Πώς η κίνηση του τούρκου προέδρου στην Αγία Σοφία συνδέεται με το σχέδιό του να εδραιώσει τον ηγετικό ρόλο του ανάμεσα στις μουσουλμανικές χώρες, ποντάροντας στην αμφισβήτηση της ΕΕ και του ΝΑΤΟ. Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι η πρόσφατη απόφαση του τουρκικού Συμβουλίου Επικρατείας.
Να μετατρέψει την εμβληματική Αγία Σοφία σε μουσουλμανικό τέμενος (τζαμί) – απόφαση την οποία άμεσα επικύρωσε με διάταγμά του στις 10 Ιουλίου ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν – επιβάρυνε σφόδρα το κλίμα στις διμερείς σχέσεις Αθηνών – Αγκυρας. Το ζήτημα αγγίζει το θυμικό της πλειοψηφίας των Ελλήνων και το συναισθηματικό φορτίο της κίνησης του τούρκου προέδρου είναι βαρύ.
Συνιστά επίσης ένα θέμα που καμία ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί να παραγνωρίσει και να μη συνυπολογίσει στους σχεδιασμούς της, ακόμη και αν τα περιθώρια ανατροπής της απόφασης είναι πολύ περιορισμένα ή αν οι διεθνείς αντιδράσεις υπήρξαν μάλλον αναιμικές. Θα μπορούσε κανείς να ασκήσει επίσης κριτική στην Αθήνα διότι τα σημάδια για το πού όδευε η κατάσταση είχαν εδώ και αρκετά χρόνια γίνει εμφανή.
Ηδη από το 2013 ο τότε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και εκ των ιδρυτικών στελεχών του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) Μπουλέντ Αρίντς είχε μιλήσει για τη «θλιμμένη Αγία Σοφία», ενώ στον τουρκικό Τύπο είχαν κυκλοφορήσει (το 2014) σενάρια περί μετατροπής του μουσείου σε τζαμί και παράλληλη επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης. Το εν λόγω σενάριο επανέφερε πριν από λίγες ημέρες στο ιστολόγιό του ο γνωστός δημοσιογράφος Μουράτ Γετκίν.
Η εσωτερική πολιτική και η οικονομική κατάσταση θεωρούνται οι βασικοί λόγοι που οδήγησαν τον τούρκο ηγέτη στην απόφαση για την Αγια-Σοφιά. Η ήττα στις δημοτικές εκλογές του 2019, η δύσκολη οικονομική κατάσταση σε συνδυασμό με την πανδημία, αλλά και η ανάδυση νέων κομματικών σχηματισμών από πρώην στελέχη του ΑΚΡ (Αλί Μπαμπατζάν και Αχμέτ Νταβούτογλου) διαμορφώνουν το συγκεκριμένο πλαίσιο.
Αυτό είναι όμως μόνο το πρώτο επίπεδο ανάλυσης της επιλογής Ερντογάν για την Αγια-Σοφιά. Η επίμονη αναφορά τόσο του ίδιου του τούρκου προέδρου όσο και των συμβούλων και υπουργών του στο «κυρίαρχο δικαίωμα» της Αγκυρας να προχωρήσει στη μετατροπή του μουσείου σε τζαμί πρέπει συνδυαστεί με δύο παραμέτρους που εκφεύγουν την προσοχή.
Η πρώτη είναι η άποψη που μοιάζει να κυριαρχεί σε κύκλους εξουσίας στην Αγκυρα ότι η Δύση βρίσκεται σε υποχώρηση και άλλες δυνάμεις, όπως η Κίνα ή η Ρωσία, θα διαδραματίσουν διευρυμένο ρόλο – άρα η Τουρκία πρέπει να καλλιεργήσει σχέσεις μαζί τους. Η δεύτερη είναι η σαφής επιδίωξη του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να αναδειχθεί σε βασικό πόλο του μουσουλμανικού κόσμου και να διεκδικήσει, μέσω αυτού, θέση στη διεθνή τράπεζα ισχύος.
Τον Ιούλιο του 2019, σχολιάζοντας για πρώτη φορά δημοσίως την παραίτηση του Αλί Μπαμπατζάν από το ΑΚΡ εν μέσω φημών για τη δημιουργία νέου κόμματος, ο κ. Ερντογάν δήλωσε ότι η κίνηση αυτή στρέφεται εναντίον της «ummah» (ούμα) – δηλαδή της κοινότητας του μουσουλμανικού κόσμου.
Ηταν μια πρωτοφανής αναφορά που προφανώς εστιαζόταν, σε ένα πρώτο επίπεδο, εντός της Τουρκίας – σε μια προσπάθεια αποτροπής διάσπασης της εκλογικής βάσης του ΑΚΡ -, αλλά, αν ιδωθεί υπό ευρύτερο φακό, αντανακλά τις επιδιώξεις του τούρκου προέδρου για τον εαυτό του σε διεθνές επίπεδο.
Αλλωστε,
ο Ερντογάν προωθεί την ιδέα της ενότητας των απανταχού μουσουλμάνων και της
πολιτισμικής αποκατάστασης της «ούμα» μέσα από αφηγήματα όπως ο «ηθικός
ακτιβισμός» ή με συνθήματα όπως το «ο κόσμος είναι μεγαλύτερος από τους Πέντε»,
το οποίο υποδηλώνει ότι η Τουρκία δεν θεωρεί ότι οι δυνάμεις που διαμορφώνουν
τις διεθνείς εξελίξεις πρέπει να περιορίζονται στα πέντε μόνιμα μέλη του
Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών (Ηνωμένες Πολιτείες, Ρωσία, Κίνα,
Γαλλία και Ηνωμένο Βασίλειο).
«Μετά την πανδημία, η εκτίμηση που υπάρχει στους κυβερνητικούς κύκλους είναι ότι ο κόσμος δεν θα είναι ποτέ πια ο ίδιος» λέει στο «Βήμα» η Σεζίν Ονέ, δημοσιογράφος στην ιστοσελίδα Duvar, που έχει αναδειχθεί σε ένα από τα λίγα μέσα ενημέρωσης που αμφισβητούν την κυβερνητική γραμμή στην Τουρκία. «Η ίδια γραμμή σκέψης επιμένει ότι η Δύση βρίσκεται σε παρακμή και εστιάζει ιδιαίτερα στην κατάσταση της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ) καθώς ορισμένοι αμφισβητούν ακόμη και την επιβίωσή της» προσθέτει.
Ορισμένες δημοσκοπήσεις, όπως αυτή του ινστιτούτου MetroPOLL,
δείχνουν ότι το 44% των ερωτηθέντων εκτιμά ότι η απόφαση για την Αγία Σοφία
ελήφθη για τον αποπροσανατολισμό από την οικονομική κρίση, ενώ το ίδιο ποσοστό
θεωρεί ότι το μνημείο θα έπρεπε να διατηρηθεί ως μουσείο. Ωστόσο, οι απόψεις
αυτές μάλλον δεν θα λειτουργούσαν αποτρεπτικά ούτως ή άλλως. Η κυρία Ονέ
πιστεύει ότι η υπόθεση της Αγίας Σοφίας υπερβαίνει τις ισλαμικές πολιτικές του
κ. Ερντογάν και εντάσσεται σε μια «πολιτική αντιπαράθεσης με τη Δύση».
Είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος;Πόσο διαφορετικές και διακριτές είναι όμως αυτές οι δύο πολιτικές, δηλαδή της απόπειρας ανάδειξης της Τουρκίας σε ηγέτιδα δύναμη του μουσουλμανικού κόσμου και της αντιδυτικής στάσης που ακολουθεί σε πολλά ζητήματα η Αγκυρα, αμφισβητώντας πυλώνες της Δύσης όπως η ΕΕ, το ΝΑΤΟ, αλλά και οι Ηνωμένες Πολιτείες;
Μήπως πρόκειται για τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος; Είναι ο Ερντογάν ένας άτεγκτος ιδεολόγος ή ένας πραγματιστής που εργαλειοποιεί στοιχεία της ισλαμικής θεωρίας για να επιτύχει τους στόχους του; Αναμφίβολα, το εθνικιστικό συστατικό είναι έντονο μέσα στο σημερινό τουρκικό πολιτικό μείγμα, ιδιαίτερα μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016. Αλλωστε, ο ισλαμισμός και ο εθνικισμός μοιράζονται στη σημερινή Τουρκία ένα κοινό στοιχείο: τον αντιδυτικισμό.
Πώς όμως έχει επηρεάσει η ιδεολογία του Ερντογάν την πραγματική πολιτική του; Είναι ξεκάθαρο ότι ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ακολουθεί σήμερα μια μεγαλοϊδεατική πολιτική με εμφανές ισλαμικό ιδεολογικό υπόβαθρο. Ο αντιδυτικισμός είναι εμφανής και συνδυάζεται με ένα αφήγημα ανάδειξης των παραδοσιακών αξιών του Ισλάμ, όπως η αδελφότητα και η καλοσύνη, το οποίο ο τούρκος ηγέτης προέβαλε και κατά τη διάρκεια της κρίσης του Μεταναστευτικού.
Αλλωστε, πολύ συχνά επαναφέρει έναντι της ΕΕ και της Ελλάδας ειδικότερα την άποψη ότι, ενώ η Τουρκία φιλοξενεί τόσα εκατομμύρια μετανάστες και πρόσφυγες στο έδαφός της, εκείνες απλά θέλουν να τους… ξεφορτωθούν στην Τουρκία. Με αυτόν τον τρόπο δικαιολογεί και τις στρατιωτικές του επιχειρήσεις στη Βόρεια Συρία.Σε αυτό το αφήγημα η Κωνσταντινούπολη καταλαμβάνει κομβική θέση.
Ο Ερντογάν διεκδικεί για τον εαυτό του τη θέση του ηγέτη του ισλαμικού κόσμου και για τον λόγο αυτόν «προωθεί» τον εκδημοκρατισμό στα αραβικά σουνιτικά κράτη και υποστήριξε την Αραβική Ανοιξη. Ο όρος «εκδημοκρατισμός» όμως περιλαμβάνει π.χ. την επικράτηση κινημάτων όπως οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι, γεγονός που εξηγεί τη σφοδρή αντιπαράθεσή του με χώρες όπως η Αίγυπτος και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (ΗΑΕ) καθώς και η Σαουδική Αραβία.
Σήμερα, η Κωνσταντινούπολη είναι η πόλη-καταφύγιο
των αράβων σουνιτών αντιφρονούντων από χώρες όπως η Αίγυπτος (όλη η ηγεσία των
Αδελφών Μουσουλμάνων βρίσκεται στην πόλη), η Υεμένη, η Παλαιστίνη, το Κουβέιτ,
το Σουδάν, το Ιράκ, η Συρία, η Τυνησία. Στην Κωνσταντινούπολη εδρεύουν επίσης
ιδρύματα, ινστιτούτα, δεξαμενές σκέψεις και μέσα ενημέρωσης που συνδέονται,
άμεσα ή έμμεσα, με τους Αδελφούς Μουσουλμάνους.
Δεν είναι φυσικά όλα τόσο απλά. Οπως σημειώνει μιλώντας στο «Βήμα» ο Γιαβούζ Μπαϊντάρ, ο διευθυντής της γνωστής ειδησεογραφικής ιστοσελίδας Ahval, «υπάρχουν όντως ορισμένες μουσουλμανικές χώρες που αποδέχονται την τουρκική ηγεσία. Ωστόσο, χώρες όπως το Μαρόκο και η Αλγερία, στην περιοχή του Μαγκρέμπ, δεν τη δέχονται. Είναι τουλάχιστον καχύποπτες έναντι του Ερντογάν, τον οποίο ταυτίζουν με τους Αδελφούς Μουσουλμάνους».
Αυτές θα πρέπει να προστεθούν σε συντηρητικά σουνιτικά
κράτη όπως η τριάδα Αίγυπτος – ΗΑΕ – Σαουδική Αραβία. «Από την άλλη πλευρά»,
προσθέτει, «χώρες όπως το Κατάρ, η Μαλαισία, το Αζερμπαϊτζάν, η Σομαλία, το
Πακιστάν και το Μπανγκλαντές βλέπουν πολύ πιο θετικά την Τουρκία, αν και οι
κοινωνίες των χωρών αυτών εμφανίζονται διχασμένες».
Ο κ. Ερντογάν έχει αξιοποιήσει δύο «όπλα» για την προβολή του αφηγήματός του. Το πρώτο είναι η δράση της Τουρκίας στον Οργανισμό Ισλαμικής Διάσκεψης (OIC) όπου ήλεγχε για 10 χρόνια τη Γενική Γραμματεία (2004-2014) και για τρία χρόνια την προεδρία (2016-2019), μέσα από την οποία επεδίωξε «να τροχίσει» τον ηγετικό ρόλο της Σαουδικής Αραβίας.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Τουρκία κινείται με τη βοήθεια της Μαλαισίας, του Κατάρ, αλλά και του σιιτικού Ιράν – με τις τέσσερις χώρες να πρωταγωνιστούν στη Σύνοδο της Κουάλα Λουμπούρ τον Δεκέμβριο του 2019, που, παρά τις δημόσιες δηλώσεις, λειτουργεί ανταγωνιστικά στον OIC. Το δεύτερο όπλο είναι η γνωστή Διεύθυνση Θρησκευτικών Υποθέσεων (Diyanet).
Με προϋπολογισμό που
ανέρχεται σε περίπου 1,5 δισεκατομμύριο ευρώ και προσωπικό άνω των 100.000
υπαλλήλων, η Diyanet δεν είναι απλά υπεύθυνη για τις εσωτερικές θρησκευτικές
υποθέσεις και την ολοένα αυξανόμενη προσπάθεια για ενίσχυση της θρησκευτικής
εκπαίδευσης, αλλά επεκτείνει συνεχώς την επιρροή της στο εξωτερικό με δράση σε
περισσότερες από 100 χώρες και με αιχμή του δόρατος τη «διπλωματία των
τεμενών», δηλαδή την κατασκευή τζαμιών σε πολλά κράτη.
Αν ήθελε κάποιος να εντοπίσει τα τρία πρόσωπα που διαμόρφωσαν την ιδεολογική και πολιτική σκέψη του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, θα κατέληγε πιθανότατα στα ακόλουθα: Νετζίπ Φαζίλ Κιζακιουρέκ, Μεχμέτ Ζαχίντ Κοτκού, Νετζμετίν Ερμπακάν.
Είναι
λογικό ότι ιδιαίτερα ο πρώτος είναι μάλλον άγνωστος στο ελληνικό κοινό, αλλά η
επιρροή του στη σκέψη του τούρκου προέδρου περιγράφεται άριστα στη μελέτη του
Σβάντε Κορνέλ (Svante E. Cornell) με τίτλο «Erbakan, Kisakurek and the
Mainstreaming of Extremism in Turkey», η οποία έχει δημοσιευτεί από το Hudson
Institute. Η εν λόγω μελέτη, που δεν είναι η μοναδική, καταγράφει μια δαιδαλώδη
αλληλουχία εντός των διαφόρων σχολών σκέψης του ισλαμισμού και των ταγμάτων
του.
Γεννηθείς το 1903, ο Κιζακιουρέκ έχει υπάρξει πηγή ιδεολογικής έμπνευσης για μια ολόκληρη γενιά τούρκων ισλαμιστών αλλά και ακραίων εθνικιστών. Δεν ήταν αρχικά πολιτικός, αλλά ποιητής και συγγραφέας, γόνος μεγαλοαστικής οικογένειας της Κωνσταντινούπολης, ο οποίος μάλιστα σπούδασε στη Σορβόννη.
Στα μέσα της
δεκαετίας του 1930 μυήθηκε στις διδαχές του τάγματος των Νακσιμπεντί (που
ιδρύθηκε τον 14ο αιώνα από τον Μπαχά ου Ντιν Νακσμπάντ Μπουχαρί και διακρίνεται
για τον βαθύ αντιδυτικισμό του, αλλά και για το έντονο ενδιαφέρον του για την
πολιτική).
Σύμφωνα με τον Κορνέλ, ο Κιζακιουρέκ επηρεάστηκε από τον φασισμό και επεδίωξε να προσαρμόσει τα στοιχεία του στο Ισλάμ. Πίστευε σε μια ισλαμική επανάσταση που θα ανέτρεπε τον κεμαλισμό, αλλά την ίδια στιγμή παραδεχόταν την αδύναμη θέση των μουσουλμάνων και την ανάγκη να απορροφήσουν θετικά στοιχεία από τη Δύση, όπως η πρόοδος στην τεχνολογία. Την ίδια στιγμή, ανέπτυξε μια αναλυτική πολιτική ιδεολογία ενός μάλλον ολοκληρωτικού ισλαμικού καθεστώτος, την οποία έχει περιγράψει πολύ καλά με δοκίμιό του στο OpenDemocracy o Τουντς Αϊμπάκ το 2017.
Ουσιαστικά, ο Κιζακιουρέκ απορρίπτει το δημοκρατικό πολίτευμα λέγοντας ότι η πηγή της κυβέρνησης είναι ο Θεός, όχι ο λαός. Σε αυτό το μοντέλο, η διακυβέρνηση θα ασκείται από τον πλέον προβεβλημένο ηγέτη, ο οποίος περιγράφεται με τον όρο «Basyuce» και ο οποίος θα συγκεντρώνει στο πρόσωπό του την εκτελεστική, τη νομοθετική και τη δικαστική εξουσία, ενώ τα διατάγματά του θα αποτελούν προέκταση του θεϊκού δικαίου.
Το δε άρθρο του Αϊμπάκ, ο οποίος είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Middlesex στο Ηνωμένο Βασίλειο, έφερε τον χαρακτηριστικό τίτλο «The Sultan is dead, long live “Basyuce” Erdogan Sultan!».Ο Κιζακιουρέκ συνεργάστηκε με τον Αντνάν Μεντερές, αλλά αργότερα, τη δεκαετία του 1960, προσέγγισε τον Νετζμετίν Ερμπακάν και το Κόμμα Εθνικής Σωτηρίας.
Ωστόσο ο
Ερμπακάν, που το 1996 έγινε ο πρώτος πρωθυπουργός της Τουρκίας προτού οι
Ενοπλες Δυνάμεις τον ανατρέψουν έναν χρόνο αργότερα, το 1997, δεν δίστασε το
1974 να συμμετάσχει στην κυβέρνηση του Μπουλέντ Ετζεβίτ – κάτι που προφανώς
εξόργισε τον Κιζακιουρέκ. Οι δύο άνδρες είχαν φυσικά πολλά κοινά στοιχεία, όπως
π.χ. ο έντονος αντισημιτισμός.
Παράλληλα, δεν πρέπει να λησμονείται η παράλληλη επίδραση του Ερμπακάν επί της προσωπικότητας του κ. Ερντογάν. Ο Ερμπακάν θεωρείται ο ιδρυτής του τουρκικού πολιτικού Ισλάμ και υπήρξε ο επικεφαλής του κυρίαρχου ισλαμικού κινήματος Milli Gorus (Εθνικοθρησκευτική Αποψη/Θέαση), από τους κόλπους του οποίου προέκυψε το Κόμμα Εθνικής Σωτηρίας.
Ενα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της σκέψης του Ερμπακάν ήταν οι επιρροές του από τη σύγχρονη Μέση Ανατολή και κυρίως από τους Αδελφούς Μουσουλμάνους, που συνδυάζονται με τον αντιδυτικισμό και τις θεωρίες συνωμοσίας. Επίσης, κλειδί για την κατανόηση της σκέψης του Ερμπακάν είναι η επιρροή του ισλαμικού τάγματος των Νακσιμπεντί/Καλίντια, για το οποίο έχουν γράψει αναλυτικά στο βιβλίου τους με τίτλο «Το τρένο του μεγάλου εκσυγχρονισμού» οι Ευάγγελος Αρεταίος και Γιώργος Αγγελετόπουλος.
Οπως προαναφέρθηκε, οι θέσεις των Νακσιμπεντί επηρέασαν σφόδρα και τον Κιζακιουρέκ. Το τάγμα των Καλίντια αποτελεί παρακλάδι του τάγματος των Νακσιμπεντί και ιδρύθηκε το 19ο αιώνα από τον σεΐχη Καλίντ ι Μπαγκντάντι, κουρδικής καταγωγής από το Βόρειο Ιράκ. Σταδιακά, κυριάρχησε στην περιοχή της σύγχρονης Τουρκίας.
Στο τάγμα αυτό ανήκε και ο σεϊχης Μεχμέτ Ζαχίντ Κοτκού. Κατά πολλούς, αυτός υπήρξε ο πνευματικός πατέρας του Ερμπακάν, καθώς επίσης και του Τουργκούτ Οζάλ, του εμπνευστή της φιλελευθεροποίησης της τουρκικής οικονομίας μετά το πραξικόπημα του 1980, ο οποίος διετέλεσε πρωθυπουργός και Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Ο Κοτκού έμεινε στην ιστορία από το περίφημο σύνθημα «ό,τι χρειάζεται ο άνθρωπος είναι ένα κομμάτι φαγητό, ένα κομμάτι ρούχο και ένα Mazda». Το μήνυμα είναι σαφές: χωρίς οικονομική και τεχνολογική ανάπτυξη, το πολιτικό Ισλάμ δεν μπορεί να αποκαθηλώσει τον κεμαλισμό και να διασφαλίσει ανεξαρτησία από τη Δύση. Ο Κοτκού, που στα τέλη της δεκαετίας του 1950 έγινε ιμάμης στο τέμενος Ισκεντέρπασα στην περιοχή Φατίχ της Κωνσταντινούπολης, επηρέασε και τον Ερντογάν, καθώς και άλλα κορυφαία στελέχη του ΑΚΡ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου