Ο
αρχηγός της Σοσιαλδημοκρατικής Ένωσης (SDSM) των Σκοπίων Ζόραν Ζάεφ, σε
συνέντευξη που έδωσε την Τετάρτη το πρωί σε εκπομπή του βουλγαρικού τηλεοπτικού
καναλιού bTV, παραδέχθηκε εμμέσως ότι οι Σκοπιανοί είναι Βούλγαροι.
Η
παραδοχή έγινε απαντώντας σε ερώτηση εάν έγιναν προσπάθειες επηρεασμού εκ
μέρους της Σερβίας και της Αλβανίας στα όσα διαδραματίζονται στα Σκόπια:
«Όχι.
Καμία γειτονική χώρα δεν προσπάθησε να ασκήσει επιρροή στα γεγονότα. Η φίλος
μας, Βουλγαρία, απηύθυνε φιλικές συμβουλές. Είμαστε αδελφικός λαός και χαίρομαι
πολύ επειδή όλα τα πολιτικά κόμματα της Βουλγαρίας διατύπωσαν συμβουλές. Απ’
όλες τις γειτονικές χώρες ακούσαμε παραινέσεις– Κόσοβο, Αλβανία και Ελλάδα».
«Είμαστε
αδελφικός λαός». Τι εννοεί;
Οι
λεγόμενοι Σλαβομακεδόνες δεν είναι ένας λαός «αγνώστου ταυτότητας». Είναι
Σλάβοι που μιλάνε βουλγαρικά, πράγμα που σημαίνει ότι μάλλον είναι Βούλγαροι.
Επίσης
ούτε «μακεδόνες» γεωγραφικά είναι, αφού η περιοχή που κατοικούν βρίσκεται εκτός
των συνόρων της αρχαίας Μακεδονίας.
Η
«μακεδονική» ταυτότητα καλλιεργήθηκε στους κατοίκους των Σκοπίων επί
Γιουγκοσλαβίας για να μην έχουν τη διάθεση να αποσχιστούν και να ενωθούν με την
πατρίδα τους.
Όταν
η Γιουγκοσλαβία διαλύθηκε, η πρώην επαρχία της Βαρντάρσκα, που είχε
μετονομαστεί σε γιουγκοσλαβική Μακεδονία, έγινε ανεξάρτητο κράτος και έτσι
ζούμε εδώ και τρεις δεκαετίες μια πρωτοφανή φάρσα.
Η οποία ξεπέρασε τα όρια του
παραλόγου όταν οι βουλγαρόφωνοι ψευδομακεδόνες άρχισαν να ισχυρίζονται ότι
είναι απόγονοι των αρχαίων Μακεδόνων, προσπαθώντας να πείσουν την οικουμένη ότι
οι αρχαίοι Μακεδόνες δεν ήταν Έλληνες αλλά… Βούλγαροι.
Βεβαίως
οι σοβαροί Σκοπιανοί γνωρίζουν ότι είναι Βούλγαροι και δεν υιοθετούν τέτοιες
παλαβομάρες.
Για
παράδειγμα, ο πρώην πρωθυπουργός (1998-2002) των Σκοπίων Λιούμπκο Γκεοργκιέφσκι
και ιδρυτής του δεξιού-εθνικιστικού VMRO-DPMNE, στο οποίο σήμερα ηγείται ο
ελληνικής καταγωγής εξωμότης Νίκολα Γκρουέφσκι, τον Αύγουστο του 2011 είχε
ξεκαθαρίσει στους Σκοπιανούς συμπατριώτες του ότι οι αρχαίοι Μακεδόνες ήταν
Έλληνες.
Ο
Λιούμπκο Γκεοργκιέφσκι, που δεν μπόρεσε τελικά να βγάλει άκρη με τους τρελούς
του Γκρουέφσκι, εγκατέλειψε τα Σκόπια και μετακόμισε στη Βουλγαρία, όπου πήρε
τη βουλγαρική υπηκοότητα και έγινε επιχειρηματίας.
Ότι
οι Σκοπιανοί δεν έχουν καμία σχέση με τους αρχαίους Μακεδόνες το είχε
παραδεχτεί και ο Κίρο Γκλιγκόροφ το 1992.
300.000
Έλληνες στα Σκόπια, η ξεχασμένη ελληνική μειονότητα
Τον
Φεβρουάριο του 2010 η εφημερίδα Espresso δημοσιεύει άρθρο με τίτλο: Αικατερίνη
Βίδα: «Υπάρχουν 300.000 Ελληνες στα Σκόπια».
Στο
δημοσίευμα παρουσιάζεται η Αικατερίνη Βίδα, κόρη αντάρτη του Δημοκρατικού
Στρατού που κατέφυγε στα Σκόπια έπειτα από μακρόχρονες περιπλανήσεις στις χώρες
του Ανατολικού Μπλοκ.
Η
οικογένειά της απώλεσε την ελληνική ιθαγένεια αλλά όχι και την ελληνικότητά
της. Το 2010 δίδασκε Ελληνικά στην πόλη όπου ζει, το Πρίλεπ (Περλεπέ).
Παλαιότερα, είχε φροντιστήριο.
Το
2010 δίδασκε τη γλώσσα μας στο Ιδρυμα Δουρίοπος (αρχαία ονομασία της πόλης).
Εκείνη
αλλά και όλοι όσοι αγαπούν την Ελλάδα είναι αντικείμενα διώξεων και διακρίσεων
στο γειτονικό κρατίδιο.
Ενας
από τους λόγους είναι το σκληρό καθεστώς που έχει επιβάλει ο (ελληνικής
καταγωγής) Νίκολα Γκρουέφσκι.
Ο
αντιδημοκρατικός χαρακτήρας του καθεστώτος δεν είναι αισθητός μόνο στους
ελληνόφρονες πολίτες της χώρας αλλά σε όλους, διαβάζουμε στο δημοσίευμα που
υπογράφει ο δημοσιογράφος Παναγιώτης Λιάκος.
Η
ιστορία της Αικατερίνης Βίδα
Με
λένε Αικατερίνη Βίδα. Μένω στο Περλεπέ. Η πιο κοντινή πόλη είναι το Μοναστήρι.
Απέχει 40 χιλιόμετρα. Μένω εκεί από το 1957.
Εζησα
περίπου τέσσερα χρόνια στην Τσεχία, σχεδόν έξι στην ΕΣΣΔ. Γεννήθηκα στο χωριό
Βαρικό, στον νομό Φλωρίνης.
Πάνω
από το χωριό μου είναι η Κλεισούρα και το Λέχοβο. Δεν μας έδιωξαν από την
Ελλάδα, μόνοι μας φύγαμε.
Ο
πατέρας μου ήταν αντάρτης, κομμουνιστής. Ο καθένας από τους ξενιτεμένους έχει
τη δική του ιστορία.
Επειδή
πολλοί στρατιώτες του Δημοκρατικού Στρατού γνώριζαν ότι ο κομμουνισμός δεν θα
νικούσε, φρόντισαν να σωθούν και να σώσουν την οικογένειά τους. Ξέρω πολλούς
που ακολούθησαν αυτόν τον δρόμο.
Η
οικογένειά μου έφυγε από την Ελλάδα το 1948. Την άνοιξη. Τότε ήμουν δύο ετών
μωρό. Ημασταν τέσσερα αδέλφια. Ο Αργύρης, το μεγαλύτερο απ’ όλα τα παιδιά, η
Ελεονώρα, εγώ και ο Γιάννης.
Πρώτα
πήγαμε στην Τσεχία. Μέναμε σε ένα ίδρυμα για τέσσερα χρόνια. Αλλοι αντάρτες
έφυγαν το 1949 από την Ελλάδα και πήγαν κατευθείαν στην Τασκένδη. Και οι
κομμουνιστές για την Ελλάδα πολέμησαν, αλλά στον χειρότερο δυνατό πόλεμο που
μπορεί να υπάρξει, τον Εμφύλιο.
Ο
θείος μου ήταν στρατιώτης στον Εθνικό Στρατό και πολέμησε εναντίον του πατέρα
μου. Αδελφός εναντίον αδελφού! Ο θείος μου, Γιώργος ονομάζεται, ζει ακόμα. Στην
Αμερική.
Το
σπίτι μας το έκαψαν. Η άλλη πλευρά, οι δεξιοί.
Και
ο θείος μου επιστρέφοντας από τις μάχες δεν είχε πού να μείνει!
Και
αναρωτιόταν γιατί κάψανε το σπίτι, αφού ανήκε και σ’ αυτόν που είχε πολεμήσει
για λογαριασμό του κράτους. Χάος και παράνοια ο Εμφύλιος.
Ο
πατέρας μου φεύγοντας από την Ελλάδα πίστευε ότι θα επέστρεφε σχεδόν άμεσα.
«Μέσα
σε έναν χρόνο θα είμαστε πίσω. Για να απελευθερώσουμε την Ελλάδα»! Ετσι έλεγε.
Φρούδες ελπίδες.
Ομως,
επί έναν χρόνο βρισκόταν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης έξω από την Τασκένδη, στο
Ουζμπεκιστάν. Εμείς που βρισκόμασταν στην Τσεχία δεν μπορούσαμε να εντοπίσουμε
πού βρισκόταν ο πατέρας.
Τελικά,
τον βρήκαμε μέσω των αναζητήσεων του Ερυθρού Σταυρού. Στην Τασκένδη πήγαμε το
1952. Τότε που συναντήσαμε τον πατέρα ήμουν μόλις έξι χρονών, αλλά θυμάμαι τη
σκηνή.
Ηρθε
να μας προϋπαντήσει στον σταθμό βαστώντας ένα μπουκέτο λουλούδια. Αυτή η εικόνα
με έχει σημαδέψει. Δεν νομίζω ότι μπορώ να την ξεπεράσω ποτέ. Ο πατέρας μου με
αναγνώρισε αμέσως. Με πήρε από το χέρι και με ρώτησε «πού είναι η μαμά σου;».
Του
έδειξα τη μαμά κι ένιωσα ευτυχισμένη εκείνη τη στιγμή που βρεθήκαμε όλοι
ενωμένοι, εκτός από τον μεγαλύτερο αδελφό μου, τον Αργύρη. Οι Τσέχοι δεν μας
τον έδωσαν αμέσως αλλά έπειτα από δύο χρόνια, διότι είχε γραφτεί στο σχολείο.
Είχαν νόμο που απαγόρευε ένα παιδί να διακόψει το σχολείο.
Και
στην Τασκένδη πάλι δεν ήμασταν όλοι μαζί. Σε άλλο παιδικό σταθμό το ένα παιδί,
σε άλλο το άλλο, πάλι είχαμε σκορπίσει. Το 1957 πήγαμε στη Γιουγκοσλαβία.
Στην
Ελλάδα δεν μπορούσαμε να επιστρέψουμε. Τα σύνορα είχαν κλείσει για εμάς. Πήγαμε
στη Γιουγκοσλαβία επειδή ο παππούς μου έμενε στην περιοχή των Σκοπίων. Είχε
αλλάξει επίθετο. Από Βίδας το είχε κάνει Βιδόφσκι.
Εστειλε
ένα γράμμα στον πατέρα μου και έλεγε ότι, αν δεν πηγαίναμε εκεί όπου ζούσε, θα αυτοκτονούσε.
Τώρα,
όποτε θυμάμαι τα περιστατικά, σκέφτομαι ότι θα ήταν καλύτερο να τον αφήναμε να
το κάνει. Είναι ντροπή που το λέω, αλλά είναι αλήθεια.
Ο
πατέρας μου στη Γιουγκοσλαβία βασανίστηκε πολύ. Κάθε μέρα τον πηγαίνανε στο
αστυνομικό τμήμα. Πάντα βρισκόταν κάποιος να πει ψέματα για τον πατέρα μου ότι
ήταν «σταλινικός».
Αυτή
ήταν μια κατηγορία που πάντα έπιανε τόπο στη Γιουγκοσλαβία λόγω της αμοιβαίας
καχυποψίας του Τίτο με τη Σοβιετική Ενωση.
Ο
βασικός λόγος για τις διώξεις που υπέστη ο πατέρας μου ήταν εθνικός. Εμείς
πήγαμε εκεί ως Ελληνες. Δεν καταχωρηθήκαμε… Σκοπιανοί, ψευτομακεδόνες και δεν
ξέρω κι εγώ τι.
Ταλαιπωρήθηκε
πάρα πολύ ο φουκαράς. Στην Ελλάδα δεν τον ήθελαν γιατί ήταν αντάρτης,
κομμουνιστής.
Στα
Σκόπια τον κυνήγησαν επειδή ήταν Ελληνας και δεν προσκύνησε την προπαγάνδα
τους. Στο τέλος πέθανε από τον καημό του. Το 1987 έπαθε εγκεφαλικό και υπέκυψε.
Κι
εγώ δεν τραβάω λίγα. Ξέρετε τι είναι να περπατάς στον δρόμο, να σε βρίζουν, να
σε χτυπάνε, να σε φτύνουν;
Εκεί
όπου μένω εγώ υπάρχουν και καλοί άνθρωποι αλλά και πολύ κακοί. Η δεύτερη
κατηγορία, οι κακοί, ενοχλούνται που δηλώνω Ελληνίδα.
Τους
λέω «γεννήθηκα στην Ελλάδα. Τι να κάνω; Να τη μισήσω; Αν δεν αγαπήσετε την
πατρίδα μου, πώς θα αγαπήσω κι εγώ εσάς;». Αυτοί μου λένε «φύγε»!
Για
να με στεναχωρήσουν συμπληρώνουν: «Και οι Ελληνες δεν σε θέλουνε. Δεν έχεις
ελληνική ιθαγένεια. Δεν ανήκεις πουθενά». Γι’ αυτό δεν μπορώ να τους πω κάτι
πειστικό, αλλά πάντα κάτι βρίσκω.
Είχα
φροντιστήριο και δίδασκα Ελληνικά. Τώρα τα διδάσκω στον σύλλογο που έχουμε
ιδρύσει, που ονομάζεται Δουρίοπος. Εγώ χαίρομαι που κάνω αυτή τη δουλειά, που
μαθαίνω Ελληνικά τα παιδιά.
Νιώθω
ότι προσφέρω έργο και με γεμίζει συναισθηματικά. Παίρνω σύνταξη δασκάλας.
Ενενήντα ευρώ τον μήνα. Τι μπορώ να κάνω με αυτά τα χρήματα; Τίποτα. Τα παιδιά
που έρχονται στον σύλλογο για να μάθουν Ελληνικά πληρώνουν δεκαπέντε ευρώ για
ολόκληρο τον χρόνο. Τώρα έχω εξήντα μαθητές. Μακάρι να γίνουν περισσότεροι.
Για
να ξεπεραστεί το πρόβλημα με αυτό το κρατίδιο πρέπει πριν απ’ όλα η Ελλάδα να
λύσει το πρόβλημα που έχει δημιουργηθεί στα παιδιά της. Να τα αναγνωρίσει. Να
δώσει ιθαγένεια σε όσους την αξίζουν, τη θέλουν και τη δικαιούνται.
Τότε
θα καταλαγιάσει και το μίσος που νιώθουν πολλοί για τα κλειστά σύνορα στα οποία
σκοντάφτουν εδώ και μισό αιώνα. Είναι δυνατόν η Ελλάδα να δίνει υπηκοότητα στον
κάθε περαστικό, σε Αφγανούς, Πακιστανούς, Ινδούς και άλλους που δεν έχουν την
παραμικρή σχέση με τον Ελληνισμό και να την αρνείται σε όλους εμάς που ζούμε με
αυτό το βάρος στην καρδιά;
Αν
γίνει τούτο το βήμα, τότε η σκοπιανή αντίσταση στη λύση θα καταρρεύσει από τα
μέσα. Και αν οι κυβερνώντες των Σκοπίων δεν θελήσουν να κάνουν πίσω στο ζήτημα
του ονόματος, τότε διακυβεύεται η ίδια η ύπαρξη του κρατιδίου. Θα πάρει ένα
κομμάτι η Αλβανία, ένα η Βουλγαρία και η ιστορία θα τελειώσει, δήλωνε
«προφητικά» το 2010, πριν επτά χρόνια, η Αικατερίνη Βίδα.
Ο
Έλληνας εξωμότης δικτάτορας Γκρουέφσκι
Δεν
είναι δημοκρατία αυτό το καθεστώς που κυριαρχεί στα Σκόπια, έλεγε η Αικατερίνη
Βίδα πριν επτά χρόνια μιλώντας στην Espresso.
Δικτατορία
είναι. Ελέγχει όλες τις θέσεις εργασίας. Αν δεν είσαι στο κόμμα και δεν έχεις
δουλειά, δεν πρόκειται να βρεις. Αν έχεις δουλειά και δεν τους υποστηρίζεις, θα
τη χάσεις.
Πρέπει
να μπεις στο κόμμα και να υπακούς στις εντολές τους. Να κάνεις ό,τι θέλει ο
Γκρουέφσκι. Ακόμα και αυτός που έχει το φιλοσκοπιανό κόμμα στην Ελλάδα, αν
τολμούσε να μετακομίσει στα Σκόπια, δεν θα την έβγαζε καθαρή. Θα τον είχανε
κλείσει σε… ίδρυμα για ψυχικά αρρώστους.
Υπάρχει
φόβος στη χώρα. Και η μητέρα μου συχνά με καλεί στο τηλέφωνο και μου λέει «μη
μιλάς, θα σε σκοτώσουν». Της απαντώ «ας με σκοτώσουν. Δεν είμαι δα και τόσο
νέα. Θα ζω για την Ελλάδα κι ας πεθάνω γι’ αυτήν. Ετσι κι αλλιώς, όλοι
πεθαίνουν κάποτε».
Σημειωτέον,
ο Γκρουέφσκι είναι Ελληνας στην καταγωγή. Νίκος Γκρούγιος λεγόταν ο παππούς
του. Σχολείο τελείωσε στο Πρίλεπ και ήταν μακράν ο χειρότερος μαθητής. Ούτε το
Α δεν ήξερε να γράψει. Φίλη μου ήταν δασκάλα του και είχε απελπιστεί με τις
επιδόσεις του.
300.000
Έλληνες στα Σκόπια
Υπάρχουν
Ελληνες στα Σκόπια. Πρέπει να ανέρχονται σε 300.000.
Ομως,
δεν νιώθουν όλοι Ελληνες. Πώς να νιώσουν όταν επί τόσα χρόνια ήταν κλειστά τα
σύνορα γι’ αυτούς;
Το
κακό είναι ότι έκλεισαν τα σύνορα και για όσους δήλωσαν Βούλγαροι το 1945 αλλά
και για τους κομμουνιστές που έφυγαν το 1949. Μας βάλανε όλους στο ίδιο
τσουβάλι.
Το
1992 άνοιξαν τα σύνορα και μου έδωσαν την άδεια να έρθω για τρεις ημέρες.
Μέσα
σε αυτό το τριήμερο έπρεπε να πηγαίνω από το υπουργείο Εξωτερικών στο
Εσωτερικών για να μου δώσουν τα δικαιώματά μου, την ιθαγένειά μου.
Πικρή
διαδικασία να σου σπάει η μύτη πάνω στις κλειστές πόρτες. Δεκαετίες προσπαθώ να
πείσω το ελληνικό κράτος ότι είμαι Ελληνίδα.
Γέρασα
πια, κουράστηκα. Θα πάρουν όλοι οι άλλοι την ιθαγένεια κι εμείς όχι. Και οι
Σκοπιανοί να σου λένε «δεν σ’ αγαπάνε οι Ελληνες. Δεν σε θέλουν».
Εχω
φτάσει σε σημείο να λέω ψέματα ότι έχω ελληνική ιθαγένεια. Μένω στο κέντρο του
Πρίλεπ, όλοι με γνωρίζουν και είμαι δακτυλοδεικτούμενη. «Αυτή είναι, αυτή!»
φωνάζουν εκείνοι που εχθρεύονται την Ελλάδα.
Κανείς
από το ελληνικό κράτος δεν έχει ασχοληθεί μαζί μας, αν και είμαστε αρκετοί
Ελληνες στην πόλη και στα γύρω χωριά.
Ούτε
το υπουργείο Εξωτερικών ούτε κάποια άλλη επίσημη αρχή. Υπάρχει ελληνική μειονότητα
στα Σκόπια, αλλά ποτέ δεν το λένε. Θα ακούσετε ότι υπάρχουν Αλβανοί, λίγοι
Σέρβοι και Τσιγγάνοι.
Για
Ελληνες δεν θα ακούσετε ποτέ. Θα μπορούσαμε να έχουμε βολευτεί. Θα μπορούσαμε
να έχουμε γίνει Ευρωπαίοι πολίτες παίρνοντας βουλγαρικά διαβατήρια, αλλά δεν
θέλουμε. Δεν είμαστε Βούλγαροι.
Δεν
πέσαμε από τον ουρανό, Ελληνες είμαστε και ζητάμε από την πατρίδα να μην μας
αρνείται πλέον αυτό το στοιχειώδες, έλεγε η Αικατερίνη Βίδα το 2010.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου