15 Αυγούστου, 2020

Η ΚΟΙΜΗΣΙΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ


Η ορθόδοξη  Εκκλησία μας, όπως φαίνεται  τόσον εκ της υμνογραφίας της, όσον και εκ του εορτολογίου της, αλλά και από μαρτυρίες εκ των Πατέρων και εκκλησιαστικών συγγραφέων, δέχεται για το επίγειον τέλος της Θεοτόκου την εξής διαδικασίαν: 

Πρώτον η Παναγία μας «εκοιμήθη», δηλαδή απέθανεν σωματικώς και, χωρίς το σώμα της να γνωρίσει φθοράν και απο­σύνθεση, ανέστη και, στην συνέχειαν, μετέστη μετά ψυχής και σώμα­τος εις τον ουρανόν. Δηλαδή, η ορθόδοξος Εκκλησία ξεκινάει από το γεγονός της «Κοιμήσεως» -όπως στο Χριστιανισμόν ονομάζε­ται ο σωματικός θάνατος -, και μιλάει για ανάσταση και μετάστα­ση σώματος και ψυχής της Πανα­γίας στον ουρανό. 

Γι' αυτόν ακρι­βώς το λόγο καθιέρωσεν και την εορτήν της «Κοιμήσεως της Θεο­τόκου» (δηλαδή τού σωματικού της θανάτου), που περιλαμβάνει τρία τινά: απ' τη μίαν τον θάνατον, απ' την άλλην την ανάσταση, αλλά και την ταυτόχρονη μετάσταση της εις τον ουρανόν.

Όταν, επομένως, ερωτήσεις ένα παπικόν: «Η Παναγία, λοιπόν, απέθανεν, πριν αναληφθεί εις τον ουρανόν;», θα σου πει ο παπικός: «Δεν μαρτυρείται μεν Ιστορικώς ότι η Πανα­γία απέθανεν, αλλ' ούτε και είναι αυτονόητος ο θάνατός της, αφού μάλιστα η Παρθένος, δυνάμει της ασπίλου συλλήψεώς της εκ της μη­τρός της, είχεν το προνόμιον της αθανασίας τού σώματος. 

Άλλωστε, δεν είναι μόνον η Παναγία που δεν εγεύθη θανάτου. Είναι και όλοι όσοι μαρτυρείται ότι αναστήθηκαν κατά την Ανάσταση τού Ιησού, μαζύ του, και οι οποίοι, κατά μίαν ερμηνείαν, ευρίσκονται μαζύ Του στον ουρανόν. 

Αλλά είναι επίσης και όσοι Δίκαιοι θα ευρίσκο­νται εν ζωή, κατά τη Δευτέραν Παρουσίαν τού Κυρίου, και οι οποίοι δεν θα πεθάνουν, όπως τρείς φορές το βεβαιώνει στις επιστολές του ο απόστολος Παύλος. Ακόμη και ο ίδιος ο Αδάμ, εάν δεν αμάρτανε, θα πέρναγε, ακαριαίως και εν ριπή οφθαλμού, από τον επίγειον παράδεισο, χωρίς μεσολάβηση θα­νάτου, στην ενδοξασμένην και αθάνατον ζωήν, όπως διδάσκουν οι Πατέρες».

Αυτά και τα τοιαύτα φθέγγονται οι άσπονδοι «φίλοι» μας, οι ΛατίνοιΑλλά, λησμονούν οι παπικοί ότι και ο Ιησούς Χριστός, κατά τη λογικήν και ορολογίαν τους, είχε «δικαίωμα» σω­ματικής ζωής και αθανασίας και όμως απέθανεν επί τού Σταυρού ως θνητός ο αθάνατος. 

Ποιο, λοι­πόν, παραπάνω «δικαίωμα» - συμ­περιλαμβανομένου έστω και εκείνου εκ της ασπίλου συλλήψεώς της - θα είχεν η Παναγία, το οποίον θα την εμπόδιζε να αποθάνει και αυτή, όπως απέθανεν ο υιός και Θεός της;Επομένως, οι παπικοί επι­χειρηματολογούν ως εξής

Σε μιαν πρώτη φάση προσ­ποιούνται ότι δεν παίρνουν μέρος, δεν συμμετέχουν, δεν τοποθετούν­ται, δεν παίρνουν θέση στο ζήτημα του θανάτου της Παναγίας. Λέ­γουν ότι ίσως απέθανεν, Ίσως και όχι. Ο θάνατός της - ισχυρίζονται - δεν μαρτυρείται ιστορικώς, ούτε και είναι αυτονόητος. 

Στην συνέχειαν, οι ίδιοι προχωρούν και προσπαθούν να αποδείξουν κάτι άλλο, ότι δηλαδή θάνατος της Πα­ναγίας δεν ήταν δυνατόν να συμβεί για το λόγο που προαναφέραμεν. Άρα, συμπεραίνουν οι δυτικοί, η Παναγία όχι μόνο δεν απέθανεν, αλλ' ούτε ήταν δυνατόν να πεθάνει. Και αντίστροφα, αφού δεν ήταν δυνατόν να αποθάνει, άρα και δεν απέθανεν. Όπερ έδει δείξαι!!!

Όσον τώρα, για την αναφερθείσαν έλλειψη ιστορικής μαρτυρίας περί τού θανάτου της Θεοτόκου, αυτό καθ' αυτό το επιχείρημα στον εσώτερον πυρήνα του και μοιάζει να είναι αφελές και τουταυτό παιδαριώδες: Διότι, εν τοιαύτη περιπτώσει, λό­γω δηλαδή της σιωπής της ιστο­ρίας, είμαστε υποχρεωμένοι να δεχθούμεν ότι και όλοι όσοι έζησαν μέχρι τώρα, και των οποίων ο θάνατος τυχόν δεν μαρτυρείται ιστορικώς, απλούστατα δεν απέθανον, ή, τουλάχιστον, είναι αμφίβολον το εάν απέθανον (!). 

Και εννοούμεν πρόσωπα και εξωβιβλικά ή και βιβλικά (π.χ. η Μαρία η Μαγδαληνή, η Σαλώμη, ο βου­λευτής Ιωσήφ, ο νομοδιδάσκαλος Νικόδημος κ.λπ.). Αλήθεια, που μαρτυρείται Ιστορικώς ότι όλοι αυτοί απέθανον σωματικώς; Και εφόσον ο θάνατός τους δεν μαρτυρείται Ιστορικώς, σημαίνει, λοιπόν, ότι:

Αυτοί δεν απέθανον, ή ότι είναι αμφίβολον το εάν απέθανον, ή ότι δεν αποκλείεται να ευρίσκονται εν ζωή σε κάποιο άγνωστο μέρος της γης;Εκοιμήθη, λοιπόν, η Παναγία μας και έχει δίκαιον η Ορθόδοξος Εκκλησία μας που, προκειμένου για τη Θεοτόκο, διδάσκει και γιορτάζει την «Κοί­μησίν» της;Διαφορετικές πλευρές τού ερω­τήματος αυτού εξετάσαμεν, όπως προαναφέραμεν, κατά το παρελθόν. 

Στο μετά χείρας τεύχος θα δούμε άλλες παραμέτρους του:Οι ίδιοι οι παπικοί και μάλι­στα οι εξ αυτών πρωτοστατήσαντες εις την προετοιμασίαν δια την ανακήρυξη τού δόγμα­τος της «Αναλήψεως της Θεοτό­κου» εκφράζονται ως εξής: «Όσοι Πατέρες κάνουν λόγο για θάνατον της αειπαρθένου Μαρίας, ομιλούν γι' αυτόν σαν για κάτι αυτονόητον και όχι σαν μάρτυρες ιστορικού γεγονότος βεβαιωμένου από την παράδοση... 

Επί πλέον, δεν βρί­σκουμε (στους Πατέρες) τίποτα περί της ενδόξου αναστάσεως, η οποία δήθεν ακολούθησεν το θάνα­τόν της.Όλα δείχνουν ότι, επί τού καθαρώς ιστορικού πεδίου, αυτός που έχει δίκαιον είναι ο άγιος Επιφάνιος, ο οποίος και έγραψεν την ακριβή διατύπωση, για να εκφράσει πως είχεν το ζήτημα αυτό κατά τα μέσα τού έκτου αιώνα: 

Κανένας δεν γνωρίζει - έγραψεν ο άγιος Επιφάνιος -, ποιο υπήρξεν το επίγειον τέλος της μητέρας τού Θεού». Και είναι, βέβαια, γνωστή αυτή η «τοποθέτηση» τού αγίου Επιφανίου, εις την οποίαν, επειδή ήδη ασχοληθήκαμε στο παρελθόν, δεν θα επανέλθουμεν.Αλλά, περί τού σωματικού  θανάτου της Παναγίας έχομεν μαρτυρίαν κατά πολύ αρχαιοτέραν της τού άγιου Επιφανίου, παλαιοτέραν μάλιστα κα­τά δύο αιώνες. 

Πρόκειται για την μαρτυρίαν τού Ωριγένη. Ο Ωριγένης, ως γνωστόν, γεννήθηκεν το έτος 185 μ.Χ. από γονείς Χριστια­νούς. Πιο συγκεκριμένα μάλιστα, ο πατέρας του εμαρτύρησεν δια τον Χριστόν κατά την διάρκειαν τού διωγμού επί Σεβήρου, το 202, όταν δηλαδή ο Ωριγένης ήταν 17 ετών.

Εάν, λοιπόν, λάβουμε υπ' όψει ότι χριστιανός ήταν ο πατέρας του, χριστιανοί και οι παππούδες του, αλλά και οι προ-παππούδες του, τότε οι υπολογισμοί μας φθάνουν αισίως εις αυτήν ταύτην την εποχήν των αποστόλων σίγουρα και ίσως μέχρι και τού ίδιου τού Κυρίου μας Ιησού Χριστού.

Ο Ωριγένης, λοιπόν, γρά­φει: «Για το θέμα των αδελφών τού Ιησού, πολ­λοί διερωτώνται, πως ο Ιησούς είχεν αδελφούς, αφού η Μαρία έμεινε παρθένος μέχρι τού θανά­του της». Το χωρίον αυτό τού Ωριγένη αποτελεί μαρτυρίαν τό­σον δια το αειπάρθενον της Μα­ρίας, όσον και για τον αμφισβητούμενον υπό των παπικών θάνατόν της. 

Διότι ο Ωριγένης, για να ομι­λεί έτσι σημαίνει ότι εγνώριζεν ότι η Παναγία μας απέθανεν.Γι' αυτό ο αδαμάντινος αυτός θεολόγος της Αλεξανδρείας εκφράζεται τόσον άνετα και με σαφήνεια για το ζήτη­μα αυτό. Δεν καταβάλλει μάλιστα και καμίαν προσπάθεια να το απο­δείξει, ή να το θεμελιώσει.

Αυτό βέβαια θα το έκανε, εάν η αλήθεια περί τού γεγονότος τού θανάτου της Αειπαρθένου είχεν ποτέ αμ­φισβητηθεί ή ημφεσβητείτο μέχρι και την εποχήν του. Ο Ωριγένης όμως ομιλεί ακριβώς για τον θά­νατον της Παρθένου σαν για κάτι το αυτονόητον. Δεν το σχολιάζει. Πως, λοιπόν, θα εξεφράζετο τόσον άνετα, όπως εξεφράσθη, εάν κυ­κλοφορούσε καμία άλλη παράδο­ση, μέσα στην Εκκλησία;

Επειδή, ωστόσον, οι παπικοί δεν μπορούν να αρνηθούν τη μαρτυρίαν τού Ωριγένη, προσφεύγουν στο να αμφισβητή­σουν την πληρότητα της ωριγενείου θεολογίας, κάτι, δηλαδή, τελεί­ως άσχετον, αφού, εν προκειμένω πρόκειται για συγκεκριμένην, σα­φή και απλή μαρτυρίαν ιστορικού χαρακτήρος περί τού θανάτου της Παναγίας σαν γεγονότος και όχι για κάποιον συλλογισμόν ή στοχασμόν θεολογικό-φιλοσοφικόν, όπου θα μπορούσε να είχεν πέσει έξω στις εκτιμήσεις του ο Ωριγένης. 

Πρόκειται εδώ για ιστορικό γεγονός και όχι για καμίαν υψηλήν θεολογίαν ή φιλοσοφίαν. Γράφουν ωστόσον οι παπικοί: «Ιδιαίτερα η θεολογία τού Ωριγένη είναι λίαν ελλιπής επ' αυτού τού σημείου. Μήπως δεν φθάνει (ο Ωριγένης) στο σημείο να αποδίδει στην αειπάρθενο Μαρία μίαν κάποιαν αμ­φιβολία για τη θεότητα τού Ιησού και την επικειμένην Ανάστασή του, την στιγμήν τού θανάτου του επί τού Σταυρού;».

Δεύτερη μαρτυρία αρχαιότερη της τού Επιφανίου κατά ενάμισυ σχεδόν αιώνα, είναι τού Ιππολύτου, ο οποίος πρέπει να έδρασε και να έγραψε κατά το πρώτον ήμισυ τού γ' αιώνα. Γρά­φει ο Ιππόλυτος: «Ο δε Κύριος αναμάρτητος ην εκ των άσηπτων ξύλων το κατ' άνθρωπον, τουτέστιν εκ της Παρθένου και τού Αγίου Πνεύματος». 

Ιδού, δεύτερη μαρτυρία για το σώμα της Παναγίας, το οποίον ονομάζεται «άσηπτον», χαρακτηρισμός, που μπορεί να λεχθεί και νοηθεί μόνον προκειμέ­νου για το νεκρόν σώμα της. Μό­νον ως νεκρόν το σώμα της μπο­ρούσε να ήταν ή να μη ήταν άση­πτον. Άρα εδώ μαρτυρείται ο σω­ματικός θάνατος της Παρθένου.

Ωστόσον, κάποιος θα μπορούσε να έχει την εξής αντίρρηση: - «Μα, κι' αν δεχθούμεν επισυμβάντα τον θάνα­τόν της, όμως ούτε για την Ανά­σταση της Παναγίας γίνεται λόγος την εποχήν εκείνην». Εάν αυτοί που μας κάνουν αυτήν την παρατή­ρηση είναι παπικοί, αποκρινόμεθα: - «Μα, ούτε και για Ανάληψη της Παναγίας, βέβαια, γίνεται λόγος τότε. 

Αυτό εξ άλλου το ομολογούν ρητώς και οι ίδιοι οι παπικοί, οι οποίοι, παρά ταύτα, ανακήρυξαν σε δόγμα την χωρίς θάνατον αρπαγήν και Ανάληψη της Θεοτόκου.Περαιτέρω, παραθέτομεν εν μεταφράσει τον άγιον Εφραίμ τον Σύρον, ο οποίος έδρασε κυρίως από το 330 μέχρι το 375 μ.Χ. Ο μέγας αυτός διδάσκα­λος της Εκκλησίας είναι εκείνος, που εγκωμίασεν περισσότερον εξ όλων των Πατέρων τού δ' αιώνα την Παναγίαν. 

Εις τον XV, λοιπόν, ύμνο του προς τη μακαρίαν Παρθένον, γράφει:«Η Παρθένος τον εγέννησεν, και αυτός εφύλαξεν άθικτον την παρθενίαν της. Συγκατετέθη να τον κυοφορήσει και ιδού έμεινε μετά την κύηση Παρθένος. Εγειρομένη εκ τού ύπνου, τον εθήλασεν και όμως έμεινε παρθένος. Η ιδία απέθανεν και η σφραγίς της παρθενίας της δεν εθραύσθη».

Αναφέρομεν, έπειτα, τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης, ο οποίος έδρασεν εντονότερον μεταξύ 379 - 394 μ.Χ., οπότε και χάνονται τα ίχνη του στην Ιστορία: «Ώσπερ γαρ επί της Θεοτόκου Μαρίας ο βασιλεύσας από Αδάμ μέχρις εκείνης θάνατος.

Eπειδή και κατ' αυτήν εγένετο, καθάπερ τινί πέτρα τω καρπώ της παρθενίας προσπταίσας, περί αυ­τήν συνετρίβη, ούτως εν πάση ψυχή τη δια παρθενίας την εν σαρκί παριούση ζωήν, συντριβήσεταί πως και καταλύεται τού θανάτου το κράτος, ουκ έχοντος τίσι το εαυτού κέντρον εναπερείσηται».

Δέχεται, δηλα­δή, ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης ότι ο θάνατος προσέβαλεν και την Πα­ναγίαν μας («επειδή και κατ' αυτήν εγένετο»), αλλά η τελική νίκη ήταν της Παρθένου, η οποία τον ενίκησεν. Πως αλλοιώς, παρά δια της αναστάσεώς της. Κάτι, δηλαδή, εν τισιν, παράλληλον προς τον θάνατον και την Ανάσταση τού Υιού και Θεού της.

Αλλ' οι παπικοί είναι αδικαιολόγητοι και για το ότι όχι μόνον Ανατολικοί Πατέρες διδάσκουν τον θάνατον της Πα­ναγίας μας, αλλά και για το ότι και Δυτικοί Πατέρες, όπως αμέσως κατωτέρω θα δούμε συχνά τον ομολογούν. Και εννοούμε τον πρύτανιν της Δυτικής Θεολογίας, τον ιερόν Αυγουστίνο, καθώς και τον Παυλίνον Νόλης.

Και πρώτον μεν ο επίσκοπος Ιππώνος Αυγου­στίνος, ο οποίος ως επίσκοπος έζησε, έδρασε και συνέγραψεν μετα­ξύ 396 - 430 μ.Χ., οπότε επήλθεν ο θάνατός του, σε πάμπολλα ση­μεία των έργων του σαφώς και ρη­τώς αναφέρεται εις τον θάνατον της Αειπαρθένου, όπως εις τα επόμενα τρία:

«Μέσα στο ίδιο το σώμα (του σαρκωθέντος Λόγου) δεν υπήρχε καμία αμαρτία, αλλά το ομοίωμα της σάρκας της αμαρτίας ήταν μέ­σα στον Κύριον, επειδή ο θάνατος δεν προέρχεται παρά από την αμαρτία και, χωρίς καμίαν αμφιβολίαν, αυτό το σώμα ήταν θνητόν... 

Ο Κύριος, λοιπόν, πήρε την σάρκα του εκ της μάζης εκείνης η οποία ήταν θνητή εξ αιτίας του αμαρτήματος. Διότι, για να τα πούμε χωρίς περιστροφές, η Μα­ρία, απόγονος του Αδάμ, απέθανεν εξ αίτιας του αμαρτήματος˙ ο Αδάμ απέθανεν εξ αιτίας του αμαρτήματος.

Aλλά η σαρξ τού Κυρίου, γεννηθείσα εκ της Μα­ρίας, απέθανε για να εξαλείψει τα αμαρτήματα».Εις δε το Υπόμνημά του εις τον Ιωάννη, ο Ιερός Αυγου­στίνος σημειώνει: «Ο Ιη­σούς εμπιστεύεται τη μητέρα Του στο μαθητήν.

Ο ίδιος, που πρόκει­ται να πεθάνει πριν από τη μητέρα του και να αναστηθεί πριν από το θάνατον της μητέρας Του, τη συσταίνει (στο μαθητήν Του)».Εις άλλην περίπτωση ο ίδιος πατήρ γράφει: «Τεχθείς εκ μητρός, η οποία, αν και ανέγ­γιχτη από άνδρα, συνέλαβεν και έμεινεν πάντα άθικτος, συλλαμβά­νουσα παρθένος, τίκτουσα παρθέ­νος, θνήσκουσα παρθένος ».

Ο Παυλίνος Νόλης, έπειτα, προ του έτους 412 μ.Χ. (διότι μετ' αυτήν την χρονολογίαν χάνονται τα ίχνη του από την Ιστορία) δι' επιστολής του προς τον άγιον Αυγουστίνον ερώτησεν σχετικά με την προφητείαν, την οποίαν, κατά τον ευαγγελιστήν έκανε ο δίκαιος Συμεών για τη Θεοτόκον, όταν της προείπεν «σου δε αυτής την ψυχήν διελεύσεται ρομφαία».

Η ερώτη­ση, λοιπόν, του Παυλίνου ήταν: εάν η Παναγία απέθανε μαρτυρικό θάνατον, θανατωθείσα δηλαδή δια ξίφους ή, μήπως η προφητεία εννοούσεν εκείνην τη βαθυτάτην οδύνη, που η μητέρα του Κυρίου ένοιωσε προ του εσταυρωμένου υιού της; Ο άγιος Αυγουστίνος απήντησεν, Ότι ισχύει το δεύτερον, προς το οποίον έκλινεν και η γνώ­μη του επιστολογράφου του επι­σκόπου.

Βλέπομεν, επομένως, ότι και οι δύο αυτοί, Αυγουστίνος και Παυλίνος, δεν αμφέβαλλαν περί αυτού τούτου του θανάτου της Παρθένου και όταν συζητούσαν για την πιθανότητα ή μη ενός μαρτυρι­κού θανάτου της Παναγίας μας.Μετά τους ανωτέρω Πατέ­ρες, έχομεν και κάπως με­ταγενέστερες πληροφορίες για το θάνατον της Παναγίας: Έτσι, το έτος 451 μ.Χ., έτος σύγ­κλησης της δ' Οικουμενικής Συνό­δου εν Χαλκηδόνι, ο Ιουβενάλιος Ιεροσολύμων ήλθε για να λάβει μέρος στην Σύνοδον. 

Συναντήθηκεν, λοιπόν, με τον αυτοκράτορα Μαρκιανόν και την αυτοκράτειρα Πουλχερίαν, οι οποίοι του είπαν τα εξής: «Ακούομεν είναι εν Ιεροσολύμοις την πρώτην και εξαίρετον της Παναγίας Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας εκκλησίαν εν χωρίω Γεθσημανή καλουμένω, ένθα το ζωηφόρον αυτής σώμα κατετέθη εν σορώ».

Εξ αυτής της αφορμής και σαν απάντηση ο Ιουβενάλιος αναφέρεται συντόμως εις τον θάνατον της Αειπαρθένου.Στο όλον περιστατικόν, γνω­στόν υπό την ονομασία «ευθυμιακή Ιστορία», λόγιοι και ειδικοί επιστήμονες, ανεγνώρι­σαν ιστορική αξιοπιστία και αληθινή ιστορική άξίαν.Ιδού, λοιπόν, σαφής και ρητή μαρτυρία γύρω στο 450 μ.Χ. περί τού θανάτου της Πανα­γίας.

Επισκοπήσαμεν ήδη ιστορικές μαρτυρίες ρητές και σαφείς τουλάχιστον από το 200 μ.Χ., των οποίων όμως οι πηγές ανέρχονται μέχρι και της εποχής των Αποστόλων, περί τού συμβάντος θανάτου της Υπεραγίας Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας και έτσι ολοκληρώσαμεν το πρώτον σκέλος της παρούσης εργασίας, δηλαδή την πραγματι­κότητα και αλήθειαν του ιστορικού γεγονότος του θανάτου της Θεοτό­κου.

Το δεύτερον σκέλος θα είναι ο αντίστοιχος προς αυτόν τον θάνα­τον τυχόν εορτασμός υπό των αρ­χαίων ήδη χριστιανών της «Κοι­μήσεως της Θεοτόκου». Θάνατός της και εορτή της «Κοιμήσεως» είναι δύο διακριτά μεν αντικείμενα μελέτης, τα οποία όμως αλληλοεξαρτώνται: το ένα προϋποθέτει το άλλον. Ας δούμε, λοιπόν, στην συνέχειαν: η εορτή της «Κοιμήσεως» μαρτυρείται ιστορικώς, καθώς και από ποιαν εποχήν και μετά, είναι δυνατόν να ανιχνευθεί ιστορικά;

Τιμές προς την Παναγίαν και εν ζωή και μετά θάνατον:Είναι πλέον η βέβαιον και μαρτυρείται απ' αυτήν την Καινή Διαθήκην ότι η Πανα­γία μας ανέκαθεν ετιμάτο και εμακαρίζετο από τους χριστιανούς, όχι, δηλαδή, μόνο μετά τον θάνα­τόν της, αλλά και έτι ζώσα και μά­λιστα πριν ακόμη γεννήσει τον Ιησουν. Κατά την Καινή Διαθήκην, η ιδία, όταν επισκέφθηκεν την Ελι­σάβετ, της είπεν:

«Ιδού γαρ από τού νυν μακαριούσι με πάσαι αι γενεαί». Αυτό δε το «από τού νυν» σημαίνει, βέβαια, «από τώρα», «από ταύτην την στιγμήν». Και πράγματι την στιγμήν εκείνην ήταν που η Ελισάβετ «επλήσθη Πνεύ­ματος Αγίου και ανεφώνησεν φωνήν μεγάλην και είπεν: Ευλογη­μένη συ εν γυναιξίν»

Αλλά και το «πάσαι αι γενεαί» σημαίνει, βέβαια, ότι όχι μόνον η δική της γενεά, ή, εκείνη τού Υιού της, ή, η πρώτη μετά την Ανάσταση τού Ιησού γενεά των χριστιανών, αλ­λά όλες γενικώς και συνεχώς και αδιακόπως οι γενεές και μετά τον θάνατόν της μέχρι σήμερον, αλλά και για πάντα θα την μακαρίζουν.

Η ιδία μάλιστα Μαρία η Αειπάρθενος εξηγεί και το λόγον, δια τον οποίον οι άνθρωποι θα την τιμούν και θα τη μακαρίζουν: Διότι, πριν την τι­μήσουν οι άνθρωποι, την ετίμησεν ο ίδιος ο Θεός (:«ότι εποίησέ μοι μεγαλεία ο Δυνατός»). Αυτή δε η τιμή και τα μεγαλεία, που της επεφύλαξεν ο Θεός και με τα οποία την επιδαψίλευσεν, είναι και η αι­τία, δια την οποίαν θα την τιμούν και θα την μεγαλύνουν και οι άν­θρωποι (:«μακαριούσι με πάσαι αι γενεαί, ότι εποίησέ μοι μεγαλεία ο Δυνατός»).

Πάντως, πρέπει να πούμε ευθύς εξ αρχής, ότι οι τιμές, που απέδιδεν η Εκκλησία προς την Παναγίαν ακλουθούσαν την προϊούσαν συνειδητοποίηση των χριστιανών για το πρόσωπον και το ρόλον της Θεοτόκου σαν υπουργού στο έργον της σωτηρίας τού ανθρωπίνου γένους.

Η θέση, λοιπόν, της Παρθένου Μαρίας μέ­σα στην Εκκλησία ανέκαθεν ήταν υπεροχική, αλλ' η συνειδητοποίη­σή της εκ μέρους των Χριστιανών έβαινεν παράλληλα με τη θεολογι­κή ανάπτυξη, διασάφηση και διατύπωση, στις οποίες συχνά και αναγκαζόμενη προέβαινεν η Εκ­κλησία, εξ αιτίας δηλαδή και αφορμής των διαφόρων αιρέσεων και μάλιστα προς αντιμετώπισή των.

Έτσι, και προ της Α' Οικουμενικής Συνόδου της Νικαίας (325 μ.Χ.) τονίσθηκεν από τους Πατέρες και εκκλη­σιαστικούς συγγραφείς ο ρόλος της Παρθένου Μαρίας ως «νέας Εύ­ας». Επίσης υπογραμμίσθηκεν η Αειπαρθενία της. Ακόμη, η Πα-ναγιότητά της, αλλά και η θεϊκή μητρότητά της. 

Παρέλκει να επιμείνουμεν στη διαπίστωση ότι σ' αυτήν την συνειδητοποίηση, ακρι­βώς η Γ' Οικουμενική Σύνοδος της Εφέσου (431 μ.Χ.) αποτέλεσεν σπουδαίον και σημαντικόν σταθ-μόν αυτής της μαριολογικής θεο­λογίας. 

Συγκεκριμένα, από της Συνόδου αυτής και μετά και υπό την επίδρασή της γενικεύεται, αναπτύσσεται, διευκρινίζεται και συστηματοποιείται η μαριολογική Θεολογία, καθώς και η εντεύθεν προκληθείσα πολυμορφότερη τιμή προς τη Θεοτόκον. Έτσι π.χ., κατ' αυτήν την περίοδον, εκτός των εκκλησιαστικών ύμνων, της αφιε­ρώνονται παντού και ναοί προς τιμήν της, ιδιαίτερα μάλιστα στην Παλαιστίνην. 

Πρώιμη η πρώτη εορτή προς τιμήν της Παρθένου Μαρίας:Ωστόσον, το ειδικόν ζήτημά μας είναι: με ποιους τρόπους την τιμούσαν, δηλα­δή τι μορφές έπαιρνε στην πρώτην Εκκλησία η τιμή των χριστιανών προς την Παρθένον; Ειδικότερον ενδιαφέρον παρουσιάζει και το εάν αυτοί της καθιέρωσαν και εορτήν.

Ειδικότατον δε ενδιαφέρον έχει το να γνωρίζουμε εάν αυτή η τυχόν εορτή είναι ανιχνεύσιμη και ψηλα­φητή ιστορικά, πότε πρωτοεμφανίσθηκε, με ποια μορφήν και ποιο εννοιολογικόν περιεχόμενον και, πιο συγκεκριμένα, ποια η τυχόν σύνδεση και σχέση της με την σημερινήν εορτήν της «Κοιμήσεως της Θεοτόκου», την οποίαν εορτά­ζει η Ορθόδοξη Εκκλησία μας στις 15 Αυγούστου.

Όντως, οι χριστιανοί από ενωρίς θα πρέπει να τιμούσαν την Αειπάρθενο Μαρία με την καθιέρωση εορτής προς τιμήν της. Γνωρίζομεν ότι η πρώιμη αυτή θεομητορική εορτή, στην αρχήν ετελείτο υπό την σκιάν δεσποτικής εορτής και μάλιστα την ιδίαν ημέραν. Η αρχική θεο­μητορική εορτή φαίνεται ότι προέκυψεν από την εορτήν της Γεννήσε­ως τού Ιησού Χριστού, εις την οποίαν Γέννηση έπαιξε ουσιωδέ­στατο ρόλον η Παναγία.

Απ' αυτήν την συσχέτιση προέκυψεν εκ της δεσποτικής η θεομητορική.Ότι στην Κωνσταντινούπολη εορτάζετο η Παναγία την ημέραν των Χριστου­γέννων, φαίνεται και από την Ομιλία, που εξεφώνησεν ο άγιος Πρόκλος, τα Χριστούγεννα τού 428 μ.Χ., ενώπιον τού νεοενθρονισθέντος πατριάρχου Νεστορίου και την οποίαν άλλα χειρόγραφα επιγράφουν:

«Εις την σάρκωσιν τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού», ενώ άλλα την τιτλοφορούν: «Εγκώμιον εις την Παναγίαν Θεοτόκον». Ο άγιος Πρόκλος, λοιπόν, χριστουγεννιάτικα αρχίζει την Ομιλία του με τη φράση: «Παρ­θενική πανήγυρις σήμερον». Και κατωτέρω λέγει ο ίδιος: «Συνεκάλεσεν ημάς νυν ενταύθα η αγία Θεοτόκος Μαρία». Και αυτά λέ­γονται ανήμερα Χριστούγεννα.

Το ίδιο συνέβαινεν και στη Μ. Ασίαν, όπως φαίνεται από την Ομιλία τού Θεοδότου Αγκύρας, (προ τού 446 μ.Χ.) και τού Βασιλείου Σελευκίας (προ τού 459 μ.Χ.), οι οποίοι επίσης εξεφώνησαν θεομητορικές Ομιλίες ανήμερα Χριστούγεννα. Ενισχύε­ται, λοιπόν, αυτό που ανωτέρω παρετηρήσαμεν περί προελεύσεως της θεομητορικής εορτής εκ της δεσποτικής τοιαύτης.

Ένα δεύτερον στοιχείο, που πρέπει να λάβουμε υπ' όψει, είναι και το ότι η πρωταρχική αυτή θεομητορική εορτή ήταν εορτή «γενική», δηλαδή κατ' αυτήν εορτάζετο όχι ειδικά η «Κοίμησις της Θεοτόκου», αλλ' όλα τα εκ της ζωής της περιστατικά, που αφηγείται η Καινή Διαθήκη. 

Ση­μειωτέον, ότι η Καινή Διαθήκη δεν κάνει λόγο για το θάνατον της Πα­ναγίας, γιατί φαίνεται ότι αυτός επήλθεν, αφού προηγουμένως εί­χαν συγγραφεί και ολοκληρωθεί τα Ιστορικά βιβλία της Καινής Διαθήκης.

Η πρώιμη αυτή θεομητορική εορτή, που από ένα χρονικόν σημείο και μετά την ανιχνεύουμε ιστορικά, ονο­μαζόταν: «Μνήμη της αγίας Μαρίας». Ποιο περιστατικόν της ζω­ής της Παναγίας εορτάζονταν με αυτήν; - Όλα τα περιστατικά της, άρα και ο θάνατός της.

Γι' αυτό τη χαρακτηρίσαμε γενική θεομητορικήν εορτήν. Και που βασιζόμαστε υποστηρίζοντας ότι με τη «Μνήμη της αγίας Μαρίας» γιορταζόταν και ο θάνατός της, δηλαδή και η «Κοίμησις της Θεοτόκου»; - Σε δύο σημεία: Πρώτον, εις αυτήν ταύτην την ονομασίαν της: «Μνή­μη».

Είναι προφανές, πως η Εκκλησία, με την ονομασίαν «Μνήμη» εόρταζεν την diem natalem των μαρτύρων δηλαδή την γενέθλιον ημέραν των, που δεν ήταν άλλη από την ημέραν θανά­του των, την οποίαν οι χριστιανοί θεωρούσαν και ονόμαζαν έτσι, επειδή πίστευαν ότι η αληθινή ζωή αρχίζει ακριβώς με το θάνατον, δια τού οποίου ο μάρτυρας γεννιόταν στην αληθινήν ζωήν, την μετά το θάνατον.

Δεύτερον σημείο, στο οποίο βασιζόμαστε είναι το εξής: Η «Μνήμη της αγίας Μα­ρίας» περιείχεν, ως είπομεν, συμ­πυκνωμένα όλα τα περιστατικά της ζωής της, άρα και το θάνατόν της:Με το πέρασμα, λοιπόν, των ετών ένα - ένα τα περιστατικά αυτά απεκόπτοντο από την γενικήν αυτή θεομητορικήν εορτήν και εκαλύπτοντο από την καθιέρωση και νέας θεομητορικής εορτής, υπό την οποίαν αυτά και εστεγάζοντο. 

Έτσι π.χ., δημιουργήθηκεν ειδική εορτή για τον Ευαγγελισμόν, για την σύλληψη της Παρθένου εκ της μητρός της, για τα Εισόδια κ.λπ.Ε, λοιπόν, αφού αποσπάσθηκαν αυτές οι εορτές από την μοναδικήν αρχικήν, που μέχρι τότε τα συμπε­ριλάμβανε μέσα της, και συναποτέλεσαν κύκλον θεομητορικών εορ­τών, τότε και εμφανίζεται η ονομα­σία «Κοίμησις της Θεοτόκου», για το χαρακτηρισμόν της παλαιάς εορτής, της «Μνήμης της αγίας Μαρίας», 

Η οποία εξακολουθούσε και συνεχιζόταν, όμως έκτοτε ονομάζεται και εξειδικεύεται ως η εορτή της «Κοιμήσεως της Θεοτό­κου», ενώ δηλαδή προϋπήρχε η ίδια εορτή με άλλην ονομασίαν. Επομένως, στην πρώιμην εορτήν «Μνήμη της Αγίας Μαρίας» πρέ­πει να βλέπουμε την προ της ονο­μασίας της «Κοίμησιν της Θεοτό­κου». Δηλαδή, το πράγμα υπήρχεν προ τού ονόματος.

Ότι δε «Μνήμη» σημαίνει ανάμνηση της «Κοιμήσεως της Θεοτόκου», φαίνε­ται και από το γεγονός ότι και μετά την επικράτηση τού όρου «Κοίμησις της Θεοτόκου» προς δήλωση της εορτής, εξακολουθεί να ονομά­ζεται ενίοτε «Μνήμη της αγίας Μαρίας» ή «Μνήμη της Θεοτό­κου» και εκεί όπου σαφώς πλέον πρόκειται για την εορτήν της «Κοι­μήσεως της Θεοτόκου». 

Την ιδίαν παρατήρηση μπορούμε να κά­νουμε και για το ιεροσολυμήτικον Κανονάριον, το οποίον εξακολου­θεί να ονομάζει την θεομητορικήν εορτήν της 15ης Αυγούστου Μνή­μην της Θεοτόκου και όχι «Κοίμη­σιν της Θεοτόκου», ενώ σαφώς πρόκειται περί αυτής. Αυτό, λοι­πόν, ενισχύει την παρατήρησή μας ότι ανέκαθεν η ονομασία «Μνήμη» χρησιμοποιείται αντί της ονομα­σίας «Κοίμησις».

Τα σημερινά μηναία διετήρησαν και την αρχαίαν ονομα­σίαν «Μνήμη» και την μεταγενέστερην «Κοίμησις» και κατά ένα πλεονασμόν γράφουν «Μνήμη της Κοιμήσεως της Παναγίας Θεο­τόκου».Κατά την βυζαντινήν πε­ρίοδον επικρατέστερη είναι η ονο­μασία της εορτής της «Κοιμήσεως της Θεοτόκου». Κατά την ακολουθήσασαν περίοδον συχνότερον η εορτή ονομάζεται «Μετάστασις της Θεοτόκου». 

Ποτέ δεν ονομάζε­ται «Ανάληψις της Θεοτόκου», ονομασία που καθιέρωσαν οι παπι­κοί (assumptio, assumption). Ίσως επειδή ο όρος αυτός χρησιμοποιεί­ται από τους ελληνόφωνους για τον ίδιον τον Ιησούν. Άλλοι όροι, που χρησιμοποιούνται από τους ορθο­δόξους κατ' αυτήν την περίοδον σαν συνώνυμοι της «Κοιμήσεως» είναι: Ανάπαυσις, εορτή, επιτάφιος.

Aλλά, από πότε μπορούμε να  ανιχνεύσουμεν αυτήν την με την ονομασία «Μνήμη της αγίας Μαρίας» εορτήν; Στον Φίλιππον Σιδίτην, ο οποίος συνέγραψεν περί το 430 μ.Χ. τη «Χριστιανικήν Ιστορία» του, ευρίσκομεν την πληροφορίαν ότι ο επίσκοπος Αλε­ξανδρείας Πιέριος, προ τού έτους 300 μ.Χ. είχε συνθέσει μίαν Ομιλία «Περί της Θεοτόκου».

 Το πι­θανότερο, λοιπόν, είναι ότι αυτή η ομιλία σχετίζεται με την πρώϊμην γενική θεομητορικήν εορτήν «Μνή­μη της αγίας Μαρίας», κατά την οποίαν θα πρέπει και να εξεφωνήθη, προ τού 300 μ.Χ. Εξ άλλου, αποδίδονται στους Πατέρες τού δ' αιώνα διάφορες Ομιλίες 

«Εις την Αγίαν Μαρίαν», αι οποίαι θα πρέ­πει να εξεφωνήθησαν ακριβώς κατ' αυτήν την εορτήν.Σημειωτέον δε ότι η πρώιμη θεομητορική εορτή «Μνήμη της Αγίας Μαρίας», εορτα­ζόταν σε διάφορες ημερομηνίες από τις διάφορες τοπικές Εκκλησίες.

Έτσι ώστε σε αρκετές περιπτώσεις θα μπορούσαμε να καταρτίσουμε και τον χάρτην της, ανάλογα με τις γεωγραφικές περιοχές, τόσον στην Ανατολήν, όσον και εις τη Δύση.Έτσι π.χ., στην Κωνσταντινούπο­λη, τη Μικράν Ασίαν και την Αίγυπτο, η «Μνήμη της Αγίας Μα­ρίας», εορταζόταν την ίδια μέρα των Χριστουγέννων, ή, ίσως την επομένην. 

Αλλού, την τελευταίαν Κυριακήν προ των Χριστουγέν­νων, αλλού την πλησιέστερην στα Χριστούγεννα Κυριακήν και αλλού μέσα στο οκταήμερον, που ακο­λουθούσε την εορτήν των Χριστου­γέννων ή και μίαν ημέραν μετ' αυ­τό.Πριν προχωρήσουμεν εις την παράθεση ρητών μαρτυριών περί της «Κοιμήσεως της Θεοτόκου», θα πρέπει να εκθέσουμεν ορισμένους κανόνες, που πρέ­πει να διέπουν αυτήν τη μελέτη:

1).Θα πρέπει δηλαδή πρώτον να δεχθούμεν ότι η ύπαρξη Ομιλιών διαφόρων Πατέρων και εκ­κλησιαστικών συγγραφέων περί τού θανάτου, της κηδείας και τού ενταφιασμού της Παρθένου σημαί­νει τουλάχιστον την ύπαρξη σχε­τικής εορτής, της «Κοιμήσεως της Θεοτόκου» επ' ευκαιρία της οποίας και εξεφωνούντο επ' εκκλησίας αυ­τές οι Ομιλίες.

2).Σημαντικός, επίσης, είναι και ο εξής κανών: Το γεγονός ότι τόσον οι αιρετικοί νεστοριανοί (από το 431 μ.Χ.) όσον και οι μονο­φυσίτες αιρετικοί (από το 451 μ.Χ.), άφ' ενός μεν εχωρίσθησαν αντί­στοιχα και απεκόπησαν της ορθο­δόξου Εκκλησίας.

Και, άφ' ετέρου εόρταζαν όπως και εορτάζουν μέ­χρι σήμερον την εορτήν της «Κοι­μήσεως της Θεοτόκου», αποτελεί ένδειξη ότι η ορθόδοξος Εκκλησία εόρταζεν προ τού 451 μ.Χ. και μά­λιστα και προ τού 431 μ.Χ. την εορτήν της «Κοιμήσεως της Θεο­τόκου».

Ο δε λόγος είναι ο εξής: Μετά το 451 μ.Χ., για τους Μονο­φυσίτες, και μετά το 431 μ.Χ., για τους νεστοριανούς, δεν ήταν δυνα­τόν να προσέλαβαν οι αιρέσεις αυ­τές απ' την ορθόδοξον Εκκλησία την εορτήν της «Κοιμήσεως της Θεοτόκου», επειδή απ' αυτές τις χρονολογίες και μετά επεκράτησαν μεταξύ αυτών και της Ορθοδοξίας.

Τόσος και τέτοιος φανατισμός και μισαλλοδοξία, που θα καθιστούσαν απίθανον, αν μη αδύνατον, να προ­σέλαβαν εκ των υστέρων είτε οι αιρετικοί από την Ορθοδοξία είτε η Ορθοδοξία από τους αιρετικούς και να καθιέρωσαν την εορτήν αυ­τήν μετά το χωρισμόν τους.

Θα πρέπει, δηλαδή, να υπήρχεν στην Ορθοδοξία εορτή της «Κοιμήσεως της Θεοτόκου» προ των αν­τίστοιχων χωρισμών τού 451 ή τού 431 και αποκοπτόμενοι οι αι­ρετικοί αυτοί να συναπεκόμισαν και την εορτήν αυτήν, προϋπάρχουσαν δηλαδή εν τη ορθοδόξω Εκκλησία. 

Μεταγενέστερη τού χωρισμού πρόσληψη της εορτής, ιδιαίτερα μάλιστα από μέρους νεστοριανών, οι οποίοι ως γνωστόν εναντιώνονταν κατά της Παναγίας ως Θεοτόκου και την ονόμαζαν Χριστοτόκον ή ανθρωποτόκον, δεν φαίνεται πιθανόν ή και δυνατόν να συνέβη.

Εθέσαμεν αυτούς τους δύο κανόνες από πριν, επειδή οι παπικοί τοποθετούντες σε πολύ μεταγενέστερη εποχήν την εορτήν της «Κοιμήσεως της Θεο­τόκου», απ' τη μια, για να δεχθούν ύπαρξη της εορτής απαιτούν οι υπάρχουσες Ομιλίες Πατέρων να αναφέρονται στον θάνατον της Παρθένου, αλλά, απ' την άλλην και όταν βρίσκονται οι ίδιοι προ Ομιλιών περί τού θανάτου και της κηδείας της, ισχυρίζονται ότ:

Η ύπαρξη τέτοιων Ομιλιών «δεν ση­μαίνει κατ' ανάγκην και ύπαρξη της σχετικής με την «Κοίμησιν της Θεοτόκου» εορτής.Εξ άλλου, οι ίδιοι αρνούνται αδικαιολόγητα και απορ­ρίπτουν αναπόδεικτα το ανωτέρω δεύτερον επιχείρημά μας θεωρούντες ότι:

Ο μέχρι σήμερον εορτασμός της «Κοιμήσεως της Θεοτόκου» από μονοφυσίτες και νεστοριανούς αιρετικούς ήταν δυ­νατόν να καθιερώθηκεν μετά τις χρονολογίες 451 μ.Χ. και 431 μ·Χ. Ανεξάρτητα απ' την πιθανό­τητα ή μη, κατά τους παπι­κούς, υπάρξεως της εορτής της «Κοιμήσεως της Θεοτόκου» μέσα στη μονοφυσιτικήν συριακήν Εκκλησία.

Ήδη από το δεύτερον ήμισυ τού πέμπτου αιώνα, κάποιοι αξιόλογοι ερευνητές37 συνεπέραναν από την έμμετρην Ομιλία τού Ιακώβου τού Sarugh (451 - 521 μ.Χ.), αυτό τούτο το ιστορικό γε­γονός της «Κοιμήσεως της Θεοτό­κου», αλλά και την ίδιαν την εορτήν της «Κοιμήσεώς» της. 

Έτσι, λοιπόν, εφόσον το αργότερον μετα­ξύ 451 - 521 μ.Χ. υπήρχεν εορτή τού θανάτου και της ταφής της Θεοτόκου, κατά μείζονα λόγον υπήρχεν αυτή και εννέα έτη μετά, το 530 μ.Χ., όταν δηλαδή ο Θεόδωρος της Πέτρας έγραφεν τον βίον τού αγίου Θεοδοσίου τού Κοινοβιάρχου (+ 529 μ.Χ.). 

Ο Βιο­γράφος αυτός τού αγίου μας ανα­φερόμενος σε θαύμα που επετέλεσεν ο Κοινοβιάρχης την ημέραν της εορτής της «Μνήμης της Θεοτό­κου», προσθέτει: «κατά περίοδον, άπαξ τού ενιαυτού, της Θεοτόκου μήμην επιτελούμεν». 

Πολλοί, λοι­πόν, και αξιολογότατοι ιστορικοί, όπως ο πολύς Tillemont38, ο D. Baumer39 και ο Η. Usener, εις αυτό το εδάφιον εκ τού Βίου τού Αγίου Θεοδοσίου τού Κοινοβιάρχου, διέβλεπαν σαφή υπαινιγμό εις την ύπαρξιν τότε εορτής της «Κοιμήσεως της Θεοτόκου» και προ δηλαδή της ονομασίας της εορτής ως «Κοιμήσεως της Θεοτό­κου».

Ωστόσο, οι παπικοί ισχυρί­ζονται ότι τόσον η διδα­σκαλία για «Κοίμησιν και Μετάστασιν» της Θεοτόκου των ορθοδόξων βυζαντινών, καθώς και η Ανάληψη της Παναγίας χωρίς προηγούμενον θάνατόν της, όπως σήμερα τη δέχονται οι παπικοί, δέχθηκαν την ισχυράν επίδραση των λεγομένων Απόκρυφων της Καινής Διαθήκης. 

Το ίδιον - λένε αυτοί - συνέβη και με την καθιέρω­ση της αντίστοιχης εορτής. Οι ίδιοι υποστηρίζουν, επίσης, ότι τα πρώ­τα ασαφή ίχνη αυτής της εορτής τα ευρίσκομεν μετά από το δεύτερον ήμισυ τού έκτου αιώνα (550 - 600 μ.Χ.) και κατόπιν, ή και από τις αρχές τού έβδομου αιώνα και μετά.

Η δική μας θέση είναι ότι τόσον η διδασκαλία περί τού θανάτου, δηλαδή της «Κοιμήσεως της Θεοτόκου», όσον και η αντίστοιχη θεομητορική εορτή είναι κατά αιώνες αρχαιότερες των Απόκρυφων της Καινής Διαθήκης και προηγούνται αυτών.

Όπως εφάνη από τη μέχρι τώρα διαπραγμάτευση τού θέματος. Θέση των παπικών είναι ότι τόσον στην Ανατολήν όσον και στη Δύση η θεομητορική εορτή της «Κοιμή­σεως της Θεοτόκου» είναι κατά πολύ μεταγενέστερη, ότι, δηλαδή, εμφανίζεται σαφώς για πρώτη φορά γύρω στο 850 μ.Χ.

Όσον, τέλος, για την ημερομηνίαν της εορτής, στις 15 Αυγούστου, αυτή χρονολογείται από της εποχής τού αυτοκράτορα Μαυρίκιου. Πράγ­ματι, αυτός δια διατάγματός του καθιέρωσεν και εγενίκευσεν τον ομοιόμορφον εορτασμόν της «Κοιμήσεως της Θεοτόκου» στις 15 Αυγούστου, που ισχύει έκτοτε μέχρι σήμερον. 

Υποθέτομεν, ότι ο Μαυρίκιος καθιέρωσεν την «Κοίμησιν της Θεοτόκου» στις 15 Αυγούστου, για να την συνδέσει με την επέτειον της δικής του ανάρ­ρησης στον αυτοκρατορικόν θρόνον σαν μονοκράτορα, διότι, πράγματι, ο Μαυρίκιος έγινε μονοκράτορας στις 15 Αυγούστου τού 582 μ.Χ

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ !

Δεν υπάρχουν σχόλια: