24 Μαΐου, 2025

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ (25-05-2025) - ΙΩ. Θ’1-38


Τ καιρ κείν, παργων ησος, εδεν νθρωπον τυφλν κ γενετς. Κα ρτησαν ατν ο μαθητα ατο λγοντες· αββ, τς μαρτεν, οτος ο γονες ατο, να τυφλς γεννηθ; πεκρθη ησος·

Οτε οτος μαρτεν οτε ο γονες ατο, λλ’ να φανερωθ τ ργα το Θεο ν ατ. μ δε ργζεσθαι τ ργα το πμψαντς με ως μρα στν· ρχεται νξ τε οδες δναται ργζεσθαι. ταν ν τ κσμ , φς εμι το κσμου. 

Τατα επν πτυσεν χαμα κα ποησε πηλν κ το πτσματος, κα πχρισε τν πηλν π τος φθαλμος το τυφλο κα επεν ατ· παγε νψαι ες τν κολυμβθραν το Σιλωμ, ρμηνεεται πεσταλμνος. πλθεν ον κα νψατο, κα λθε βλπων. 

Ο ον γετονες κα ο θεωροντες ατν τ πρτερον τι τυφλς ν, λεγον· Οχ οτς στιν καθμενος κα προσαιτν; λλοι λεγον τι οτς στιν· λλοι δ τι μοιος ατ στιν. κενος λεγεν τι γ εμι. λεγον ον ατ· 

Πς νεχθησν σου ο φθαλμο; πεκρθη κενος κα επεν· νθρωπος λεγμενος ησος πηλν ποησε κα πχρισ μου τος φθαλμος κα επ μοι· παγε ες τν κολυμβθραν το Σιλωμ κα νψαι· πελθν δ κα νιψμενος νβλεψα. 

Επον ον ατ· Πο στιν κενος; λγει· Οκ οδα. γουσιν ατν πρς τος Φαρισαους, τν ποτε τυφλν. ν δ σββατον τε τν πηλν ποησεν ησος κα νέῳξεν ατο τος φθαλμος. Πλιν ον ρτων ατν κα ο Φαρισαοι πς νβλεψεν.   δ επεν ατος· Πηλν πθηκ μου π τος φθαλμος, κα νιψμην, κα βλπω. λεγον ον κ τν Φαρισαων τινς· Οτος νθρωπος οκ στι παρ το Θεο, τι τ σββατον ο τηρε. λλοι λεγον· 

Πς δναται νθρωπος μαρτωλς τοιατα σημεα ποιεν; Κα σχσμα ν ν ατος. Λγουσι τ τυφλ πλιν· Σ τ λγεις περ ατο, τι νοιξ σου τος φθαλμος; δ επεν τι προφτης στν.  Οκ πστευον ον ο ουδαοι περ ατο τι τυφλς ν κα νβλεψεν, ως του φνησαν τος γονες ατο το ναβλψαντος κα ρτησαν ατος λγοντες· 

Οτς στιν υἱὸς μν, ν μες λγετε τι τυφλς γεννθη; πς ον ρτι βλπει; πεκρθησαν δ ατος ο γονες ατο κα επον· Οδαμεν τι οτς στιν υἱὸς μν κα τι τυφλς γεννθη· πς δ νν βλπει οκ οδαμεν, τς νοιξεν ατο τος φθαλμος μες οκ οδαμεν· ατς λικαν χει, ατν ρωτσατε, ατς περ αυτο λαλσει. 

Τατα επον ο γονες ατο, τι φοβοντο τος ουδαους· δη γρ συνετθειντο ο ουδαοι να, ἐάν τις μολογσ Χριστν, ποσυνγωγος γνηται. Δι τοτο ο γονες ατο επον τι λικαν χει, ατν ρωτσατε.φνησαν ον κ δευτρου τν νθρωπον ς ν τυφλς, κα επον ατ· Δς δξαν τ Θε· μες οδαμεν τι νθρωπος οτος μαρτωλς στιν. πεκρθη ον κενος κα επεν· Ε μαρτωλς στιν οκ οδα· ν οδα, τι τυφλς ν ρτι βλπω. Επον δ ατ πλιν·

Τ ποησ σοι; πς νοιξ σου τος φθαλμος; πεκρθη ατος· Επον μν δη, κα οκ κοσατε· τ πλιν θλετε κοειν; μ κα μες θλετε ατο μαθητα γενσθαι; λοιδρησαν ατν κα επον·  Σ ε μαθητς κενου· μες δ το Μωϋσως σμν μαθητα. μες οδαμεν τι Μωϋσε λελληκεν Θες· τοτον δ οκ οδαμεν πθεν στν. 

πεκρθη νθρωπος κα επεν ατος· ν γρ τοτ θαυμαστν στιν, τι μες οκ οδατε πθεν στ, κα νέῳξ μου τος φθαλμος. Οδαμεν δ τι μαρτωλν Θες οκ κοει, λλ’ ἐάν τις θεοσεβς κα τ θλημα ατο ποι, τοτου κοει. κ το αἰῶνος οκ κοσθη τι νοιξ τις φθαλμος τυφλο γεγεννημνου· ε μ ν οτος παρ Θεο, οκ δνατο ποιεν οδν. πεκρθησαν κα επον ατ· ν μαρταις σ γεννθης λος, κα σ διδσκεις μς; 

Κα ξβαλον ατν ξω. κουσεν ησος τι ξβαλον ατν ξω, κα ερν ατν επεν ατ· Σ πιστεεις ες τν Υἱὸν το Θεο; πεκρθη κενος κα επε· Κα τς στι, Κριε, να πιστεσω ες ατν; Επε δ ατ ησος· Κα ἑώρακας ατν κα λαλν μετ σο κενς στιν. δ φη· Πιστεω, Κριε· κα προσεκνησεν ατ.

Μετάφραση Περικοπής
Εκείνο τον καιρό, καθώς πήγαινε στο δρόμο του ο Ιησούς, είδε έναν άνθρωπο που είχε γεννηθεί τυφλός. Τον ρώτησαν, λοιπόν, οι μαθητές του: «Διδάσκαλε, ποιος αμάρτησε και γεννήθηκε αυτός τυφλός, ο ίδιος ή οι γονείς του;»  

Ο Ιησούς απάντησε: «Ούτε αυτός αμάρτησε ούτε οι γονείς του, αλλά γεννήθηκε τυφλός για να φανερωθεί η δύναμη των έργων του Θεού πάνω σ’ αυτόν. Όσο διαρκεί η μέρα, πρέπει να εκτελώ τα έργα εκείνου που με έστειλε. 

Έρχεται η νύχτα, οπότε κανένας δεν μπορεί να εργάζεται. Όσο είμαι σ’ αυτόν τον κόσμο, είμαι το φως για  τον κόσμο» Όταν τα είπε αυτά ο Ιησούς, έφτυσε κάτω, έφτιαξε πηλό από το φτύμα, άλειψε με τον πηλό τα μάτια του τυφλού και του είπε: 

«Πήγαινε να νιφτείς στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ», που σημαίνει «απεσταλμένος από το Θεό». Ξεκίνησε, λοιπόν, πήγε και νίφτηκε και όταν γύρισε πίσω έβλεπε. Τότε οι γείτονες κι όσοι τον έβλεπαν προηγουμένως ότι ήταν τυφλός, έλεγαν: «Αυτός δεν είναι ο άνθρωπος που καθόταν εδώ και ζητιάνευε;».

Μερικοί έλεγαν: «Αυτός είναι», ενώ άλλοι έλεγαν: «Είναι κάποιος που του μοιάζει». Ο ίδιος έλεγε: «Εγώ είμαι». Τότε τον ρωτούσαν: «Πώς λοιπόν άνοίξαν τα μάτια σου;» Εκείνος απάντησε: 

«Ένας άνθρωπος που τον λένε Ιησού έκανε πηλό, μου άλειψε τα μάτια μου και μου είπε: πήγαινε στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ και νίψου. Πήγα λοιπόν εκεί, νίφτηκα και βρήκα το φως μου». Τον ρώτησαν, λοιπόν: «Που είναι ο άνθρωπος εκείνος;» «Δεν ξέρω» τους απάντησε. 

Τον έφεραν τότε στους Φαρισαίους, τον άνθρωπο που ήταν άλλοτε τυφλός. Η μέρα που έφτιαξε  ο Ιησούς τον πηλό και του άνοιξε τα μάτια ήταν Σάββατο. Άρχισαν λοιπόν και οι Φαρισαίοι να τον ρωτούν πάλι πώς απέκτησε το φως του. Αυτός τους απάντησε: 

«Έβαλε πάνω στα μάτια μου πηλό, νίφτηκα και βλέπω». Μερικοί από τους Φαρισαίους έλεγαν: «Αυτός ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι σταλμένος από το Θεό, γιατί δεν τηρεί την αργία του Σαββάτου». Άλλοι όμως έλεγαν:

«Πώς μπορεί ένας αμαρτωλός άνθρωπος να κάνει τέτοια σημεία;» Και υπήρχε διχογνωμία ανάμεσά τους. Ρωτούν λοιπόν πάλι τον τυφλό: «Εσύ τι λες γι’ αυτόν; Πώς εξηγείς ότι σου άνοιξε τα μάτια;» Κι εκείνος τους απάντησε: «Είναι προφήτης». 

Οι Ιουδαίοι όμως δεν εννοούσαν να πιστέψουν πως αυτός ήταν τυφλός κι απέκτησε το φως του, ώσπου κάλεσαν τους γονείς του ανθρώπου και τους ρώτησαν: «Αυτός είναι ο γιος σας που λέτε ότι γεννήθηκε τυφλός; Πώς, λοιπόν, τώρα βλέπει;» Οι γονείς του τότε αποκρίθηκαν: 

«Ξέρουμε πως αυτός είναι ο γιος μας κι ότι γεννήθηκε τυφλός∙ πώς όμως τώρα βλέπει, δεν το ξέρουμε, ή ποιος του άνοιξε τα μάτια, εμείς δεν το ξέρουμε. Ρωτήστε τον ίδιο∙ ενήλικος είναι, αυτός μπορεί να μιλήσει για τον εαυτό του». Αυτά είπαν οι γονείς του, από φόβο προς τους Ιουδαίους. 

Γιατί, οι Ιουδαίοι άρχοντες είχαν συμφωνήσει να αφορίζεται από τη συναγωγή όποιος παραδεχτεί πως ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας. Γι’ αυτό είπαν οι γονείς του, ενήλικος είναι, ρωτήστε τον ίδιο».  Κάλεσαν, λοιπόν, για δεύτερη φορά τον άνθρωπο που ήταν τυφλός και του είπαν:

«Πες την αλήθεια ενώπιον του Θεού εμείς ξέρουμε ότι ο άνθρωπος αυτός είναι αμαρτωλός». Εκείνος τότε τους απάντησε: «Αν  είναι αμαρτωλός, δεν ξέρω∙ ένα ξέρω: πως, ενώ ήμουν τυφλός τώρα βλέπω». Τον ρώτησαν πάλι:

«Τι σου έκανε; Πώς σου άνοιξε τα μάτια;» «Σας το είπα κιόλας» τους αποκρίθηκε, «αλλά δεν πειστήκατε γιατί  θέλετε να το ξανακούσετε; Μήπως θέλετε και εσείς να γίνετε μαθητές του;» Τον περιγέλασαν τότε και του είπαν: 

«Εσύ είσαι μαθητής εκείνου∙ εμείς είμαστε μαθητές του Μωυσή. εμείς ξέρουμε πως ο Θεός μίλησε στο Μωυσή, ενώ γι’ αυτόν δεν ξέρουμε την προέλευση του». Τότε απάντησε ο άνθρωπος και τους είπε:

«Εδώ είναι το παράξενο πως εσείς δεν ξέρετε από που είναι ο άνθρωπος, κι όμως αυτός μου άνοιξε τα μάτια. Ξέρουμε πως ο Θεός τους αμαρτωλούς δεν τους ακούει, αλλά αν κάποιος σέβεται και κάνει το θέλημα του, αυτόν τον ακούει. 

Από τότε που έγινε ο κόσμος δεν ακούστηκε ν’ ανοίξει κανείς τα μάτια ενός γεννημένου τυφλού. Αν αυτός δεν ήταν από το Θεό δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα». 

«Εσύ είσαι βουτηγμένος στην αμαρτία από τότε που γεννήθηκες», του αποκρίθηκαν, «και κάνεις τον δάσκαλο σ’ εμάς;» Και τον πέταξαν έξω. Ο Ιησούς έμαθε ότι τον πέταξαν έξω και, όταν τον βρήκε, του είπε:

«Εσύ πιστεύεις στον Υιό του Θεού;» Εκείνος αποκρίθηκε: «Και ποιος είναι αυτός, Κύριε, για να πιστέψω σ’ αυτόν;» «Μα τον έχεις κιόλας δει», του είπε ο Ιησούς. «Αυτός που μιλάει τώρα μαζί σου, αυτός είναι». «Πιστεύω Κύριε», και τον προσκύνησε.

Ανάλυση Περικοπής
Στη σημερινή ευαγγελική περικοπή βλέπουμε τον Ευαγγελιστή Ιωάννη να μας περιγράφει ένα από τα μεγαλύτερα θαύματα του Χριστού, τη θεραπεία του εκ γενετής τυφλού. Και λέμε ένα απο τα μεγαλύτερα θαύματα γιατί μέσα από αυτό φαίνεται η δημιουργική και ανακαινιστική δύναμη του Χριστού. 

Η αναδημιουργία των οφθαλμών σε έναν άνθρωπο που είχε γεννηθεί χωρίς μάτια χαρακτηρίζεται από τους πατέρες της Εκκλησίας ως μια πράξη που είναι παράλληλη με την πράξη δημιουργίας του κόσμου και του ανθρώπου από το Θεό. 

Μας φανερώνει ο Χριστός με την πράξη του αυτή πως μόνο ο δημιουργός του κόσμου μπορεί να δημιουργήσει μάτια σε κάποιον που δεν είχε από την αρχή δηλ. από την ημέρα της γέννησής του. Δεν είχε ξανά ακουστεί πότε από τη δημιουργία του κόσμου να άνοιξη κανείς τα μάτια ενός γεννημένου τυφλού.

Ο Χριστός έρχεται με δική του πρωτοβουλία πρός τον τυφλό που συνάντησε αλλά δεν το θεραπεύει αμέσως. Απαντά πρώτα στα ερωτήματα που του θέτουν οι μαθητές του, οι οποίοι προσπαθούν με λογικές εξηγήσεις να εντοπίσουν την αιτία της ασθενείας του τυφλού. 

Η αντίληψη που επικρατούσε μεταξύ των Ιουδαίων είναι ότι οι διάφορες δοκιμασίες ή και ασθένειες που συνέβαιναν στη ζωή κάποιου ανθρώπου οφείλονταν σε αμαρτίες που είχε διαπράξει αυτός ή οι συγγενείς του και τώρα πληρώνει τη τιμωρία τους. Γι’ αυτό ρωτούν το Χριστό αν έχει αμαρτήσει αυτός ή οι γονείς του και γεννήθηκε τυφλός. 

Η απάντηση που παίρνουν απο το Χριστό τους βγάζει έξω από τις αντιλήψεις που είχαν. Τους λέει ότι ούτε αυτός αμάρτησε ούτε οι γονείς του αλλά γεννήθηκε τυφλός για να φανερωθεί η δύναμη των έργων του Θεού πάνω σ’ αυτόν.

Και τα έργα του Θεού μας εξηγεί ότι είναι η παροχή του φωτός στον κόσμο. Τόσο του σωματικού αλλά και του πνευματικού που μας ελευθερώνει από το σκότος.Στη συνέχεια έφτυσε στη γη, έφτιαξε πηλό από το φτύμα και με τον πηλό αυτό άλειψε τα μάτια του τυφλού και τον έστειλε στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ για να νιφτεί. 

Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος μας λέει οτι δεν χρησιμοποίησε νερό για την κατασκευή του πηλού αλλά πτύσμα για να φανεί ότι είναι η δύναμη που βγήκε απο το στόμα του του Χριστού που αναδημιούργησε και άνοιξε τα μάτια του τυφλού. Και ακόμα για να μη νομίσουμε ότι η γη έκανε αυτό το θαύμα τον στέλνει στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ για να πάει να νιφτεί. 

Ο Χριστός σεβόμενος την ελευθερία του τυφλού δεν κάνει το θαύμα αμέσως αλλά ζητάει και από αυτόν τη συμμετοχή του στο θαύμα. Γι’ αυτό τον στέλνει στη κολυμβήθρα, γιατί με τον τρόπο αυτό φανερώνεται η πίστη που έχει ο τυφλός πρός το Θεό.

Μετά από το νίψημο ο τυφλός γύρισε πίσω και έβλεπε. Αυτό προκάλεσε συζητήσεις και διαφωνίες μεταξύ των ανθρώπων που τον έβλεπαν και τον ήξεραν προηγουμένως. Μερικοί έλεγαν ότι είναι αυτός, άλλοι το αμφισβητούσαν και έλεγαν ότι είναι κάποιος που του μοιάζει ενώ ο ίδιος τους διαβεβαίωνε ότι είναι αυτός και τους εξηγούσε το πως είχε θεραπευθεί. 

Τότε τον παίρνουν στους Φαρισαίους, οι οποίοι ξεκίνησαν να τον ρωτούν για το πως απέκτησε το φώς του. Αυτός τους εξηγούσε, αλλά αυτοί δεν ήθελαν να πιστέψουν οτι ο Χριστός είναι σταλμένος απο το Θεό, γιατί δήθεν δεν τηρούσε την αργία του Σαββάτου. Η ημέρα που θεραπεύτηκε ο τυφλός ήταν Σάββατο. 

Οι Ιουδαίοι αντί να χαρούν και να δοξάσουν το Θεό για τη θεραπεία αυτού του ανθρώπου, εγκλωβίστηκαν μέσα στους κανόνες του Ιουδαϊκού Νόμου ο οποίος απαγόρευε οποιαδήποτε εργασία την ημέρα του Σαββάτου, και αγανάκτησαν εναντίων αυτού αλλά και αυτού που τον θεράπευσε.

Καλούν τότε τους γονείς του και τους ρωτούν αν πράγματι αυτός είναι ο γιος τους που είχε γεννηθεί τυφλός. Αυτοί τους διαβεβαιώνουν ότι αυτός είναι ο γιος τους αλλά δεν ξέρουν πως βλέπει τώρα και ποιος τον έκανε καλά, να ρωτήσουν τον ίδιο να τους εξηγήσει. 

Απάντησαν έτσι οι γονείς του επειδή φοβόντουσαν τους Ιουδαίους οι οποίοι είχαν συμφωνήσει να αφορίζεται από τη συναγωγή όποιος ομολογούσε πως ο Χριστός είναι ο Μεσσίας. 

Ενώ ήταν βέβαιοι για το θαύμα που είχε συντελεστεί στο γιό τους αυτοί από φόβο προτιμούν να σιωπάσουν. Αυτή τη στάση που κράτησαν οι γονείς του τυφλού την βρίσκουμε πολλές φορές μέσα στην πορεία και ζωή της Εκκλησίας μας. Είναι η στάση που δεν στοιχίζει τίποτα στα προσωπικά μας συμφέροντα. 

Το να γνωρίζουμε και να μη γνωρίζουμε, να μην είμαστε ζεστοί αλλά ούτε ψυχροί να είμαστε δηλ. χλιαροί, να φοβόμαστε να πούμε την αλήθεια για να μην θιγούν τα διάφορα συμφέροντα μας. Επαναπαυόμαστε στη σκέψη ότι ο Θεός θα μας καταλάβει και θα δει την πίστη μας. 

Ξεχνούμε αυτό που μας έχει πεί ο Χρίστος, ότι όποιος ομολογήσει μπροστά στούς ανθρώπους ότι ανήκει σ’ εμένα, θα τον αναγνωρίσω κι εγώ για δικό μου μπροστά στον ουράνιο Πατέρα μου.

Όποιος όμως με απαρνηθεί μπροστά στους ανθρώπους θα τον απαρνηθώ κι εγώ μπροστά στον ουράνιο Πατέρα μου. Αφού οι Ιουδαίοι δεν ήθελαν να καταλάβουν το τι είχε γίνει, καλούν για δέυτερη φορά τον πρώην τυφλό και τον ξαναρωτούν πως θεραπεύτηκε. 

Αυτός τους απαντά ότι τους έχει πει αλλά δεν έχουν πειστεί, μήπως θέλουν λοιπόν να γίνουν μαθητές του Χριστού; Τότε αυτοί αντιδρώντας τον περιγέλασαν λεγοντάς του ότι αυτοί είναι μαθητές του Μωυσή στον οποίο είχε μιλήσει ο Θεός, ενώ για τον Χριστό δεν γνώριζαν την προέλευση του. 

Και ο πρώην τυφλός τους απαντά ότι ενώ εσείς δεν ξέρεται από που προέρχεται ο Χριστός εμένα μου έχει ανοίξει τα μάτια και γνωρίζεται άτι ο Θεός δεν ακούει τους αμαρτωλούς αλλά όποιο τηρεί το θέλημα του. Αν δεν ήταν από το Θεό δεν θα μπορούσε να κάνει τέτοιο θαύμα που δεν έχει ξανακουστεί από τη δημιουργία του κόσμου. 

Μη μπορώντας να δώσουν απάντηση σε μια τόσο τεκμηριωμένη απάντηση που τους είχε δώσει του απαντούν ότι εσύ που είσαι βουτηγμένος στην αμαρτία από τότε που γεννήθηκες κάνεις το δάσκαλο σε μας; Και τον πετούν έξω.

Ο Ιησούς έμαθε το τι είχε συμβεί με τους Ιουδαίους και πως πέταξαν έξω τον πρώην τυφλό και όταν τον βρίσκει τον ρωτά αν πιστεύει στο Υιό του Θεού. Ο πρώην τυφλός τον ρωτά ποιός είναι αυτός για να πιστέψει. Τότε ο Χριστός του λέει άτι αυτός είναι που μιλάει τώρα μαζί του. 

Εδώ έχουμε μια Θεοφάνεια του Χριστού πρός τον άνθρωπο αυτό, ότι δηλ. αυτός είναι ο Υιός του Θεού. Η θεραπεία η οποία λαμβάνει ο πρώην τυφλός δεν είναι μόνο σωματική αλλά και πνευματική. 

Μέτα από αυτή την αποκάλυψη ο πρώην τυφλός απαντά στο Χριστό ότι πιστεύει και τον προσκυνά. Ο Χριστός τότε λέει άτι ήρθε για να φέρει σε κρίση τον κόσμο, έτσι ώστε αυτοί που δεν βλέπουν να βρούν το φώς τους, κι εκείνοι που βλέπουν να αποδειχθούν τυφλοί.

Ο τυφλός του σημερινού ευαγγελίου δε θεράπευσε μόνο τα μάτια του σώματος του αλλά και τα μάτια της ψυχής του. Και αυτό τον οδηγεί στο να ομολογήσει ενώπιον όλων ότι ο Χριστός είναι ο Υιός του Θεού, χωρίς να υπολογίζει τίποτα. 

Αυτό είναι το μήνυμα που μας διδάσκει ο πρώην τυφλός του σημερινού Ευαγγελίου. Να έρθουμε κοντά στο Χριστό, να τον γνωρίσουμε, να γευτούμε το φώς το αληθινό που μας προσφέρει και να τον ομολογήσουμε ενώπιον όλων χωρίς φόβο. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: