18 Αυγούστου, 2020

Η ΒΗΡΥΤΟΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΞΕΧΑΣΕ Ο ΤΖΙΧΑΝ

 

Αυτό το τεράστιο σιλό, σημείο αναφοράς στο πανόραμα της Βηρυτού, είχε στοιχειώσει τα πρωινά μου. Όποτε είχε ήλιο, παίρναμε το πρωινό και τον καφέ μας στο πίσω μπαλκόνι που έβλεπε στο λιμάνι. Από το σιλό και τις αποθήκες μάς χώριζαν το πολύ τριακόσια μέτρα.

Ούτε εγώ ούτε ο Τζιχάν, ο Τούρκος συνταξιδιώτης μου, θα μπορούσαμε ποτέ να φανταστούμε πως η πρωινή μας θέα έκρυβε 2.750 τόνους νιτρικού αμμωνίου! Εξίσου ανίδεος ήταν και ο Καρίμ, που μας είχε υπεκμισθώσει ένα δωμάτιο στο διαμέρισμα που νοίκιαζε. 

Ήταν φθινόπωρο του 2016. Σχεδόν κάθε πρωί είχαμε τον ίδιο καυγά. Ο Τζιχάν ήθελε σώνει και καλά να καθίσουμε στο πίσω μπαλκόνι, για να βλέπουμε τη φέτα θάλασσας που φαινόταν ανάμεσα στα κτίρια. Εγώ κρύωνα (το φθινόπωρο στη Βηρυτό κάνει ψύχρα), ενώ η θέα δεν με είχε, ακριβώς, κερδίσει – διαβάζω στις σημειώσεις μου: «απωθητικοί γυάλινοι ουρανοξύστες και, το χειρότερο όλων, αυτό το τερατώδες σιλό».

Πού να ‘ξερα κιόλας. Προτιμούσα το μπαλκονάκι της κουζίνας. Αυτό έβλεπε στη Rue Pharaon, έναν ήσυχο δρόμο της γειτονιάς Μαρ Μιχα’έλ, όπου συνοικιακά μπακάλικα και μικρομάγαζα έσμιγαν με design μπουτίκ και κοσμηματοπωλεία. Η εκκλησία του Αγίου Μιχαήλ των Μαρωνιτών, λίγο παρακάτω, είχε ονοματίσει την περιοχή, που ήταν γνωστή ως «η πιο χιπ γειτονιά της Βηρυτού». 

Παρά τους χίπστερ, τις μπουτίκ, τα εστιατόρια και τα μπαρ, οι δρόμοι προς το λιμάνι διατηρούσαν την ατμόσφαιρα της γειτονιάς. Το πρωί, η Rue Pharaon ήταν το βασίλειο των μικροπωλητών και των θειάδων. Μας ξυπνούσαν οι πλανόδιοι που περνούσαν διαλαλώντας την πραμάτεια τους. Οι νοικοκυρές κατέβαιναν να ψωνίσουν. 

Από την απέναντι πολυκατοικία, μια αρ ντεκό οικοδομή του ’30, με καλημέριζε η Μαντάμ Σιλβί ενώ έφτιαχνα στο μπρίκι λιβανέζικο καφέ με κάρδαμο. «Μπονζούρρρ σσερρρί», τα κελαρυστά ρω της μου έφερναν γέλιο. Πατημένα τα ογδόντα, έμοιαζε να κάθεται στο μπαλκόνι, ντυμένη στην πένα, περιμένοντάς με. 

Πιάναμε την κουβέντα, από μπαλκόνι σε μπαλκόνι, μιλώντας δυνατά και τραβώντας τα βλέμματα των περαστικών. «Άσε, πολύ στεναχωρημένη είμαι σήμερα. Πέθανε, έμαθα, ο συμμαθητής μου, ο Ζαν-Πιερ Αλ Χράουι. Θεός ‘σχωρέστον!» «Βρε δεν ντρέπεσαι», έδινα στον Τζιχάν μια αγκωνιά, «μου μιλά η γυναίκα, εδώ θα καθίσουμε». 

Όταν πάλι βγαίναμε να απλώσουμε στο μπαλκόνι του υπνοδωματίου, μας χαιρετούσε η Χιρούτ, η Αιθιοπίδα καθαρίστρια ενός απέναντι διαμερίσματος. Αιθιοπίδες και Φιλιππινέζες, καθαρίστριες, νταντάδες και βοηθοί ηλικιωμένων αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του εθνογραφικού ψηφιδωτού της Βηρυτού. 

Γκραφίτι της Φαϊρούζ σε τοίχο της οδού Gouraud, Ζεμάιζε. Πάνω στον δρόμο βρίσκεται προσκυνητάρι με το άγαλμα του Αγίου Σαρμπέλ των Μαρωνιτών.

Δυο γειτονιές στο λιμάνι: Ζεμάιζε και ΜαρΜιχα’έλ.Η Βηρυτός αποτελεί κομμάτι της οπτικής μνήμης των παιδικών μου χρόνων. Από μικρός είχα μεγάλη μανία με τα δελτία ειδήσεων – όση είχαν τα περισσότερα παιδάκια με τα κινούμενα σχέδια. Η Βηρυτός εμφανιζόταν τότε συνεχώς στις οθόνες των τηλεοράσεων και τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, για όλους τους λάθος λόγους. 

Παιδί του δημοτικού ακόμη, είχα μάθει τι είναι οδόφραγμα, αμμόσακος, όλμος και οβίδα, «έκρηξη παγιδευμένου αυτοκινήτου» και «πύραυλος εδάφους-εδάφους». Η Βηρυτός –και η ιστορία του Λιβάνου– μου έγιναν απωθημένο, εμμονή. Τα δύο πρώτα μου ταξίδια ήταν ολιγοήμερες επισκέψεις, το 2005 και 2010. 

Το «πλαστικοποιημένο» κέντρο της Βηρυτού με απογοήτευσε: μια Ντίζνεϊλαντ κενή κατοίκων, χωρίς χρώμα, ένα ψεύτικο σκηνικό. Γυάλινοι ουρανοξύστες πολλαπλασιάζονταν ταχύτατα, αντικαθιστώντας όμορφα κτίρια που θα μπορούσαν να αποκατασταθούν. Ξεκοιλιασμένη, η Πλατεία των Μαρτύρων, η κεντρικότερη της πόλης, κατάντησε να χρησιμοποιείται ως πάρκινγκ. 

Πίστεψα πως η Βηρυτός των καρτ ποστάλ, των τραγουδιών και των αφηγήσεων έχει χαθεί. Μέχρι που βρέθηκα στην παράλια ζώνη της ανατολικής Βηρυτού, του χριστιανικού τομέα της πόλης. Εκεί, ανάμεσα στην Πλατεία των Μαρτύρων και το αρμενικό προάστιο Μπουρζ Χαμούντ, παράλληλα στο λιμάνι, απλώνονται η Ζεμάιζε και το Μαρ Μιχα’έλ. Τις διατρέχει ένας κεντρικός άξονας, που ονομάζεται Rue Gouraud στη Ζεμάιζε και Rue d’ Arménie στο Μαρ Μιχα’έλ. 

Εύλογο το δεύτερο όνομα για έναν δρόμο που οδηγεί στη μεγαλύτερη αρμενική συνοικία της Μέσης Ανατολής. Πάνω του σώζονταν δεκάδες παλιά σπίτια, κομψές οικοδομές από ξανθιά πέτρα, με τα τρίλοβα οξυκόρυφα παράθυρα («μανταλούν») που χαρακτηρίζουν τη λιβανέζικη αρχιτεκτονική παράδοση.

Ανάμεσά τους, εκλεκτικιστικές πολυκατοικίες του ’20 και αρ ντεκό του ’30, μοντερνιστικά κτίρια του 1960, όλα με βαριά πάνω τους την πατίνα του χρόνου. Εδώ βρήκα, επιτέλους, την ατμόσφαιρα της παλιάς Βηρυτού. Σαν από θαύμα, οι συνοικίες –τόσο κοντά στην πράσινη γραμμή– είχαν επιζήσει του 15ετούς εμφυλίου (1975-1990) με μικρές καταστροφές.

Ενώ η επέλαση των ουρανοξυστών ήταν εδώ ηπιότερη. Στην οδό Gouraud-Arménie επικρατούσε πανζουρλισμός νυχθημερόν. Την ημέρα, κόσμος συνέρρεε απ’ όλη την πόλη για να ψωνίσει στα κάθε λογής μικρομάγαζα. Το βράδυ, η ζωή συνέχιζε στα γεμάτα νέους καφέ, εστιατόρια και μπαρ. 

Όλο και κάποια γκαλερί εγκαινίαζε μία έκθεση, όλο και κάποια συναυλία γινόταν στις σκάλες που ανεβαίνουν την απότομη πλαγιά προς τις γειτονιές Σούρσοκ και Σαιν Νικολά. Θυμάμαι τον συνεχή βόμβο από κορναρίσματα: στις πόλεις της Μέσης Ανατολής οι οδηγοί κορνάρουν ασταμάτητα, άνευ λόγου. 

Οι παράδρομοι ήταν πιο ήσυχοι. Σε όλες τις χριστιανικές γειτονιές του Λιβάνου και της Συρίας, ο πληθυσμός, ανεξαρτήτως φύλου και ηλικίας, μοιάζει πολύ με τους  Έλληνες. Η νεολαία ακολουθεί την ίδια μόδα. Οι μαυροφορεμένες θείτσες, κοντούλες, με περιφέρειες, με τον σταυρό εμφανή στο πέτο, κουτσομπόλες και κοινωνικότατες, είναι απαράλλαχτες με τις Ελληνίδες, κι ας τις λένε Τερέζ, Μαρί-Κλαιρ, Ζενεβιέβ και Μαντλέν. Αισθάνθηκα μια γλυκιά, τρυφερή οικειότητα.

Το 2016, για δύο μήνες, η Ζεμάιζε και το Μαρ Μιχα’έλ έγιναν ο μικρός μου παράδεισος στη Βηρυτό. Η αναρχία των ηλεκτροφόρων καλωδίων, που αιωρούνται πάνω από τους δρόμους και συχνά κρέμονται μέχρι το ύψος των πεζών, είναι μία ακόμα υπενθύμιση πως τίποτε δεν λειτουργεί σωστά στον Λίβανο.

Νύχτες με τον «εχθρό» μου.Το διαμέρισμα το βρήκαμε στο airbnb. Το διάλεξα για την τοποθεσία, αλλά μου άρεσε και το προφίλ του Καρίμ. Δάσκαλος ιστορίας σε γαλλικό ιδιωτικό σχολείο, συνεργάτης σε ιστορικά ντοκιμαντέρ, ήμουν βέβαιος πως θα με βοηθούσε να γνωρίσω την πόλη καλύτερα. Μας υποδέχθηκε και μας ξενάγησε στο διαμέρισμα. Στο γραφείο του κρεμόταν ένα κάδρο pop art. 

Η μορφή του νεαρού, με το σαρίκι στο κεφάλι και τα σκούρα γυαλιά, θύμιζε νέγρο μουσικό reggae. «Ποιος είναι;» ρώτησα. «Μα, ο Χασάν Νασράλα, όταν ήταν νέος», μου είπε γελώντας, διασκεδάζοντας με τη φρίκη που ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό μου. 

Μου κόπηκαν τα πόδια. Ο Καρίμ, γαλλοτραφής, χίπστερ, που μαγείρευε bisque και κομποστοποιούσε τα οργανικά απορρίμματα στο μπαλκόνι της κουζίνας, που γύριζε κάθε βράδυ δυο-τρία μπαρ, που έβγαινε με δύο κοπέλες ταυτόχρονα, αμφότερες Ευρωπαίες, που ήταν κολλητός με το γκέι ζευγάρι γειτόνων του, δήλωνε υπερηφάνως οπαδός της Χεζμπολά. Θεωρούσε τον Νασράλα «ήρωα του Λιβάνου».

Και παρακαλούσε να εκλεγεί ο Τραμπ στις ΗΠΑ, γιατί ήταν «αντισυστημικός», σε αντίθεση με την «πολεμοχαρή» Χίλαρι. Μη χειρότερα.Παρά τον πρώτο πανικό μου («είμαστε στη φωλιά του λύκου», ψιθύρισα στον Τζιχάν), η συγκατοίκηση πήρε διασκεδαστική τροπή. Οι «καυγάδες» μας με τον Καρίμ, πάντα στην κουζίνα, δεν ήταν ποτέ «στα σοβαρά». Το τι του έκανα δεν λέγεται. 

Τον βάφτισα Χεζμπο-χίπστερ. Του τραγουδούσα τον εθνικό ύμνο του Ισραήλ όσο κάπνιζε μελιτζάνες στο γκαζάκι. Κόλλησα μια φωτογραφία της Χίλαρι, απόκομμα εφημερίδας, στο τάπερ με το φαγητό του. Ανταπέδωσε συρράπτοντας μία του Νασράλα στο σημειωματάριό μου. Προς φρίκη του, τη βρήκε κολλημένη στη λεκάνη της τουαλέτας. 

Κράτος παράλυτο, πολίτες στο έλεος μαφιόζων.Μόνο αν μείνεις σε σπίτι στη Βηρυτό καταλαβαίνεις πόσο δύσκολη είναι η καθημερινότητα, ακόμη και για την αστική τάξη των Λιβανέζων. «Το σύστημα δεν μπορεί να καταναλώσει πάνω από 10 αμπέρ. 

Μην ανάβετε ποτέ ταυτόχρονα θερμοσίφωνα και καλοριφέρ ή πλυντήριο, πέφτει η ασφάλεια!» μας προειδοποίησε ο Καρίμ το πρώτο βράδυ. Καταχρεωμένη, η κρατική Électricité du Liban (ΕDL) διένειμε ρεύμα λίγες ώρες μόνο κάθε μέρα. Για το υπόλοιπο, οι πολίτες μεταχειρίζονταν γεννήτριες, που τις πωλούσαν και τροφοδοτούσαν ιδιώτες «επιχειρηματίες». Το ίδιο ίσχυε για το νερό. 

Το βράδυ έκανε ψύχρα: ανάβαμε το καλοριφέρ στο υπνοδωμάτιο. Στη μέση της νύχτας, η παροχή έπεφτε – συχνά δυο και τρεις φορές. Έπρεπε να κατέβεις τα τέσσερα πατώματα στο εξωτερικό κλιμακοστάσιο, που το έδερναν ο αέρας και η βροχή, για να σηκώσεις την ασφάλεια. Το διαδίκτυο ήταν βασανιστικά αργό. Ακόμη και στις καλύτερες γειτονιές, η δυσοσμία των αποχετεύσεων παραμόνευε. Η πιο τρομακτική για μένα εικόνα ήταν τα δάση των καλωδίων ηλεκτροδότησης πάνω από τους δρόμους. Πλέκονται άναρχα, σκαρφαλώνουν τους τοίχους, κόβονται και αιωρούνται πάνω από τους πεζούς, που φαίνεται πως αδιαφορούν για τον κίνδυνο. 

«Ο εμφύλιος έληξε το 1990, η χώρα όμως λειτουργεί ακόμη βάσει μιας οικονομίας πολέμου», μου εξήγησε η Πρίθι Ναλού, ινδοαμερικανή δημοσιογράφος με έδρα τη Βηρυτό. 

«Κατά τον εμφύλιο, το κράτος κατακερματίσθηκε σε θρησκευτικούς θύλακες, που τους έλεγχαν πολιτοφυλακές. Κάθε κοινότητα είχε πολλές πολιτοφυλακές και μεταξύ τους διεξαγόταν ένας ενδοκοινοτικός μίνι-εμφύλιος. Μετά το 1990, οι Λιβανέζοι δεν μπόρεσαν να ξαναστήσουν κράτος: πολλές λειτουργίες του τις σφετερίσθηκαν ιδιώτες.

Οι άλλοτε πολέμαρχοι έγιναν “επιχειρηματίες” – αυτοί διανέμουν το ρεύμα και το νερό, μαζεύουν τα σκουπίδια. Οι πολιτοφυλακές, όχι η αστυνομία, περιπολούν στις γειτονιές...»Κατά τον Αρμενολιβανέζο πολιτικό επιστήμονα Γιέκια Ταστζιάν, η μαφία των γεννητριών δωροδοκεί τους πολιτικούς, ώστε να μην επιχειρείται η εξυγίανση της EDL. «Το δημόσιο είναι υπερχρεωμένο. 

Το χρέος δεν οφείλεται σε παροχή υπηρεσιών στους πολίτες, αλλά σε μαζικές προσλήψεις – πολλοί υπάλληλοι λαμβάνουν μισθό χωρίς να εμφανίζονται καν στην υπηρεσία τους! Πρόκειται, φυσικά, για εξαγορά ψήφων». Ο ουρανοξύστης της EDL, λίγα μέτρα από το διαμέρισμά μας, ήταν κατασκότεινος τα περισσότερα βράδια. «Τα κεντρικά της κρατικής εταιρείας ηλεκτροδότησης χωρίς ηλεκτρικό – ιδού η εικόνα του Λιβάνου. 

Είμαστε έρμαιο των μαφιόζων και των πολιτικών-ληστών. Πληρώνουμε υπέρογκα ποσά για τα πάντα. Με τη δημόσια παιδεία και υγεία διαλυμένες, εξαρτιόμαστε από ιδιωτικά σχολεία και νοσοκομεία. Σε ολόκληρο τον Λίβανο απομένει μόνο μία δημόσια παραλία – όλες οι άλλες εκχωρήθηκαν σε ιδιώτες!» 

Το κόστος ζωής με είχε τρομάξει. Το δωμάτιό μας κόστιζε περισσότερο απ’ ό,τι ολόκληρο διαμέρισμα σε πολλές άλλες μεγαλουπόλεις, ενώ δεν μπορούσαμε να τρώμε έξω περισσότερες από δύο φορές την εβδομάδα. 

«Πληρώνω 1.800 δολάρια νοίκι, γιατί νομίζεις πως έβαλα το δωμάτιο στο airbnb, για να βλέπω τα μούτρα σου στην κουζίνα;» μου είπε γελώντας ο Καρίμ. Το νοίκι του ήταν πολύ υψηλότερο από τον μισθό του. Εγκαίνια συλλογικής έκθεσης στην Γκαλερί Τανίτ, Μαρ Μιχα’έλ (Νοέμβριος 2016). Η γκαλερί, πεντακόσια περίπου μέτρα από το λιμάνι, καταστράφηκε ολοσχερώς.

Η φοβία του παρελθόντος και η κάθοδος στο χάοςΣυχνά οι νέοι μιλούν για τον εμφύλιο που διέλυσε την πόλη και τη χώρα, ως κάτι μακρινό. Μια σύντομη βόλτα σε πείθει πως η χώρα ζει με τα χνάρια του. Παρότι η πράσινη γραμμή και τα φυλάκια με τους ενόπλους δεν υπάρχουν πια, η πόλη παραμένει χωρισμένη σε ευδιάκριτους θύλακες.

Η ανατολική Βηρυτός χριστιανική, η νότια σιιτική, η δυτική σουνιτική με θύλακες χριστιανών και Δρούζων. Ίχνη από σφαίρες και οβίδες παραμένουν σε πολλές προσόψεις. Συχνά δεν τις καλύπτουν στις ανακαινίσεις για να μη σβήσει η μνήμη.Σε κάθε γειτονιά, η θρησκεία και οι πολιτικές προτιμήσεις των κατοίκων είναι χαραγμένες στο τοπίο. 

Στις χριστιανικές, σε σταυροδρόμια, εισόδους κατοικιών, μπαλκόνια και καταστήματα θα δεις εικονίσματα και αγάλματα της Παναγίας και των αγίων. Αφίσες της Φάλαγγας-Forces Libanaises ή του αντίπαλου «Ελεύθερου Πατριωτικού Κινήματος» συμπληρώνουν το κάδρο. Αντίστοιχα, αμέσως καταλαβαίνεις αν σε έναν δρόμο κατοικούν Σιίτες ή Σουνίτες: οι μεν τον γεμίζουν με αφίσες της δυναστείας Χαρίρι, οι δε της Χεζμπολά ή της αντίπαλής της Αμάλ.

Η κοινωνία παραμένει διχασμένη όσο ποτέ, βυθισμένη στην καχυποψία. Το πολιτικό σύστημα είναι επίσης δομημένο σε θρησκευτικές γραμμές όλα τα δημόσια αξιώματα κατανέμονται με βάση τα 18 αναγνωρισμένα δόγματα, επί της αρχής της ισότιμης εκπροσώπησης χριστιανών και μουσουλμάνων. 

Σύστημα απολιθωμένο, έκανε την πολιτική όμηρο των πολεμάρχων, οδηγώντας συχνά σε παρατεταμένη ακυβερνησία. «Κάθε κοινότητα είναι πεπεισμένη πως οι λοιπές θέλουν να την αφανίσουν, πως απειλείται με γενοκτονία», μου είχε εξηγήσει ο βουλευτής Νικολά Σεχνάουι. «Έτσι, καμία δεν δέχεται την παραμικρή αλλαγή του συστήματος, μήπως βρεθεί με μικρότερη εκπροσώπηση». 

Τις φοβίες ενίσχυσε ο εμφύλιος στη γειτονική Συρία, που γρήγορα  έλαβε θρησκευτικό χαρακτήρα. Ενάμισι εκατομμύριο Σύροι πρόσφυγες κατέκλυσαν τον μικροσκοπικό Λίβανο. Ο φόβος του εμφυλίου παραμένει ανεξίτηλος. 

Σε μια έκθεση Λιβανέζων εικαστικών στο Μουσείο Σούρσοκ, πολλά έργα παρέπεμπαν σε αυτόν – ένας πίνακας με ματωμένα εσώρουχα να ξεχειλίζουν από συρτάρια, μια φωτογραφία μιας γιαγιάς να κρατάει όπλο. Τα φαντάσματα του παρελθόντος και ο φόβος του χάους έκαναν τους Λιβανέζους να υπομείνουν, τριάντα χρόνια τώρα, την ανίκανη και ληστρική διακυβέρνηση των άλλοτε πολεμάρχων και των τέκνων τους. 

Το χάος ήλθε, όμως, καθώς το όλο σύστημα κατέρρευσε πέρυσι. Η χώρα χρεοκόπησε, η ισοτιμία της λιβανέζικης λίρας βυθίστηκε στα τάρταρα. Οικογένειες έχασαν τις αποταμιεύσεις τους, επιχειρήσεις πτώχευσαν και ο κόσμος πήρε τους δρόμους, σε έναν ξεσηκωμό που οι αισιόδοξοι βάφτισαν «επανάσταση». 

Η κυβέρνηση παραιτήθηκε και, κατ’ απαίτηση της κοινής γνώμης, ο πρόεδρος Μισέλ Άουν διόρισε κυβέρνηση τεχνοκρατών. Η πανδημία, σε μια χώρα με σύστημα υγείας προ πολλού διαλυμένο, γονάτισε τον πληθυσμό. «Ποιος ξέρει αν θα υπάρχει η χώρα σε λίγα χρόνια», μου έγραφαν φίλοι από την Βηρυτό.

Καταστροφές σε καιρό ειρήνης...Τις τελευταίες μέρες σκέφτομαι συχνά τη Νάιλα Μπούστρος, μια «ηλικιωμένη χίπισσα» της καλής κοινωνίας της Βηρυτού. Ακτιβίστρια κατά της ανοικοδόμησης και της «εμιρατοποίησης» της γενέτειράς της, η Νάιλα μού είχε πει πολλές φορές: «τις μεγαλύτερες καταστροφές η Βηρυτός τις έπαθε σε καιρό ειρήνης!» 

Μου είχε διηγηθεί πώς ο Ραφίκ Χαρίρι, μεσούντος του πολέμου, δωροδοκούσε τις πολιτοφυλακές για να περάσουν οι μπουλντόζες του που κατεδάφιζαν τα κτίρια του κέντρου. Η κοινοπραξία Solidere, που ανέλαβε την ανοικοδόμηση, ήταν δικών του συμφερόντων. Έκανε πολύ μεγαλύτερη καταστροφή στο κέντρο απ’ ό,τι ο εμφύλιος. 

Σε καιρό ειρήνης βρήκε τη Βηρυτό και η τωρινή συμφορά, εξαιτίας της αδιαφορίας και της ανικανότητας του όλου πολιτικού οικοδομήματος. Τι κι αν παραιτήθηκε η κυβέρνηση των τεχνοκρατών, πριν κλείσει καν χρόνο, μπρος στη λαϊκή οργή; Τι κι αν τόσοι Λιβανέζοι φίλοι μου βάζουν κρεμάλες ως εικόνες προφίλ στο Facebook και αν ο κόσμος διψά για νέμεση; 

Πολύ αμφιβάλλω αν θα αλλάξει κάτι, έστω και τώρα. Διαβάζω τις ειδήσεις και κλαίω, βλέπω τις φωτογραφίες και κλαίω, μαθαίνω τα νέα των φίλων μου και κλαίω. Κάποιοι έχασαν συγγενείς, άλλοι φίλους, άλλοι κατοικίδια μέσα στα χαλάσματα. Κάποιοι προσμετρώνται στις 300.000 αστέγους. 

Βλέπω τα κτίρια στη Ζεμάιζε και το Μαρ Μιχα’έλ ρημαγμένα, τους δρόμους γεμάτους συντρίμμια και μαυρίζει η ψυχή μου. Πάνε τα μικρομάγαζα και τα στέκια που τους έδιναν χρώμα και ζωή. Το κτίριο όπου μέναμε δεν ξανακατοικείται – τυχερός ο Καρίμ, είχε μετακομίσει. Γείτονες με τους οποίους χαιρετιόμασταν μπορεί να σκοτώθηκαν. 

Προτιμώ να μην ξέρω. Μου είναι δύσκολο να μιλώ για τη γωνιά της Βηρυτού που τόσο αγάπησα σε παρελθόντα χρόνο. Και με εξοργίζει αφάνταστα το επαναλαμβανόμενο στερεότυπο που τη θέλει αιωνίως αναγεννώμενο φοίνικα. Κάθε φορά που ξαναγεννιέται από τις στάχτες της, η Βηρυτός είναι ασχημότερη και πολλοί κάτοικοί της νεκροί.

Δεν υπάρχουν σχόλια: