19 Οκτωβρίου, 2019

ΜΟΝΑΧΟΣ ΗΣΥΧΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΗΣ (1896 - 1999)


Ο υπεραιωνόβιος Γερο-Ήσύχιος γεννήθηκε στο χωριό Σαπρίκι Μεσσηνίας το 1896. Ο ολιγογράμματος πατέρας του, ένας φτωχός γεωργός, τον δίδαξε τον πλούτο της αμόλευτης ευσέβειας. Έκανε στρατιώτης επί μία εξαετία και υπέστη πολλές ταλαιπωρίες και κακουχίες.

Το 1924 εισέρχεται τις πύλες της μονής Γρηγορίου. Μετά τριετία κείρεται μοναχός από τον ενάρετο ηγούμενο Αθανάσιο (†1953). Διακόνησε τη μονή του πρόθυμα ως μετοχιάρης, αμπελικός, κονακτσής και κηπουρός. Πάντοτε διακονητής, φιλότιμος και μοναχός βιαστής. Για ένα διάστημα έκανε και προϊστάμενος της μονής του.

Βίωσε το «λάθε βιώσας» και την «ένδοξη αδοξία», κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο. Τους λόγους του Γέροντά του Αθανασίου διατηρούσε στην καρδιά του ακέραιους ως τα βαθιά του γεράματα. Δεν ήθελε να διακρίνεται, να ξεχωρίζει, να εξαιρείται. 

Ήταν ένας τέλειος κοινοβιάτης. Έτσι τον γνωρίσαμε. Μας μίλαγε απλά, φυσικά, ταπεινά, αφτιασίδωτα, εγκάρδια και γι’ αυτό τόσο ωραία, καθώς προσπαθούσαμε μ ένα παλιοκασετόφωνο να καταγράψουμε κάτι από τη μακρά εμπειρία του.

Στις παγκοινιές έλεγε τους Χαιρετισμούς της Παναγίας, που τη λάτρευε. Δεν ήθελε, έλεγε, να τρώει δωρεάν το ψωμί του. Υπέργηρος ήταν κι αφού δεν μπορούσε να εργασθεί στους κήπους, που τόσο αγαπούσε, έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του. Δεν έμενε ποτέ αργός. Χαιρόταν να εξυπηρετεί, να διακονεί με κάθε τρόπο τους αγαπητούς πατέρες και άδελφούς του. 

Τα γεράματα δεν τον έκαναν να μην είναι πρώτος στην ακολουθία και την πιο πολλή ώρα να στέκεται όρθιος.Έζησε 76 χρόνια στη μονή με πέντε ηγουμένους. Και στους πέντε έκανε την ίδια υπακοή. Μόνο γι’ αυτό είναι σπουδαίος. Μετά από 50 έτη μοναχικής ζωής, υπακούοντας βγήκε στον κόσμο για μία απαραίτητη εγχείρηση. Η πρόοδος της τεχνολογίας του έκανε μεγάλη εντύπωση. 

Τα παρατηρούσε όλα σαν μικρό παιδί. Παρά τις συστάσεις των ιατρών δεν μπορούσε να μη μένει όρθιος στο ναό και στο κελλί του. Από την πολύχρονη ορθοστασία είχαν ανοίξει πληγές τα πόδια του. Με πληγιασμένα πόδια έλεγε τους Χαιρετισμούς της Παναγίας όρθιος στο κελλί του. Δεν κατέκρινε ποτέ. Αν η συζήτηση ξέφευγε σε κρίσεις άλλων, μονολογούσε χαμηλόφωνα: «Αλίμονο τα χάλια μου». 

Ήταν ένας βιαστής μοναχός. Τα λίγα γράμματα που ήξερε τα χρησιμοποίησε μόνο για το καλό.Βοηθούσε τον κόσμο με την προσευχή του. Μερικές φορές έστελνε και σύντομες συμβουλευτικές επιστολές. Η δική του βοήθεια ήταν από τον Χριστό και την Παναγία και τους προστάτες της μονής Νικόλαο, Γρηγόριο και Αναστασία, που πολλές φορές τον συνέδραμαν. Τα γεράματά του ήταν με πυκνές ασθένειες, τις οποίες υπόμενε αγόγγυστα.

Ανεπαύθη εν Κυρίω στις 14.5.1999. Ο ηγούμενος της μονής αρχιμανδρίτης Γεώργιος γράφει περί αυτού: «Καρπός της βαθυτάτης ταπεινοφροσύνης του ήτο η διαρκής αυτομεμψία του, η τελεία πτωχεία του, η κατανυκτική κατάστασις της ψυχής του. Ηγάπησε τον Θεόν περισσότερον από τον εαυτόν του και δι’ αυτό εβίαζε το σώμα του εις ορθοστασίας και αγρυπνίας, καίτοι έπασχεν από δυνατούς πόνους εις τους πόδας του.

Ήτο φιλάδελφος και φιλάνθρωπος. Προσηύχετο υπέρ όλου του κόσμου. Εις όσους του εζήτουν συμβουλήν, έλεγε με διάκρισιν λόγους πνευματικούς και παρακλητικούς και αρμόζοντας διά την περίπτωσιν εκάστου. Διά τον πολύν, διαρκή και συνεπή του αγώνα πιστεύω ότι ο Κύριος τον εχαρίτωσε και με υπερφυή χαρίσματα, ως το της προοράσεως και της θεοπτίας, καθώς έχομεν αρκετάς ενδείξεις…».

νας λλος κματος ργτης τς Μονς Γρηγορίου κα τς προσευχς, τς θυσας κα τς γπης, εναι Γρο-Ησχιος. Εχει κερδσει τν κτμησι κα συμπθεια λων τν νεωτρων Πατρων, ο ποοι διαβλπουν στν σκητικ φωτειν μορφ του, τν μοναχ τς πομονς, τς ταπεινσεως, τς μετανοας, τς γπης, τς κοπιαστικς ργασας μχρι τ στερν του χρνια.

Εχαριστομε τν Θε κα τν Καθηγουμνη το Αγου Ορους, Κυρα Θεοτκο, διτι προνησαν ν μς προβλουν στ μοναχικ μας διβα δοδεκτες γι τν πρσκοπτη πορεα μας πρς τν Οραν. Νοιθουμε κα μες σιγουρι κα σφλεια στν γνα μας, στν πιτλεσι τν λειτουργικν καθηκντων μας, στ διαφλαξι τν πατροπαραδτων τυπικν μας, διτι λβαμε ζσα τν παρδοσι π γους Πατρες.  

Μ ατος δ δελφικ διαβινουμε, ατος κολουθομε στν προσκνησι τν ερν εκνων, στν μετληψι τν χρντων Μυστηρων, στς ργασες κα στά διακονματα τς Μονς. Στ διοικητικ προβλματα ατος συμβουλευμεθα, π τς συμβουλς τους στηριζμεθα, στν προσευχ τους λπζουμε κα μες ο ρχριοι κα δκιμοι, ν λεηθομε κα φωτισθομε.

Ισως τρα ν μ καταλαβανουμε πλρως τν ξα τους κα τν προσφορ τους, διτι γνοομε ς νετεροι τ ργο τους στ παρελθν. σως πορομε γι τυχν νθρπινες λλεψεις κα δυναμες τους, μως ληθιν ξιολγησις τς παρουσας τους θά γίνη, ταν ατο θά χουν πλθουν π᾿ δ.

ν καί πανδαμτορας χρνος, θ μς ναγκσ ν τος ξεχσουμε, μως πιθυμομε ν μενουν τολχιστον γραμμνα στ χαρτ ο γνες κα ο μπειρες τους γιά τήν δική μας μελλοντική προκοπή. Ετσι θ τος χουμε νμεσ μας, σα χρνια κα ν περσουν. Τος χρειαζμεθα μχρι τν θνατν μας.

Εναι ο Πατρες μας πο μς μετφεραν τν παρδοσι σταδιακ τν μεγλων Οσων κα σκητν, τσο το Αγου Ορους, σο κα τν λλων μοναχικν συγκροτημτων τς ρθοδξου 'Εκκλησας μας. Ας λθουμε μως ταπεινο προσκυνητς κα μαθητς σ᾿ ατος τος διδασκλους μας γι ν προσκυνσουμε τν Χριν το Αγου Πνεματος, πο μ δρτα κα αμα πκτησαν κα ν διδαχθομε πς ν σωθομε.

Κτυπ τν πρτα το Γρο-Ησυχου λγοντας:

Δι' εχν τν Αγων Πατρων μν, Κριε
ησο Χριστ  Θες, λησον μς.

-μν. Ποις εναι; λτε μσα.

λογετε, πτερ Ησχιε, τ κνετε;

τι τσουβλια, πτερ, μο δσανε ν ρψω.

-Καλά, εσαι 94 τν κι κόμη 
βλέπεις νά ράβης τσουβάλια;

-χω κι γώ τό διακόνημά μου. 
Δέν μπορ τώρα νά κάνω τίποτε περισσότερο.

-Θά θελες, Γέροντα σύχιε νά μο λεγες κάτι σχετικό
 μέ τήν ζωή σου, γιά νά μάθουμε κι μες ο νεώτεροι 
κάτι πό τούς μοναχικούς σας γνες πρός φέλειά μας;

-Νά σ᾿ κούσω τί θέλεις νά μέ ρωτήσης.

-π πο κατγεσαι κα πς 
πεφσισες ν γνς καλγερος, πτερ;

-Γεννθηκα στ χωρι Σαπρκι Τρυφιλλας τς Πελοποννσου π γονες φτωχος κα λγο εσεβες τ 1896. Ημουν τό δκατο κα τελευταο παιδ το σπιτιο μας, π τν δετερη γυνακα το πατρα μου, ποα κανε τσσαρα παιδι. Τ κοσμικ μου νομα ταν Νικλαος Λαμπρης το ντωνου.

Ο γονες μου ταν νθρωποι λιγογρμματοι, νθρωποι το βουνο κα το χωραφιο. Μαζ τους πγαινα κι γ στς δουλεις, γι᾿ ατ μνο τσσερεις τξεις πγα στ σχολεο. Συχν μ συμβολευαν: «Κλφτη κα ψετη ν μή σ πονε. 

Ν κνς τ Σταυρ σου συχν κα μ τ τσαπ ν μς κολουθς στς δουλεις». Ημουν ττε κτ τν, ταν πρωτάκουσα ατ τν συμβουλ τους.Οταν μεγλωσα, λθε καιρς κα πγα στ στρατ. Υπηρτησα περ τ ξι χρνια, κα μουν παρν σ᾿ λες τς μχες κα στν ττα το λληνικο στρατο κατ τν Μικρασιατικ καταστροφ. ρρστησα στ στρατ πολ σχημα κα μ πγαν στ Νοσοκομεο.

Ο γιατρο μ πεφσισαν γι θνατο τν γδη μρα. Τν 12η πγαινα καλλτερα κα βλπω κενη τν νκτα να νειρο. Εδα τν θεο μου μ φουστανλλες κα γ τρεχα κοντ του ν τν φθσω. Τότε παρουσισθηκαν δο στρατιται κα μο επαν: «Πο πς σ; γρισε πσω». Ερισκμουν ττε σ κωματδη κατστασι.

Ο γιατρο μο κοψαν δο παδια π τν πλτη κα ατρικ πιτροπ μ βγαλε γι κα συνχισα τν στρατ. Στν δσκολο ατ περοδο τς σωματικς μου γεας, ποσχθηκα στν Παναγα ν γνω καλ κα ν τς νψω μα λαμπδα, σο εναι τό μπϊ μου. κμη τς επα, «ἐάν γυρσω ζωντανς π τ στρατ, θ γνω καλγερος».

Οταν μ τν βοθεια το Θεο κα τς Παναγας μας, πρα πολυτριο π τ στρατ, πγα στν θνα κα δολεψα σ᾿ να σιδηρουργεο πο κοβε πταλα. Γνωρσθηκα μ κποιο εσεβ νο πο μενε στν Πειραι κα μα μρα μο επε: 

«Φεγω Νκο γι τ Αγιο Ορος ν γνω καλγερος, διτι μο επαν, τι ἐάν να δάκρυ χσω γι τς μαρτες μου, συγχωρονται λες».Θλω κα γ ν γνω το επα. Ετσι ξεκινσαμε μαζ κα μ τ βαπρι φθσαμε στν Θεσσαλονκη. Ττε ταν 10η Αγοστου 1924 κα εχα λικα 27 τν. 

Μσα στ πλοο ταν νας ταξιδιτης πο μετφερε διφορα ψιλικ πραγματκια στ Αγιον Ορος γι ν γορσουν ο Μοναχο, ,τι εχαν νγκη, πως πρχε δ συνθεια. Μς ρτησε: «πο πτε βρ παιδι; Πμε γι Μοναχο στ Αγιον Ορος. Καλ πφασι λβατε κα μακρι ν τν τελεισετε. Σ ποι Μον  θ πτε; Οπου θ βρομε καλλτερα επαμε.

ς συνιστ ν πτε στν Μον 
Γρηγορου. Εναι καλ κοινβιο.

Τ σημανει κοινβιο; τν ρτησα γ:

-Κοινβιο σημανει τι τργουν λοι ο Μοναχο μαζ
σν μα οκογνεια, χουν Ηγομενο πο κνουν λοι
πακο κα χουν γπη, ερνη κα μνοια.

-κε θ πω γ, τος επα.

Οταν λθα στ Μοναστρι ερκα 70 Μοναχος κα 14 δοκμους. νμεσ τους δσποζε πραεα μορφ το Γροντς μου κα γουμνου παπ Θανση. Στ πρτα χρνια πηρετοσαμε μες ο δκιμοι στ μετχια, ξω στ κσμο. γ ταλαιπωρθηκα πολ, διτι κε δν ερισκα στοργ κα πατρικ γπη π τος λλους πατρας. 

Συνεχς μ στελναν σ δουλεις κα μλιστα μ αστηρτητα. Θυμμαι, πγαινα στ πγεια το Μετοχου Βολτσιστα γι ν πρω κρασ π τ βαρλια κα ερισκα τν εκαιρα ν κλψω γι τ πνο κα τν μοναξι μου. Πολλο δκιμοι, μακρι π τ Μοναστρι, φευγαν γι τν κσμο. γ νθυμούμην τν πσχεσι πο δωσα στν Παναγα μας κα κανα μεγλη πομον.

τ λλα διακονματα πηρετσατε, πτερ Ησχιε;

-Ηξερα π γεωργικς δουλεις, γι᾿ ατ μ᾿ βαζαν συνθως σ᾿ ατς. Ετσι πηρτησα 11 χρνια στ μπλι, 15 χρνια στ Κονκι τν Καρυν ς Κοναξς, 16 χρνια στ κπο κα σ λλες δουλεις τς Μονς. 

Δυστυχς μως, μνα μ φαγε φλυαρα κα τ στεα κα δν κμεταλλεθηκα τν καιρ ατν. ρετ δν πκτησα, λλ τ διακνημ μου δν τ φησα κα μακρι ν δολευα γι τν ψυχ μου, πως δολεψα γι τ διακονματα.


Δεν υπάρχουν σχόλια: