Ἡ λειτουργική περίοδος πού θά διανύσουμε κατ’ αὐτή την ΣΤ΄ Ἑβδομάδα τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς δέν δίδει ἔμφαση στή δική μας προσωπική μετά-νοια, ἀλλά στά γεγονότα πού ἔγιναν γιά μᾶς καί τή σωτηρία μας. Ἡ ἑβδομάδα πού ἀκολουθεῖ ἔχει ἕνα βασικό παιδαγωγικό χαρακτήρα
1.Νά κλείσει πνευματικά ἡ Σαρακοστή καί
2.Νά μᾶς ὁδηγήσει στά γεγονότα τῆς Ἀνάστασης τοῦ Λαζάρου καί τήν βασιλική εἴσοδο τοῦ Χριστοῦ καί τῶν μαθητῶν Του στά Ἰεροσόλυμα. Ἀπό τή μία τά περιεχόμενα τῶν Ἀκολουθιῶν ἀποτελοῦν μιά ἐπανάληψη τῆς ἁμαρτωλότητας τοῦ ἀνθρώπου.
Γιά νά μπορέσουμε νά ὑπερβοῦμε τήν ἁμαρτωλότητα αὐτή ἡ Ἐκκλησία μᾶς παρουσίασε τόν βίο δύο διαφορετικῶν ἁγίων, ἑνός ἄνδρα καί μιᾶς γυναίκας. Τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος καί τῆς Ἁγίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας .Ἀπό τήν ἄλλη οἱ δύο αὐτές Κυριακές ἀπετέλεσαν τήν προετοιμασία τῆς συνάντησής μας μέ τόν Σωτήρα. Θά μποροῦσαν μάλιστα νά θεωρηθοῦν ὡς τά προεόρτια τῆς ἑορτῆς τοῦ Λαζάρου καί τῆς Κυριακῆς τῶν Βαΐων.
Ἡ ἐσχατολογική ἀναμονή καί ἡ ἄσκηση θά δώσουν τή θέση τους στά γεγονότα πού ἑδραιώνουν τήν ἴδια τήν ὕπαρξη τῆς Ἐκκλησίας: Θάνατος καί Ἀνάστασις τοῦ Θεοῦ – Ἀνθρώπου. Στόν Ὄρθρο τῆς Τετάρτης τῆς Ε´ Ἑβδομάδος ἀκούσαμε μία φορά τόν Μεγάλο Κανόνα τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέα τῆς Κρήτης, ἀλλά αὐτή τή φορά ὁλόκληρο.
Ἄν στήν ἀρχή ὁ Κανόνας αὐτός ἦταν ἡ πόρτα πού μᾶς ὁδήγησε στήν μετάνοια, τώρα στό τέλος φαίνεται ὡς ἀνακεφαλαίωση. Ἕνα μεγάλο ποίημα ἀπό 24ους στίχους μᾶς μιλᾶ γιά τήν ἀνθρώπινη ἁμαρτία πού ἔχει «ἀμαυρώσει» τό κατ’ εἰκόνα.
Τί εἶναι ἁμαρτία; Ἁμαρτία εἶναι ὅταν ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος μεταβάλει τόν ἑαυτό του σέ εἴδωλο: «Αὐτοείδωλον ἐγενόμην τοῖς πάθεσι τήν ψυχήν μου, βλάπτων οἰκτίρμον. Ἀλλ’ ἐν μετανοίᾳ με παράλαβε, καί ἐν ἐπιγνώσει ἀνακάλεσαι. Μή γένωμαι κτῆμα, μή βρῶμα τοῦ ἀλλοτρίου. Σωτήρ αὐτός με οἴκτειρον». Ἐδῶ ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας δίδει μιά ὀρθόδοξη μαρτυρία γιά τό πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ Θεοῦ: Προσέξτε, μᾶς λέει, μήν κάνετε εἴδωλα. Εἶναι ἡ ἴδια ἡ φωνή τοῦ Μωϋσῆ στήν ἔρημο, πού φωνάζει τούς Ἰσραηλίτες γιά τήν ἄτακτη ζωή τους.
Καί εἴδωλα μπορεῖ νά εἶναι ἡ κοινωνία, ἡ ἐλευθερία, ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἀπουσιάζει ἀπό αὐτά ὁ θεάνθρωπος Χριστός. Ἐδῶ ὅμως ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας τῆς Κρήτης μᾶς λέγει ὅτι «εἰδωλοποιήσαμε» τόν ἴδιο μας τόν ἑαυτό. Εἶναι φοβερό νά προσκυνᾶ κανείς τόν ἑαυτό του.
Νά προσκυνᾶς δηλαδή ἕνα ἀνθρώπινο εἴδωλο, νά ὁδηγεῖς τόν ἑαυτό σου μακρυά ἀπό τόν ἀληθινό ἄνθρωπο, τοῦ ὁποίου τήν ἀλήθεια ἀποκάλυψε καί φανέρωσε αὐτοπροσώπως ὁ ἴδιος ὁ Χριστός ὡς ἐνανθρώπηση Θεοῦ, δηλαδή ὡς Ἐκκλησία, πού περιέχει μέσα της τόν ἄνθρωπο καί τήν κοινωνία.
2.«Ἰδού, ἀναβαίνομεν εἰς Ἰεροσόλυμα καί ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου παραδοθήσεται τοῖς ἀρχιερεῦσι καί γραμματεῦσι…» (Μάρκ. 10). Ἀπό δῶ καί μπρός θά ἀκολουθήσουμε μαζί μέ τούς μαθητές τήν πορεία πρός τά Ἰεροσόλυμα.
Συμπόρευση, συσταύρωση, νέκρωση. «Δεῦτε οὖν καί ἡμεῖς κεκαθαρμέναις διανοίαις συμπορευθῶμεν αὐτό καί συσταυρωθῶμεν καί νεκρωθῶμεν δι’ αὐτόν ταῖς τοῦ βίου ἡδοναῖς».Ἄν στό πρῶτο μέρος τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς ἡ προσπάθειά μας ἀποσκοποῦσε σέ ἕναν ἐξαγνισμό μέ τή νηστεία, τήν προσευχή, τή συμμετοχή μας στό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, τώρα πρέπει νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι αὐτή ἡ κάθαρση δέν εἶναι αὐτοσκοπός.
Τώρα ὅλα πρέπει νά μᾶς ὁδηγήσουν στήν οἰκειοποίησή μας μέ τόν σταυρικό θάνατο καί στή συνέχεια μέ τήν Ἀνάσταση! Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου προεικονίζει ἤδη τήν Ἀνάσταση τοῦ Ἴδιου τοῦ Χριστοῦ. «Τήν κοινήν Ἀνάστασιν πρό τοῦ σοῦ Πάθους πιστούμενος, ἐκ νεκρῶν ἤγειρας τόν Λάζαρον» θά ἀκούσουμε στόν Ὄρθρο τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου καί Δικαίου Λαζάρου.
Καί ἐνῶ μέχρι σήμερα γνωρίζαμε ὅτι τό Σάββατο εἶναι ἡ ἀνάμνηση τῶν ἁπανταχοῦ κεκοιμένων, τό Σάββατο αὐτό τοῦ Λαζάρου ἑορτάζεται ὡς μία ἀναστάσιμη ἡμέρα. Μᾶς προετοιμάζει νά κατανοήσουμε τή νίκη τοῦ Χριστοῦ ἀπέναντι στόν αἰώνιο ἐχθρό, τόν Ἅδη. Μιά νίκη πού κάνει τόν ἴδιο τόν Ἅδη νά τρέμει καί πικρά νά κλαίει.
Ὁ Ἅδης «κάτωθεν, πικρῶς ὠδύρετο καί στένων ἔτρεμε» καί «στενάξας, ἀπέλυσε φόβω». Οἱ ἀναφορές στήν ἀπελπιστική κατάσταση πού βρίσκεται τό πρόσωπο τοῦ Ἅδη ποικίλες.Ὁ φίλος τοῦ Χριστοῦ, ὁ Λάζαρος, ἀποτελεῖ τήν προσωποποίηση τοῦ κάθε ἀνθρώπου καί ἡ Βηθανία, ὅπου βρίσκεται τό σπίτι του, σύμβολο ὁλόκληρης τῆς οἰκουμένης, ὁ τόπος ὅπου κατοικεῖ ὁ κάθε ἄνθρωπος.
Ἐκεῖνο ὅμως πού ἔχει ἰδιαίτερη σημασία σέ ὅλη αὐτή τήν διήγηση εἶναι ἡ μαρτυρία πού μᾶς παρα-δίδει ὁ ἴδιος ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης καί τήν ἐπαναλαμβάνουν πολλοί ὑμνογράφοι: «Ἐδάκρυσεν ὁ Ἰησοῦς» (Ἰω. 11: 35).Δέν κλαίει, δέν ξεσπᾶ σέ λυγμούς καί ὀλοφυρμούς (Τρεμπέλας, σελ. 418), ἀλλά ἁπλῶς δακρύζει.
Γιατί ἄραγε; Μπορεῖ ὁ Χριστός νά δακρύσει, ἀφοῦ γνωρίζει πολύ καλά τί θά ἀκολουθήσει; Εἶναι δυνατόν ὁ ἴδιος ὁ Κτίστης τῶν πάντων νά ρωτᾶ «ποῦ κεῖται ὅν θρηνεῖται; ποῦ τέθαπται Λάζαρος, ὅν μετ’ ὀλίγων ἐκ νεκρῶν, ζῶντα ἡμῖν ἐξαναστήσω ἐγώ;» (Ὠδή γ´).
Τί κρύβεται ἄραγε πίσω ἀπό αὐτές τίς θαυμάσιες ἐκφράσεις; Οἱ ὑμνογράφοι πιστεύουν ὅτι αὐτά τά δάκρυα εἶναι ἡ ἀνθρώπινη φύσις τοῦ Χριστοῦ καί ἔχουν τή δύναμη νά ἀναστήσουν ἀκόμη καί τούς νεκρούς. Γνωρίζουμε ὅλοι μας ὅτι κάτι τέτοιο θά μᾶς ὁδηγοῦσε σέ ἕνα μονοφυσιτισμό.
Αφοῦ οἱ δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ, σύμφωνα μέ τήν Δ´Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Χαλκηδόνας,εἶναι ἑνωμένες «ἀτρέπτως, ἀχωρίστως, ἀδιαιρέτως, ἀσυγχύτω». Τότε τί μπορεῖ νά εἶναι;Στό σημεῖο αὐτό θά χρησιμοποιήσω ἕνα μικρό ἀπόσπασμα ἀπό τόν ἅγιο Ἰωάννη Δαμασκηνό, ὁ ὁποῖος γράφει σχετικά: «οὐδέ ζωοποιεῖ τόν Λάζαρον ἡ ἀνθρωπίνη φύσις, οὔτε δακρύει ἡ θεϊκή ἐξουσία. Τό μέν γάρ δάκρυον, τῆς ἀνθρωπότητος ἴδιον, ἡ δέ ζωή, τῆς ἐνυποστάτου ζωῆς.
Ἀλλ’ ὅμως ἔχει δύο φύσεις, τῆς θεότητος καί τῆς ἀνθρωπότητος αὐτοῦ. ……Τάς μέν γάρ θεοσημείας ἡ θεότης εἰργάζετο, ἀλλ’ οὐ δίχα τῆς σαρκός. Τά δέ ταπεινά ἡ σάρξ, ἀλλ’ οὐ χωρίς τῆς θεότητος» (Βιβλίο, ΙΙΙ, 94: 1057 Β, Πρβλ. 87 Γ: 3157 Α κ. ἑξ.).
Ἄρα, εἶναι ὁ Θεάνθρωπος πού δακρύζει καί εἶναι ὁ Ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος πού θά ἀναστήσει τόν Λάζαρο. Δακρύζει… καί εἶναι δάκρυα θεϊ-κά… Δακρύζει γιατί βλέπει τόν θάνατο νά γίνεται πρίγκηπας τοῦ κόσμου. Ἡ ἀνάσταση δέν γίνεται ἀπό τόν Θεό γιά τόν Θεό, ἀλλά περικλύει ὁλόκληρη τήν ἀνθρωπότητα. Ὁ Θεός εἶναι ἡ Ζωή καί ἡ Πηγή τῆς ζωῆς.
Προσκαλεῖ τόν ἄνθρωπο σέ αὐτήν τήν πραγματικότητα. Ὁ ἄνθρωπος ὅπως καί ὁ κόσμος πλάσθηκε ἀπό τά χέρια τοῦ Κτίστη, γιά νά δοξάζει τόν Δημιουργό καί νά γίνει μέτο-χος τῶν ἔργων τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτό μᾶς τό ἐπιβεβαιώνει καί ὁ ὑμνωδός, ὁ ὁποῖος γράφει: «Δακρύσας ὡς ἄνθρωπος Οἰκτίρμον, ἐξανέστησας ὡς Θεός τόν ἐν τάφῳ καί τοῦ Ἅδου λυθείς, ὁ Λάζαρος ἐβόα. Εὐλογητός εἶ Κύριε, ὁ Θεός εἰς τούς αἰῶνας» (Ὠδή ´).
Ἀκολουθοῦμε τόν Ἰησοῦ πρός τά Ἰεροσόλυμα καί ἔχουμε τή μοναδική τιμή νά Τόν ἀκολουθήσουμε μέχρι τόν τάφο τοῦ Λαζάρου καί νά ἀκούσουμε τήν συγκλονιστική ἐντολή Του: «Λάζαρε, δεῦρο ἔξω». Κατανοοῦμε τώρα τόν λόγο πού δάκρυσε ὁ Ἰησοῦς. Δακρύζει γιατί ἀγαποῦσε τόν φίλο του τόν Λάζαρο.
Καί ἡ πράξη του αὐτή δέν εἶναι προβολή τῆς θεϊκῆς Του δύναμης, ἀλλά τῆς δύναμης τῆς ἀγάπης, τῆς ἀγάπης πού γίνεται δύναμη καί μπορεῖ νά νικᾶ τόν θάνατο. Ὁ Θεός εἶναι Ἀγάπη καί ἡ Ἀγάπη εἶναι Ζωή. Εἶναι ἡ Ἀγάπη πού δακρύζει στόν τάφο καί εἶναι ἡ ἴδια ἡ Ἀγάπη πού τόν φέρνει πίσω στή ζωή.
Εἶναι «Ἡ πάντων χαρά, Χριστός ἡ ἀλήθεια, τό φῶς καί ἡ ζωή, τοῦ κόσμου ἡ ἀνάστασις, τοῖς ἐν γῇ πεφανέρωται, τῇ αὐτοῦ ἀγαθότητι καί γέγονε τύπος τῆς ἀναστάσεως, τοῖς πᾶσιν παρέχων θείαν ἄφεσιν» (Κοντάκιον τῆς ἑορτῆς τοῦ Λαζάρου).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου