19 Σεπτεμβρίου, 2018

ΟΛΟΚΛΗΡΗ Η ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ ΣΕΡΒΙΑΣ ΣΤΟΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟ


Αρ. πρωτ. 1163
Έν Βελιγραδίω, τη 13η Αυγούστου 2018

Τή Αυτού Παναγιότητι
Αρχιεπισκόπω Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης 
καί Οικουμενικό Πατριάρχη κυρίω κυρίω Βαρθολομαίω
Είς Κωνσταντινούπολη

Θέμα:Η θέσις τής Σερβικής ’Ορθοδόξου Εκκλησίας ώς πρός τήν μεθοδολογίαν τής ύπερβάσεως τών έν Ουκρανία καί αλλαχού σχισμάτων.

 Παναγιώτατε,
Κατά τήν έφετεινήν Ίεράν Σύνοδον τής Ιεραρχίας τής καθ’ ημάς Εκκλησίας, λαβούσαν χώραν από τής 29ης ’Απριλίου μέχρι τής 10ης Μαίου τού ένεστώτος ενιαυτού, συνεζητήθη συνοδικώς, μεταξύ άλλων, τό πρόβλημα τών σχισμάτων έν τή όρθοδόξω ’Ανατολή ήτοι έν Ούκρανία, έν τή Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία τής Μακεδονίας καί αλλαχού, ώς καί τό πρόβλημα τής έν Μαυροβουνίω, σέκτας”, ής ηγείται ποιός τίς Miras Dedeic, τέως κληρικός τής καθ’ Υμάς 'Αγιωτάτης Εκκλησίας, καθηρημένος τή Ύμετέρα αποφάσει. 

Έκ της αδελφικής έν Συνόδω συζητήσεως κατέστη πασίδηλον, ότι ή αίρεσις τού εθνοφυλετισμού συνιστά μίαν τών ουσιωδών κακοδαιμονιών τής συγχρόνου ’Ορθοδοξίας. Έν τή συναφεία ταύτη είναι λίαν σπουδαίον, ότι ή έν Κρήτη γενομένη Αγία καί Μεγάλη Σύνοδος, μεταξύ τών υπολοίπων θεσπισμάτων αυτής, επεκύρωσε τήν οικουμενικήν σημασίαν τής έν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου (1872) τής χαρακτηρισάσης τόν έθνοφυλετισμόν αίρεσιν καί ιόν όφεως καταλύοντα τό σώμα τής Εκκλησίας.

Τούτο συνέβη τό πρώτον έν τή Σοβιετική Ενώσει διά τής δημιουργίας τών «ανακαινιστών» (obnovljenci) καί τής «Ζώσης Εκκλησίας»   (Zivaja Cerkov, zivocerkovniki), καθώς καί διά τής αποπείρας, όπως ή κανονική Εκκλησία, μετά τού αγίου πατριάρχου Τύχωνος έπί κεφαλής, ύποκατασταθή διά τής «’Ανανεωμένης Εκκλησίας» ή τής «Ζώσης Εκκλησίας», ού μόνον νομιμόφρονος ούσης έναντι τών σοβιετικών αρχών, άλλ’ επί πλέον μετερρυθμισμένης, μάλλον δέ παραμεμορφωμένης, κατά τά πρότυπα τών φιλελευθέρων διαμαρτυρομένων.

Επί τού εδάφους τής Ρούς τού Κιέβου ίδρύθη ταυτοχρόνως ή Ουκρανία ώς έν έκ τών όμοσπόνδων κρατών τής Σοβιετικής Ένώσεως, άνεκηρύχθη ιδιαίτερον «ουκρανικόν έθνος», τά δε γλωσσικά ιδιώματα τών δυτικών περιοχών τής τότε Ρωσσίας συνεχωνεύθησαν είς μίαν ολότητα καί τό γλωσσικόν τούτο αμάλγαμα προσέλαβε τήν επίσημον θέσιν ιδιαιτέρας λογίας ουκρανικής γλώσσης.

Ή Ουκρανία δέν υπήρξεν έξαίρεσις: κατα τον αυτόν τρόπον «προεβιβάσθη» καί ή Λευκορωσία (Belarus) είς συστατικήν τής ομοσπονδίας μονάδα, πάλιν μετ’ ιδιαιτέρας «εθνικής ταυτότητος» και γλώσσης. Έτι μάλιστα καί το άλλοτε «Ρώσσικον Τουρκεστάν» διεμερίσθη, κατά τάς ραφάς τών φυλών, είς τά Καζαχστάν, Ουζμπεκιστάν, Τατζικιστάν καί άλλα στάν”.

Ή ουκρανική χωριστική νοοτροπία έχει όμως καί πολλώ βαθυτέρας ίστορικάς ρίζας, ών ή κεφαλαιώδης είναι ή Ούνία τού Μπρέστ-Λιτόβσκ τού τέλους τού 16ου αιώνος, έξαπλωθείσα διά τής βίας έν τοίς μετέπειτα χρόνοις. Έπί τού εδάφους τής χωριστικής ταύτης γραμμής έφύησαν τά άνθη τού κακού ύπό τήν μορφήν τού ουκρανικού ναζισμού («banderovci») καί τής εξολοθρεύσεως τής εβραϊκής κοινότητος (Babji Jar και άλλοι τόποι θανάτου).

Σύν τή χωριστική τάσει έμφανίζονται τότε επίσης, έκ παραλλήλου, ό έκκλησιαστικός  έθνοφυλετισμός καί ή εκκλησιαστική χωριστική κίνησις, ών τό παθολογικόν αποκορύφωμα άποτελεί ή «Έκκλησία τών αύθιερωμένων» (samosvjati, αύτοχειροτονούμενοι), υποστηριχθείσα ολοθύμως ύπό τών ναζιστών τής Ουκρανίας.

Δέν άναφέρομεν άσφαλώς ταύτα πάντα πρός έπίδειξιν τών ιστορικών γνώσεων ήμών ή, όπερ χείρον, πρός τό ύπαινίσασθαι πλημμελείς ίστορικάς γνώσεις παρά τισίν άλλοις, αλλά πρός υπεύθυνον έπισήμανσιν τού ιστορικού υποβάθρου καί τής πνευματικής αφετηρίας τόσον τών εκκλησιαστικών σχισμάτων, όσον καί τών αδελφοκτόνων συρράξεων έν τή συγχρόνω Ουκρανία.

Δηλωτική τυγχάνει άλλωστε καί αυτή, αυτή ή ονομασία τού κράτους καί τού έθνους, είτα δέ καί τής Εκκλησίας. Ουκρανία σημαίνει κατ’ ακρίβειαν παραμεθόριον ή ακριτικήν περιοχήν, μέρος ευρύτερου συνόλου, τουτέστι μέρος τής Ρους τού Κιέβου, ήν πρό 1030 ετών εβάπτισεν ό ισαπόστολος κνεζής Βλαδίμηρος. Ούκρανίαι προσωνυμούντο καί έτεραι άκριτικάι περιφέρειαι τής Ρωσσικής Αυτοκρατορίας.

Παρόμοιόν τί ελαβε χώραν καί έν τή Νοτιοσλαβία. Ή κομμουνιστοκρατουμένη Γιουγκοσλαβία ήτο ώργανωμένη κατά τόν σοβιετικόν τύπον καί ύπογραμμόν: τό κράτος μετετράπη είς ομοσπονδίαν, κατετμήθη είς «δημοκρατίας» δηλονότι (έν έτει 1974 μετεσχηματίσθη μάλιστα είς συνομοσπονδίαν, έξηρθρώθη δηλαδή είς συνυπάρχοντα κράτη, τέλος δέ, έν έτει 1991, διεσχίσθη, έξωθέν τε καί έσωθεν, είς «αυθύπαρκτα» κράτη καί κρατίδια. 

Παραλλήλως άνεκηρύσσοντο νεόκοποι έθνότητες («Μαυροβούνιοι», «Μακεδόνες» ήτοι οί έκκολαπτόμενοι «Βορειομακεδόνες», «Μουσουλμάνοι», μετονομασθέντες είς «Βοσνιακούς» καί νεόπλαστοι γλώσσαι (ή «μαυροβουνιτική», ή «μακεδονική», ή «βοσνιακή»).

Ή διαδικασία τής περαιτέρω παραγωγής «έθνών» καί «γλωσσών» διεκόπη ένεκα τού διαμεσολαβήσαντος θανάτου τού κράτους. Ώς άλλοτε έν τή Σοβιετική 'Ενώσει, συνωδεύθη τό γίγνεσθαι τούτο υπό τής δημιουργίας νέων Εκκλησιών, ακριβέστερον ειπείν σχισμάτων, εξυπηρετούντων τό κομμουνιστικόν κόμμα καί τήν ιδεολογίαν αυτού. 

Τό καθεστώς τού Τίτο ανεκήρυξε τοιουτοτρόπως, μεταξύ άλλων, «Μακεδονικήν Ορθόδοξον Έκκλησίαν» τάς νοτίους εκκλησιαστικάς επαρχίας τάς υπό τού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως είς τό Πατριαρχείο Σερβίας παραχωρηθείσας διά τού Πατριαρχικού Τόμου τού 1922.

Πρόκειται περί μοναδικής έν τη ιστορία Εκκλησίας, ής ιδρυτής είναι καί επισήμως κομμουνιστικόν κόμμα, ώς διατείνεται καί τό σχετικόν διάταγμα, δημοσιευθέν έν τώ μεταξύ. ’Έτι πολλώ χείρον καί βαρυτέρα περίπτωσις είναι ή περίπτωσις τής ούτω καλουμένης Εκκλησίας Μαυροβούνιου.

Τό μέν σχίσμα τών Σκοπίων έδημιούργησαν τρείς κανονικώς κεχειροτονημένοι επίσκοποι τής Εκκλησίας τής Σερβίας, πλήν όμως ουδέ τούτους ούδέ τούς διαδεξαμένους αύτούς δέν καθήρεσεν ή ήμετέρα Εκκλησία έως τής σήμερον, έχομένη τής άρχής τής οικονομίας, άπεκδεχομένη τήν αύτών μετάνοιαν καί μή δυσχεραίνουσα τήν έν τοί μέλλοντι εύκταίαν έπανένταξιν αύτών. 

Έν άντιδιαστολή πρός αυτούς ίδρύθη έν Μαυροβουνίω ούδενόσωρος, σχετικώς έκκλησιόμορφος μή κυβερνητική όργάνωσις, ή αποκαλούσα έαυτήν Μαυροβουνιτική Εκκλησία, ύπό καθηρημένου κληρικού τού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως καί κατεγράφη έν κοινώ αστυνομικώ σταθμώ. 

Τό σκοτεινόν καί τραγικόν τούτο πρόσωπον έν ουδεμία, συνεπώς, στιγμή τής συγκεχυμένης αυτού ζωής εχρημάτισεν ορθόδοξος επίσκοπος.Τόν μέν «κλήρον» αυτού συνιστώσι ψευδοκληρικοί, είτε καθηρημένοι είτε υπ΄ αυτού τούτου «κεχειροτονημένοι», είς δέ τούς «πιστούς» αυτού ανήκουσι τά πολιτικά στελέχη καί οί «συμπαθούντες», ώς επί τό πλείστον αβάπτιστοι, ένιοι καί άθεοι.

Έτι δέ καί τίνες «μουσουλμάνοι», κατά πάσαν πιθανότητα τοιούτοι μουσουλμάνοι, οία καί ή ύπ’ αυτών ύποστηριζομένη «Έκκλησία»...Ή ’Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ύπήρξε κράτος ύποδειγματικόν, άπετέλεσε δέ τόν πνευματικόν καί ζωτικόν χώρον πλείστων αρχαίων χριστιανικών ’Εκκλησιών καί προστάτην τών χριστιανικών εθνών καί πολιτισμών, συμπαραλαμβανομένων καί τών εκτός τών ορίων τής Αυτοκρατορίας ευρισκομένων.

Ή χριστιανική ορθόδοξος αύτη Αυτοκρατορία έχαρίσατο τή ’Εκκλησία καί τώ κόσμω, σύν τοίς άλλοις, τήν Νέαν Ρώμην, ώς καί τόν τής Νέας Ρώμης έπίσκοπον, ού τό κύρος καί ή έπιρροή έν τή Έώα έξισώθησαν πρός τό κύρος καί τήν έπιρροήν τού τής παλαιφάτου Ρώμης έπισκόπου έν τή Εσπερία («ίσα πρεσβεία τιμής») καί ού ή Εκκλησία απολαύει καί σήμερον τής θέσεως καί τού αξιώματος τής πρωτοθρόνου Εκκλησίας ανά μέσον τών κατά τόπους Όρθοδοξων Εκκλησιών.

Πλήν καί μετά τήν πτώσιν τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (1453), έως τής δολοφονίας τού τσάρου και της οικογένειας αυτού έν Ρωσία (1918), διατηρεί ή «βυζαντινή κοινοπολιτεία» τήν ιδέαν τού χριστιανικού κράτους καί έκαλλιέργει τήν παράδοσιν τής «συμφωνίας» Εκκλησίας καί Πολιτείας.

Έν άλλοις λόγοις, από τών χρόνων τού αγίου βασιλέως Κωνσταντίνου τού Μεγάλου μέχρι τών χρόνων τού αγίου μάρτυρος τσάρου, Νικολάου τού Ρωμανόφ, τό κράτος, ή κρατική εξουσία καί ό λαός εξυπηρετούν - κατά τό ιδεώδες καί έξ ορισμού, έμπράκτως όμως κατά τό ένόν - την χριστιανικήν πίστιν καί Εκκλησίαν.

’Έκτοτε δέ καί είς τό έφεξής πειρώνται τά νεοσύστατα έκκεκοσμικευμένα κράτη καί έθνη πάση δυνάμει, όπως χρησιμοποιήσωσι τήν Εκκλησίαν πρός έξυπηρέτησιν τής ιδεολογίας καί τής εξουσίας αυτών, κατά κανόνα μέν μή χριστιανικών, συχνάκις δέ άμεσώτατα άντευαγγελικών ύπαρχουσών. 

Όθεν ή Εκκλησία γενικώς καί ή πρωτόθρονος Μεγάλη τού Χριστού Εκκλησία είδικώς εύρίσκεται σήμερον, μετά τήν λήξιν τής «κωνσταντινείου εποχής» έν τή ιστορία τής Εκκλησίας, έν νέα τό παράπαν θέσει, έν ριζικώς ήλλιωμένω κόσμω καί μετά νέας, έξιδιασμένης εύθύνης.

Άνοικτώ τώ τρόπω καί είλικρινώς ειπείν, δεν ένδείκνυται, όπως έπιτρέψη αύτη είς εαυτή τό πράττειν εκείνα, άτινα ουδέ κατά τό αποκορύφωμα τού κλέους καί τής ισχύος αυτής έπραττε, κατά τήν «χρυσήν έποχήν» τής Ρωμαιοσύνης δηλονότι.

Όμοιος όμως δέν ένδεικνυται, όπως αί άλλαι αδελφαί Έκκλησίαι έπιτρέψωσιν είς έαυτάς αχάριστον η, απαγέ, απρεπή καί αναρχοέιδη τοποθέτησιν έναντι τής πρωτόθρονου Εκκλησίας, προσέτι δέ καί Εκκλησίας Μητρός διά τάς έν αυταίς νεωτέρας. Ό παρών «χρυσούς κανών» αφόρα ιδιαίτατα είς τό θέμα τής απονομής τού αυτοκέφαλου είς Εκκλησίαν τινά.

Ό μέν νοσηρός έθνοφυλετισμός καί τό έκκεκοσμικευμένον κρατοκεντρικόν φρόνημα τών ήμερων ήμών θεμελιούσι τάς αξιώσεις αυτών έπί τής σχέσεως τής ’Ορθοδόξου Εκκλησίας πρός τούς βεβαπτισμένους λαούς καί πρός τάς, κατά τό μέτρον τού έν τώ ίστορικώ γίγνεσθαι δυνατού, έκκεχριστιανισμένας κοινωνίας πλήν όμως, κατορθούσιν έν καί μόνον-τό έπαπειλήσαι τόν καθολικόν καί οικουμενικόν χαρακτήρα τής Εκκλησίας τού Θεού, έν ταύτω άρα καί την πηγαίαν αποστολήν αυτής πρός πάντα τά έθνη.

Τά κράτη, έθνη καί «έθνη», έν οίς ζητείται μέν σήμερον ή αύτοκεφαλία, έν τή πράξει δέ δρώσι τά καθεστωτοκίνητα «πολιτικά σχίσματα», τά καί δικαιολογούντα αναφανδόν τήν όλέθριον δραστηριότητα αυτών διά τής έπικλήσεως τής κρατικής καί έθνικής σκοπιμότητος, είναι δημιουργήματα τών κομμουνιστών, σήμερον κατά τό πλείστον έχοντα άθέους έπί κεφαλής.

Ώς έστιν ό αβάπτιστος καί άθεος κυβερνήτης τού Μαυροβούνιου ή οό«παμπέριληπτικος πιστός» έπί κεφαλής τής Ουκρανίας, ό καί έν τή κανονική Εκκλησία καί παρά τοίς σχισματικοίς καί παρά τοίς ουνίταις ορωμένος.

Ούτοι δέν ζητουσιν αυτοκέφαλον Έκκλησίαν διότι, υποτίθεται, είναι πιστά μέλη αυτής, αλλ’ επί τώ σκοπώ, όπως χρηστικώς, μάλλον δέ καταχρηστικώς, μεταχειρισώνται αυτήν πρός εμπέδωσιν τής κοσμικής καί αθέου κατ’ ουσίαν «ιδεολογίας» εξουσίας καί χαμαιζηλών συμφερόντων αυτών.  

Πρόκειται, έν έσχατη αναλύσει, περί κακομεταχειρίσεως της Εκκλησίας καί τής πίστεως. Είναι άραγε επιτρεπτή ή συγκατάθεσις τής Εκκλησίας πρός τοιαύτην κακομεταχείρισην;

Προωρισμένη ούση είς τό μεταμορφούν καί σώζειν τόν πεπτωκότα κόσμον, έπιτρέπεται αυτή τό συμμορφούσθαι καί ευαρεστείν αυτώ; Τάς ερωτήσεις ταύτας άπευθύνομεν ιδία τώ Οίκουμενικώ Πατριαρχείω, τή Μητρί ήμών Εκκλησία, καλουμένη, έν τή ίδιότητι τής πρωτοθρόνου Εκκλησίας, όπως κενωτικώς καί θυσιαστικώς διακονή τή ένότητι τής Εκκλησίας.

Ύφ’ οίασδήποτε συνθήκας, έπιδράσεις καί πιέσεις, δέν έπιτέτραπται αυτή τό προβήναι είς οίανδήτινα έσπευσμένην ένέργειαν δυναμένην έπενεγκείν ζημίαν τή πανορθοδόξω ένότητι, μάλιστα δέ καί παρατείναι τήν ζωήν τών σχισμάτων, άτινα, κατά τάλλα, έφίεται, όπως θεραπεύση καί ύπερκεράση.

Ή γενική αύτη άρχή ισχύει όλως ιδιαιτέρως προκειμένου περί τών πλέον τραγικών σχισμάτων ήτοι περί τών έν Ουκρανία τοιούτων. Μονομερής τίς πράξις άθωώσεως καί αποκαταστάσεως τών σχισματικών είς τήν ταξιν τών επισκόπων, όλως ιδιαιτέρως δέ τού αρχισχισματικού, τού «πατριάρχου» Κιέβου Φιλαρέτου Ντενισένκο, καί τής επαναφοράς της μετά των σχισματικών κοινοτήτων λειτουργικής καί κανονικής κοινωνίας, άνευ τής αυτών μετάνοιας καί επανόδου εις τήν ένοτήτα μετα τής ής απεσκίρτησαν Ρωσσικής ’Ορθοδόξου Εκκλησίας, δίχα συναινέσεως τού Πατριαρχείου Μόσχας καί χωρίς τού μετ’ αυτού συντονισμού, θά ήτο, κατά τήν πεποίθησιν ήμών, λίαν κινδυνώδης - ή καί καταστροφική, ένδεχομένως δέ και μοιραία - διά τήν ενότητα τής άγιας ’Ορθοδοξίας.

Τοιαύτη πράξις θά εσήμαινε συνάμα άφιλάδελφον στάσιν πρός την μαρτυρικήν έν ταίς ρωσσικαίς χώραις Εκκλησίαν, τούτο δ’ ούδαμώς άναμένομεν παρά τής μαρτυρικής Μεγάλης τού Χριστού Εκκλησίας.

Ή παρέμβασις τού μακαρία τή λήξει γενομένου προκατόχου Υμών, τού οικουμενικού πατριάρχου Γρηγορίου Ζ' είς τά τής Ρωσσικής ’Εκκλησίας, πρό εκατονταετίας σχεδόν, ώς καί ή στάσις αυτοί πρός τόν άγιον πατριάρχην Τύχωνα, τόν ομολογητήν τής πίστεως, άφ’ ενός, καί πρός τό σχίσμα τών «ανακαινιστών» άφ’ ετέρου, δεν θά έδει, όπως χρησιμεύση ώς παράδειγμα πρός μίμησιν.

Ουδέ παραβλεπτέον τό γεγονός, ότι ή έν Κρήτη 'Αγία καί Μεγάλη Σύνοδος έπεκύρωσεν έν τή έκκλησιολογική έγκυκλιω αυτής τήν ύπαρξιν τών δεκατεσσάρων αυτοκέφαλων ’Ορθοδόξων Εκκλησιών έν τοίς νύν κανονικούς ορίοις αυτών.

Τίθεται το έρώτημα: πώς είναι δυνατή η αλλαγή τού αριθμού τούτου τών αυτοκέφαλων ’Εκκλησιών έρήμην νέας Συνόδου;  Έπειτα, διά τής έν λόγω διαπιστώσεως τής έν Κρήτη Συνόδου έπιβέβαιούται οίκοθεν (implicite), ότι η αυτόνομος Εκκλησία τής Ουκρανίας ευρίσκεται υπό τήν δικαιοδοσίαν του Πατριαρχείου Μόσχας καί ότι αυτόχρημα ανήκει αυτώ όργανικώς.

Έν προκειμένω ούτε λόγος γίνεται περί τού ότι ή Ρωσσική ’Ορθόδοξος Εκκλησία δέν έχει αρμοδιότητα διά τό κανονικόν καθεστώς τής έν Ουκρανία ’Εκκλησίας, άλλ’ ότι αρμόδια είναι ή «Μήτηρ Εκκλησία» ήτοι ή ’Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως.

Ύπό τό πρίσμα της ιστορίας θεωρούμενη, ή Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως είναι εξ ίσου Μήτηρ ’Εκκλησία καί τού Κίεβου και της Μόσχας, καί τού Πεκίου (συν Βελιγραδίω καί Καρλοβικίω) καί τού Τυρνάβου (Σαρδικής, Σρεντέτς, Σόφιας), καί ετέρων.. ’

Εάν λοιπόν έχη αύτη τό δικαίωμα του έπεμβήναι έν μία αύτοκεφάλω ’Εκκλησία, τότε, κατά συνέπειαν, κέκτηται τό δικαίωμα τής έν μία έκαστη αύτοκεφάλω Εκκλησία έπεμβάσεως.

Ή τιμή καί τό αξίωμα τής έκκλησιαστικής μητρότητος δέν παρέχει, έν τοσούτω, τη ’Εκκλησία Μητρί τό δικαίωμα τού άψηφήσαι ή, πολλώ μάλλον, τού άμφισβητήσαι τάς ίστορικώς σχηματισθείσας αύτοκεφαλίας καί δικαιοδοσίας.

Κατά τόν αυτόν τρόπον δεν δίδωσι ταίς Έκκλησίαις ή καθεστηκυϊα δικαιοδοσιακή θέσις (status) τό δικαίωμα τού υποτιμάν καί απαξιούν την Έκκλησίαν Μητέρα, ή τού προσποιείσθε, ότι επελάθοντο τίς Εκκλησία είναι η πνευματικώς γεννήσασα αυτάς, ή τού «παραγγέλλει» εαυτές Μητέρα (δίκην του σχίσματος τών Σκοπίων).Εύγλωττο παράδειγμα των ούτως εχόντων είναι ακριβώς η ημετέρα Εκκλησία, η Σέρβικη ’Ορθόδοξος ’Εκκλησια. 

Ή Μήτηρ Εκκλησία αυτής είναι ή Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως. Πρότερον μέν ετέλει υπό τήν δικαιοδοσίαν της ’Αρχιεπισκοπής ’Αχριδών, σήμερον δέ, έν άποτελέσματι πολλών ιστορικών συμβεβηκότων καί τού έν Κωνσταντινουπόλει έν έτει 1922 χορηγηθέντος Τόμου, ή ’Αρχιεπισκοπή ’Αχριδών τελεί ύπό τήν δικαιοδοσίαν τής Σερβικής ’Ορθοδόξου Εκκλησίας.

Ούτως έχόντων τών πραγμάτων, έπεται το εξής: περί τής μελλούσης θέσεως (status) τής Αρχιεπισκοπής ’Αχριδών δέν δύναται, όπως άποφασίση ό Οικουμενικός Θρόνος αυτοδικαίως, έρήμην τής Εκκλησίας τής Σερβίας, διά τόν άπλούστατον λόγον, ότι ή ’Αρχιεπισκοπή ’Αχριδών εύρίσκεται ύπό τήν κανονικήν δικαιοδοσίαν τής Εκκλησίας τής Σερβίας, ώς καί αναγράφεται έν τώ Τόμω τού έτους 1922.

Έκτοτε άναγνωρίζουσι την δικαιοδοσίαν ταύτην άπασαι άνεξαιρέτως αί ’Ορθόδοξοι Έκκλησίαι. Τό αυτό ισχύει και διά τήν έν Ούκρανία, άκριβέστερον δ’ ειπείν έν τή Ρούς τού Κιέβου, Εκκλησίαν, καθ’ ότι άναμφιβόλως καί άναντιρρήτως ύπόκειται αύτη τή δικαιοδοσία τού Πατριαρχείου Μόσχας, θέσιν αύτονόμου Εκκλησίας κεκτημένη.

Ή Ύμετέρα Αγιωτάτη Εκκλησία, Παναγιώτατε, προβάλλει άπό τίνος καιρού τήν εκδοχήν, ότι ή Μητρόπολις Κιέβου ανήκει έν τή πραγματικότητι είς αυτήν καί ότι άνηκεν είς αυτήν διηνεκώς.

Διερωτώμεθα, έν τούτοις, μετά πάσης αδελφικής αγάπης και τιμής: πώς εξηγείται τό γεγονός, ότι ή Μόσχα τόσον μακροχρόνιος, επί τρείς εκατονταετίας και πλέον, εξήσκει-καί νύν εξασκεί-δικαιοδοσίαν επί τού Κιέβου άνευ διαμαρτυρίας οποθενδήποτε, της Μεγάλης τού Χριστού Εκκλησίας συμπεριλαμβανομένης; 

Έπι πλέον δε, αί διαθέσιμοι ιστορικαί πηγαί δέν έπιβεβαιούσι τόν ισχυρισμόν περί τής έν τοίς πράγμασιν άναρμοδιότητος τής Μόσχας διά τό Κίεβον. Έν τή ίεροκανονική παραδόσει καί πράξει τής Εκκλησίας υφίστατο, άλλωστε, καί τό κριτηριον τής άρχαιότητος, τών «παλαιών εθών», τών ύπό πάντων παραδεδεγμένων σχέσεων, ώς Υμείς, άτε διακεκριμένος κανονολόγος ύπαρχων, έπίστασθε βέλτιον τής ήμών μετριότητος.

Εντός των συμφραζομένων τούτων όφείλομεν, όπως έπισημήνωμεν, ότι, κατόπιν δεκαετιών τού θεολογικού μόχθου, συνεφωντθη πανορθοδόξως καί ή διαδικασία τής αποκτήσεως και άνακηρύξεως νέων αύτοκεφαλιών. 

Τό σχετικόν οριστικόν έπίσημον κείμενον έδημοσιεύθη έν ταίς σελίσι τής περιοδικής έκδόσεως τού έν Σαμπεζύ Κέντρου τού Οικουμενικού Πατριαρχείου Συνοδικά. Τό μοναδικόν άσυμφώνητον σημείον ύπήρξεν ό τρόπος τού ύπογράφειν τόν περί  τού αύτοκεφάλου Τόμον (μετά τής προσθήκης άποφαίνεται/συναποφαίνεται ή άνευ αύτής).

Ή όλη διαδικασία είναι άρα έναργής: ή αρμοδία Εκκλησία ανακινεί τήν πρωτοβουλίαν της είς τίνας σφετέρας επαρχίας χορηγήσεως του αυτοκέφαλου, ή πρωτοβουλία διοχετεύεται πρός τήν πρωτόθρονον Εκκλησίαν, πάρ’ αυτής ανακοίνουταί πασαίς ταίς κατά τόπους Έκκλησίαις, έπονται δίαβουλευσείς καί, έν είδει αποτελέσματος, ή έχομεν γενίκην περί νέας αυτοκεφάλου Εκκλησίας ομοφωνίαν ή δέν υπαρχεί νέα αυτοκεφαλος ’Εκκλησία.

Αυτή είναι ή παγκοίνως αποδεκτέα καί αποδεκτή τοποθετησίς των κατά τόπους ’Ορθοδόξων Εκκλησιών καί ούχί ή θέσις ενός έκ τών ιεραρχών τής καθ’ Υμάς 'Αγιωτάτης Εκκλησίας, ότι ό Οικουμενικός Θρόνος μόνος, ερήμην τών ύπολοίπων, άνευ τών ίσων (sine paribus), χορηγεί ή άφαιρεί αύτοκεφαλίας, ενεργών μάλιστα ούτωσί χιλίοις τριακοσίοις καί πεντήκοντα συναπτοίς ένιαυτοίς(!).

Ουδόλως γεννάται, Παναγιώτατε, έν τώ νοί ημών, ούδ’ ακροθιγώς μάλιστα, ή επιθυμία καί πρόθεσις, όπως θίξωμεν ή λυπήσωμεν Υμάς ποσώς, υποχρεούμεθα όμως, όπως ύπομνήσωμεν Ύμίν καί τήν ύπόσχεσιν Υμών, δεδομένην έν Σαμπεζύ Γενεύης παρουσία τών Προκαθημένων τών ’Ορθοδόξων ’Εκκλησιών, - παρουσία, έπομένως, καί τής ήμών μετριότητος, - ότι δέν μέλλετε έπεμβήναι είς τά τής ’Εκκλησίας Ουκρανίας.

Τίθενται, τέλος, καί έτερ’ άττα ερωτήματα, καί δή ερωτήματα κλειδιά. Πώς όλως είναι δυνατή ή άναγνώρισις τής άρχιερωσύνης είς ιερέα, καθηρημένον μέν ύπό της καθ’ Υμάς 'Αγιωτάτης Εκκλησίας είτα δέ κεχειροτονημένον είς έπίσκοπον ύπ’ έστερημένων τής χάριτος σχισματικών επισκόπων, ωσαύτως έν τώ μεταξύ καθαιρεθέντων ύπο τών οικείων Εκκλησιών;

Έν προκειμένω, ώς δύνασθε να αντιληφτείτε, έχομεν ύπ’ όψει τόν Dedeic, «προκαθήμενο» τής παρασυναγωγής ή «σέκτας», ήτις, εστερημένη τής θείας χάριτος, ονομάζει εαυτήν Εκκλησία Μαυροβουνίου καί, δίκην τής έν Σκοπίοις πρεσβυτέρας «αδελφής» αυτής, πιστεύει καί διασαλπίζει, ότι, μετά τήν χορήγησιν τού άτοκεφάλου είς τούς Ούκρανούς σχισματικούς, μέλλει καί αύτη λαβείν τήν άναγνώρισιν καί τήν αύτοκεφαλίαν. 

’Έτι ασύγκριτος δυσχερεστέρα τυγχάνει ή περίπτωσις τού Φιλαρέτου Ντενισένκο, τού αυτοκλήτου πατριάρχου Κιέβου, όστις δέν είναι μόνον καθηρημένος, άλλά καί άφωρισμένος καί, πρός τούτοις, αναθεματισμένος. Ούδεμία Εκκλησία, αρχής γινομένης από τής Ύμετέρας Αγιοτάτης Εκκλησίας, ήμφεσβήτησε τά δεδομένα ταύτα ούδέ δύναται, όπως πράξη τούτο.

Ίνα δέ ή ακαταστασία καί τό χάος μεγεθυνθώσιν έτι μάλλον, ό Φιλάρετος άναγνωρίζει, μόνος έν τώ κόσμω, τόν Dedeic ώς «μητροπολίτην Μαυροβούνιου”, συλλειτουργεί αύτώ καί έπεσκέψατο αύτόν, έναγχος δέ, τή 28η ’Ιουλίου, κατά τούς ύπό τού Φιλαρέτου διωργανωθέντας εορτασμούς έπί τή συμπληρώσει τών 1030 ένιαυτών άπό τής βαπτίσεως τής Ρούς τού Κιέβου, «συνελειτούργησεν» έν Κιέβω καί ό άπεσταλμένος τού Dedeic, έπίσης ψευδοκληρικός, «άρχιμανδρίτης» Βόρις Μπόγιοβιτς.

Κατά τό λαϊκόν ρητόν, «βρήκε τό σακί το μπάλωμά του» (σερβικόν), βρήκε ό τέντζερης τό καπάκι του» (ελληνικόν και σερβικόν), βρήκε ό Φίλιππος τόν Ναθαναήλ (έν μέσω θεολόγων). Πάντων τών προάνενεχθεντων υπ’ όψιν λαμβανομενων, επιβάλλεται τό συμπέρασμα, ότι ό Ντενισένκο καί ό Ντέντειτς άπαραιτήτως ήθελον άποκατασταθή ώς «δέμα», άμφω ομού, όπερ από νομοκανονικής απόψεως θά ήτο τραγελαφικώς παράλογον. 

Διό πεποίθαμεν, ότι Υμείς προσωπικώς καί ή περί Υμάς 'Αγία καί 'Ιερά Σύνοδος θέλετε μείνει επί τών έπάλξεων τής ορθοδόξου έκκλησιολογίας καί τής μακραίωνος κανονικής τάξεως.

Ταύτα πάντα έγράψαμεν Υμίν, Παναγιώτατε, in optima fide, έν όνόματι τής 'Ιεράς Συνόδου της 'Ιεραρχίας της Σέρβικης ’Ορθοδόξου Εκκλησίας καί έν όνόματι ήμών αυτών προσωπικώς, έπειδή άνησυχούμεν βαθύτατα διά τήν ενότητα τής ’Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας μετά τάς δηλώσεις ένίων έκ τών άρχιερέων τής καθ’ Υμάς 'Αγιωτάτης ’Εκκλησίας, ότι έπίκειται ή έγχείρισις τού Ύμετέρου περί αύτοκεφαλίας Τόμου ταίς έν Ούκρανία σχισματικαίς ,,Έκκλησίαις”, παρά τήν θέλησιν μάλιστα τής κανονικής Ούκρανικής ’Ορθοδόξου Εκκλησίας καί τής Ρωσσικης ’Ορθοδόξου Εκκλησίας συνολικώς, έν όνόματι δέ τής κατά τό παρελθόν εκκλησιαστικής μητρότητος ώς καινοφανούς κανονικής παραμέτρου.

Ταυτοχρόνως άναφέρεται, ότι παρόμοιον εγχείρημα προγραμματίζεται καί διά τήν σχισματικήν «Μακεδονικήν ’Ορθόδοξον Εκκλησίαν», ήτις αντικανονικώς καί παρανόμως έσφέτέρισθη τάς έπαρχιας τής παλαιφάτου ’Αρχιεπισκοπής ’Αχριδών, ένταχθέισας μέν, μετά την διάλυσιν αυτής, είς τό σώμα τής καθ’ Ύμάς Αγιωτάτης Εκκλησίας, παραχωρηθέισας δέ τή ημετέρα Εκκλησία διά τού Τόμου τού έτους 1922.

Εάν, ο μή γένοιτο, τοιούτο τι ήθελε συμβή, θά ήτο τούτο επαλήθευσις τής σοφής ελληνικής παροιμίας, καθ’ ήν ενός κακού δοθέντος, μύρια κακά έπονται”, ώς καί έπιβεβαίωσις τής διηνεκούς έπικαιρότητος τής διδαχής αυτού τούτου τού Σωτήρος ήμών, ότι έστιν ότε τό έκβεβλημένον ακάθαρτον πνεύμα παραλαμβάνει μεθ’ εαυτού επτά έτερα πνεύματα, πονηρότερα εαυτού ομού μετ’ αύτών εισέρχεται πάλιν είς τόν άνθρωπον καί κατοικεί εκεί έάν τόν προηγούμενον οίκον αυτού εύρη σχολάζοντα σεσαρωμένον καί κεκοσμημένο (Ματθ. 12, 43 - 45, πρβλ. Λουκ. 11, 24 - 26).

Ουδείς έξ ήμών επιθυμεί βεβαίως τά παρατιθέμενα έπακόλουθα, αφού «γίνεται τά έσχατα τού άνθρώπου έκείνου χείρονα τών πρώτων» (Ματθ. 12, 45' πρβλ. Λουκ. 11, 26). ’Αποποιούμεθα δηλαδή τήν άποφράδα προοπτικήν, όπως μεθ’ έν κακόν ή μάλλον έν άκάθαρτον πνεύμα, τό κακόν καί τό πνεύμα τών ήδη ύπαρχόντων σχισμάτων, έπακολουθήσωσιν άλλα κακά καί άλλα πονηρά δαιμόνια, τουτέστιν νέον τί σχίσμα, βαθύτερον καί πλέον δυσθεράπευτον, ή καί σχίσματα. 

Διό έτι καί έτι έκδυσωπούμεν καί καθικετεύομεν τήν Ύμετέραν άγιωσυνην καί αγάπην: πρίν η έφάπαξ κόψαι, τρίς μετρήσατε! Τόν Σταυρόν καί τήν σταύρωσιν τής καθ’ Υμάς Αγιωτάτης πρωτόθρονου Εκκλησίας προσκυνούντες, έξ όλης τής ψυχής δεόμεθα τού Σταυρωθέντος καί Αναστάντος Κυρίου ημών, τής Κεφαλής καί τού Νυμφίου τής Εκκλησίας, τού Αρχηγού καί Τελειωτού τής πίστεως ήμών, τού Επισκόπου τών ψυχών ήμών, τού Πρώτου καί τού Έσχατου, τής ’Αρχής καί τού Τέλους τών πάντων, τού Άλφα καί τού ’Ωμέγα, χαρίσασθαι ρώμην τή Μητρι ήμών Εκκλησία είς τό μή ύποκύψαι πιέσεσι καί τήν άνωθεν σοφίαν είς τό διαμείναι αυτήν άει καί έσαει πιστήν πρός έαυτήν, πρός τήν άποστολήν καί διακονίαν αυτής.

Ό σκοπός τών ύπό τού ’Αντίχριστου έμφορουμένων δυνάμεων τού κόσμου καί αίώνος τούτου είναι ή διάλυσις του είναι καί τού έργου τής Μιας, Αγίας, Καθολικής καί Άποστολικής τού Χριστού ’Εκκλησίας, ενώ ό σκοπός πάντων ήμών, τών ποιμένων τής ’Εκκλησίας καί άναξίων συλλειτουργών τού μόνου Αρχιερέως καί Ποιμενάρχου αυτής, Χριστού τού Κυρίου ήμών, είναι ή διακονία πρός τήν θεανθρωπίνην καί άγιοπνευματικήν άποστολήν αυτής καί ή διαφύλαξις τής ένότητος αυτής, δεδομένης καί διατεταγμένης ήμιν.

Ή ’Ορθόδοξος ’Εκκλησία είναι σήμερον ό μόνος Θεσμός, όστις περισώζει καί περιφρουρεί επίσης τήν ενότητα όλων τών ορθοδόξων λαών, έσφραγισμένην διά τού αίματος τών μαρτύρων καί νεομαρτύρων. 

Συσταυρουμένη τώ Χριστώ, αυτή ανίσταται εκάστοτε καί άμα συνανίστησι τον κόσμον. Αυτή είναι ή έλπίς καί τό μέλλον τής άνθρωπότητος.

Έν τή αγάπη τού Χριστού περιπτυσσομένοι αδελφικώς τήν Ύμετέραν Παναγιότητα, διατελούμεν

Ύμέτερος έν Χριστώ άδελφός καί συλλειτουργός
+ ό Πεκίου, Βελιγραδίου καί Καρλοβικίου
Ειρηναίος
Πρόεδρος τής Ίεράς Συνόδου τής Ιεραρχίας
Της Σέρβικης Ορθοδόξου Εκκλησίας

Δεν υπάρχουν σχόλια: