04 Δεκεμβρίου, 2017

ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ ΤΡΟΜΟΥ ΣΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ

 

Ρευστό παραμένει το μετεκλογικό σκηνικό στη Γερμανία. Η δημιουργική ασάφεια της Aγκελα Μέρκελ σκόνταψε στην ανάγκη του Κρίστιαν Λίντνερ των Ελεύθερων Δημοκρατών (FDP) να διαμορφώσει μια ξεχωριστή ταυτότητα –και ένα πιο σταθερό εκλογικό ακροατήριο– για το κόμμα του. 

Η καγκελάριος τώρα, μετά τη συνάντηση της Πέμπτης με τον πρόεδρο των Σοσιαλδημοκρατών (SPD) Μάρτιν Σουλτς, τον επικεφαλής του αδελφού CSU Χορστ Ζεεχόφερ και τον πρόεδρο της χώρας Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάγερ, και υπό τον όρο της έγκρισης του συνεδρίου των Σοσιαλδημοκρατών την ερχόμενη εβδομάδα, θα επιχειρήσει να αναστήσει τον μεγάλο συνασπισμό. Διαφορετικά, τα δύο πιθανότερα σενάρια είναι μια κυβέρνηση μειοψηφίας με τους Πρασίνους ή νέες εκλογές.

Κανείς δεν περιμένει τα πράγματα να προχωρήσουν γρήγορα – o Σοσιαλδημοκράτης πρωθυπουργός της Κάτω Σαξονίας Στέφαν Βάιλ, μιλώντας την Παρασκευή, είπε ότι θα υπάρξει συμφωνία «στην καλύτερη περίπτωση» τον Φεβρουάριο. 

Νωρίτερα την ίδια μέρα, ο Χριστιανοδημοκράτης υπουργός Εσωτερικών Τόμας ντε Μεζιέρ δήλωνε ότι «οι πραγματικές διαπραγματεύσεις θα ξεκινήσουν τον Ιανουάριο». Η αποτυχία των διαπραγματεύσεων για την κυβέρνηση «Τζαμάικα» έχει πλήξει ακόμα περισσότερο τη θέση της κ. Μέρκελ. 

Πολλοί στο ίδιο της το κόμμα θεωρούν ότι δεν εκπροσωπεί πια τη συντηρητική βάση των Χριστιανοδημοκρατών – μία αντίληψη που θα κερδίσει ακόμα περισσότερο έδαφος σε περίπτωση ανανέωσης του μεγάλου συνασπισμού. 

Σε δημοσκόπηση του ινστιτούτου ερευνών INSA για την εφημερίδα Bild που δημοσιεύθηκε την Παρασκευή, μόνον το 22% των ερωτηθέντων επιθυμεί να συνεχίσουν να συγκυβερνούν οι Χριστιανοδημοκράτες με τους Σοσιαλδημοκράτες (έναντι του 30% που τάσσεται υπέρ επαναληπτικών εκλογών).

Η καγκελάριος έχει ταχθεί κατά της ιδέας μιας κυβέρνησης μειοψηφίας. «Είναι πάντα εθνικά συμφέρον να υπάρχει σταθερή κυβέρνηση», σημειώνει υψηλόβαθμη πηγή στο περιβάλλον της καγκελαρίου.

Οι Χριστιανοδημοκράτες συνεπώς έχουν ανάγκη το SPD για να αποφευχθεί νέα προσφυγή στις κάλπες. Αυτό όμως δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι οι Σοσιαλδημοκράτες είναι σε θέση ισχύος. 

Οταν ο Μάρτιν Σουλτς, τη Δευτέρα μετά το ναυάγιο των τετραμερών διαπραγματεύσεων, είπε σε ομιλία στην κοινοβουλευτική ομάδα του ότι το κόμμα δεν φοβόταν τις εκλογές, δεν έγινε δεκτός με χειροκροτήματα. Πολλοί βουλευτές φοβούνται ότι σε νέα αναμέτρηση το SPD θα πέσει πιο κάτω από το 20,5% του Σεπτεμβρίου (τη χειρότερη επίδοση μεταπολεμικά), με αποτέλεσμα να χάσουν τις έδρες τους.

Από την άλλη πλευρά, τα στελέχη και τα μέλη του SPD είναι εχθρικά διακείμενα προς μια νέα συνεργασία με την κ. Μέρκελ. Η ίδια πηγή στο περιβάλλον της καγκελαρίου παρομοιάζει την κατάσταση με το Brexit και την αντιευρωπαϊκή προπαγάνδα στη Βρετανία: «Τους λένε [στα μέλη του SPD] εδώ και χρόνια ότι η συγκυβέρνηση με την Αγκελα Μέρκελ είναι μία κόλαση».

«Δύο επιχειρήματα μπορεί να προτάξει η ηγεσία για να πείσει τα μέλη», σημειώνει ο Θ. Μπένερ, επικεφαλής του ινστιτούτου GPPi. «Πρώτον, το επιχείρημα της εθνικής ευθύνης – της ανάγκης η χώρα να έχει μία σταθερή κυβέρνηση. Δεύτερον, το θέμα της Ευρώπης – το επιχείρημα ότι το κόμμα θα επιβάλει μια κυβερνητική πολιτική πιο ανοικτή στις ιδέες του Εμανουέλ Μακρόν για την αναμόρφωση της Ευρωζώνης».

O κ. Σουλτς φέρεται μετανιωμένος που δεν εμφανίστηκε πιο προωθημένος υπέρ της βαθύτερης ευρωπαϊκής ενοποίησης προεκλογικά. Ωστόσο, με δεδομένη τη σχεδόν πλήρη αδυναμία του SPD να εκτρέψει τους Χριστιανοδημοκράτες από την αυστηρή ευρωπαϊκή τους πολιτική κατά τον απερχόμενο μεγάλο συνασπισμό, πολλοί αμφιβάλλουν για τις ικανότητες του κόμματος να επιβάλλει τη θέλησή του. 

Είναι πιο πιθανό υποχωρήσεις της κ. Μέρκελ σε εσωτερικά ζητήματα, όπως η ενοποίηση του συστήματος ιατροφαρμακευτικής ασφάλισης, να μετακινήσουν τα μέλη του SPD υπέρ μιας νέας περιόδου συγκυβέρνησης, παρά την επιμονή σε ζητήματα ευρωπαϊκής διακυβέρνησης.

Δεν υπάρχουν σχόλια: