30 Νοεμβρίου, 2017

† ΑΓΙΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΛΗΤΟΥ ΚΑΙ ΠΟΛΙΟΥΧΟΥ ΤΗΣ ΠΟΛΕΩΣ ΤΩΝ ΠΑΤΡΩΝ


Μορφ βιβλική. Φυσιογνωμία προνομιοχος κα διαλεχτή. Πρτος π’ λους τος ποστόλους γνώρισε τν ησο, λλ κα πρτος κλήθηκε ν τν κολουθήσει, γι’ ατ κα Πρωτόκλητος. Τ νομά του τ ερ κατέχει διαίτερη θέση στν ψυχ τν λλήνων. Ατς εναι νδρέας Πρωτόκλητος μαθητς το Χριστο κα νας π τος ποστόλους το θνους μας.

νδρέας καταγόταν π τν Βηθσαϊδ τς Γαλιλαας κα ταν γις το ων κα δελφς το πρωτοκορυφαίου ποστόλου Πέτρου. Τ πάγγελμά του ταν ψαράς. ταν μως π τς εγενικς κενες ψυχές, πο μελετοσαν τος προφτες κα περίμεναν μ λαχτάρα τν κπλήρωση τν ποσχέσεων το Θεο γι τν σωτηρία το κόσμου. 

νδρέας μαζ μ τν ωάννη τν Ἐὐαγγελιστ, πρξαν στν ρχ μαθητς το ωάννου το Προδρόμου.Κάποια μέρα μάλιστα, πο βρισκόντουσαν στς χθες το ορδάνη κα Πρόδρομος τος δειξε τν ησο κα τος επε «δε μνς το Θεο αρων τν μαρτίαν το κόσμου», ο δυ πλοϊκο κενοι ψαράδες συγκινήθηκαν τόσο πολύ.

Όπο χωρς κανένα δισταγμ κα πιφύλαξη φήκαν μέσως τν δάσκαλό τους κα κολούθησαν τν ησο. Τν κολούθησαν μ προθυμία κα ζλο κι μειναν κοντά του κείνη τν μέρα. Τί εδαν κα τί κουσαν λες κενες τς ξέχαστες ρες; Χωρς λλο, λόγια για κα θεία. 

Ρήματα ζως αωνίου. Λόγια, πο τος συνεπραν τν ψυχ κα τος καμαν ν πιστέψουν πς στ’ λήθεια ησος ταν κενος πο περίμεναν.  Μεσσίας. Σωτήρας κα Λυτρωτς τν νθρώπων. Τν νθουσιασμ κα τν κανοποίησή τους π τν πικοινωνία κα παφή τους μ τν Κύριο τν βλέπουμε π τν νέργεια το νδρέα. Μόλις χωρίστηκαν π τν ησο, τρεξε ν συναντήσει τν μεγαλύτερο δελφό του Πέτρο κα ν το πε μ χαρά: 

«Ερήκαμεν τν Μεσσίαν ( στ μεθερμηνευόμενον Χριστός) κα γαγεν ατν πρς τν ησον». Πόση καλοσύνη. Πόση εγένεια ψυχς! Πόση γάπη! Δν κράτησε μόνος τν χαρά του. σπευσε ν τν μοιραστε μ τν δελφό του. Κα εχε δίκαιο! 

Κενος πο γεύτηκε τ μέλι το Εαγγελίου δν μπορε ν τ τρώει μόνος του. πραγματικ χάρη, ταν φωτίσει τν ψυχή, βάνει τέρμα στ πνευματικ μονοπώλιο, λέει κα νας μεγάλος εραπόστολος το περασμένου αώνα.

περίπτωση ατ εναι να ξοχο παράδειγμα δελφικς λληλεγγύης κα πνευματικότητας. Τ δέλφια μας, ο γονες μας, ο συγγενες μας, ο οκεοι μας πρέπει ν εναι γι μς πρόσωπα προσφιλή. Πρόσωπα, μ τ ποα ν εμαστε τοιμοι ν μοιραστομε κάθε στιγμ κα τν χαρ κα τν λύπη μας. 

Σ’ ατος θ πομε τν καλ τν λόγο. Θ δώσουμε τ χριστιανικ ντυπο. Θ τος καλέσουμε σ μία χριστιανικ συγκέντρωση. Θ τος πομε σ μίαν πίσκεψη: «Ερήκαμεν τν Μεσσίαν». δελφοί μας! λτε στν Χριστό. Ατς εναι χαρά. Ατς ζω κα τ φς. 

Ατς ερήνη το κόσμου. Μ σς σκανδαλίζουν μερικ κτροπα, πο βλέπετε γύρω σας. Μ σς σκανδαλίζει ζω μερικν, πο ατοκαλονται χριστιανο κα θέλουν τάχατες ν δείχνουν κα τν δρόμο στος λλους. σες κοιττε μόνο τν Χριστό. 

Ατς κα μόνο ατς στν κόσμο τοτο δίνει τ χαρ κα τν ερήνη. Τ μαρτυρε ζω λων τν πλν, τν ληθινν χριστιανν. Τ βεβαιώνει ζω κα τ παράδειγμα το μεγάλου ποστόλου μας. στερα π τ πεισόδιο, πο ναφέραμε, τόσο νδρέας, σο κα Πέτρος κα ωάννης ξαναγύρισαν στ πλοα τους κα πιασαν πάλι τν δουλειά τους. Δν εχε ρθει κόμη ελογημένη ρα ν ρχίσει Κύριος τ ργο του. 

Ατ γινε λίγες μέρες ργότερα. κε στν λίμνη τς Γεννησαρτ ο δυ δελφο καταγίνονταν ν ρίψουν τ δίχτυα τους στν θάλασσα, ταν τος ξαναβρκε ησος κα τος κάλεσε ν τν κολουθήσουν. «Δετε πίσω μου», τος επε, «κα ποιήσω μς λιες νθρώπων». Κα ατο «εθέως φέντες τ δίκτυα κολούθησαν ατ». 

«Εθέως», χωρς καμι χρονοτριβή, χωρς καμι ναβολ τν κολούθησαν. Στν περίσταση ατ μοιασαν μ τν σοφ κα συνετ κενο μπορο τς εαγγελικς περικοπς, πο ζητοσε ν βρε κα ν’ γοράσει μαργαριτάρια. Κα ταν βρκε κάποτε να σπουδαο κα «πολύτιμον μαργαρίτην», σπευσε ν πωλήσει λα σα εχε κα ν τν γοράσει. 

Ατ καμαν κα ο δύο δελφοί. νδρέας κολούθησε τν Κύριο πιστ κα πρόθυμα μέχρι τέλους. Κατ τ διάστημα ατ τς μαθητείας του δύο π τ πολλ πεισόδια καταδεικνύουν τν διαίτερη θέση, πο εχε νάμεσα στος λλους μαθητς κα κοντ στν ησο

Τ πρτο συνέβηκε στν ρημο. Τ πλήθη, πο εχαν πληροφορηθε πς Κύριος βρισκόταν κε, μαζεύτηκαν π’ λα τ μέρη γύρω, γι ν ζητήσουν τς εεργεσίες του κα ν’ κούσουν τ διδασκαλία του. Κόντευε ν δύσει λιος κα κανένας δν λεγε ν φύγει. 

Κάποια στιγμ ησος φώναξε κοντά του τν Φίλιππο κα τν ρώτησε: «π πο κα μ τί χρήματα θ γοράσουμε ψωμιά, γι ν φάγουν λοι ατο ο νθρωποι;» Κύριος φυσικ γνώριζε τί θ καμνε. Τ επε μως ατό, γι ν δοκιμάσει τν Φίλιππο κα τος λλους μαθητές. 

Κα ατς π μέρους κα τν λλων μαθητν γεμάτος μηχανία πήντησε: «Διακοσίων δηναρίων ρτοι οκ ρκούσιν ατος να καστος ατν βραχ τί λαβή». Διακοσίων δηναρίων ψωμι δν φτάνουν, χι γι ν χορτάσουν, λλ γι ν πάρει καθένας μι μπουκιά. 

Τν στιγμ κείνη πετάχτηκε νδρέας κι επε. «Κύριε, εναι δ να παιδάκι, πο χει πέντε κριθαρένια ψωμι κα δυ ψαράκια» (ωάν. στ’ 9). Φυσικ πέντε κριθαρένια ψωμι κα δυ ψαράκια δν εναι τίποτα γι τόσο κόσμο. 

Μ σύ Κύριε, μπορες ν τ ελογήσεις κα τότε, , ναί! Τότε μπορον ν φνε λοι ο νθρωποι κα ν περισσέψουν. Πρόσωπο μ παρρησία κα μ μία λανθάνουσα πίστη στν Χριστό μας παρουσιάζει τ πεισόδιο ατ τν νδρέα.

Πρόσωπο μ πλατι κα μεγάλη καρδι μς τν παρουσιάζει τ δεύτερο πεισόδιο. Συγχρόνως μως κα νθρωπο μ τόλμη, πο δν διστάζει ν πάρει μία μεγάλη πόφαση κα ν' ναλάβει συνάμα κα τς εθύνες του. φορμ γι’ ατ τ πεισόδιο δωκαν μερικο συμπατριτες μας λληνες. 

ταν ο μέρες το Πάσχα, το τελευταίου Πάσχα το Κυρίου μας. Μέσα στ πλήθη, πο μαζεύτηκαν στ εροσόλυμα π τ διάφορα μέρη το κόσμου, ταν κα ατοί. σφαλς ταν νθρωποι πο εχαν προσηλυτισθε στν ουδαϊσμό. πνευματικ θρησκεία το σραλ τος εχε τραβήξει μέσα στν καρδιά τους βαθ τν πόθο ν τν γνωρίσουν. 

Πλησίασαν λοιπν τν Φίλιππο – σως τ λληνικό του νομα τος δωκε τ θάρρος – κα το ζήτησαν ν τος δηγήσει στν Χριστό. Φίλιππος μως σπευσε ν ζητήσει τ γνώμη το νδρέα. Γιατί το νδρέα; Γιατί ταν συμπατριώτης του κα ξερε τν παρρησία του. 

λλ κα γιατί νδρέας ταν γνωστς σν νθρωπος μ τν μεγάλη καρδι κα τ θέμα θ τ ντίκριζε χι μ τ στεν ουδαϊκ ντίληψη, πς Χριστς λθε κα νκε μόνο στος ουδαίους, λλ κα στος λλους νθρώπους. Κα πραγματικ στάση του δικαίωσε τν φήμη του.

νδρέας, σν μαθε π τν Φίλιππο τ περιστατικό, χωρς ν χάσει καιρό, πρε τος λληνες κα μαζ μ’ ατν τος φερε στν Χριστ (ωάν. ιβ’ 20 – 22). Τί φανερώνει κα τ πεισόδιο ατό; Τν μεγάλη, τν πλατιά του καρδιά, μ κα τν οκειότητά του πρς τν Χριστό. 

Ετυχες λοι κενοι πο μιμονται τν Πρωτόκλητο κα βοηθον κα λλες ψυχς ν πλησιάσουν κα ν γνωρίσουν τν Κύριο.  ζω το Πρωτοκλήτου κατ τ τρία χρόνια τς μαθητείας εναι δια μ τ ζω τν λλων μαθητν. 

χόρταγα κα ατς μαζ μ τος λλους ποστόλους ρουφοσε π τ στόμα το θείου Διδασκάλου τ «ρήματα τς αωνίου ζως». Μαζί του περιέτρεχε τν για Γ κα βλεπε τς εεργεσίες κα τ θαύματά του. Βαθι ταν συγκίνησή του γι τν ποδοχή, πο περιούσιος λας πεφύλαξε στν Κύριό μας «πρ ξ μερν το Πάσχα». 

Πι βαθι θλίψη του γι τ σύλληψη το Διδασκάλου του κα γι σα κολούθησαν ατή. πίσκεψη το Κυρίου μως κατ’ ατν τν μέρα τς ναστάσεώς Του κα ν πι εχε βραδιάσει κα ο πόρτες το σπιτιο ταν κλειστς «δι τν φόβον τν ουδαίων» ξανάφερε στν ψυχή του τν χαρ κα τν λπίδα. 

νδρέας παρευρέθηκε στν νάληψη κα λαβε μέρος στν κλογ το Ματθία. Μετ τν πιφοίτηση το γίου Πνεύματος κατ τν μέρα τς Πεντηκοστς, πόστολός μας, πως ψάλλει κα ερς μνογράφος, φο «διεπέτασε τ στίον το Πνεύματος, ς κύμα γαληνν πραέτω πνεύματι κινούμενον, πάσαν πλούτισε τν γν το νθέου κηρύγματος»

νδρέας πρξε κατ’ ξοχν πόστολος τν λλήνων. Σκυθία, δηλαδ σημεριν νότιος Ρωσία, λληνικ Βιθυνία, Πόντος, Θράκη, Μακεδονία, πειρος κι χαΐα ποτίστηκαν πλούσια μ τν τίμιο δρώτα το Πρωτοκλήτου. 

λλ κα κκλησία το Βυζαντίου, πο πετέλεσε κα ποτελε τ κέντρο τς ρθοδοξίας, π τν πόστολό μας δρύθηκε. δ νδρέας γκατέστησε πρτο πίσκοπο τν πόστολο Στάχυ κιαατο διάδοχος εναι Οκουμενικς Πατριάρχης. Σ μία του περιοδεία, ναφέρεται π τν παράδοση, πς γιος μας λθε κα στ νησί μας. 

Τ καράβι, πο τν μετέφερε στν ντιόχεια π τν όππη, λίγο πρν προσπεράσουν τ γνωστ κρωτήρι το ποστόλου νδρέα κα τ νησιά, πο εναι γνωστ μ τ νομα Κλεδες, ναγκάστηκε ν σταματήσει κε σ’ να μικρ λιμανάκι, γιατί κόπασε νεμος. Τς μέρες ατς τς νηνεμίας τος λειψε κα τ νερό. 

να πρωί, πο πλοίαρχος βγκε στ νησ κα ψαχνε ν βρε νερό, πρε μαζί του κα τν πόστολο. Δυστυχς πουθεν νερό. Κάποια στιγμή, πο φτασαν στ μέση τν δυ κκλησιν, πο πάρχουν σήμερα, τς παλαις κα τς καινούργιας, πο εναι κτισμένη λίγο ψηλότερα, γιος γονάτισε μπροστ σ’ να κατάξερο βράχο κα προσευχήθηκε ν στείλει Θες νερό.  Ποθοσε τ θαμα, γι ν πιστέψουν σοι ταν κε στν Χριστό. 

στερα σηκώθηκε, σφράγισε μ τ σημεο το Σταυρο τν βράχο κα τ θαμα γινε. π τν ρίζα το βράχου βγκε μέσως μπόλικο νερό, πο τρέχει μέχρι σήμερα μέσα σ’ να λάκκο τς παλαις κκλησίας κα π’ κε προχωρε κα βγαίνει π μία βρύση κοντ στ θάλασσα. Εναι τ γνωστ γίασμα.

Τ ελογημένο νερό, πο τόσους ξεδίψασε, μ κα τόσους λλους, μυριάδες λόκληρες, πο τ πραν μ πίστη δρόσισε κα παρηγόρησε. Κα πρτα – πρτα τ τυφλ παιδ το καπετάνιου.ταν κα ατ να π τ πρόσωπα το καραβιο πο μετέφερε πατέρας. Γεννήθηκε τυφλ κα μεγάλωσε μέσα σ να συνεχς σκοτάδι. Ποτέ του δν εδε τ φς.  

Δένδρα, φυτά, ζα γωνιζόταν ν τ γνωρίσει μ τ ψαχούλεμα. κείνη τν μέρα, ταν ο νατες γύρισαν μ τ σκι γεμάτα νερ κα ξήγησαν τν τρόπο πο τ βρκαν στ νησί, να φς γλυκις λπίδας ναψε στν καρδι το δύστυχου παιδιο

Μήπως τ νερ ατό, σκέφτηκε, πο βγκε π τν ξηρ βράχο στερα π’ τν προσευχ το παράξενου κείνου συνεπιβάτη τους, θ μποροσε ν χαρίσει κα σ’ ατν τ φς του πο ποθοσε; φο μ θαυμαστ τρόπο βγκε, θαύματα θ μποροσε κα ν προσφέρει. Μ τούτη τν πίστη κα τν βαθι λπίδα ζήτησε κα τ παιδ λίγο νερό. Διψοσε. 

Καιγόταν π’ τν δίψα. πόστολος, πο ταν κε, σπευσε κα δωσε στ παιδ να δοχεο γεμάτο π τ δροσερ νερό. μως τ παιδ προτίμησε, ντ ν δροσίσει μ τ νερ τ χείλη του, ν πλύνει πρτα τ πρόσωπό του. Κα το θαύματος! 

Μόλις τ δροσερ νερ γγιξε τος βολβος τν ματιν το παιδιο, τ χρόνιο σκοτάδι ρχισε ν διαλύεται. Κα να φς, λαρ φς, ρχισε ν λούζει τ γύρω πράγματα...

— Πατέρα, πατέρα, ρχισε ν φωνάζει τ παιδ πότε ψαχουλεύοντας κα πότε τρέχοντας ν βρε τν πατέρα. Κα καπετάνιος πο τρόμαξε π' τς φωνς το παιδιο τρέχει κα ατς πρς τ μέρος πο κουόταν φωνή. Στ ντίκρισμα το παιδιο του σταμάτησε, σκυψε κα νοιξε τν γκαλιά του.

—Παιδί μου, τί σου συμβαίνει; ρώτησε μ τρόμο πατέρας.

—Βλέπω! Πατέρα μου, βλέπω! Γι κοίτα με, βλέπω τν θάλασσα, τος νθρώπους, τ πανι το καραβιο μας πο φουσκώνουν. Πατέρα, τ ελογημένο νερ πο μο δωκε κενος παππούλης, γι ν πι κα ν πλυθ, ατό μου χάρισε τι ποθούσαμε. 

Τ φς μου, πατέρα...στερα π μικρ διακοπ
πο πέρασεμέσα σ δάκρυα κα ναφιλητ εγνωμοσύνης
καπετάνιος σηκώθηκε κα επε:

—Παιδί μου, πμε ν βρομε τν παππούλη 
πο λές, γι ν τν εχαριστήσουμε γι τι μας χάρισε!

χι μένα, επε πόστολος πο πλησίασε. Τν Χριστ ν εχαριστήσουμε λοι. Ατς μς δωκε τ νερό. Ατς γιάτρεψε κα τ παιδί. Ατς εναι ληθινς Θεός, πο γινε νθρωπος κα ρθε στν κόσμο γι ν μς σώσει!

Κα    πόστολος, πο τν κοίταζαν λοι μ θαυμασμό, ρχισε ν τος μιλ κα ν τος διδάσκει τ νέα θρησκεία. Τ τέλος τς μιλίας πολ καρποφόρο. σοι τν κουσαν πίστεψαν κα βαφτίστηκαν. Τν ρχ κανε καπετάνιος μ τ παιδί του, πο πρε κα τ νομα νδρέας. Κα στερα λοι ο λλοι πιβάτες κα μερικο ψαράδες πο σαν κε. Πίστεψαν λοι στν Χριστ πο τος κήρυξε πόστολός μας κα βαφτίστηκαν. 

Φυσικ τ θαμα τς θεραπείας το τυφλο παιδιο, κολούθησαν κα λλα, κα λλα. Στ μεταξ νεμος ρχισε ν φυσ κα τ καράβι τοιμάστηκε γι ν συνεχίσει τ ταξίδι του. πόστολος, φο κάλεσε κοντά του λους κείνους πο πίστεψαν στν Χριστ κα βαφτίστηκαν, τος δωκε τς τελευταες συμβουλές του κα τος ποχαιρέτησε. 

Τ τέλος το ποστόλου πρξε νάλογο τς στορίας του. Μαρτύρησε στν Πάτρα, που εχε φτάσει, γι ν μεταδώσει κα δ τ μήνυμα τς λυτρώσεως κα ν σκορπίσει τ φς το Χριστο. πίσκεψή του π τν πλευρ ατ φερε πολλος καρπούς. 

Σ λίγες μέρες τ κήρυγμά του μαζ μ τ πολλά του θαύματα συγκλόνισε κυριολεκτικ τ θεμέλια τς εδωλολατρίας στν χαΐα. νάμεσα στος πρώτους, πο πίστεψαν, ταν ατς διος νθύπατος. τσι λεγόνταν κατ τος ρωμαϊκος χρόνους ο Ρωμαοι ρχοντες, πο διοικοσαν μία π τς παρχίες το κράτους. 

Τς πόλεως, Λέσβιος πως λεγόταν, πο εχε ρρωστήσει ξαφνα βαρι κα τν εχε γιατρέψει πόστολός μας. Τ παράδειγμα το νθύπατου σπευσαν ν’ κολουθήσουν κα λλοι εδωλολάτρες. Μ τ πράγμα γινε γνωστ στν Ρώμη. 

ατοκράτορας Νέρων λύσσαξε π’ τ κακό του κα δωσε ντολ ν ντικατασταθε μέσως Λέσβιος π κάποιο Αγεάτη, πολ φανατικ εδωλολάτρη κα πολ σκληρό.  Πρωτόκλητος χοντας συνοδ τν Λέσβιο συνεχίζει καθημεριν τ κηρύγματά του κα τς θαυματουργικές του θεραπεες. 

Πλήθη λαο π’ λη τν χαΐα τ παρακολουθον μ νδιαφέρον κα πολλο κάθε μέρα πυκνώνουν τς τάξεις τν πιστν. Μέσα σ’ ατος προστίθενται τώρα κα σύζυγος το Αγεάτη, Μαξιμίλλα, δελφός του Στρατοκλς, σοφς μαθηματικός, κα λλοι πολλο π τος συγγενες του κα τ συνοδεία του. 

νθύπατος Αγεάτης, ν κα εδε τν γυναίκα του Μαξιμίλλα ν σώζεται π βέβαιο θάνατο μ τν πέμβαση το Πρωτοκλήτου, ν κα εδε τν δελφό του Στρατοκλ, πο τν κτιμοσε τόσο, ν προσχωρε στ νέα πίστη, ν τούτοις διος μεινε συγκίνητος.  Κάτι περισσότερο. Πείσμωσε μ τ γυναίκα του κα ξίωσε π’ ατν ν ρνηθε τν Χριστό. Μαξιμίλλα μως δν δέχτηκε ν’ κούσει.

–Προτιμ, το επε, ν χωριστ π σένα παρ π τν Χριστό μου. Κα ατός, τυφλωμένος π’ τ πάθος του, διατάσσει ν συλλάβουν τν Πρωτόκλητο κα ν τν ρίξουν στ φυλακή. 

Γι ν κβιάσει δ περισσότερο τν φοσιωμένη στν Χριστ γυναίκα, τν πειλε πώς, ν δν πιστρέψει στν θρησκεία τν πατέρων της, τν εδωλολατρία, θ βασανίσει τρομερ τν γέροντα πόστολο κα στ τέλος θ τν σταυρώσει. 

νήσυχη Μαξιμίλλα τρέχει στ φυλακή, γι ν μεταφέρει στν πόστολο τς πειλς το συζύγου της. Τρέμει καλ γυναίκα, μήπως πάθει κανένα κακ εεργέτης κα σωτήρας της.

—Μ φοβσαι, κόρη μου, γι τν ζωή μου, τς επε Πρωτόκλητος. Κράτησε σταθερ τν πίστη σου. Θ εναι τιμ κα ενοια το Θεο σ μένα ν’ ξιωθ ν φύγω π’ τν κόσμο ατ κατ τν διο τρόπο, πο φυγε Λυτρωτής μας. 

ς κάμει, τι θέλει Αγεάτης. ς μ κάψει στν φωτιά. ς μ κατακάψει μ τ μαχαίρια. ς μ καρφώσει στν Σταυρό. «Οκ ξια τ παθήματα το νν καιρο πρς τν μέλλουσαν δόξαν ποκαλυφθναι ες μς». Στρατοκλής, πο βρισκόταν κε, λούστηκε στ κλάμα.

– Μν κλας, το επε πόστολος. Κάποια μέρα θ φύγουμε π τν κόσμο ατό. «Οκ χομεν δε μένουσαν πόλιν». Πρόσεξε μόνο τν σπόρο το Εαγγελίου, πο σπειρα στν καρδιά σου. Κράτησέ τον προσεκτικ κα σπερέ τον κα σ παρακάτω.

Τ λόγια το ποστόλου τόνωσαν τ θάρρος τς Μαξιμίλλας κα το Στρατοκλ κα τσάλωσαν τν θέληση τος ν’ γωνιστον ς τ τέλος. Αγεάτης ξαναφώναξε τν γυναίκα του κα προσπάθησε μ λόγια γλυκ κα κολακευτικ ν τν μεταπείσει π τν πίστη το Χριστο.

—Εμαι τοιμος ν κάμω τ καθετ γι τν γάπη σου, τς επε. ν πεισθες ν φήσεις τν Χριστό, θ σ’ χω βασίλισσα στ σπίτι μου. λλις θ καρφώσω σ’ να σταυρ τν γέρο, πού σου πρε τ μυαλά, κα θ σκοτώσω κα σένα.

πάντηση τς Μαξιμίλλας πρξε ληθιν ρωική.
— Προτιμ χίλιες φορς τν θάνατο παρ τ ζω μ’ να εδωλολάτρη σν κα σένα. Τ λόγια τς ρωίδας χριστιανς ναψαν τν θυμ το συζύγου της, πο δωκε ντολ ν βασανίσουν σκληρ τν γιο κα στ τέλος ν τν ψώσουν πάνω σ’ ναν σταυρό, πο εχε τ σχμα το γράμματος Χ κα πο εχε στηθε στ «χελος τς θαλάσσιας μμουδις». 

Πάνω στν Σταυρ ατό, πο ταν φτιαγμένος π ξύλα λις, δεσαν τ χέρια κα τ πόδια το ποστόλου, χωρς ν τν καρφώσουν. Κα ατ γινε, γιατί νθύπατος θελε ν κρατήσει πολν καιρ τν γιο στ ζωή, γι ν τν βασανίσει.

π μία θάλασσα, τν μορφη θάλασσα τς Γαλιλαίας, κάλεσε Κύριος τν μεγάλο Ψαρ ν τν κολουθήσει γι ν γίνει μαθητής του κα ν ψαρεύει νθρώπους. π μία λλη θάλασσα κοντά, τν θάλασσα τς στορικς πόλεως τν Πατρών.

Κάλεσε κα πάλι Χριστς τν μαθητ κα πόστολό του νδρέα, στερα π σκληρ ργασία σπορς το λόγου του, ν μεταπηδήσει στν οράνια πατρίδα μας, γι ν λάβει τν φθαρτο στέφανο τς δικαιοσύνης. πόστολος φυγε π τν κόσμο ατν σ λικία 80 περίπου χρόνων.

Ο χριστιανο τς χαΐας θρήνησαν βαθι τν θάνατό του. πόνος τους γινε κόμη πι μεγάλος, ταν νθύπατος Αγεάτης ρνήθηκε ν τος παραδώσει τ γιο λείψανό του, γι ν τ θάψουν. Θες μως οκονόμησε τ πράγματα. Τν δια μέρα, πο πέθανε γιος, Αγεάτης τρελάθηκε κα ατοκτόνησε. «Θάνατος μαρτωλν πονηρός». 

Ο χριστιανο τότε μ τν πίσκοπό τους τν Στρατοκλ, πρτο πίσκοπο τν Πατρών, παρέλαβαν τ σεπτ λείψανο κα τ θαψαν μ μεγάλες τιμές. 

ργότερα, ταν στν θρόνο το Βυζαντίου νέβηκε Κωνστάντιος, πο ταν γις το Μ. Κωνσταντίνου, μέρος το ερο λειψάνου μεταφέρθηκε π τν πόλη τν Πατρν στν Κωνσταντινούπολη κα κατατέθηκε στ να τν γίων ποστόλων «νδον τς γίας Τραπέζης». 

γία Κάρα το Πρωτοκλήτου φαίνεται πς πέμεινε στν Πάτρα. ταν μως ο Τορκοι πρόκειτο ν καταλάβουν τν πόλη τ 1460, τότε Θωμς Παλαιολόγος, δελφς το τελευταίου ατοκράτορος Κωνσταντίνου το Παλαιολόγου κα τελευταος Δεσπότης το Μορι, πρε τ πολύτιμο κειμήλιο κα τ μετέφερε στν ταλία. κε ναποτέθηκε στ να το γίου Πέτρου τς Ρώμης, που μεινε μέχρι το 1964. 

Τν 26η το Σεπτέμβρη (νακομιδ Τιμίας Κάρας) το τους ατο ντιπροσωπεία το πάπα Παύλου μετέφερε π τν Ρώμη τν πολύτιμο θησαυρ κα τν παρέδωσε στν νόμιμο κάτοχο, τν κκλησία τν Πατρέων. 

γία Κάρα το Πρωτοκλήτου στερα π νέργειες τς ρχιεπισκοπς μεταφέρθηκε κα στν Κύπρο τ 1967 γι μερικς μέρες κα ξετέθηκε σ ελαβικ προσκύνημα. 

Στ μνήμη το μεγάλου ποστόλου ς κλίνει τακτικ μ ελάβεια τ γόνυ τς ψυχς κάθε λληνικ καρδιά. Εναι νας π’ τος ποστόλους πο γάπησαν τν πατρίδα μας κα γωνίστηκαν ν τς μεταδώσουν τ νέσπερο φς το Χριστο

Τ μήνυμά του δ, «ερήκαμεν τν Μεσσίαν» ς γίνει κα γι μς σύνθημα ζως.«Ερήκαμεν τν Μεσσίαν» φωνάζει κα σ’ μς Πρωτόκλητος μαθητής. Χριστς ταν κα εναι μοναδικς Σωτήρας κα Λυτρωτς τν νθρώπων. 

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΣΤΟΥΣ ΕΟΡΤΑΖΟΝΤΕΣ 
               ΚΑΙ ΤΙΣ ΕΟΡΤΑΖΟΥΣΕΣ !

Δεν υπάρχουν σχόλια: