23 Απριλίου, 2020

† ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ο ΤΡΟΠΑΙΟΦΟΡΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ


Ο Άγιος μεγαλομάρτυς Γεώργιος έζησε 300 περίπου χρόνια μετά την έλευση του Χριστού στην γη. Λίγο πριν παύσουν οι διωγμοί των Χριστιανων, βίωσε το αβυσσαλέο μίσος, που είναι αποκύημα της παραλόγου υπερηφανείας, για να φανεί για μια ακόμη φορά στην γη ότι οι άνθρωποι αν θέλουν μπορούν να επιλέγουν οι ίδιοι την επανάληψη της επιλογής του πρώτου Αδάμ, όταν υπερήφανα θέλησε να γίνει Θεός άνευ του δημιουργού Θεού, όταν αντί να δεχθεί με ευγνωμοσύνη τις ακτίνες του θεϊκού φωτός, θεώρησε ότι μπορεί να είναι ο ίδιος «φως» πράγμα που είναι ίδιο μόνο του Δημιουργού.

Δεν ήταν όμως πρώτος ο άνθρωπος που συνέλαβε την παράλογη σκέψη ότι μπορεί να υπάρχει σαν Θεός άνευ του δημιουργού Θεού. Πιο πριν, μέρος των νοερών Ουσιών που μετείχαν –κατά χάριν και δωρεάν– στο φως του Θεού, ακολούθησαν με την θέλησή τους την παράλογη σκέψη και ορμή να αντικαταστήσουν τον Θεό. Είδαν το κάλλος και την ομορφιά του φωτός με το οποίο ήσαν στολισμένοι από τον Θεό και αντί να θαυμάσουν τον δωρεοδότη Θεό, θαύμασαν τον εαυτό τους, με αποτέλεσμα να απομακρυνθεί λυπημένο το Άγιο εκείνο και γλυκύτατο φως. 

Και στις νοερές αυτές και λογικές δυνάμεις, που από φως έγιναν σκότος, να έχει μείνει άκρατη η επιθυμία να δοξάζονται σαν Θεοί, στην θέση του Θεού, και να δέρνουν αλύπητα όλη την οικουμένη μέχρι σήμερα, δημιουργώντας πλήθος φανταστικών θεών αλλά και φιλοσοφικών ιδεών, πίσω από τα οποία κρύβονται, προκειμένου να εκπληρώνουν –έστω και για λίγο– απατώντας τους λαούς, το άκρατο πάθος τους να λατρεύονται σαν Θεοί. Η υπερήφανη επιθυμία των φιλοδόξων ανθρώπων ταυτίζεται με την υπερήφανη διάθεση των πονηρών πνευμάτων να δοξάζονται. 

Η ανεκπλήρωτη αυτή επιθυμία ξεσπάει σαν μίσος και έχθρα εναντίον όσων δεν αποδίδουν σ’ αυτούς την δόξα που επιθυμούν. Πιο ισχυρό γίνεται το μίσος και η έχθρα όταν παρουσιάζεται κάποια σημαντική προσωπικότητα που τιμάται αντ’ αυτών λόγω της ηθικής της αξίας αλλά και της σημαντικότητάς της, πράγμα που συνέβη στον ίδιο τον Κύριο, όταν ακόμα και ο Πιλάτος γνώριζε ότι πάντως «δια φθόνον παρέδωκαν Αυτόν».

Αυτή ήταν η στάση και η θέση των περισσοτέρων Ρωμαίων αυτοκρατόρων, και όχι μόνο. Μεθυσμένοι από τη γήινη εξουσία και δόξα, απατήθηκαν, θεώρησαν τους εαυτούς τους θεούς, ξεχνώντας ότι και αυτοί ήσαν θνητοί ολιγοχρόνιοι άνθρωποι. Λάτρευαν δε σαν θεούς, όχι τον αληθινό Θεό και μόνο δημιουργό, ο οποίος προκειμένου να σώσει το αν-θρώπινο γένος από αυτή τη μέγιστη επιθανάτια απάτη, έγινε και άνθρωπος.

Αλλά λάτρευαν τις πονηρές και ταλαιπωρημένες αυτές νοερές ουσίες και δυνάμεις, οι οποίες γκρεμισμένες μαζί με την ανθρώπινη φύση στην ταλαίπωρη αυτή γη, επιθυμούν άκρατα να λατρεύονται σαν θεοί. Από όσους όμως γνώρισαν τον αληθινό Θεό, όχι μόνο δεν λατρεύονται, αλλά και εμπαίζονται και έτσι εξηγείται –από μέρους– γιατί τόσο μίσος εναντίον των υιών του φωτός.

Οι Άγιοι μαρτυρούν την Αλήθεια με τα έργα, τα λόγια, την παρουσία, την αγάπη τους. Αναγνωρίζουν και λατρεύουν ταπεινά και ευγνωμόνως τον Δημιουργό τους, πράγμα που δεν δέχονται ούτε οι πονηροί δαίμονες, ούτε όσοι από τους ανθρώπους παραμένουν αμετανόητοι στη μοναξιά της αυτοθεωσεώς τους.

Ο Διοκλητιανός ήταν ένας από τους μεθυσμένους από την αυτοθέωσή τους αυτοκράτορες, ο οποίος λάτρευε αντί του Δημιουργού, τα πονηρά σκοτεινά κτίσματά Του, που έπαιζαν θεατρινίστικα τον ρόλο του Θεού. Ο Διοκλητιανός ήταν στην εξουσία, όταν πάνω σ’ αυτή τη γη έλαμψε μοναδικά, για να συνεχίσει πλέον να λάμπει αιώνια, ο μεγαλομάρτυς Γεώργιος.

Για τους γονείς του Αγίου Γεωργίου γνωρίζουμε από τον βιογράφο του μαρτυρίου του –που ήταν πιστός ακόλουθός του– ότι καταγόταν από γενεά Χριστιανών προγόνων και ότι και οι δύο υπήρχαν τόσο ενάρετοι ώστε σήμερα να τιμώνται ως Άγιοι. Ο μεν πατέρας του Γερόντιος μαρτύρησε ενώ ήταν στρατηλάτης στο αξίωμα, η δε μητέρα του ζώντας οσιακά, μεγάλωσε το μονάκριβο ορφανό της και πέθανε ειρηνικά πριν γνωρίσει την μελλοντική ουράνια δόξα του.

Η Καππαδοκία ήταν η πατρίδα τους και από τέτοιους γονείς ήταν τελείως φυσικό να προβάλει ο συγκεκριμένος υιός, ο Γεώργιος, που έγινε στην συνέχεια η παρηγοριά κάθε Χριστιανού, όπως ο ποιητής αναφέρει στο απολυτίκιό του: «Ως των αιχμαλώτων ελευθερωτής και των πτωχών υπερασπιστής• ασθενούντων ιατρός, βασιλέων υπέρμαχος, τροπαιοφόρε μεγαλομάρτυς Γεώργιε• πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ σωθήναι τας ψυχάς ημών».

Νέος στην ηλικία, γεννημένος μέσα στο φως της προσευχής των γονέων του, αναθρεμμένος με τις αρετές που εκείνο το φως μεταδίδει στους λάτρες του, γεμάτος από σύνεση, σωφροσύνη και σοφία, πρόσθεσε, με την αύξηση της ηλικίας του, στην σεμνότητά του, την δικαιοσύνη και σαν ιδιαίτερο τελείως δικό του χαρακτηριστικό, μια αξεπέραστη ανδρεία. 

Όπου πήγαζε από την μεγάλη πίστη του προς τον Χριστό και την πρόνοιά Του, πίστη που προερχόταν από την πλούσια θεωρία του φωτός του Θεού, που κατοικούσε μέσα του. Αυτό το φως διηύθυνε τις αισθήσεις του, τις σκέψεις του, τα λόγια του. Αυτό το φως τον δίδασκε γνώση όχι μόνο στα υπεραισθητά, αλλά και σ’ αυτά ακόμη τα γήινα, ώστε να ξεχωρίζει ανάμεσα στους πολλούς και πολύ σύντομα να του δοθούν αξιώματα πολιτικού και στρατιωτικού διοικητού.

Δεν ξεπερνούσε τα 22 χρόνια της ζωής του κι ενώ τον περίμεναν μεγαλύτερα αξιώματα, μια που εκτός των αρετών του, της φυσικής ομορφιάς και σωματικής δυνάμεώς του είχε κληρονομήσει και γήινα πλούτη από τους γονείς του, ξαφνικά τα μοίρασε όλα στους φτωχούς και πήρε την μεγάλη απόφαση –σαν μυθικός ήρωας που όμως ήταν κατά πάντα συνάνθρωπός μας– γυμνός από τα γήινα –πράξη αυτοθυσίας. 

Όπου ο κάθε εχέφρων αντιλαμβάνεται το μέγεθός της– να περπατήσει τον δρόμο που πρώτος περπάτησε ο Θεός στην γη για μας• κι αυτό δεν έγινε καθόλου άκαιρα. Ο Διοκλητιανός –δια του Μαξιμιανού του γαμβρού του– είχε πετύχει μεγάλες νίκες κατά των Περσών. Ο Μαξιμιανός είχε τότε την έδρα του στην Νικομήδεια, κι αφού κατ’ αρχάς είχε πολλάκις νικηθεί από τους Πέρσες, που κατέστρεφαν την περιοχή του, την Παλαιστίνη, την Αρμενία και την Καππαδοκία.

κάλεσε τον Διοκλητιανό, που με την σημαντικότερη στρατειά του κατέφθασε από την Ρώμη με την γυναίκα του Αλεξάνδρα –η οποία ήθελε να δει την κόρη της που είχε παντρευτεί τον Μαξιμιανό– έχοντας μαζί τους, τους πιο στενούς συγγενείς τους, Μαγνέντιο, Θεόγνι και Δαδιανό, οι οποίοι ήσαν τοπάρχες της Λιβύης, της Αιγύπτου και της Συρίας, ενίσχυσε τον Μαξιμιανό με την στρατι του, ο οποίος τελικά πέτυχε ολοκληρωτικές νίκες κατά των Περσών και γύρισε πίσω στην Νικομήδεια, όπου συναθροίστηκαν όλοι οι συγγενείς, βασιλείς και ηγεμόνες.

Μετά από αυτή την επιτυχία, θέλησαν, με μεγάλες πανηγύρεις, να κάνουν θυσίες στους θεούς και μάλιστα στον Απόλλωνα, που λατρευόταν ιδιαίτερα σ’ εκείνα τα μέρη. Τότε θυμήθηκαν ότι υπήρχαν κάτω από την εξουσία τους άνθρωποι, οι Χριστιανοί, που δεν λάτρευαν τους θεούς τους. Ατ τος πίκρανε αφάνταστα και αποφάσισαν ότι όλοι αυτοί ή έπρεπε να λατρεύουν τους θεούς τους η να πεθάνουν. 

Οι θεοί τους είναι φανερό ότι δεν ενδιαφέρονταν για την εντολή της αγάπης, αλλά μόνο για την δόξα τους. Μαζεύτηκαν λοιπόν όλοι οι ηγεμόνες, με πρόεδρο και πρώτο τον αυτοκράτορα και αποφάσισαν να στείλουν παντού αυτοκρατορικά διατάγματα, που έλεγαν περίπου τα εξής: «Ο Διοκλητιανός, ο μέγιστος αεισέβαστος αιώνιος βασιλιάς, στους στρατηγούς και ηγεμόνες και προϊσταμένους που ηγεμονεύουν στις χώρες και επαρχίες της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, χαίρετε! 

Επειδή ακούσαμε ότι μία ασεβέστατη προς τους θεούς θρησκεία, η λεγομένη των Χριστιανών, με την παρουσία της σαλεύει την ειρήνη στην κραταιά αυτοκρατορία μας και σέβεται κάποιον Ιησού, που κατακρίθηκε από τους Ιουδαίους σε σταυρικό θάνατο, βλασφημούν δε και ειρωνεύονται τον μέγα θεό Απόλλωνα, τον Ερμή και τον Διόνυσο, τον Ηρακλή και τον Δία, οι οποίοι χαρίζουν ειρήνη στην αυτοκρατορία, γι’ αυτό διατάζουμε να συλλαμβάνονται και να τιμωρούνται αυστηρότατα, νδρες και γυναίκες, ώστε να αρνούνται την θρησκεία τους. 

Αν με τις απειλές και τις τιμωρίες αλλάξουν άποψη, να τους δίνονται σοβαρές δωρεές, σε διαφορετική όμως περίπτωση –μετά από πολλά βάσανα και τιμωρίες να αποκεφαλίζονται με ξίφος. Εάν δεν εφαρμόσετε με ακρίβεια τα προστασσόμενα, θα υποστείτε τις ίδιες τιμωρίες. Σπουδάστε να εκτελέσετε τις διαταγές μας!».Τα διατάγματα στάλθηκαν σε κάθε χώρα, σε κάθε πόλη. Ετοιμάστηκαν βασανιστήρια όργανα και δόθηκε η ευκαιρία σ’ όσους έτρεφαν έχθρα και μίσος κατά των Χριστιανών να εκπληρώσουν την επιθυμία τους αυτή, προδίδοντας τους πιστούς στους άρχοντες. 

Και άλλοι μεν από τους πιστούς προετοιμασμένοι με την πίστη και την αρετή, αγωνίζονταν περνώντας από φρικαλέα βασανιστήρια και νικούσαν, «μάρτυρες γενόμενοι της αληθείας» και σαν άλλα νοητά αστέρια και ήλιοι λάμπουν μέχρι σήμερα στο στερέωμα της Εκκλησίας. Άλλοι όμως δυστυχώς δεν άντεχαν μέχρι το τέλος και έχαναν τον στέφανο του μαρτυρίου.

Ανάμεσα στον πόνο και στον θόρυβο των ημερών, περιερχόταν ο εικοσιδυάχρονος Γεώργιος παρακολουθώντας τα δρώμενα. Ήταν ήδη τιμημένος με το αξίωμα του Κόμη και του είχε υποσχεθεί ο Διοκλητιανός και το αξίωμα του Στρατηλάτη. Σεμνός, ανδρείος και δυνατός στο σώμα και στην ψυχή, αναλογιζόταν προσευχόμενος την παρουσία του Θεού στην γη, πως τον πρόδωσε ο μαθητής Του.

Τον συνέλαβαν, πως τον οδήγησαν οι συνάνθρωποί του στο πραιτώριο, πως τον ενέπαιζαν, πως τον κορόιδευαν, πως τον ράπιζαν και τον οδήγησαν οι Ρωμαίοι στρατιώτες μπροστά στον Πιλάτο να απολογηθεί, πως υπέμεινε την συκοφαντική επίθεση των Ιουδαίων αρχιερέων που σούβλιζε την καρδιά μέχρι τα τρίσβαθα της ψυχής• «περίλυπός εστιν η ψυχή μου έως θανάτου» είχε πει ο Κύριος που προγνώριζε ότι θα συμβούν όλα αυτά.

Όμως μετά το διασυρμό, το μαστίγωμα και τις τόσες άλλες δυσκολίες, την ώρα της Σταυρώσεώς Του όταν παρέδωσε το Πνεύμά Του, σαλεύθηκε η γη, ο ήλιος έχασε το φως του, οι δίκαιοι νεκροί αναστήθηκαν και μετά από τρεις μέρες νικήθηκε μέχρι τέλους ο θάνατος. Ο Ιησούς ο Θεός αναστήθηκε, το μαρτυρούσε η Χάρις του Αγίου Πνεύματος που κατοικούσε πλούσια στην καθαρή του καρδιά. 

Θεουργικός έρωτας πρόσθετε πάνω στην ανδρεία του ψυχή την δύναμη που χρειαζόταν να ομολογήση και εκείνος για τον σαρκωθέντα Ιησού, να μιμηθεί το πάθος Του, να βρεθεί κοντά στον αγαπημένο, που πρώτος έπαθε γι’ αυτόν, για όλους τους ανθρώπους. 

Η Χάρις του Θεού τον παρότρυνε «μη φοβηθήτε από αυτούς που σκοτώνουν το σώμα, δεν μπορούν όμως να σκοτώσουν την ψυχή» και όποιος «μέσα στην δική μου Χάρη με ομολογήσει αληθινό Θεό και άνθρωπο μπροστά στους ανθρώπους, θα τον ομολογήσω κι εγώ μέσα στην ίδια ύπαρξή του, μπροστά στον Ουράνιο Πατέρα μου».

Παρουσία φωτός αρρήτου, έρωτας γλυκύτατος, έπαψαν οι αισθήσεις οι γήινες, η πρόσκληση ήταν βεβαία. Ο Ιησούς σαν φίλος και αγαπητός, καλούσε τον Γεώργιο κοντά Του• πως θα μπορούσε να αρνηθεί τέτοια πρόσκληση; Δάκρυα χαράς, αίσθηση μεγάλης ταπεινώσεως, πρόσκληση σ’ αυτόν τον θνητό Γεώργιο από τον ουράνιο Φίλο στο αξίωμα της αθανασίας, στο χάρισμα της υιοθεσίας, συγκληρονόμος Χριστού.

Πήρε αμέσως την απόφαση, χάρισε όλα τα υπάρχοντά του στους πτωχούς, ελευθέρωσε τους δούλους του. Ο πιο πιστός απ’ αυτούς, που ήταν και Χριστιανός, πληροφορήθηκε τι έμελλε να κάνει ο κύριός του και δεν τον εγκατέλειψε, έμεινε κοντά του. Από αυτόν γνωρίζουμε το μαρτύριό του.

Η υπερηφάνεια –ο θεός του Διοκλητιανού– μεγάλωνε, η σύγχυση και η ταραχή στον λαό επίσης. Η απόφαση να μη μείνει κανένας Χριστιανός στην γη, έκανε τον Διοκλητιανό να καλέσει μεγάλο ανοικτό συνέδριο με πολλούς ηγεμόνες, διοικητές και στρατηλάτες –παρουσία και του λαού– και να ανακοινώσει αλαζονικά ότι θα γίνουν μεγάλες θυσίες στους θεούς, ότι θα αφανιστεί από την γη κάθε Χριστιανός. 

Εκεί βρισκόταν και ο Γεώργιος, γιατί σε λίγο θα έπρεπε να λάβει το αξίωμα του στρατηλάτη.Μπροστά στα πρόθυρα των βασιλικών ανακτόρων πολλά βασανιστήρια όργανα και μηχανήματα εκτέθηκαν και δημιουργούσαν κατάπληξη στο να τα βλέπει κανείς. Ο Γεώργιος κοντοστάθηκε, τα κοίταξε: 

«Αυτά ήταν λοιπόν τα φόβητρα• πανάγαθε Χριστέ Ιησού μου, βοήθησέ με» ψιθύρισε και πάλι με πίστη ατένισε στον Γολγοθά, στον εσταυρωμένο Ιησού. Δεν ήταν άπειρη η ψυχή του από μάχες και θανάτους, αφού ήταν αξιωματούχος του ρωμαϊκού στρατού, εδώ όμως ανοιγόταν στάδιο αγώνα κατά του θανάτου, με θεωρούς βασιλείς και ηγεμόνες, την αφρόκρεμα της πόλης, τους συστρατιώτες του, τους γνωστούς.

Τους φίλους, με θεωρούς τους ουράνιους αγγέλους, τους Αγίους, αυτούς τους ίδιους τους γονείς του, που προσεύχονταν γι’ αυτόν στον ουράνιο Κύριο• θα ήταν επίσης και η παρουσία του ίδιου του Κυρίου και της πανάχραντης Μητέρας Του.

Στο στάδιο είχε να αγωνιστεί με δύο εχθρούς. Τα παμπόνηρα πνεύματα της πονηρίας που λυσσαλέα επιζητούσαν τιμές θεών η τέλος πάντων να καταστρέψουν την ψυχή του χωρίζοντάς την από τον Χριστό, και με τον αξιολύπητο εκείνο και δυστυχή αυτοκράτορα και τους ηγεμόνες, που ήταν αιχμάλωτοι των δαιμόνων. Όντως ψυχές για λύπηση!

Η πολιτική του αυτοκράτορα είχε πετύχει. Οι Χριστιανοί ήταν ήδη ταλαιπωρημένοι. Εκείνος διασκέδαζε με εορτές και λατρείες των θεών του, την στιγμή που αυτοί έκλαιγαν τους νεκρούς τους και ανέμεναν με πόνο την αυριανή σύλληψή τους, χωρίς να έχουν κανένα ακόμα μεγάλο παράδειγμα ανδρείας και ομολογίας, όπως άκουγαν πως συνέβαινε σε άλλες περιοχές η λίγο πιο πριν με άλλους μεγάλους μάρτυρες. 

Η παρουσία των μεγάλων μαρτύρων ήταν υπέρτατο στήριγμα σ’ αυτούς, γιατί εκτός από το κουράγιο που έπαιρναν από την πίστη και την ανδρεία τους, ο Θεός συνόδευε την μαρτυρία τους με πολύ θαυμαστά γεγονότα, που τους μεν βασιλείς εξέπλητταν, στους Χριστιανος πιβεβαίωναν την πίστη τους και τους ενθάρρυναν.

Πολλοί ειδωλολάτρες που ήταν καλόψυχοι πίστευαν στον Χριστό και η φήμη των γεγονότων έφτανε μέχρι τις πιο απομακρυσμένες πόλεις, ακόμη και στη Ρώμη, έτσι ώστε εκεί που οι αυτοκράτορες νόμιζαν ότι ο Χριστιανισμός θα χαθεί, χιλιάδες και μυριάδες πιστοί ξεφύτρωναν, από την έμπρακτη ομολογία των μαρτύρων και τα θαυμαστά γεγονότα της παρουσίας του Θεού στην μαρτυρία τους.

Στο συνέδριο οι πάντες συναινούσαν με τις απόψεις του βασιλιά, λέγοντες: «Εμείς μέγιστε και αήττητε βασιλιά, αναγνωρίζοντας πόσο μας προστατεύεις και μας προνοείς, αποδεχόμαστε με χαρά να τιμήσουμε τους θεούς μας μαζί σου. Συμφωνούμε επίσης να καταστρέφεται με βάσανα όποιος ονομαζει τον εαυτό του Χριστιανό». τσι λεγαν γιατί απολάμβαναν της τιμής, της δόξας και της ευπορίας, που ο Διοκλητιανός τους χάριζε.

Ο Γεώργιος, μέχρι στιγμής, δεν είχε πει τίποτα. Έκρινε όμως ότι ήταν η καταλληλότερη στιγμή να δώσει την μάχη του. Κατ’ άνθρωπον φαινόταν τελείως μόνος• μέσα του όμως ο θεουργικός έρωτας μαρτυρούσε ότι ο Κύριος ήταν μαζί του. Είχε εξάλλου εμπειρία μεγάλη στη ζωή του από την προστασία που του παρείχε ο Κύριος, όταν σ’ όλες τις μάχες αυτός έβγαινε νικητής και σ’ όλες τις δύσκολες στιγμές, με θαυμαστό τρόπο τον έσωζε ο Κύριος.

Ζήτησε το λόγο από το βασιλιά, προχώρησε με παρρησία στο βήμα. Όλων τα μάτια στράφηκαν πάνω του. Τι θα έλεγε ο νεαρός αυτός κόμης με το ανδρείο και ευγενικό παράστημα μπροστά στο φοβερό αυτοκράτορα, που με ένα νεύμα του και μόνο μπορούσε να του αφαιρέσει την ζωή, μπροστά σ’ όλους αυτούς που ήταν έτοιμοι να κατασπαράξουν όποιον του αντιμιλούσε, μπροστά στους τόσους ηγεμόνες και στρατηλάτες που τον έτρεμαν, μπροστά στα φοβισμένα μάτια του κόσμου;

«Μεγαλειότατε, δεν θα σας κουράσω! Παρακολουθώ τον πόλεμο κατά των Χριστιανών• τον θεωρώ τελείως ανίερο. Η ειρήνη και η δικαιοσύνη ανάμεσα στον λαό, πρέπει να εκπορεύεται από σας που είστε οι κυβερνήτες του. Εσείς όμως εναντίον δικαίων και αγίων ανθρώπων κηρύξατε πόλεμο, γιατί πιστεύουν σ’ Αυτόν που δημιούργησε τον ουρανό και την γη, χωρίς να έχουν πράξει κανένα κακό, αφού οι εντολές Του είναι μόνο αρετές, μόνο αγάπη. 

Μεγαλειότατε, δεν ανέχομαι να μη λατρεύεται ο Χριστός ο Υιός του Θεού, να πορεύεστε μέσα στο σκοτάδι, να λατρεύετε ναίσθητα είδωλα και δαίμονες για θεούς. Ακούστε με! Αφήστε το σκοτάδι! Ελάτε στο θεϊκό φως που είναι η επίγνωση Ιησού του Θεού, για να αξιωθείτε αιώνια δόξα! Η δόξα που έχετε τώρα, είναι πρόσκαιρη και ματαία• σαν χορτάρι θα μαραθεί κι είναι για μένα καλύτερο να με παραδώσετε σε μύριους θανάτους παρά να ακούω τις βλασφημίες σας». Ο βασιλιάς ταράχθηκε, κοκκίνισε, θύμωσε, δεν μπορούσε να μιλήσει. Έκανε νεύμα στον ηγεμόνα Μαγνέντιο να μιλήσει, κι’ αυτός είπε:

– Ποιό είναι το όνομά σου, ποιός είσαι που με τόσο θράσος ανέβηκες 
σ’ αυτό το φοβερό βήμα για ν μιλήσεις έτσι μπροστά σ’ όλους μας;

– Το πιο τίμιο όνομα που μου προκαλεί χαρά και δόξα
 είναι το Χριστιανός. Το όνομα από τη γέννησή μου Γεώργιος, 
όπως ο Θεός μου θέλησε.

– Και για ποιά αιτία παρουσιάστηκες σήμερα εδώ στο μέγα τούτο κριτήριο;

– Η αλήθεια με παρότρυνε.

– Και τι είναι αλήθεια;

– Η αλήθεια είναι Χριστς Θεός που εσείς καταδιώκετε. Αυτός όμως είναι Θεός αληθινός και οι βασιλείς της γης από Αυτόν έχουν την εξουσία, ενώ τα σεβάσματά σας αξίζουν μόνο εμπαιγμό, γιατί είναι μύθοι και εφεύρεση διαβολική, που στέλνουν στην καταστροφή αυτούς που ασχολούνται με την λατρεία τους.

Μετά από αυτή την απάντηση, σύγχυση και θόρυβος μεγάλος έγινε στο πλήθος και ο αυτοκράτορας πρόσταξε τους φύλακες να κρατήσουν την τάξη. Επικράτησε σιγή. Ο Μαγνέντιος δεν περίμενε τέτοιο θάρρος. Ο Διοκλητιανός παρακολουθούσε την νεότητά του, την συμμετρία των μελών του, την ωραιότητα του προσώπου του, το γεμάτο ανδρεία νεανικό παράστημα του, την παρρησία του που δεν έκρυβε κανένα φόβο και σάστισε θαυμάζοντας. Μετά όμως με υποκριτική ηρεμία είπε:

– Γεώργιε, εγώ γνωρίζω για σένα ότι είσαι ευγενής, από πλούσια οικογένεια, με συνετή σκέψη και ανδρεία κοσμημένος, με πολλ πίσης αξιώματα που σου χαρίστηκαν από την βασιλεία μου, τα οποία πιστεύω ότι τα έλαβες από την πρόνοια των μεγάλων θεών. 

Μην είσαι αγνώμων και αχάριστος προς τους ευεργέτες. Προτιμώ να σου μιλώ πατρικά και να σου παρουσιάσω πόσες ακόμα τιμές και δόξες θα πάρεις, αν αφήσεις την ανώφελη αυτή πίστη και θυσιάσεις στους θεούς, παρά να σου εκθέσω πόσα βασανιστήρια και ποιά οξύτατα βάσανα σε περιμένουν, που προκαλούν φρίκη μόνο στο άκουσμά τους.

– Οι τιμές σου βασιλιά και οι ατιμίες δεν με ενδιαφέρουν. Θα εξαφανιστούν κι αυτές ως φθαρτές, αφού κι εσύ φθαρτός είσαι, κι εσύ που αυτή την στιγμή φαίνεται ότι υποτάσσεις τα πάντα, μετά από λίγο δεν θα υπάρχεις κι ούτε ίχνος από την τωρινή ευτυχία σου δεν θα φαίνεται στην ζωή αυτή. 

Γι’ αυτό καλύτερα να πιστέψεις στον αληθινό και αιώνιο Θεό μου, για να σου χαρίσει την επουράνια βασιλεία Του. Και μην πιστεύεις ότι θα με πείσεις να θυσιάσω στους δαίμονες, ούτε να αφήσω το φως για χάρη του σκοταδιού, γιατί η σύνεση διδάσκει από τον θάνατο προς την ζωή να επιστρέφουμε.

Κι ο βασιλιάς είπε:

– Κι έτσι απλά καταστρέφεις την νεότητά σου και αφήνεις 
την γλυκιά ζωή και προτιμάς την πώλειά σου και τον θάνατο;

– Δεν είναι βασιλιά ο θάνατος αυτός εδώ απώλεια, αλλά χαρά, γλυκύτητα, και αγαλλίαση. Μ’ αυτά που εσύ νομίζεις θλιβερά, εμείς θα απολαύσουμε την αιώνια ζωή και μακαριότητα κι όσα δεν μπορείς να φανταστείς αγαθά, που μας ετοίμασε ο Θεός. Ο βασιλιάς εξοργίστηκε και κοιτώντας τον θυμωμένος, φώναξε:

– Εγώ θέλοντας να σε σώσω και να σου δώσω πολλά αγαθά, ανέχθηκα την αναίδειά σου. Εσύ όμως δν πολογίζεις όσα σου πρόσφερα και ονειροπολείς, από τα βάσανα που θα σου δώσω, ότι θα κερδίσεις αιώνια αγαθά. Πάρε λοιπόν αυτά που θέλεις και να δούμε ποιά είναι η ελπίδα σου.

Και αμέσως διέταξε τους πιο ισχυρούς φρουρούς να τον κτυπήσουν με μαστίγια, από βοδινά νεύρα κατασκευασμένα. Ο Γεώργιος πολλή ώρα υπέμεινε, χωρίς να στενάξει και ο βασιλιάς διέταξε να τον κρεμάσουν από ένα ξύλο και να τον κτυπήσουν με δόρυ στην κοιλιά, γι να χυθούν έξω τα σπλάγχνα του. Όμως το σιδερένιο δόρυ, κατά το κτύπημα, στράβωσε σαν να ήταν μολυβένιο κι ο μάρτυς είπε:

–Σ’ ευχαριστώ Χριστέ μου, γιατί το σπαθί του υπηρέτη του 
διαβόλου απέστρεψες από μένα και την υπερηφάνειά του κατέστρεψες.

Μετά από τόσα κτυπήματα που με ανδρεία και πραότητα υπέμεινε ο Γεώργιος, μετ από την θαυμαστή διάσωσή του από τον θάνατο, αντί να ταπεινωθεί η αλαζονεία του υπερήφανου, θύμωσε πιο πολύ και με μανία διέταξε να τον ξέουν με νύχια σιδερένια. 

Κατόπιν τον έστειλε στην φυλακή, τα πόδια του τα έβαλαν στο τιμωρητικό ξύλο και πάνω στο στήθός του βαλαν με σχοινιά μια τεράστια πέτρα, προκειμένου να συντριφθεί το σώμα του. Την ώρα που οι ισχυροί άνδρες έβαζαν στο στήθός του τον ογκόλιθο, εκείνος ευχαριστούσε τον Θεό και επέζησε, παρόλο που ο βασιλιάς νόμιζε ότι θα είχε πεθάνει.

Μόνο καρδιά, ψυχή και σώμα γεμάτα από Άγιο Πνεύμα μπορούσαν να αντέξουν σ’ αυτές τις φρικαλεότητες. Ο Γεώργιος έχοντας μέσα στην καρδιά του τον θεουργικό έρωτα του Ιησού, αναπολούσε τα ουράνια αγαθά, την συναυλία με τους Αγίους, βίωνε πολύ έντονα την γάπη το Χριστού για την οποία περνούσε μέσα απ’ αυτές τις θλίψεις, ένιωθε την παρουσία του Ιησού να ελάφρύνει τον σταυρό του. Αγαπημένε Γεώργιε έλεγε• «Ο ζυγός μου χρηστός και το φορτίον μου ελαφρόν εστι».

Την επομένη, έμαθε ο Διοκλητιανός από τους φρουρούς, ότι ο Γεώργιος παρ’ ελπίδα ζει. Αυτό του προξένησε κπληξη, αλλά αιχμάλωτος από τα πάθη του, δεν μπορούσε να εν-νοήσει ότι υπερφυσική ήταν πάντως η σωτηρία του. Προστάζει με μανία να κατασκευαστεί ένας μεγάλος τροχός, με τον άξονά του να νεβοκατεβαίνει πάνω σε δύο στύλους και ανάμεσα στους στύλους κάτω από τον τροχό, να τοποθετηθεί δοκάρι ξύλινο, πάνω στο οποίο θα έπρεπε να φυτευθούν καρφιά οξύτατα, διάφορα σπαθιά και μαχαίρια, ώστε όταν ο τροχός θα γύριζε κατεβαίνοντας σιγά-σιγά, να κατέκοβε το σώμα του Γεωργίου έως θανάτου.

Όταν τον έφεραν στον τόπο που ήταν ο τροχός και είδε με τι διαβολική τέχνη ήταν κατασκευασμένος, θυμήθηκε και πάλι τον εσταυρωμένο ανάμεσα στους δύο ληστές Ιησού, έδωσε κουράγιο στον εαυτό του και ψιθύρισε: «Εσύ, που αν και αθάνατος γεύτηκες για τη σωτηρία μας θάνατο, δώσε μου αυτή την ώρα να φυλάξω την πίστη και την ομολογία μου. Φύλαξε την ψυχή μου από τις τέχνες του εχθρού», και παραδόθηκε όλος στην φλόγα της προσευχής και του θείου πόθου να πάθει γι’ Αυτόν που για μας έπαθε.

Οι δήμιοι σαν θηρία τον άρπαξαν αμέσως στο νεύμα του τυράννου, άρχισαν να δενουν και να καρφώνουν τα χέρια και τα πόδια του στον τροχό, να σφίγγουν πάνω σ’ αυτόν με σιδερένια δεσίματα το σώμα του και να περιστρέφουν και κατεβάζουν σιγά-σιγά τον τρο-χο. Έτριζε ο τροχός και τα κοφτερά ξίφη άρχισαν να τεμαχίζουν σιγά-σιγά το σώμα του. Ο σαρκες διαλύονταν, τα οστά συντρίβονταν, ποτάμια το αίμα και οι παρόντες έστρεφαν αλλου το πρόσωπό τους, επειδή δεν μπορούσαν να βλέπουν το θέαμα. 

Ο Γεώργιος ούτε καν βογγούσε. Η παρουσία της Χάριτος, μετέβαλλε τους πόνους σε χαρά και ο θάνατος, που φυσιολογικά θ πρεπε να είχε ήδη έρθει, δεν έφθανε, γιατί εκεί ήταν Εκείνος που είπε• «Εγώ ειμί η Ζωή• ο πιστεύων εις εμέ, καν απόθάνει ζήσεται». Αλλά ο Διοκλητιανς νόμιζε και πάλι ότι ο Γεώργιος πέθανε και με κομπασμό είπε στους παρισταμένους: «Βλέπετε όλοι σας, ότι δεν υπάρχει άλλος θεός, εκτός από τον Απόλλωνα, τον Ποσειδώνα και τους άλλους θεούς. 

Που είναι τώρα ο Θεός του Γεωργίου; Γιατ δν φάνηκε να τον σώσει από τα βάσανα που του κάναμε;». Διέταξε λοιπόν να παραμείνει στον τροχό ο Γεώργιος έτσι πεθαμένος, προς εξουδένωση το Χριστο και φόβητρο του κόσμου κι αυτός πήγε στα βασίλεια. Κατά τις μία η ώρα το μεσημέρι, σκοτείνιασε ο ήλιος από βαριά σύννεφα, αστραπές και βροντές έσειαν τον αέρα και φωνή ακούστηκε που έλεγε: «Μείνε ανδρείος Γεώργιε! Να είσαι αδίστακτος στην πίστη σου και πολλοί εξαιτίας σου θα πιστέψουν σε μένα».

Οι στρατιώτες της φρουράς φοβήθηκαν και τόβαλαν στα πόδια. Άγγελος όμως Κυρίου εμφανίστηκε μπροστά στον Γεώργιο, τον λυσε, τον αποκατέστησε τελείως υγιή και του είπε: «Να χαίρεσαι εν Κυρίω πραγματικά Γεώργιε. Είσαι αληθινά ευτυχής, γιατί έδωσες τον εαυτό σου σε θάνατο για Εκείνον που για σένα πρώτος λογίστηκε στος νεκρούς. Πάρε δύναμη από την δύναμή Του, νίκησε κατά κράτος την ασέβεια και με στεφάνι δόξας ουρανίου φωτός, θα κατακοσμηθείς από τον βασιλιά της δόξης Χριστό».

Ήταν τόσο μεγάλη και ένδοξη η παρουσία του ουράνιου συμπαραστάτη που γέμισε την ψυχή του με ουράνια χαρά και ευφροσύνη. Τον θείο έρωτα που μυστικά ζούσε μέσα στην ψυχή του, όχι μόνο επιβεβαίωσε η ουράνια αυτή παρουσία, αλλά πολλαπλασίασε απείρως κατά τν πίστη και τους αγώνες του. 

Αυτές οι παρουσίες, καθώς και κάθε παράκληση της θείας Χάριτος δεν ξεχνιούνται ποτέ, ώστε να μπορεί ο αγωνιστής της ευσεβείας να τις φέρνει στην μνήμη του και να ενδυναμώνει την ψυχή του μ την πίστη, τις ώρες που ο Κύριος επιθυμεί να δοθεί από αυτούς που τον αγαπούν και η δική τους προσωπική κατάθεση στην προθυμία της αγάπης και της θυσίας.

Με άνεση, μόνος και πάλι, ξεκίνησε για το επόμενο αγώνισμα. Η ψυχή του ήταν ήδη στον ουρανό, η αγάπη για τους συνανθρώπους του μεγάλη και ο πόθος να δώσει και πάλι την παρουσία του Χριστού στους συνανθρώπους του, τν έκαναν να φύγει αμέσως για τα βασίλεια, όπου έμαθε ότι ο αυτοκράτορας θυσίαζε στον ναό του Απόλλωνα, περικυκλωμένος από το συνωστισμένο πλήθος.

Φλεγόμενος από τον πόθο να μαρτυρήσει για την αλήθεια, έσπρωχνε δεξιά και αριστερά το πλήθος για να φθάσει γρήγορα μπροστά στον βωμό που ήταν ο αυτοκράτορας. Έκπληξη και ταραχή, όχι λίγη, προκάλεσε η παρουσία του. Η τελετή σταμάτησε, ανησυχία με απορία δημιουργήθηκε και ο Γεώργιος σαν να παράβλεπε τον αυτοκράτορα, είπε προς το πλήθος: «Γιατί φίλοι θυσιάζετε τις ψυχές σας στους δαίμονες; 

Μέχρι πότε θα βρίσκεστε στο σκοτάδι τς θεΐας, εκουσίως θα κλείνετε τα μάτια της ψυχής σας και δεν θέλετε να κοιτάζετε στο φως τον ήλιο της δικαιοσύνης Χριστό; Ελάτε κοντά Του, νικήστε τον θάνατο, ατενίστε στο άχρονο φως, γίνετε παιδι το φωτός και της ημέρας. Δαίμονες σκοτεινοί είναι τα σεβάσματά σας και στην αιώνια φωτιά θα σας στείλουν. 

Θεός αληθινός είναι ο Χριστός, ο Θεός μου, ο οποίος θα συνδοξάσει και θα χαρίσει αιώνια ζωή, σ’ αυτούς που τον πιστεύουν». Στην συνέχεια στράφηκε προς τον βασιλιά και του είπε: «Πρόσεξέ με καλά βασιλιά και ταυτόχρονα πίστεψε στον Θεό μου, που με έσωσε από το μηχάνημά σου που κατασκεύασες για να με θανατώσεις».

Η δόξα του προσώπου του Γεωργίου που έλαμπε από το θεϊκό φως, η επίγνωση του φρικτού μαρτυρίου που ο ίδιος ο βασιλιάς παρακολούθησε, δεν τον άφηναν να πιστέψει ότι ατς εναι ο Γεώργιος. «Ποιός είσαι άνθρωπε»; είπε σαν ναρκωμένος. «Ποιός είσαι που τόλμησες να προκαλέσεις τόση ταραχή την ρα τς θυσίας»; Και ο Γεώργιος είπε: «Εγώ είμαι ο Γεώργιος που σας έχω ήδη μιλήσει για την αληθινή πίστη, αλλά κι αυτή την στιγμή, βεβαιώνω την δύναμη του αληθινού Θεού μου με την ζωντανή παρουσία μου. 

Θεός μου, σώζει αυτούς που τον πιστεύουν, όχι μόνο από τα χέρια των ανόμων αλλά και από ατ τν ίδιο τον θάνατο και από κάθε θάνατο». Ο βασιλιάς τον πρόσεχε καλύτερα και έλεγε: «Μήπως είναι το φάντασμα του και μας κοροϊδεύει»; Κι ο Μαγνέντιος έλεγε: «Όχι κάποιος άλλος θα είναι που του μοιάζει». 

Πως μπορούσαν να πιστέψουν ότι ο Γεώργιος μετά από τέτοιο φρικιαστικό θάνατο ήταν ζωντανός και υγιής μπροστά τους σε διάστημα λίγων ωρών, και ενώ αυτοί θυσίαζαν για να γιορτάσουν την νίκη τους; Ο Γεώργιος διέκοψε και πάλι την απορία τους και είπε: «Εγώ είμαι ο Γεώργιος, ο δούλος και φίλος του Χριστού μου. Μην αμφιβάλλετε μεταξύ σας για μένα• καλύτερα πιστέψτε χωρίς ενδοιασμούς, γιατί είναι παντοδύναμος και τους νεκρούς ακόμη ζωοποιεί και τους χαρίζει την ανάσταση».

Οι ηγεμόνες έμειναν εμβρόντητοι. Οι στρατηλάτες τους όμως Ανατόλιος και Πρωτολέων που είχαν παρακολουθήσει τα γενόμενα με πολύ πλήθος κόσμου, έλεγαν μεταξύ τους ότι αυτός είναι ο Γεώργιος και ότι ο Χριστός είναι αληθινός Θεός. Αυτή η ομολογία τους ήταν αρκετή για να διατάξει ο βασιλιάς να αποκεφαλιστον, με όσους πίστεψαν, έξω από την πόλη, πράγμα που έγινε.

Όμως και η γυναίκα του βασιλιά, η αυτοκράτειρα Αλεξάνδρα, που είχε παρακολουθήσει τα γεγονότα, είπε προς τον βασιλιά: «Κι εγώ πιστεύω τον Χριστό σαν Θεό, όπως ο Γεώργιος μας είπε». Κι ο Μαγνέντιος της είπε: «Γιατί καταφρονεις τους θεούς για χάρη ενός σταυρωμένου ανθρώπου»; Βέβαια ήταν γνωστό σ’ αυτούς και οι ίδιοι το εφάρμοζαν, να σκοτώνουν δηλαδή, μεταξύ των άλλων, τους κακούργους με σταυρικό θάνατο. Η Αλεξάνδρα του είπε: 

«Ανώτερα πράγματα μας έδειξε ο Γεώργιος για τον Εσταυρωμένο• οι θεοί σας είναι άξιοι κάθε καταφρονήσεως». Πολλές συγχρόνως συγκλητικές γυναίκες πίστεψαν, βλέποντας την πνευματική δόξα του Γεωργίου και το θάρρος της βασίλισσάς τους. Τότε ο βασιλιάς διέταξε αμέσως να ρίξουν τον Γεώργιο μέσα σε λάκκο με σβησμένο ασβέστη, ώστε αφού μείνει τρεις μέρες εκεί, να μη βρεθούν ούτε τα οστά του.

Έγινε όπως διέταξε, και οι φύλακες φρουρούσαν τον λάκκο. Πέρασαν τρεις μέρες και ο βασιλιάς διατάζει να πετάξουν ότι απέμεινε από τα οστά του για να μην τα προσκυνουν οι Χριστιανοί. Πλήθος όμως κόσμου περικύκλωσε τον λάκκο περιμένοντας με αγωνία να δουν τι απέγινε ο Γεώργιος. Τον είχαν δει τόσες φορές να νικάει τον θάνατο, που μέσα τους πίστευαν ότι πάλι ζωντανό θα τον δον. Κι έτσι έγινε! 

Ο Άγιος Γεώργιος ήταν τελείως υγιής και δοξασμένος, που προκάλεσε τα πλήθη σε ζητοκραυγές, σαν να παρακολουθουσαν πλέον έναν τιτάνιο αγώνα μεταξύ ζωής και θανάτου, Χριστού και δαιμόνων, του Γεωργίου και του βασιλιά ως εκπροσώπων τους. 

Κάθε χρόνο εκτός από φέτος λόγω Κορονοϊού 
επραγματοποείτο το κάτωθι Πανηγύρι στην Αράχωβα Βοιωτίας.


ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΑΚΙ ΤΗΣ ΑΡΑΧΩΒΑΣ

Γενικά:Το “πανηγυράκι” είναι μια 3ήμερη, κατά βάση θρησκευτική εορτή, αφιερωμένη στον Προστάτη και Πολιούχο της Αράχωβας, Μεγαλομάρτυρα Άγιο Γεώργιο τον Τροπαιοφόρο, του οποίου...η ορθόδοξη ελληνική εκκλησία τιμά την μνήμη Του στις 23 Απριλίου.Η ημερομηνία αυτή, μετατίθεται την δεύτερη μέρα του Πάσχα αν το Πάσχα ορίζεται για την συγκεκριμένη χρονιά μετά τις 23/4.

Για την καλύτερη όμως κατανόηση των όσων διαβάσουμε παρακάτω πρέπει επίσης να αναφέρουμε  ότι «πανηγυράκι» ονομάζεται εκτός από την 3ήμερη γιορτή και το ιδιόμελο τοπικό και συμβολικό τραγούδιπου θα δούμε σε ξεχωριστή ενότητα αλλά και ο ιδιότυπος Αραχωβίτικος χορός που σχετίζεται με το τραγούδι αυτό.

Η εορτή συνδέεται λοιπόν με το Πασχάλιο κλίμα και την γενικότερη χαρά που αυτό φέρνει στους Έλληνες και Χριστιανούς και όπως είναι αναμενόμενο, λαμπρύνει περισσότερο την εορτή του Αγίου. Καθώς και ο ανοιξιάτικος καιρός δίνει την ευκαιρία στους συμμετέχοντες να έρθουν περισσότερο σε επαφή με τα δρώμενα που θα περιγράψουμε παρακάτω τα περισσότερα από τα οποία τελούνται κυρίως στον προαύλιο χώρο του Ιερού Ναού αμέσως μετά την καθημερινή Θεία Λειτουργία.

Η δεύτερη “εξάρτηση” της εορτής, αφορά στην σχέση του Αγίου με την Αράχωβα και κυρίως στην προστασία που Αυτός παρείχε τόσο σε φυσικά πρόσωπα όσο και στο ίδιο το χωριό κατά το παρελθόν όταν αντιμετώπισε μεγάλους κινδύνους και προβλήματα. 

Εδώ θα αναφέρουμε ενδεικτικά την μοναδικής σημασίας για το Ελληνικό γένος “Μάχη της Αράχωβας” η οποία έλαβε χώρα τον Νοέμβριο του 1826.Λίγα μέτρα πιο πάνω από την εκκλησία του Αγίου όπου ο Στρατηγός Γεώργιος Καραϊσκάκης εθριάμβευσε κατά των Τούρκων κατακτητών επικαλούμενος την βοήθεια του Προστάτη τού χωριού, Αγίου Γεωργίου.

Ο Ιερός Ναός του Αγίου Γεωργίου Αράχωβας είναι ο ένας από τους δύο ενοριακούς ναούς του χωριού και βρίσκεται σε περίοπτη θέση στην κορυφή του χωριού στους πρόποδες του όρους Παρνασσού. Η επίσκεψη στον Ναό γίνεται κυρίως με τα πόδια όπου από τον κεντρικό δρόμο της Αράχωβας, στην μέση περίπου του χωριού. 

Υπάρχουν και άλλες διαδρομές πρόσβασης στον Ναό που μπορούμε να ακολουθήσουμε, είναι μεγαλύτερες αλλά λιγότερο κοπιαστικές αν πάμε με τα πόδια. Η πρόσβαση με το αυτοκίνητο δέον να αποφεύγεται αλλά είναι εφικτή ενώ υπάρχει και μικρός υπαίθριος χώρος στάθμευσης καθώς και ειδική ράμπα για άτομα με ειδικές ανάγκες.

Δρώμενα:Η λατρεία του Αγίου στην Αράχωβα, χάνεται στα βάθη των αιώνων. Το “Πανηγυράκι” σαν γιορτή είναι για τους ντόπιους ένα δεύτερο Πάσχα σε προετοιμασίες, εορτασμούς, φιλοξενία και προπάντων μεγαλοπρέπεια!!!

ΠΑΡΑΜΟΝΗ-
Εσπερινός, Λιτάνευση της εικόνας του Αγίου Γεωργίου
Την παραμονή της εορτής το απόγευμα, μετά τους πρώτους κανονιοβολισμούς και το χαρμόσυνο Πασχαλινό χτύπημα της καμπάνας ξεκινά ο εσπερινός. Χιλιάδες κόσμου από παντού προσέρχονται να τιμήσουν τον Άγιο. 

Όλο το χωριό, απ’ όλη την Ελλάδα ακόμα και το εξωτερικό θα έρθουν να ανάψουν ένα κερί στην μνήμη Του και να ζήσουν το αυθεντικό παραδοσιακό Ελληνορθόδοξο πνεύμα της εορτής!Ξαφνικά κατά τις 5 η ώρα το απόγευμα όλοι οι δρόμοι και τα σοκάκια του χωριού γεμίζουν με κόσμο που κατευθύνεται προς τον Ναό, κέντρο των εκδηλώσεων της εορτής. Χιλιάδες είναι οι προσκυνητές που θα γεμίσουν την Αράχωβα την ώρα αυτή.

Ακόμα και περαστικοί θα αλλάξουν το πρόγραμμά τους και θα παραμείνουν στο χωριό έστω για λίγο παραπάνω όταν βρεθούν μπρός σε τέτοια μεγαλοπρέπεια και συγκίνηση!Εκατοντάδες Αραχωβιτών αλλά και ξένων που κάποτε ένιωσαν αυτό το ρίγος της συγκίνησης και της κατάνυξης που προσφέρει η μοναδική αυτή ώρα της λιτάνευσης της εικόνας, κατευθύνονται τούτη την ώρα προς τον Ναό φορώντας τις δικές τους παραδοσιακές στολές.

Τις οποίες κληρονόμησαν από τους παππούδες τους ή που έφτιαξαν σήμερα σε χέρια που γνωρίζουν άριστα τα μυστικά της παράδοσης και τις φυλάνε μόνο γι αυτή την ώρα.Όσοι λοιπόν από τους «ντυμένους» (με παραδοσιακές στολές) έφτασαν νωρίς, θα συγκεντρωθούν στο προαύλιο και με τον πρώτο ήχο της πίπιζας θα χορέψουν και θα τραγουδήσουν το «πανηγυράκι» μαζί με τους γέροντες (ηλικιωμένους) τον «χορό των γερόντων» πριν ξεκινήσει ο εσπερινός!

Ο εσπερινός είναι σύντομος γιατί ακολουθεί η μεγαλόπρεπη πομπή της λιτάνευσης της θαυματουργής εικόνας του Αγίου σε όλο το χωριό. Άνθρωποι κάθε ηλικίας είναι ήδη εκεί. Όπως είναι φυσικό, ο χώρος του Ναού δεν μπορεί να φιλοξενήσει τόσες χιλιάδες κόσμου, έτσι οι περισσότεροι βρίσκονται κατά μήκος της διαδρομής της λιτανείας και ενσωματώνονται σε αυτή στην συνέχεια. 

Ο Μητροπολίτης της Τοπικής Εκκλησίας ο Κλήρος, οι ψάλτες, οι φιλαρμονικές, ο στρατός, οι καμπάνες, τα κανόνια που χτυπάνε, το λιβάνι που καίνε οι Αραχωβίτισσες έξω από τα καταστόλιστα σπίτια τους με τις σημαίες και τα παραδοσιακά χαλιά στα μπαλκόνια, όλα συνθέτουν την Βυζαντινή μεγαλοπρέπεια που αρμόζει σε έναν από τους μεγαλύτερους Αγίους της Ορθοδοξίας!

Αυτό όμως που στολίζει κυριολεκτικά την πομπή και κόβει την ανάσα, είναι οι δύο χιλιάδες κόσμου (καμιά φορά και περισσότεροι) ντυμένοι με τις παραδοσιακές Αραχωβίτικες φορεσιές που προηγούνται της Εικόνας του Αγίου.

Φουστανέλες και καμζόλες οι άντρες, σιγκούνια οι γυναίκες. Σε δυο ζυγούς δεξιά και αριστερά του δρόμου, ο ένας πίσω από τον άλλον χωρίς φωνές και άσκοπες κινήσεις, με μια μοναδική κατάνυξη “ανοίγουν” τον δρόμο στον Άγιο παιδάκια τρίχρονα μα και γέροι 90 χρονών, ο καθένας με την στολή του και την πίστη του.

Η λιτάνευση διαρκεί περίπου 2 ώρες και επιστρέφει στην εκκλησία κατά τις 9 η ώρα το βράδυ. Γίνεται η “απόλυσις” του εσπερινού και μετά σύσσωμο το πλήθος κατεβαίνει τα πέτρινα σκαλοπάτια που οδηγούν στον κεντρικό δρόμο για να συνεχίσει με γλέντια και χορούς στην πλατεία του χωριού.

Χωρίς μικρόφωνα και “ειδικά εφέ” μόνο πίπιζες και νταούλια θα ακούγονται αυτές τις μέρες στο χωριό. Ήχος ελληνικός, ήχος αρχαίος!Την επόμενη μέρα ακολουθεί εκκλησιασμός αλλά και ο περίφημος «ανηφορικός δρόμος γερόντων».

Ενώ έξω από τα σπίτια του χωριού σε κάθε δρόμο και σοκάκι θα ψήνουν το πατροπαράδοτο αρνάκι όλοι η γειτονιά μαζί σύμφωνα με τα έθιμα του χωριού αλλά και του Πάσχα. Η γιορτή θέλει και καλοπέραση. 

ΠΡΩΤΗ ΗΜΕΡΑ-
Ανηφορικός δρόμος γερόντων, 
το δρώμενο στη βρύση

Πρωί πρωί θα χτυπήσουν τα κανόνια μετά από το σάλπισμα του εωθινού και αμέσως μετά οι καμπάνες. Ώρα να ξεκινήσει ο Όρθρος και η Θεία Λειτουργία στην εκκλησιά του Αη Γιώργη. Από σήμερα και για τις επόμενες δύο μέρες χιλιάδες κόσμου θα περάσουν από τον Ναό να ανάψουν ένα κερί στην μνήμη του Αγίου. Ντόπιοι και ξένοι μα και περαστικοί που θα πληροφορηθούν τυχαία το γεγονός.

Ανηφορικός δρόμος
Αμέσως μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας ξεκινούν τα αγωνίσματα! Κάθε μέρα ακριβώς τέτοια ώρα στον προαύλιο χώρο του Ναού ντόπιοι και ξένοι φορώντας παραδοσιακές στολές αλλά και αθλητικά ρούχα θα δηλώσουν συμμετοχή σε κάποιο ή περισσότερα από τα αγωνίσματα των ημερών. Όλοι τους νέα παιδιά!!!

Σε ένα όμως από τα αγωνίσματα, το πρώτο, οι πρωταγωνιστές δεν είναι παιδιά αλλά ηλικιωμένοι!!! Ναι, άντρες ηλικίας πάνω από 60 χρονών λαμβάνουν μέρος στον «ανηφορικό δρόμο γερόντων».Ο γέρο Μήτσος ο Μήταλας εγκατέλειψε την προσπάθεια αυτή στα 90 του χρόνια μετά από πολλά μετάλλια στην πρώτη τριάδα και ξεκάθαρες πρωτιές που ως έπαθλο είχαν και έχουν πάντα ένα μικρό αρνάκι ζωντανό, δώρο των ντόπιων κτηνοτρόφων στον Άγιο.

Ακολουθούν επίσης δυο ακόμα αγώνες στον ανηφορικό αυτόν δρόμο που δεν είναι άλλος από το ιστορικό πεδίο της Μάχης της Αράχωβας που βρίσκεται έξω από τον χώρο της εκκλησίας λίγα μέτρα πιο πάνω από τα τελευταία σπίτια του χωριού, ακριβώς στους πρόποδες του Παρνασσού. Στους επόμενους δύο αγώνες λοιπόν, λαμβάνουν μέρος νεώτεροι  άντρες και παιδιά αντίστοιχα.

Η πομπή με τους νικητές αφού ολοκληρωθούν οι αγώνες θα επιστρέψει στον προαύλιο χώρο του Ναού συνοδεία πλήθους κόσμου με πίπιζες και με νταούλια αφού σταματήσει ακριβώς απέναντι από τον Ναό για το επόμενο έθιμο.

Το δρώμενο στη βρύση
Χάνεται στα βάθη των αιώνων η προέλευση των εικόνων που μας δημιουργούν 

οι στίχοι από το συμβολικό και αλληγορικό «πανηγυράκι». 

Μερικοί λοιπόν εξ αυτών λένε:
Βαστάει ο δράκος το νερό, διψάει το πανηγύρι
Σκάσαν οι μούλες για νερό και τα στοιχειά απ’ τη δίψα
Τρείς λυγιρές συνάχτηκαν, να παν’ να πουν του δράκου 

Απόλα δράκο μ’ το νερό να πιεί το πανηγύρι

Την ώρα λοιπόν που η πομπή με τους νικητές από τον ανηφορικό δρόμο γερόντων κατευθύνεται προς την εκκλησία, σταματά έξω από αυτή, στις πέτρινες βρύσες που υπάρχουν εκεί και καθώς τραγουδάει το «πανηγυράκι» στο σημείο που ο στίχος λέει «Απόλα δράκο μ’ το νερό», τότε οι βρύσες αρχίζουν να τρέχουν νερό που έρχεται κατευθείαν από τις πηγές του Παρνασσού.Όπως είπαμε και παραπάνω, ιδιαίτερο αφιέρωμα στο τραγούδι και τον χορό «πανηγυράκι» θα δούμε αργότερα από αυτές τις σελίδες.

Ο αγώνας δρόμου των 5000 μέτρων
Να αναφέρουμε ότι το απόγευμα της πρώτης μέρας διεξάγεται άλλο ένα αγώνισμα, αυτό του αγώνα δρόμου των 5000 μέτρων. Οι αθλητές ξεκινούν από το Άγιο Μηνά, εξωκλήσι που βρίσκεται έξω από την Αράχωβα στον δρόμο προς τους Δελφούς και καταλήγουν στην κεντρική πλατεία της Αράχωβας στις 7:30 περίπου το απόγευμα. Ακολουθούν παραδοσιακοί χοροί από το χορευτικό συγκρότημα τοπικού συλλόγου.

ΔΕΥΤΕΡΗ ΗΜΕΡΑ-
Αγωνιστικά έθιμα: απλούν, 
τριπλούν, εις ύψος, σήκωμα πέτρας.

Την δεύτερη μέρα, μετά την καθιερωμένη Θεία Λειτουργία θα ακολουθήσουν τα αγωνίσματα της ημέρας. Άλμα απλούν χωρίς φόρα, άλμα απλούν κανονικό, τριπλούν, σήκωμα πέτρας, άλμα εις ύψος.Όλα με ή χωρίς τοπική ενδυμασία στο προαύλιο του Ναού. Όλοι οι νικητές κατά το έθος, θα λάβουν μετάλλια και αρνάκια οι πρώτοι. 

Μετά το πέρας των αγωνισμάτων, δίνεται μια θαυμάσια ευκαιρία σε όλους για ένα καφέ ή τσιπουράκι στα καφενεία και τις καφετέριες του χωριού και δεδομένου ότι ο καιρός είναι πλέον καλός θα απολαύσουμε τον καφέ μας έξω στις πλατείες.

Το βραδάκι, συνήθως  η οργανωτική επιτροπή φιλοξενεί ορχήστρα παραδοσιακής μουσικής με γνωστούς καλλιτέχνες και άριστους μουσικούς. Το γλέντι γίνεται σε κάποια πλατεία και δίνει την ευκαιρία σε όλους να γευτούν και να συμμετάσχουν στην Αραχωβίτικη παράδοση και φιλοξενία.

ΤΡΙΤΗ ΗΜΕΡΑ-
Αγωνιστικά έθιμα: λιθοβολία, πάλη, 
διελκυστίνδα – γλέντι, ‘χάλασμα’.

Τελευταία μέρα του πανηγυριού σήμερα και η μέρα ξεκινά κανονικά με εκκλησιασμό, επιμνημόσυνη δέηση για τους πεσόντες στην μάχη της Αράχωβας στο μνημείο του Καραϊσκάκη που βρίσκεται και αυτό στο προαύλιο του Ναού και αμέσως μετά τα αγωνίσματα της ημέρας: σφαιροβολία, λιθοβολία, πάλη και διελκυστίνδα, με ή χωρίς τοπική ενδυμασία.

Το χάλασμα
Στις 3:00 ή ώρα το μεσημέρι, τα κανόνια και οι καμπάνες θα καλέσουν τον κόσμο ξανά στην εκκλησία αυτή την φορά να συμμετάσχουν στο «χάλασμα», το γλέντι δηλαδή που θα σημάνει και την λήξη του πανηγυριού για φέτος.

Στο προαύλιο λοιπόν, έχει στηθεί κοινό τραπέζι με ψητά αρνιά που ετοιμάζονται από το πρωί της ίδιας μέρας, κρασί και άλλα εδέσματα των ημερών. Οι συνδαιτυμόνες καταφθάνουν, οι περισσότεροι με τις τοπικές φορεσιές τους για να λαμπρύνουν και τούτη την ώρα. 

Φυσικά, μετέχουν ντόπιοι και ξένοι με ή χωρίς φουστανέλες και σιγκούνια! Το γεύμα είναι δωρεάν και παρατίθεται από τον Δήμο και την τοπική εκκλησία.Την ώρα αυτή, και θα φάμε και θα πιούμε και θα χορέψουμε και θα ακούσουμε ποιήματα και ιστορίες που γράψαν οι παλιότεροι και θα τραγουδήσουμε κλέφτικα τραγούδια που αρμόζουν στην μέρα και τον χώρο, «τραγούδια της τάβλας» όπως λέγονται γιατί όλοι κάθονται στην τάβλα, το κοινό δηλαδή τραπέζι.

Μετά το φαγητό όμως και τα τραγούδια, θα χτυπήσουν πάλι τα κανόνια και οι καμπάνες βάζοντας το «πανηγύρι» στην τελευταία του φάση. Όλοι μαζί οι παρευρισκόμενοι θα σηκωθούν και θα διαγράψουν ένα τεράστιο κύκλο γύρω από τον Ναό, πιασμένοι χέρι-χέρι χορεύοντας τον αργό ρυθμό από το «πανηγυράκι». 

Τρείς φορές θα γυρίσουνε όλοι γύρω από την εκκλησιά με πρώτο τον παπά και μετά θα κατέβουν σύσσωμοι στο χωριό με πίπιζες και με νταούλια αλλά και με κανόνια και ομοβροντίες να γλεντήσουν χορεύοντας λίγο ακόμα, ευχόμενοι ο ένας στον άλλον...

ΠΑΝΗΓΥΡΑΚΙ

Πανηγυράκι γίνεται ψηλά στο Άγι Γιώργη.

Μαριγώ Φραγκόπουλο.

Το πανηγύρι ήταν πολύ κι ο τόπος ήταν λίγος.

Τώρα ανθίζουν τα κλαριά.

«Γαϊτανό κι αριοπλεμέγμένο μια χαρά ήταν το καημένο.»

Βαστάει ο δράκος το νερό, διψάει το πανηγύρι.

Έρχουμ’ , έβγα δέξε με.

Σκάσαν οι μούλες για νερό και τα στοιχειά απ’ τη δίψα,

Γέροντες χορεύουνε.

Κι αυτά τα λιανομούλαρα επέσανε για ψόφο.

Γειά χαρά σου άνοιξη.

«Γιώργηνα με το φουστάνι βαλ’ τα πρόβατα στη στάνη.»

Τρεις λυγιρές συνάχτηκαν, να πάν’ να πουν του δράκου :

Απόλα δράκο μ’ το νερό.

Απόλα δράκο μ’ το νερό να πιεί το πανηγύρι.

Ξένος είμαι δέξε με.

Βάλαν τις μπόλιες ανοιχτά και στα μαλλιά τους μόσχο,

Μαριγώ Φραγκόπουλο.

Κρεμάσαν και τ’ αρμάθια τους ως την ποδιά τους κάτω.

Από βραδύς ’τοιμάστηκαν, το δράκο ν’ ανταμώσουν,

Και την αυγούλα με δροσιά στον Παρνασσό τραβάνε.

Στη Γούρνα σαν ροβόλισαν μπροστά ’νας Καβαλλάρης.

Κρατούσε και στο χέρι του ολόχρυσο κοντάρι.

Τώρα ο δράκος μούγκρισε και βγήκε απ’ τη σπηλιά του.

Και με τη γνώμη σκέφτηκε και με το νου του λέει.

Καλώς το γιόμα πόρχιται, καλώς το κολατσιό μου.

Τις λυγιρές αγνάντεψε και τρέχει να τις φάγει.

Μ’ ο Καβαλλάρης χύμηξε και τον ποδοπατάει.

Του δράκου κακοφάνηκε, πολύ του βαρυφάνη.

Τυλίγεται στο άλογο, με λύσσα πολεμάει, να 
καταπιεί το άλογο μ’ όλο τον Καβαλλάρη.

Βγάζει φωτιά απ’ το στόμα του, ουρλιάζει και μουγκρίζει,

Μα με τις τρεις τις κονταριές ο δράκος ξεψυχάει.

Κι ο Καβαλλάρης άφαντος, με τον ψαρί του … πάει.

Κι η Λάμνια αναστέναξε, του βρόντου η δυχατέρα.

Πάει, απολάει το νερό να πιεί το πανηγύρι.

Κάμαν σταυρό οι λυγιρές, στον Άγιο τάξαν τάμα,
και πάλι πίσω γύρισαν, να πάν’ στο πανηγύρι.

Ηύραν αρνιά να ψένουνε, κριγιάρια σουβλισμένα.

Κι οι γέροι σέρναν το χορό, ξοπίσω παλληκάρια,

Και πάρα πίσω λυγιρές κοντά με τους λεβέντες.

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ

Τομέας Ενημέρωσης: Voiotosp.blogspot.gr


Δεν υπάρχουν σχόλια: