Στις 11 Απριλίου με
τον προσφιλή του τρόπο, μέσω Twitter, ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ
προανήγγειλε την παραδειγματική τιμωρία του καθεστώτος Ασαντ για τη χρήση
χημικών όπλων στην Ντούμα.
Παρόλο που ήταν
γνωστό από πέρυσι ότι οι αμερικανικές επιδρομές δεν είναι η ενδεδειγμένη
στρατηγική για την αποτροπή νέων χημικών επιθέσεων από τον Σύρο πρόεδρο, ήταν
πλέον θέμα γοήτρου για την Ουάσιγκτον να απαντήσει στρατιωτικά στη Δαμασκό.
Με δεδομένο, όμως,
τον κίνδυνο μιας ρωσοαμερικανικής σύγκρουσης, πολλοί έσπευσαν να προεξοφλήσουν
ότι τα χτυπήματα θα ήταν στοχευμένα, χειρουργικά, ιδιαιτέρως προσεκτικά. Οπερ
και εγένετο.
Ταυτόχρονα, όμως,
είναι σαφές, επτά χρόνια μετά την έναρξη της σύρραξης, ότι καμία δύναμη δεν
μπορεί να κερδίσει τον πόλεμο στη Συρία μόνο με στρατιωτικά μέσα. Οχι μόνο
επειδή μετά την ανάμειξη της Ρωσίας, ο Ασαντ κερδίζει έδαφος και οι ΗΠΑ
δηλώνουν έτοιμες να αποσυρθούν πλήρως.
Αλλά επειδή μία
ηττοπαθής στάση, όπως επισημαίνει η δρ Λίνα Χατίμπ στην εφημερίδα «Γκάρντιαν»,
δεν θα σήμαινε επιστροφή στην κατάσταση που επικρατούσε στη χώρα πριν από τη
σύρραξη, αλλά παράθυρο για ακόμη πιο αιματηρές εχθροπραξίες στο μέλλον.
Γιατί αυτή τη στιγμή
η Συρία δεν είναι πια μια χώρα στην οποία η αντιπολίτευση έχει εξεγερθεί κατά
ενός αποτρόπαιου, αυταρχικού καθεστώτος. Εχει μετεξελιχθεί σε ένα πεδίο
αναμέτρησης παγκόσμιων δυνάμεων από τις ΗΠΑ και τη Ρωσία μέχρι το Ιράν και το
Ισραήλ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου