Ο
υπεραιωνόβιος Γερο-Ήσύχιος γεννήθηκε στο χωριό Σαπρίκι Μεσσηνίας το 1896. Ο
ολιγογράμματος πατέρας του, ένας φτωχός γεωργός, τον δίδαξε τον πλούτο της
αμόλευτης ευσέβειας. Έκανε στρατιώτης επί μία εξαετία και υπέστη πολλές
ταλαιπωρίες και κακουχίες.
Το 1924
εισέρχεται τις πύλες της μονής Γρηγορίου. Μετά τριετία κείρεται μοναχός από τον
ενάρετο ηγούμενο Αθανάσιο (†1953). Διακόνησε τη μονή του πρόθυμα ως μετοχιάρης,
αμπελικός, κονακτσής και κηπουρός. Πάντοτε διακονητής, φιλότιμος και μοναχός
βιαστής. Για ένα διάστημα έκανε και προϊστάμενος της μονής του.
Βίωσε το
«λάθε βιώσας» και την «ένδοξη αδοξία», κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο. Τους
λόγους του Γέροντά του Αθανασίου διατηρούσε στην καρδιά του ακέραιους ως τα
βαθιά του γεράματα. Δεν ήθελε να διακρίνεται, να ξεχωρίζει, να εξαιρείται.
Ήταν ένας τέλειος κοινοβιάτης. Έτσι τον γνωρίσαμε. Μας μίλαγε απλά, φυσικά, ταπεινά, αφτιασίδωτα, εγκάρδια και γι’ αυτό τόσο ωραία, καθώς προσπαθούσαμε μ ένα παλιοκασετόφωνο να καταγράψουμε κάτι από τη μακρά εμπειρία του.
Ήταν ένας τέλειος κοινοβιάτης. Έτσι τον γνωρίσαμε. Μας μίλαγε απλά, φυσικά, ταπεινά, αφτιασίδωτα, εγκάρδια και γι’ αυτό τόσο ωραία, καθώς προσπαθούσαμε μ ένα παλιοκασετόφωνο να καταγράψουμε κάτι από τη μακρά εμπειρία του.
Στις
παγκοινιές έλεγε τους Χαιρετισμούς της Παναγίας, που τη λάτρευε. Δεν ήθελε,
έλεγε, να τρώει δωρεάν το ψωμί του. Υπέργηρος ήταν κι αφού δεν μπορούσε να
εργασθεί στους κήπους, που τόσο αγαπούσε, έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του.
Δεν έμενε ποτέ αργός. Χαιρόταν να εξυπηρετεί, να διακονεί με κάθε τρόπο τους
αγαπητούς πατέρες και άδελφούς του.
Τα γεράματα δεν τον έκαναν να μην είναι πρώτος στην ακολουθία και την πιο πολλή ώρα να στέκεται όρθιος.Έζησε 76 χρόνια στη μονή με πέντε ηγουμένους. Και στους πέντε έκανε την ίδια υπακοή. Μόνο γι’ αυτό είναι σπουδαίος. Μετά από 50 έτη μοναχικής ζωής, υπακούοντας βγήκε στον κόσμο για μία απαραίτητη εγχείρηση. Η πρόοδος της τεχνολογίας του έκανε μεγάλη εντύπωση.
Τα γεράματα δεν τον έκαναν να μην είναι πρώτος στην ακολουθία και την πιο πολλή ώρα να στέκεται όρθιος.Έζησε 76 χρόνια στη μονή με πέντε ηγουμένους. Και στους πέντε έκανε την ίδια υπακοή. Μόνο γι’ αυτό είναι σπουδαίος. Μετά από 50 έτη μοναχικής ζωής, υπακούοντας βγήκε στον κόσμο για μία απαραίτητη εγχείρηση. Η πρόοδος της τεχνολογίας του έκανε μεγάλη εντύπωση.
Τα παρατηρούσε όλα σαν μικρό παιδί. Παρά τις συστάσεις
των ιατρών δεν μπορούσε να μη μένει όρθιος στο ναό και στο κελλί του. Από την
πολύχρονη ορθοστασία είχαν ανοίξει πληγές τα πόδια του. Με πληγιασμένα πόδια
έλεγε τους Χαιρετισμούς της Παναγίας όρθιος στο κελλί του. Δεν κατέκρινε ποτέ.
Αν η συζήτηση ξέφευγε σε κρίσεις άλλων, μονολογούσε χαμηλόφωνα: «Αλίμονο τα
χάλια μου».
Ήταν ένας βιαστής μοναχός. Τα λίγα γράμματα που ήξερε τα χρησιμοποίησε μόνο για το καλό.Βοηθούσε τον κόσμο με την προσευχή του. Μερικές φορές έστελνε και σύντομες συμβουλευτικές επιστολές. Η δική του βοήθεια ήταν από τον Χριστό και την Παναγία και τους προστάτες της μονής Νικόλαο, Γρηγόριο και Αναστασία, που πολλές φορές τον συνέδραμαν. Τα γεράματά του ήταν με πυκνές ασθένειες, τις οποίες υπόμενε αγόγγυστα.
Ήταν ένας βιαστής μοναχός. Τα λίγα γράμματα που ήξερε τα χρησιμοποίησε μόνο για το καλό.Βοηθούσε τον κόσμο με την προσευχή του. Μερικές φορές έστελνε και σύντομες συμβουλευτικές επιστολές. Η δική του βοήθεια ήταν από τον Χριστό και την Παναγία και τους προστάτες της μονής Νικόλαο, Γρηγόριο και Αναστασία, που πολλές φορές τον συνέδραμαν. Τα γεράματά του ήταν με πυκνές ασθένειες, τις οποίες υπόμενε αγόγγυστα.
Ανεπαύθη εν
Κυρίω στις 14.5.1999. Ο ηγούμενος της μονής
αρχιμανδρίτης Γεώργιος γράφει περί αυτού: «Καρπός της βαθυτάτης ταπεινοφροσύνης
του ήτο η διαρκής αυτομεμψία του, η τελεία πτωχεία του, η κατανυκτική
κατάστασις της ψυχής του. Ηγάπησε τον Θεόν περισσότερον από τον εαυτόν του και
δι’ αυτό εβίαζε το σώμα του εις ορθοστασίας και αγρυπνίας, καίτοι έπασχεν από
δυνατούς πόνους εις τους πόδας του.
Ήτο
φιλάδελφος και φιλάνθρωπος. Προσηύχετο υπέρ όλου του κόσμου. Εις όσους του
εζήτουν συμβουλήν, έλεγε με διάκρισιν λόγους πνευματικούς και παρακλητικούς και
αρμόζοντας διά την περίπτωσιν εκάστου. Διά τον πολύν, διαρκή και συνεπή του
αγώνα πιστεύω ότι ο Κύριος τον εχαρίτωσε και με υπερφυή χαρίσματα, ως το της
προοράσεως και της θεοπτίας, καθώς έχομεν αρκετάς ενδείξεις…».
Ἕνας
ἄλλος ἀκάματος
ἐργάτης
τῆς Μονῆς
Γρηγορίου καί τῆς
προσευχῆς, τῆς
θυσίας καί
τῆς ἀγάπης,
εἶναι ὁ
Γέρο-῾Ησύχιος.
῎Εχει κερδίσει
τήν ἐκτίμησι
καί συμπάθεια
ὅλων τῶν
νεωτέρων Πατέρων,
οἱ ὁποῖοι
διαβλέπουν στήν
ἀσκητική
φωτεινή μορφή
του, τόν μοναχό
τῆς ὑπομονῆς,
τῆς ταπεινώσεως,
τῆς μετανοίας,
τῆς ἀγάπης,
τῆς κοπιαστικῆς
ἐργασίας
μέχρι τά
ὑστερνά
του χρόνια.
Εὐχαριστοῦμε
τόν Θεό
καί τήν
Καθηγουμένη τοῦ
῾Αγίου
῎Ορους, Κυρία
Θεοτόκο, διότι
προνόησαν νά
μᾶς προβάλουν
στό μοναχικό
μας διάβα ὁδοδεῖκτες
γιά τήν
ἀπρόσκοπτη
πορεία μας πρός
τόν Οὐρανό.
Νοιώθουμε καί
ἐμεῖς
σιγουριά καί
ἀσφάλεια
στόν ἀγῶνα
μας, στήν ἐπιτέλεσι
τῶν λειτουργικῶν
καθηκόντων μας, στή
διαφύλαξι τῶν
πατροπαραδότων τυπικῶν
μας, διότι ἐλάβαμε
ζῶσα τήν
παράδοσι ἀπό
ἁγίους
Πατέρες.
Μέ
αὐτούς
ἐδῶ
ἀδελφικά
διαβιώνουμε, αὐτούς
ἀκολουθοῦμε
στήν προσκύνησι
τῶν ἱερῶν
εἰκόνων,
στήν μετάληψι
τῶν Ἀχράντων
Μυστηρίων, στίς
ἐργασίες
καί στά διακονήματα
τῆς Μονῆς.
Στά διοικητικά
προβλήματα αὐτούς
συμβουλευόμεθα, ἀπό
τίς συμβουλές
τους στηριζόμεθα, στήν
προσευχή τους ἐλπίζουμε
καί ἐμεῖς
οἱ ἀρχάριοι
καί ἀδόκιμοι,
νά ἐλεηθοῦμε
καί φωτισθοῦμε.
῎Ισως
τώρα νά
μή καταλαβαίνουμε
πλήρως τήν
ἀξία
τους καί τήν
προσφορά τους, διότι
ἀγνοοῦμε
ὡς νεώτεροι
τό ἔργο
τους στό παρελθόν.
Ἴσως ἀποροῦμε
γιά τυχόν
ἀνθρώπινες
ἐλλείψεις
καί ἀδυναμίες
τους, ὅμως ἡ
ἀληθινή
ἀξιολόγησις
τῆς παρουσίας
τους θά γίνη, ὅταν αὐτοί
θά ἔχουν ἀπέλθουν
ἀπ᾿
ἐδῶ.
Ἄν
καί ὁ πανδαμάτορας
χρόνος, θά
μᾶς ἀναγκάσῃ
νά τούς
ξεχάσουμε, ὅμως
ἐπιθυμοῦμε
νά μείνουν
τοὐλάχιστον
γραμμένα στό
χαρτί οἱ
ἀγῶνες
καί οἱ
ἐμπειρίες
τους γιά τήν ἰδική μας
μελλοντική προκοπή. ῎Ετσι
θά τούς
ἔχουμε ἀνάμεσά
μας, ὅσα χρόνια
καί ἄν
περάσουν. Τούς
χρειαζόμεθα μέχρι
τόν θάνατόν
μας.
Εἶναι
οἱ Πατέρες
μας πού μᾶς
μετέφεραν τήν
παράδοσι σταδιακά
τῶν μεγάλων
῾Οσίων
καί ἀσκητῶν,
τόσο τοῦ
῾Αγίου
῎Ορους, ὅσο
καί τῶν
ἄλλων μοναχικῶν
συγκροτημάτων τῆς
Ὀρθοδόξου
'Εκκλησίας μας. ῎Ας
ἔλθουμε ὅμως
ταπεινοί προσκυνητές
καί μαθητές
σ᾿ αὐτούς
τούς διδασκάλους
μας γιά νά
προσκυνήσουμε τήν
Χάριν τοῦ
῾Αγίου
Πνεύματος, πού
μέ ἰδρῶτα
καί αἷμα
ἀπέκτησαν
καί νά
διδαχθοῦμε πῶς
νά σωθοῦμε.
Κτυπῶ
τήν πόρτα
τοῦ Γέρο-῾Ησυχίου
λέγοντας:
Δι' εὐχῶν
τῶν ῾Αγίων
Πατέρων ἡμῶν,
Κύριε
Ἰησοῦ Χριστέ ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἰησοῦ Χριστέ ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς.
-Ἀμήν.
Ποιός εἶναι;
Ἐλᾶτε
μέσα.
-Εὐλογεῖτε,
πάτερ ῾Ησύχιε,
τί κάνετε;
-Κάτι
τσουβάλια, πάτερ,
μοῦ δώσανε
νά ράψω.
-Καλά, εἶσαι
94 ἐτῶν
κι ἀκόμη
βλέπεις νά ράβης τσουβάλια;
βλέπεις νά ράβης τσουβάλια;
-Ἔχω
κι ἐγώ τό διακόνημά μου.
Δέν μπορῶ τώρα νά κάνω τίποτε περισσότερο.
Δέν μπορῶ τώρα νά κάνω τίποτε περισσότερο.
-Θά ἤθελες,
Γέροντα Ἡσύχιε νά μοῦ
ἔλεγες κάτι σχετικό
μέ τήν ζωή σου, γιά νά μάθουμε κι ἐμεῖς οἱ νεώτεροι
κάτι ἀπό τούς μοναχικούς σας ἀγῶνες πρός ὠφέλειά μας;
μέ τήν ζωή σου, γιά νά μάθουμε κι ἐμεῖς οἱ νεώτεροι
κάτι ἀπό τούς μοναχικούς σας ἀγῶνες πρός ὠφέλειά μας;
-Νά σ᾿
ἀκούσω τί θέλεις νά μέ ρωτήσης.
-Ἀπό
ποῦ κατάγεσαι
καί πῶς
ἀπεφάσισες νά γίνῃς καλόγερος, πάτερ;
ἀπεφάσισες νά γίνῃς καλόγερος, πάτερ;
-Γεννήθηκα
στό χωριό
Σαπρίκι Τρυφιλλίας
τῆς Πελοποννήσου
ἀπό
γονεῖς φτωχούς
καί λίγο
εὐσεβεῖς
τό 1896. ῎Ημουν
τό δέκατο καί
τελευταῖο παιδί
τοῦ σπιτιοῦ
μας, ἀπό
τήν δεύτερη
γυναῖκα τοῦ
πατέρα μου, ἡ
ὁποία
ἔκανε τέσσαρα
παιδιά. Τό
κοσμικό μου ὄνομα
ἦταν Νικόλαος
Λαμπίρης τοῦ
Ἀντωνίου.
Οἱ
γονεῖς μου ἦταν
ἄνθρωποι ὀλιγογράμματοι,
ἄνθρωποι τοῦ
βουνοῦ καί
τοῦ χωραφιοῦ.
Μαζί τους ἐπήγαινα
κι ἐγώ
στίς δουλειές,
γι᾿ αὐτό
μόνο τέσσερεις
τάξεις ἐπῆγα
στό σχολεῖο.
Συχνά μέ
συμβούλευαν: «Κλέφτη
καί ψεύτη
νά μή σέ
ποῦνε.
Νά κάνῃς τό Σταυρό σου συχνά καί μέ τό τσαπί νά μᾶς ἀκολουθῇς στίς δουλειές». ῎Ημουν τότε ὀκτώ ἐτῶν, ὅταν πρωτάκουσα αὐτή τήν συμβουλή τους.῞Οταν ἐμεγάλωσα, ἦλθε καιρός καί ἐπῆγα στό στρατό. ῾Υπηρέτησα περί τά ἕξι χρόνια, καί ἤμουν παρών σ᾿ ὅλες τίς μάχες καί στήν ἧττα τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ κατά τήν Μικρασιατική καταστροφή. Ἀρρώστησα στό στρατό πολύ ἄσχημα καί μέ πῆγαν στό Νοσοκομεῖο.
Νά κάνῃς τό Σταυρό σου συχνά καί μέ τό τσαπί νά μᾶς ἀκολουθῇς στίς δουλειές». ῎Ημουν τότε ὀκτώ ἐτῶν, ὅταν πρωτάκουσα αὐτή τήν συμβουλή τους.῞Οταν ἐμεγάλωσα, ἦλθε καιρός καί ἐπῆγα στό στρατό. ῾Υπηρέτησα περί τά ἕξι χρόνια, καί ἤμουν παρών σ᾿ ὅλες τίς μάχες καί στήν ἧττα τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ κατά τήν Μικρασιατική καταστροφή. Ἀρρώστησα στό στρατό πολύ ἄσχημα καί μέ πῆγαν στό Νοσοκομεῖο.
Οἱ
γιατροί μέ
ἀπεφάσισαν
γιά θάνατο
τήν ὀγδόη
ἡμέρα.
Τήν 12η ἐπήγαινα
καλλίτερα καί
βλέπω ἐκείνη
τήν νύκτα
ἕνα ὄνειρο.
Εἶδα τόν
θεῖο μου μέ
φουστανέλλες καί
ἐγώ
ἔτρεχα κοντά
του νά τόν
φθάσω. Τότε παρουσιάσθηκαν
δύο στρατιῶται
καί μοῦ
εἶπαν: «Ποῦ
πᾶς ἐσύ;
γύρισε πίσω».
Εὑρισκόμουν
τότε σέ
κωματώδη κατάστασι.
Οἱ
γιατροί μοῦ
ἔκοψαν δύο
παῒδια ἀπό
τήν πλάτη
καί ἡ
ἰατρική
ἐπιτροπή
μέ ἔβγαλε
ὑγιῆ
καί συνέχισα
τόν στρατό.
Στήν δύσκολο
αὐτή
περίοδο τῆς
σωματικῆς μου ὑγείας,
ὑποσχέθηκα
στήν Παναγία
νά γίνω
καλά καί
νά τῆς
ἀνάψω
μία λαμπάδα,
ὅσο εἶναι
τό μπόϊ μου. Ἀκόμη
τῆς εἶπα,
«ἐάν γυρίσω
ζωντανός ἀπό
τό στρατό,
θά γίνω
καλόγερος».
῞Οταν
μέ τήν
βοήθεια τοῦ
Θεοῦ καί
τῆς Παναγίας
μας, ἐπῆρα
ἀπολυτήριο
ἀπό
τό στρατό,
ἐπῆγα
στήν Ἀθήνα
καί δούλεψα
σ᾿ ἕνα
σιδηρουργεῖο πού
ἔκοβε πέταλα.
Γνωρίσθηκα μέ
κάποιο εὐσεβῆ
νέο πού
ἔμενε στόν
Πειραιᾶ καί
μία ἡμέρα
μοῦ εἶπε:
«Φεύγω Νῖκο γιά τό ῞Αγιο ῎Ορος νά γίνω καλόγερος, διότι μοῦ εἶπαν, ὅτι ἐάν ἕνα δάκρυ χύσω γιά τίς ἁμαρτίες μου, συγχωροῦνται ὅλες».Θέλω καί ἐγώ νά γίνω τοῦ εἶπα. ῎Ετσι ξεκινήσαμε μαζί καί μέ τό βαπόρι ἐφθάσαμε στήν Θεσσαλονίκη. Τότε ἦταν ἡ 10η Αὐγούστου 1924 καί εἶχα ἡλικία 27 ἐτῶν.
«Φεύγω Νῖκο γιά τό ῞Αγιο ῎Ορος νά γίνω καλόγερος, διότι μοῦ εἶπαν, ὅτι ἐάν ἕνα δάκρυ χύσω γιά τίς ἁμαρτίες μου, συγχωροῦνται ὅλες».Θέλω καί ἐγώ νά γίνω τοῦ εἶπα. ῎Ετσι ξεκινήσαμε μαζί καί μέ τό βαπόρι ἐφθάσαμε στήν Θεσσαλονίκη. Τότε ἦταν ἡ 10η Αὐγούστου 1924 καί εἶχα ἡλικία 27 ἐτῶν.
Μέσα στό πλοῖο ἦταν ἕνας ταξιδιώτης πού μετέφερε διάφορα ψιλικά πραγματάκια στό ῞Αγιον ῎Ορος γιά νά ἀγοράσουν οἱ Μοναχοί, ὅ,τι εἶχαν ἀνάγκη, ὅπως ὑπῆρχε ἐδῶ ἡ συνήθεια. Μᾶς ἐρώτησε: «ποῦ πᾶτε βρέ παιδιά; Πᾶμε γιά Μοναχοί στό ῞Αγιον ῎Ορος. Καλή ἀπόφασι ἐλάβατε καί μακάρι νά τήν τελειώσετε. Σέ ποιά Μονή θά πᾶτε; ῞Οπου θά βροῦμε καλλίτερα εἴπαμε.
-Σᾶς
συνιστῶ νά
πᾶτε στήν
Μονή
Γρηγορίου. Εἶναι καλό κοινόβιο.
Γρηγορίου. Εἶναι καλό κοινόβιο.
Τί
σημαίνει κοινόβιο;
τόν ἐρώτησα
ἐγώ:
-Κοινόβιο
σημαίνει ὅτι
τρώγουν ὅλοι
οἱ Μοναχοί
μαζί
σάν μία οἰκογένεια, ἔχουν ῾Ηγούμενο πού κάνουν ὅλοι
ὑπακοή καί ἔχουν ἀγάπη, εἰρήνη καί ὁμόνοια.
σάν μία οἰκογένεια, ἔχουν ῾Ηγούμενο πού κάνουν ὅλοι
ὑπακοή καί ἔχουν ἀγάπη, εἰρήνη καί ὁμόνοια.
-Ἐκεῖ
θά πάω
ἐγώ,
τούς εἶπα.
῞Οταν
ἦλθα στό
Μοναστήρι εὑρῆκα
70 Μοναχούς καί
14 δοκίμους. Ἀνάμεσά
τους ἐδέσποζε
ἡ πραεῖα
μορφή τοῦ
Γέροντός
μου καί ἡγουμένου
παπᾶ Θανάση.
Στά πρῶτα
χρόνια ὑπηρετούσαμε
ἐμεῖς
οἱ δόκιμοι
στά μετόχια,
ἔξω στό
κόσμο. Ἐγώ
ταλαιπωρήθηκα πολύ,
διότι ἐκεῖ
δέν εὕρισκα
στοργή καί
πατρική ἀγάπη
ἀπό
τούς ἄλλους
πατέρας.
Συνεχῶς
μέ ἔστελναν
σέ δουλειές
καί μάλιστα
μέ αὐστηρότητα.
Θυμᾶμαι, ἐπήγαινα
στά ὑπόγεια
τοῦ Μετοχίου
Βούλτσιστα γιά
νά πάρω
κρασί ἀπό
τά βαρέλια
καί εὕρισκα
τήν εὐκαιρία
νά κλάψω
γιά τό
πόνο καί
τήν μοναξιά
μου. Πολλοί δόκιμοι,
μακριά ἀπό
τό Μοναστήρι,
ἔφευγαν γιά
τόν κόσμο.
Ἐγώ
ἐνθυμούμην τήν
ὑπόσχεσι
πού ἔδωσα
στήν Παναγία
μας καί ἔκανα
μεγάλη ὑπομονή.
-Σέ
τί ἄλλα
διακονήματα ὑπηρετήσατε,
πάτερ ῾Ησύχιε;
-῎Ηξερα
ἀπό
γεωργικές δουλειές,
γι᾿ αὐτό
μ᾿ ἔβαζαν
συνήθως σ᾿
αὐτές.
῎Ετσι ὑπηρέτησα
11 χρόνια στό
ἀμπέλι,
15 χρόνια στό
Κονάκι τῶν
Καρυῶν ὡς
Κοναξῆς, 16 χρόνια
στό κῆπο
καί σέ
ἄλλες δουλειές
τῆς Μονῆς.
Δυστυχῶς ὅμως,
ἐμένα
μέ ἔφαγε
ἡ φλυαρία
καί τά
ἀστεῖα
καί δέν
ἐκμεταλλεύθηκα
τόν καιρό
αὐτόν.
Ἀρετή
δέν ἀπέκτησα,
ἀλλά
τό διακόνημά
μου δέν τό
ἄφησα καί
μακάρι νά
δούλευα γιά
τήν ψυχή
μου, ὅπως δούλεψα
γιά τά
διακονήματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου