Ο
αντίκτυπος του shutdown στις
ΗΠΑ και η μερική αναστολή υπηρεσιών του ομοσπονδιακού κράτους που άρχισε
πριν από δύο περίπου εβδομάδες είναι πλέον εμφανής και στην οικονομία της
χώρας, γεγονός το οποίο ήταν άλλωστε αναμενόμενο.
Χιλιάδες δημόσιοι υπάλληλοι
είναι απλήρωτοι, ενώ δεκάδες υπηρεσίες αδυνατούν να πάρουν έγκριση για την
άντληση κεφαλαίων. Το αδιέξοδο
που έχει επέλθει πλήττει περίπου 800.000 εργαζομένους που εργάζονται στις
ομοσπονδιακές υπηρεσίες των ΗΠΑ.
Την ίδια ώρα περίπου 350.000 υπάλληλοι
παραμένουν στις θέσεις τους χωρίς να έχουν λάβει τους μισθούς τους. Χθες Πέμπτη
ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ άφησε να εννοηθεί ότι θα προχωρήσει
στην κήρυξη κατάστασης έκτακτης ανάγκης στη χώρα, στην προσπάθειά του να
εξασφαλίσει τα δισεκατομμύρια δολάρια που απαιτούνται για την κατασκευή του
τείχους στα σύνορα με το Μεξικό.
Παράλληλα, συνεχίζεται το αδιέξοδο στις
διαπραγματεύσεις με τους Δημοκρατικούς κι αναφορικά με την επαναλειτουργία των
υπηρεσιών του ομοσπονδιακού κράτους.
Οι εξελίξεις
έχουν επηρεάσει τη ζωή εκατοντάδων Αμερικανών πολιτών των οποίων τα εισοδήματα
εξαρτώνται από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Πρόκειται για τη δεύτερη μεγαλύτερη
διακοπή της λειτουργίας της κυβέρνησης στην ιστορία των ΗΠΑ. Η πρώτη είναι αυτή
που σημειώθηκε τον Δεκέμβριο του 1995 και διήρκεσε 21 ολόκληρες μέρες.
Οικονομολόγοι
από τη Wall
Street
Journal στο
μεταξύ μιλούν για ένα «σφοδρό πλήγμα» με μακροπρόθεσμες συνέπειες στην
αμερικάνικη οικονομία.
Τη Δευτέρα ειδικοί από την Merrill Lynch εξήγησαν
πως εξαιτίας των γεγονότων αναγκάστηκαν να υποβαθμίσουν τις προβλέψεις τους για
οικονομική ανάπτυξη στη χώρα κατά 10%.
Στο
περιθώριο των εξελίξεων, δεκάδες ιδιωτικές εταιρείες και άλλες φιλανθρωπικές
οργανώσεις εργάζονται πυρετωδώς αναζητώντας τρόπους για να μετριάσουν τον
αντίκτυπο του shutdown στις
ανθρώπινες ζωές.
Εκατοντάδες από τους εργαζόμενους που δουλεύουν στην
Μυστική Υπηρεσία των ΗΠΑ δεν λαμβάνουν το μισθό τους παρά το γεγονός πως
εξακολουθούν να εργάζονται.Να
σημειωθεί στο σημείο αυτό πως οι υπάλληλοι στη συγκεκριμένη θέση παρέχουν προστασία σε 42 άτομα που συνδέονται με τον Λευκό Οίκο.
Τον Αύγουστο
του 2017 ο διευθυντής της υπηρεσίας, Ράντολφ Άλες είχε κατά τη διάρκεια
συνέντευξης που είχε παραχωρήσει κατηγορήσει τον πρόεδρο Τραμπ όσον αφορά
τον προϋπολογισμό που δαπανούσε για τη φύλαξή του.
Η
σημαντικότερη όμως ανησυχία που καταγράφεται αυτή την ώρα όσον αφορά τις
μακροπρόθεσμες συνέπειες του «λουκέτου» των ομοσπονδιακών υπηρεσιών στις ΗΠΑ
αφορά τα προγράμματα επισιτιστικής βοήθειας που στο άμεσο μέλλον δεν θα
μπορούν να παρέχουν βοήθεια σε άτομα που το έχουν ανάγκη.
Το Ειδικό
Συμπληρωματικό Πρόγραμμα Διατροφής για Γυναίκες, Βρέφη και Παιδιά, γνωστό ως
WIC, αποτελεί ήδη παρελθόν εξαιτίας των εξελίξεων. Το WIC παρείχε βοήθεια σε
επτά εκατομμύρια Αμερικανών με χαμηλό εισόδημα που αντιμετώπιζαν
«διατροφικό κίνδυνο».
Την ίδια
ώρα μέλη της κυβέρνησης του Τραμπ επισημαίνουν πως η χρηματοδότηση άλλου
προγράμματος συμπληρωματικής βοήθειας για τη διατροφή, που είναι γνωστό με την
ονομασία SNAP
και εξασφαλίζει τη διατροφή περίπου 40 εκατομμυρίων ανθρώπων στις ΗΠΑ,
μπορεί να καλύψει τις ανάγκες τους για έναν περίπου ακόμα μήνα.
Το αρμόδιο
υπουργείο δεν έχει καταστήσει σαφές πόσο καιρό θα είναι σε θέση να χρηματοδοτεί
το πρόγραμμα, το οποίο κοστίζει περίπου 4,7 δισεκατομμύρια δολάρια το μήνα,
ωστόσο οι ειδικοί εκτιμούν πως τα αποθεματικά στα ταμεία θα έχουν τελειώσει
μέχρι το τέλος του Φλεβάρη.
Το shutdown της
κυβέρνησης των ΗΠΑ έχει επηρεάσει σε σημαντικό βαθμό και την επιστημονική
κοινότητα της χώρας. Από τους 800.000 εργαζόμενους της ομοσπονδιακής
κυβέρνησης, χιλιάδες είναι και οι ερευνητές που προσφέρουν τις υπηρεσίες τους
γι’αυτήν.
Οι περισσότεροι εργάζονται στο Εθνικό Ινστιτούτο Προτύπων και
Τεχνολογίας, την Εθνική Ωκεανική και Ατμοσφαιρική Διοίκηση, το Εθνικό Ίδρυμα
Επιστημών και την Αμερικανική Γεωλογική Υπηρεσία.
Περισσότεροι
από διακόσιοι ερευνητές που νυχθημερόν δουλεύουν για την δημιουργία νέων
θεραπειών ενάντια στα ανθεκτικά βακτήρια τις τελευταίες μέρες διέκοψαν
αναγκαστικά τις μελέτες τους πρόσφατα.
Στα Γραφεία
της Εθνικής Υπηρεσίας Ελέγχου κατά των Ναρκωτικών, η οποία είναι υπεύθυνη για
τον συντονισμό των δράσεων για την καταπολέμηση του φαινομένου στη χώρα,
εξακολουθούν να εργάζονται μονάχα τρεις από τους 80 συνολικά υπαλλήλους. Σε
αυτούς συμπεριλαμβάνεται και ο Τζέιμς Κάρολ, ο διευθυντής του οργανισμού.
Ο
Ιανουάριος θεωρείται κρίσιμος μήνας για τις εξελίξεις στις ΗΠΑ. Το επόμενο
διάστημα αναμένεται να καθοριστεί το μέγεθος της χρηματοδότησης που θα
λάβουν οι επιστήμονες μέσω οργανισμών όπως το NSF και άλλα
εθνικά ινστιτούτα.
Στο μεταξύ εκατό μη ομοσπονδιακοί επιστήμονες έχουν
προγραμματίσει σύσκεψη προκειμένου να πάρουν αποφάσεις για τις εκατοντάδες
επιδοτήσεις που εκκρεμούν αναφορικά με διάφορες έρευνες. Η ομάδα που θα
συνεδριάσει θα πρέπει να λάβει κρίσιμες αποφάσεις για τα ταξίδια και τα
συνέδρια που πρόκειται να ακυρωθούν.
Ένας
ερευνητής από την Καλιφόρνια, ο οποίος δεν θέλησε να δημοσιοποιηθεί το όνομά
του, δήλωσε στη Washington Post πως μέχρι
σήμερα δεν γνωρίζει αν θα ταξιδέψει στην Ουάσινγκτον την ερχόμενη εβδομάδα,
αφού ακόμα δεν έχει συνεδριάσει η επιτροπή.
Ο Μπέντζαμιν Κορμπ, διευθυντής
δημοσίων υποθέσεων της Αμερικανικής Εταιρείας Βιοχημείας και Μοριακής
Βιολογίας, υπολόγισε ότι την περασμένη χρονιά και ειδικότερα στις 8 Ιανουαρίου
το Εθνικό Ίδρυμα Επιστημών είχε χρηματοδοτήσει την επιστημονική κοινότητα με 42
εκατομμύρια δολάρια. Φέτος, την ίδια μέρα το ποσό της χρηματοδότησης ήταν
μηδενικό.
Να
σημειωθεί πως δημοσκόπηση που πραγματοποιήθηκε από το πρακτορείο Reuters και την
εταιρεία Ipsos το
διάστημα 1-7 Ιανουαρίου, δείχνει ότι το 51% των ενηλίκων θεωρεί ότι:
Ο πρόεδρος Τραμπ ευθύνεται κατά κύριο λόγο για την «παράλυση» αυτή του κράτους,
που διανύει την 20η ημέρα της. Το ποσοστό αυτό είναι αυξημένο κατά τέσσερις
μονάδες σε σύγκριση με την προηγούμενη δημοσκόπηση (21-25 Δεκεμβρίου).
Το 32% των
ερωτηθέντων είπε ότι ευθύνονται οι Δημοκρατικοί και το 7% οι Ρεπουμπλικανοί
βουλευτές και γερουσιαστές. Στο μεταξύ ο πρόεδρος Τραμπ απειλεί ότι το κλείσιμο
των κυβερνητικών υπηρεσιών θα συνεχιστεί μέχρι να εγκρίνει το Κογκρέσο τη
χρηματοδότηση του τείχους στα σύνορα.
Tην Τετάρτη
διεθνή μέσα ενημέρωσης ανέφεραν πως σχεδόν 1.000 εργαζόμενοι σε υπηρεσίες
του ομοσπονδιακούς κράτους στρέφονται σε διαδικτυακούς εράνους για να
συγκεντρώσουν χρήματα ώστε να καλύψουν τα έξοδά τους.
Τα
διαδικτυακά αιτήματα χρηματοδότησης έχουν συγκεντρώσει πάνω από 100.000 δολάρια
τις τελευταίες τρεις εβδομάδες, σύμφωνα με την εκπρόσωπο του ιστοτόπου
GoFundMe, Κάθριν Σίσι.
Ο Αλφόνζο Μπρέλαντ, εργαζόμενος στην εφορία στο
Όκλεϊ, στην Καλιφόρνια, δήλωσε στο πρακτορείο Reuters ότι έχει χάσει τον ύπνο
του και προσπαθεί να βρει μια νυχτερινή δουλειά σε μια αποθήκη για να καλύψει
τα έξοδα της οικογένειάς του.
Πρόσφατα ξεκίνησε ένα διαδικτυακό έρανο στον
ιστότοπο GoFundMe με στόχο να συγκεντρώσει τουλάχιστον 2.500 δολάρια. «Η καρδιά
μου χτυπά ακατάπαυστα, οι σκέψεις στο κεφάλι μου τρέχουν», δήλωσε ο 41χρονος
Μπρέλαντ σε τηλεφωνική συνέντευξη. «Η προθεσμία καταβολής της δόσης για το
στεγαστικό μου δάνειο τελειώνει, έχω μέχρι τις 15 του μήνα και έπειτα πληρώνω
πρόσθετη επιβάρυνση.
Χρειάστηκε να ακυρώσω την αμοιβή διδάκτρων του σχολείου
της κόρης μου». Η Σίσι σημείωσε ότι η εταιρεία έχει μια ειδική ομάδα που
εξετάζει όλες τις εκστρατείες που σχετίζονται με το shutdown της κυβέρνησης
ώστε να αποφευχθούν πιθανές απάτες.
Οι
περισσότερες σελίδες, που δημιούργησαν άνθρωποι που δηλώνουν ότι οι ίδιοι, ή οι
οικογένειές τους είναι ομοσπονδιακοί εργαζόμενοι σε άδεια άνευ αποδοχών.
Έχουν
στόχο να συγκεντρώσουν μερικές χιλιάδες δολάρια για να καλύψουν τις δαπάνες του
στρατιωτικού προσωπικού και υπαλλήλων υπηρεσιών που έχουν αναστείλει τη
λειτουργία τους, όπως της εφορίας (IRS) και του Οργανισμού Ασφάλειας Μεταφορών.
«Πάλευα
οικονομικά ακόμη και πριν από το shutdown, ζώντας μόνο για να πληρώνω τις
υποχρεώσεις μου, οπότε να συμβαίνει αυτό μέσα στα Χριστούγεννα ήταν το
χειρότερο δυνατό σενάριο».
Είπε ο Τζέιμς Γκας, ο οποίος στη σελίδα που
δημιούργησε στο GoFundMe περιγράφει τον εαυτό του ως πατέρα ενός 15χρονου και
εργαζόμενο στο υπουργείο Γεωργίας στη Μασαχουσέτη.
Ο Ρόμπερτ
και ο Τρίσταν, 14 και 12 ετών, έγραψαν ότι ξεκίνησαν μια εκστρατεία
συγκέντρωσης χρημάτων στο GoFundMe για να βοηθήσουν τη μητέρα τους,
ομοσπονδιακό υπάλληλο στο Σιάτλ. «Η μαμά μου δεν μπορεί να βρει δεύτερη
δουλειά επειδή εμείς είμαστε η δεύτερη δουλειά της», έγραψαν τα κορίτσια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου