό ἱππικό τάγμα τῶν Ρουταλικῶν, ὑπό τήν διοίκηση τοῦ Ἀργυρίσκου. Ἡ ἕδρα τῆς μονάδας του ἦταν στό Κοτυάειον (σημερινή Κιουτάχεια) τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ἐκεῖ ὁ Μηνάς διακρίθηκε καί γιά τήν φρόνησή του ἀλλά καί γιά τό ἀνδρεῖο του φρόνημα καί γι’ αὐτό ἔχαιρε ἐκτιμήσεως στό κύκλο τῶν στρατιωτικῶν.
Δυστυχῶς ὅμως, τρεῖς αἰῶνες μετά τήν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ καί ὁ παλαιός κόσμος ἀκόμη δέν ἤθελε νά δεχθεῖ τό λυτρωτικό μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως, παραμένοντας αὐτάρεσκα, ἐγωιστικά καί αὐτοκαταστροφικά προσκολλημένος στήν φθορά καί τό σκοτάδι. Οἱ αὐτοκράτορες τῆς Ρώμης ἄρχισαν καί πάλι «πρός κέντρα λακτίζειν» (Πράξεις 26, 14).
Ὁ Διοκλητιανός καί ὁ Μαξιμιανός διέταξαν διωγμό ἐναντίον τῶν λογικῶν προβάτων τοῦ Χριστοῦ, διωγμό ὁ ὁποῖος κράτησε ἀπό τό 303 ἕως τό 311 μ.Χ. Ἔτσι, οἱ Ρωμαῖοι στρατιῶτες διατάχθηκαν νά συλλαμβάνουν καί νά τυραννοῦν τούς χριστιανούς προσπαθώντας νά τούς κάνουν νά ἀλλαξοπιστήσουν.
Αὐτή ἦταν καί ἡ πρώτη κρίσιμη στιγμή κατά τήν ὁποία ὁ Μηνᾶς κλήθηκε νά πεῖ «τό μεγάλο ναί ἢ τό μεγάλο ὄχι». Ἡ πίστη του στόν Χριστό νίκησε τήν κοσμική «σύνεση» καί λογική. Ὁ Ἅγιος δέν ἄντεξε, πέταξε στήν γῆ τήν στρατιωτική του ζώνη ἀπεκδυόμενος μ’ αὐτόν τόν τρόπο τήν ἰδιότητα τοῦ στρατιώτη–διώκτη τῶν χριστιανῶν, καί διέφυγε στό παρακείμενο ὄρος.
Ἐκεῖ ἀσκήτευε, προτιμώντας τήν συντροφιά τῶν θηρίων τῆς φύσης ἀπό τήν συντροφιά τῶν ἀποθηριωμένων εἰδωλολατρῶν. Ἐκεῖ, «ἐν ἐρημίαις πλανώμενος καί ὄρεσι καί σπηλαίοις καί ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς» (Ἑβρ.11,38), ἔζησε ἐπί ἀρκετό διάστημα μέ νηστεία, ἀγρυπνία καί προσευχή.
Ἡ ἀσκητική ζωή καί ἡ ἡσυχία ἐθέρμαναν τήν καρδιά του ἀνάβοντας τόν θεῖο ἔρωτα καί τόν πόθο τοῦ μαρτυρίου.Ἔτσι, σέ ἡλικία πενήντα περίπου ἐτῶν, μετά ἀπό θεία ἀποκάλυψη ὅτι εἶχε φτάσει ἡ ὥρα τοῦ μαρτυρίου, κατέβηκε στήν πόλη, σέ μέρα εἰδωλολατρικοῦ πανηγυριοῦ καί μέ παρρησία, ἐν μέσῳ τῶν μαινομένων εἰδωλολατρῶν, ὁμολόγησε τόν Χριστό ὡς τόν ἕνα καί ἀληθινό Θεό, μυκτηρίζοντας τά κωφά καί ἀναίσθητα εἴδωλα.
Συνελήφθη καί σύρθηκε δερόμενος μπροστά στόν Πύρρο, τόν διοικητή τῆς πόλεως. Ἐκεῖ, μιλώντας μέ θάρρος, ἀποκάλυψε τό ὄνομά του, τήν καταγωγή του, τό στρατιωτικό του παρελθόν καί, φυσικά, διεκήρυξε μέ τόλμη καί ἀταλάντευτη ἐπιμονή τήν πίστη του στόν Χριστό. Ὁδηγήθηκε στήν φυλακή καί τό πρωί τῆς ἑπομένης ἡμέρας, μετά τό πέρας τοῦ εἰδωλολατρικοῦ πανηγυριοῦ, τόν παρουσίασαν καί πάλι ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνος.
Ο ὁποῖος τόν κατηγόρησε ὅτι ἐξύβρισε τούς θεούς καί μάλιστα μπροστά του καί ὅτι λιποτάκτησε ἀπό τόν στρατό. Ὁ Ἅγιος ἀποδέχθηκε τίς κατηγορίες χωρίς δισταγμό. Ὁ Πύρρος, εὐλαβούμενος στήν ἀρχή τήν ἡλικία καί τήν εὐκοσμία του, προσπάθησε μέ λόγια καί ὑποσχέσεις ἀλλά καί μέ ἀπειλές στήν συνέχεια, νά τόν ἀποσπάσει ἀπό τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ.
Ὅταν οἱ προσπάθειές του προσέκρουσαν στήν σταθερή ἄρνηση τοῦ Ἁγίου, διέταξε νά τόν ὑποβάλουν σέ ἀνυπόφορα βασανιστήρια. Οἱ δήμιοι τόν μαστίγωσαν τόσο πολύ ὥστε ἄλλαξαν δυό καί τρεῖς φορές οἱ μαστιγωτές του. Τόν κρέμασαν καί τόν ἔγδερναν μέχρι πού ἄρχισαν νά φαίνονται τά ἐσωτερικά ὄργανα τοῦ Ἁγίου.
Ἔπειτα, σάν νά μήν ἔφθαναν αὐτά, ἔτριβαν τό καταπληγωμένο του σῶμα μέ τρίχινο ὕφασμα καί στό τέλος τόν ἔσερναν γυμνό καί κατακρεουργημένο πάνω σέ μεταλλικά ἀγκάθια. Ὅλα τά ὑπέμενε μέ γενναιότητα καί καρτεροψυχία ὁ Μάρτυς τοῦ Χριστοῦ, ἐφαρμόζοντας τό Εὐαγγελικό «καί μή φοβηθῆτε ἀπό τῶν ἀποκτεννόντων τό σῶμα, τήν δέ ψυχήν μή δυναμένων ἀποκτεῖναι» (Ματθαῖος 10, 28).
Μάλιστα, τήν ὥρα τοῦ μαρτυρίου, κάποιοι παλιοί συστρατιῶτες του τόν προέτρεπαν νά θυσιάσει στά εἴδωλα λέγοντας ὅτι ὁ Θεός του θά τόν δικαιολογήσει βλέποντας τά βασανιστήρια στά ὁποῖα τόν ὑπέβαλλαν. Ὁ Ἅγιος ἀρνήθηκε ἀποφασιστικά καί τούς ἀπάντησε ὅτι προσφέρει θυσία ἀκόμη καί τόν ἑαυτό του στόν Χριστό, ὁ ὁποῖος τόν ἐνδυναμώνει γιά νά ὑπομένει τίς πληγές.
Ὁ ἡγεμόνας, θαυμάζοντας τήν εὐστοχία καί τήν σοφία τῶν ἀπαντήσεων τοῦ Μάρτυρα, τόν ρώτησε ἀπορρημένος πώς εἶναι δυνατόν ἕνας τραχύς στρατιώτης σάν αὐτόν νά μπορεῖ νά ἀπαντᾶ κατ’ αὐτόν τόν τρόπο. Καί ὁ Ἅγιος, μέ τή φώτιση τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἀποκρίθηκε ὅτι:
Αὐτή τήν ἱκανότητα τήν χαρίζει στούς μάρτυρές του ὁ Χριστός, ὅπως ἔχει ὑποσχεθεῖ στό Εὐαγγέλιο: «ὅταν δέ προσφέρωσιν ὑμᾶς ἐπί τάς συναγωγάς καί τάς ἀρχάς καί τάς ἐξουσίας, μή μεριμνᾶτε πώς ἢ τί ἀπολογήσησθε ἢ τί εἴπητε. Τό γάρ Ἅγιον Πνεῦμα διδάξει ὑμᾶς ἐν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ἃ δεῖ εἰπεῖν» (Λουκᾶ ιβ’ 11 – 12).
Τότε, ἀπελπισμένος ὁ τύραννος, διέταξε νά τόν ἀποκεφαλίσουν. Βαδίζοντας πρός τόν τόπο τῆς ἐκτέλεσης ὁ Ἅγιος πρόλαβε νά ζητήσει ἀπό κάποιους κρυπτοχριστιανούς νά μεταφέρουν τό λείψανό του στήν Αἴγυπτο.
Ὁ ἀποκεφαλισμός του ἔγινε τήν 11η Νοεμβρίου στίς ἀρχές τοῦ 4ου αἰ. μ.Χ. καί ἔτσι ἡ ψυχή του πέταξε χαρούμενη πρός τόν Σωτῆρα Χριστό τόν ὁποῖο τόσο ἐπόθησε ὁ Ἅγιος καί γιά τόν ὁποῖο θυσιάσθηκε. Οἱ δήμιοι ἄναψαν φωτιά γιά νά κάψουν τό σῶμα του.Ὅτι κατάφεραν οἱ χριστιανοί νά περισώσουν ἀπό τήν πυρά τό μετέφεραν στήν Αἴγυπτο καί τό ἔθαψαν κοντά στήν Μαρεώτιδα λίμνη, νοτιοδυτικά τῆς Ἀλεξάνδρειας.
Στό σημεῖο ἐκεῖνο σταμάτησε, κατά τήν παράδοση, ἡ καμήλα πού μετέφερε τά λείψανα ἀρνούμενη πεισματικά νά προχωρήσει. Ἔτσι οἱ χριστιανοί κατάλαβαν ὅτι ἦταν θέλημα Θεοῦ νά ἐνταφιασθοῦν ἐκεῖ τά λείψανα τοῦ Ἁγίου.
Ἡ περιοχή τοῦ τάφου πολύ σύντομα ἐξελίχθηκε σέ προσκυνηματικό λατρευτικό κέντρο. Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ὅταν ἦταν Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ἀνήγειρε ναό πάνω στόν τάφο τοῦ Ἁγίου. Σέ λίγα χρόνια δημιουργήθηκε ἐκεῖ ἐκτεταμένο κτιριακό συγκρότημα τό ὁποῖο περιελάμβανε δύο ναούς, μοναστῆρι, ξενῶνες καί ἄλλες ἐγκαταστάσεις.
ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΗΝΑ
Κάποιος χριστιανός ἀπό τήν
Κωνσταντινούπολη, ὁδεύοντας γιά τό πανηγύρι τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ καί ἔχοντας
μαζί του ἀρκετά χρήματα, κατέλυσε σέ ἕνα ξενοδοχεῖο. Ὁ ξενοδόχος
εἶδε τά ξένα χρήματα καί, κυριευμένος ἀπό ἀπληστία, σκότωσε τόν
προσκυνητή, τόν διεμέλισε καί ἔβαλε τά κομμάτια του σέ μία σπυρίδα
(ζεμπίλι).
Ἐνῶ σκεφτόταν πού νά θάψει τά μέλη τοῦ θύματός του γιά νά μήν ἀποκαλυφθεῖ τό ἔγκλημα, καταφθάνει στό ξενοδοχεῖο ἕνας ἔφιππος στρατιώτης, ὁ Ἅγιος Μηνᾶς, καί τόν ρωτάει ἐπίμονα πού βρίσκεται ὁ προσκυνητής.
Ὁ ξενοδόχος τόν διαβεβαιώνει ὅτι δέν γνωρίζει τίποτε ἀλλά ὁ Ἅγιος ξεπεζεύει, εἰσέρχεται στά ἐνδότερα τοῦ ξενώνα, βρίσκει τήν σπυρίδα, τήν φέρνει μπροστά του καί τόν ρωτάει μέ φοβερό καί ἄγριο βλέμμα νά τοῦ πεῖ ποιός εἶναι ὁ νεκρός.
Τότε ὁ φονιάς ἔφριξε, πέφτοντας ἄφωνος καί τρέμων στά πόδια τοῦ ἄγνωστου ἱππέα. Ὁ Ἅγιος συνάρμοσε τά μέλη τοῦ θύματος, προσευχήθηκε καί ἀνέστησε τό νεκρό προσκυνητή παραγγέλνοντάς του νά δοξάζει τόν Θεό. Ὁ ἀναστημένος, σάν νά εἶχε ἐγερθεῖ ἀπό τόν ὕπνο, κατάλαβε ὅσα ἔπαθε, ἐδόξασε τόν Θεό καί προσκύνησε τόν Ἅγιο.
Μόλις ὁ φονιάς συνῆλθε ἀπό τόν τρόμο του καί σηκώθηκε, τοῦ πῆρε ὁ Ἅγιος τά κλεμμένα χρήματα καί τά ἐπέστρεψε στόν προσκυνητή λέγοντάς του νά συνεχίσει τόν δρόμο του.Ἔπειτα, γιά νά ὁλοκληρώσει τήν εὐεργεσία τοῦ Θεοῦ, στράφηκε πρός τόν ξενοδόχο, τόν ἔδειρε ὅπως τοῦ ἄξιζε.Τόν ἐνουθέτησε, τοῦ ἔδωσε συγχώρηση γιά τό ἔγκλημά του προσευχόμενος γι’ αὐτόν, καβάλησε τό ἄλογό του καί ἔγινε ἄφαντος.
Τότε μόνο κατάλαβε ὁ ξενοδόχος ὅτι ὁ στρατιώτης αὐτός ἦταν ὁ Ἅγιος Μηνᾶς, γεγονός πού θυμίζει τήν ἐμπειρία τῶν δυό Ἀποστόλων κατά τήν πορεία τους πρός Ἐμμαούς, μέ τήν συντροφιά τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ. (Λουκᾶ κδ’ 31).Κάποιος πλούσιος χριστιανός ἔταξε στόν Ἅγιο Μηνᾶ νά προσφέρει ἕναν ἀσημένιο δίσκο στό ναό του.
Παρήγγειλε λοιπόν στόν ἀργυροχόο δύο δίσκους καί τοῦ ζήτησε στόν μέν ἕνα νά γράψει τό ὄνομα τοῦ Ἁγίου στόν δέ ἄλλον τό ὄνομα τό δικό του. Ἐπειδή ὅμως ὁ δίσκος ὁ προορισμένος γιά τόν Ἅγιο ἔγινε λαμπρότερος καί ὡραιότερος, ὁ χριστιανός, ἀπό ἀπληστία κινούμενος, δίχως νά ντραπεῖ τόν κράτησε γιά τόν ἑαυτό του.Ταξιδεύοντας λοιπόν στή θάλασσα, δείπνησε στό πλοῖο χρησιμοποιώντας ἀσυλλόγιστα καί χωρίς εὐλάβεια τόν δίσκο τοῦ Ἁγίου.
Μετά τό δεῖπνο ὁ ὑπηρέτης τοῦ ἀνευλαβοῦς χριστιανοῦ προσπάθησε νά πλύνει τόν δίσκο στή θάλασσα μέ ἀποτέλεσμα νά τοῦ πέσει στό νερό καί νά βυθισθεῖ. Τότε ὁ νεαρός ὑπηρέτης φοβήθηκε πολύ, σάστισε καί, προσπαθώντας νά πιάσει τόν δίσκο, ἔπεσε καί αὐτός στή θάλασσα.
Ὅταν ὁ κύριός του ἀντελήφθη τό συμβάν, συναισθάνθηκε ὅτι πλήρωνε τά ἐπίχειρα τῆς ἀπληστίας του καί τυπτόμενος ἀπό τήν συνείδησή του, παρακαλοῦσε τόν Θεό νά βρεῖ ἔστω τό λείψανο τοῦ μικροῦ ὑπηρέτη του, τάζοντας νά δώσει στό ναό τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ καί τόν δεύτερο δίσκο, καί τά χρήματα πού ἄξιζε ὁ χαμένος στή θάλασσα δίσκος. Ἀφοῦ βγῆκε στή στεριά περίμενε μέ ἀγωνία στήν ἀκρογιαλιά μήπως καί ἐκβρασθεῖ τό πτῶμα τοῦ ὑπηρέτη.
Καί ἐνῶ παρατηροῦσε τήν θάλασσα, βλέπει τόν μικρό νά βγαίνει ζωντανός ἀπό τό νερό κρατώντας στά χέρια του καί τόν ἀσημένιο δίσκο τοῦ Ἁγίου! Ὁ πλούσιος ἔφριξε ἀπό τό θαῦμα καί ἔβγαλε φωνή μεγάλη τήν ὁποία ἀκούγοντας οἱ ἐπιβάτες τοῦ πλοίου βγῆκαν ὅλοι ἔξω καί, βλέποντας τό συμβάν, ρωτοῦσαν τόν ὑπηρέτη, πού τούς διηγήθηκε τά ἑξῆς:
«Μόλις ἔπεσα στή θάλασσα, παρουσιάσθηκαν μπροστά μου τρεῖς ἄνθρωποι. Ὁ μεγαλύτερος ἀπό αὐτούς φοροῦσε στρατιωτική στολή, ὁ ἄλλος ἦταν νεαρός καί ὁ τρίτος ἦταν Διάκονος. Αὐτοί οἱ τρεῖς μέ πῆραν μαζί τους ἀπό τόν βυθό καί περπατώντας χθές καί σήμερα, μέ ἔφεραν μέχρι ἐδῶ».
Ὁ κύριος του παιδιοῦ καί οἱ ἐπιβάτες τοῦ πλοίου, ἀκούγοντας τό ἐξαίσιο θαῦμα, ἐδόξαζαν τόν Θεό καί ἐθαύμαζαν γιά τούς τρόπους πού χρησιμοποιεῖ προκειμένου οἱ ἄνθρωποι «εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθείν» (Β’Τιμοθ. γ’7).Οἱ τρεῖς πού ἔσωσαν τόν ὑπηρέτη ἦταν ὁ Ἅγιος Μηνᾶς (ὁ στρατιωτικός), ὁ Ἅγιος Βίκτωρ (ὁ νεαρός) καί ὁ Ἅγιος Βικέντιος (ὁ Διάκονος).Οἱ δυό τελευταῖοι Ἅγιοι ἐμαρτύρησαν τήν ἴδια ἡμέρα μέ τόν Ἅγιο Μηνᾶ.
Τόν 2ο αἰώνα μ.Χ. ὁ Ἅγιος Βίκτωρ γδάρθηκε ζωντανός ἀπό τούς εἰδωλολάτρες καί τόν 3ο αἰώνα μ.Χ. ὁ Ἅγιος Βικέντιος πέθανε ἔπειτα ἀπό σταύρωση καί ἐξάρθρωση τῶν μελῶν στήν ὁποία τόν ὑπέβαλαν οἱ βασανιστές του. Τιμῶνται μαζί μέ τόν Ἅγιο Μηνᾶ τήν 11η Νοεμβρίου.
Ἀκόμη ἕνα θαῦμα τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ ἔλαβε χώρα τό 1826 στό Ἡράκλειο τῆς Κρήτης, πόλη στήν ὁποία ἰδιαιτέρως τιμᾶται ὁ Ἅγιος. Τό 1821, μετά τήν ἔκρηξη τῆς μεγάλης Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης ἐναντίον τῶν Τούρκων, οἱ κατακτητές προχώρησαν σέ σφαγές χιλιάδων ἀμάχων σέ πολλές περιοχές. Ἀπό τούς πρώτους πού πλήρωσαν μέ τό αἷμά τους τήν ἐπανάσταση ἦταν καί οἱ κάτοικοι τῆς Κρήτης. Μεταξύ τῶν χιλιάδων θυμάτων ἦταν ὁ Μητροπολίτης Κρήτης, οἱ Ἐπίσκοποι Χανίων, Κνωσοῦ, Χερσοννήσου, Λάμπης, Σητείας κ.ἄ.
Οἱ ὁποῖοι ἐσφάγησαν, τήν 24η Ἰουνίου 1821, στόν περίβολο τοῦ Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ τοῦ Ἡρακλείου. Μάλιστα, ὁ ἱερουργῶν ἱερέας ἐσφάγη πάνω στήν Ἁγία Τράπεζα!Πέντε χρόνια ἀργότερα, τό 1826, οἱ Τοῦρκοι τοῦ Ἡρακλείου σχεδίαζαν νά προβοῦν σέ σφαγή τῶν Χριστιανῶν, καί πάλι στόν Μητροπολιτικό Ναό τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ, στίς 18 Ἀπριλίου, ἡμέρα τοῦ Πάσχα, τήν ὥρα τῆς Ἀναστάσιμης Θείας Λειτουργίας γιά νά πιάσουν τούς Χριστιανούς ἀπροετοίμαστους.
Γιά ἀντιπερισπασμό ἔβαλαν φωτιά σέ διάφορα ἀπομακρυσμένα σημεῖα τῆς πόλης, ἐνῶ ὁπλισμένα στίφη εἶχαν συγκεντρωθεῖ ἔξω ἀπό τό ναό, περιμένοντας τήν ὥρα τῆς ἀναγνώσεως τοῦ Εὐαγγελίου γιά νά εἰσβάλουν καί νά ἀρχίσουν τήν σφαγή.
Μόλις ὅμως ἄρχισε ἡ ἀνάγνωση ἐμφανίσθηκε ἕνας ἀσπρομάλλης ἡλικιωμένος ἱππέας πού ἔτρεχε γύρω ἀπό τό ναό κραδαίνοντας τό ξίφος του καί κυνηγώντας τούς ἐπίδοξους σφαγεῖς οἱ ὁποῖοι τράπηκαν πανικόβλητοι σέ φυγή. Ἔτσι σώθηκαν οἱ πολύπαθοι Χριστιανοί τοῦ Ἡρακλείου ἀπό τόν φοβερό κίνδυνο.Οἱ Τοῦρκοι νόμισαν ὅτι ὁ καβαλάρης ἦταν μουσουλμάνος πρόκριτος ἀπεσταλμένος ἀπό τόν Διοικητή τῆς πόλης γιά νά ματαιώσει τήν σφαγή.
Ὅταν διαμαρτυρήθηκαν στόν Διοικητή, αὐτός τούς διαβεβαίωσε ὅτι δέν γνώριζε τίποτε καί μάλιστα διαπιστώθηκε ὅτι ὁ συγκεκριμένος πρόκριτος δέν εἶχε βγεῖ καθόλου ἀπό τό σπίτι του.Κατάλαβαν τότε οἱ Τοῦρκοι ὅτι ἐπρόκειτο γιά θαῦμα τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ, κοινοποίησαν τό γεγονός στούς Ἕλληνες καί ἀπό τότε οἱ Μουσουλμάνοι ηὐλαβοῦντο πολύ τόν Ἅγιο, προσφέροντας μάλιστα καί δῶρα στό ναό του.
Τό θαῦμα αὐτό τού Ἁγίου Μηνᾶ καθιερώθηκε νά τιμᾶται στό Ἡράκλειο τήν Τρίτη της Διακαινησίμου, ὁπότε καί ἐκτίθεται σέ προσκύνηση, κατά τόν ἑσπερινό, λείψανο τοῦ Ἁγίου, ὁ ὁποίος θεωρείται έκτοτε προστάτης της πόλης.
«Μεταξύ τῶν ἀδικημένων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι καί ὁ Ὁσιώτατος πατήρ Γεώργιος, ὁ Χατζή – Γεώργης, ὁ ὁποῖος εἶναι ἕνας σύγχρονος Ἅγιος τῆς ἐποχῆς μας, ἀλλά, μποροῦμε νά ποῦμε, καί μεγάλος Ἅγιος, ἀνάλογα μέ τήν ἐποχή μας», γράφει ὁ Άγιος Παϊσιος ὁ Ἁγιορείτης.Ὁ Γέρων Χατζή–Γεώργης (1809–1886), «ὁ μέγας καί περιβόητος ἀσκητής», ἀσκήτευσε στό Ἅγιον Ὄρος ἐπί μακρό χρονικό διάστημα.
Ἐπί ἀρκετά χρόνια ἔμενε στήν Κερασιά, στό μεγάλο Κελί τοῦ Ἁγίου Δημητρίου καί Ἁγίου Μηνᾶ, ὡς ὑποτακτικός του Πάπα–Νεόφυτου στήν ἀρχή καί ὡς Γέρων τῆς Συνοδείας ἀπό τό 1848 καί ἔπειτα. «Κάποτε, ἐνῶ ὁ Γέροντας ἠσχολεῖτο μέ τό ἐργόχειρο, κατά λάθος κατάπιε μεγάλη βελόνα καί προσευχήθηκε πρός τόν μεγαλομάρτυρα Μηνᾶ. Στάθηκε τότε ὁ Ἅγιος ἐνώπιόν του, ἔβαλε τό χέρι στόν λαιμό του καί ἔβγαλε τήν βελόνα».
Τό 1942, κατά τόν Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οἱ ὑπό τόν Ρόμμελ δυνάμεις τοῦ Ἄξονα στήν Ἀφρική εἶχαν καταφέρει νά προελάσουν τόσο ὥστε νά εἶναι ὁρατός ὁ κίνδυνος νά φθάσουν στήν Διώρυγα τοῦ Σουέζ. Στήν περιοχή τοῦ Ἐλ Ἀλαμέϊν (ἀραβική παραφθορά τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ), ὅπου βρίσκονταν τά ἐρείπια ναοῦ τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ καί ἴσως καί ὁ τάφος του.
Οἱ ἀντίπαλες δυνάμεις προετοιμάζονταν γιά τήν ἀποφασιστική σύγκρουση ἡ ὁποία θά ἔκρινε τό ἂν οἱ σύμμαχοι θά κατάφερναν νά παραμείνουν στήν Ἀφρική. Μεταξύ τῶν συμμαχικῶν στρατευμάτων βρισκόταν καί ἑλληνική στρατιωτική δύναμη, ἡ ὁποία πῆρε μέρος στή μάχη.
Ἕνα ἀπό τά βράδια ἐκεῖνα, πολλοί στρατιῶτες εἶδαν τόν Ἅγιο Μηνᾶ νά βγαίνει ἀπό τά ἐρείπια τοῦ ναοῦ του ὁδηγώντας ἕνα καραβάνι μέ καμῆλες, ὅπως ἀπεικονίζεται σέ μία ἀπό τίς παλαιές ἁγιογραφίες τοῦ ναοῦ του, καί νά μπαίνει μέσα στό στρατόπεδο τῶν ἐχθρικῶν δυνάμεων.
Ἡ ἐμφάνιση αὐτή κατατρόμαξε τούς Γερμανούς καί ὑπονόμευσε καίρια τό ἠθικό τους, πράγμα πού συνέβαλε καθοριστικά στή νίκη τῶν συμμαχικῶν δυνάμεων. Σέ ἀνταπόδοση τῆς εὐεργεσίας αὐτῆς τοῦ Ἁγίου παραχωρήθηκε στό Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας ὁ τόπος ἐκεῖνος καί ξανακτίσθηκε ὁ ναός καθώς καί μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου