Ενα
ελάχιστο ποσοστό των κερδών που παράγει το οργανωμένο έγκλημα στην Ε.Ε.
κατάσχουν οι διωκτικές και ελεγκτικές αρχές των κρατών-μελών της Ενωσης. Αυτό
επισημαίνεται σε έρευνα της Europol, που είδε πρόσφατα το φως της δημοσιότητας.
Από
την επεξεργασία στατιστικών δεδομένων που τηρούν οι εθνικές αρχές (αφορούν το
διάστημα από το 2006 έως το 2014) προκύπτει ότι μόλις το 1% του τζίρου της
«μαφίας» εντοπίζεται και δεσμεύεται από τις αρμόδιες ευρωπαϊκές υπηρεσίες.
Στην
ίδια έκθεση, μάλιστα, επισημαίνεται ότι τα χρήματα που διακινούνται στις
λεγόμενες «ύποπτες» συναλλαγές αντιστοιχούν στο 0,7% του ετήσιου ΑΕΠ της Ε.Ε.
«Οι
μηχανισμοί για τον έλεγχο του “ξεπλύματος” λειτουργούν σε εθνικό επίπεδο, ενώ
το πρόβλημα έχει διεθνή χαρακτηριστικά» ανέφερε σε γραπτή δήλωσή του ο
επικεφαλής της Europol Rob Wainwright, σχολιάζοντας τα ευρήματα της έκθεσης.
Παρόμοιες
ήταν και πέρυσι οι επισημάνσεις της ευρωπαϊκής αστυνομικής υπηρεσίας. Ενώ
δηλαδή ο συνολικός τζίρος του εγκλήματος είχε ανέλθει (σύμφωνα με έρευνα του
ιταλικού ερευνητικού κέντρου Transcrime Institute) στα 110 δισ. ευρώ, η Europol
υπολόγισε σε μόλις 1,2 δισ. τα κεφάλαια που κατάσχεσαν οι διωκτικές και
ελεγκτικές αρχές των κρατών-μελών της Ενωσης.
Στα
συμπεράσματα της έρευνας επισημαίνεται ακόμα ότι μόλις το 10% των συναλλαγών,
που χαρακτηρίζονται «ύποπτες», ελέγχεται από τις διωκτικές αρχές των ευρωπαϊκών
κρατών. «Ο αριθμός τους παραμένει αμετάβλητος από το 2006» αναφέρεται στην
έκθεση.
Το
2014 οι τράπεζες και οι υπόλοιποι φορείς κατέγραψαν σχεδόν ένα εκατομμύριο
ύποπτες συναλλαγές (960.463). Λιγότερο από το 1% αυτών, ωστόσο, αφορούν
υποθέσεις χρηματοδότησης της τρομοκρατίας παρότι η αντιμετώπιση του φαινομένου
αποτελεί τη νούμερο ένα προτεραιότητα των ευρωπαϊκών υπηρεσιών ασφαλείας.
Η
EUROPOL μάλιστα επισημαίνει ότι οι καμικάζι του «Ισλαμικού Κράτους» που υλοποίησαν
τις επιθέσεις στο Παρίσι (Νοέμβριος 2015) είχαν χρηματοδοτήσει το σχέδιό τους
με προπληρωμένες κάρτες, οι οποίες χρησιμοποιούνται κατά κόρον για τη
νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.
Αποκαλύπτεται
ότι το 65% των λεγόμενων «ύποπτων συναλλαγών» καταγράφηκε και καταγγέλθηκε από
τη Μ. Βρετανία και την Ολλανδία. Η Ελλάδα αντίστοιχα βρίσκεται στη 18η θέση του
σχετικού καταλόγου. Η Europol επισημαίνει τις αρνητικές επιδόσεις που έχουν
καταγράψει στη μάχη εναντίον του «ξεπλύματος» η Μάλτα καθώς και η Κύπρος.
Στις
περισσότερες αναφορές - καταγγελίες έχουν (όπως ήταν αναμενόμενο) προβεί οι
τράπεζες. Αντιθέτως, ως λιγότερο ευαίσθητοι σε θέματα «ξεπλύματος» χρήματος
περιγράφονται οι ιδιοκτήτες εταιρειών συναλλάγματος αλλά και οι έμποροι ειδών
πολυτελείας.
Διευκρινίζεται, στην έκθεση, ότι κριτήριο για τον χαρακτηρισμό
μιας συναλλαγής ως «ύποπτης» είναι η κατάθεση ή ανάληψη μεγάλων χρηματικών
ποσών σε μετρητά, όπως φυσικά και η περίεργη - ασυνήθιστη συμπεριφορά των
συναλλασσομένων. Οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι σημειώνουν εν κατακλείδι ότι η
EUROPOL θα μπορούσε να βελτιώσει τη συνεργασία μεταξύ των κρατών - μελών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου