Ο Γέρων
Παΐσιος ή Όσιος Παΐσιος (κατά κόσμον Αρσένιος Εζνεπίδης), ήταν Έλληνας μοναχός
που έζησε κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα (1924-1994). Η φήμη του ως αγίου
μεταξύ των ορθοδόξων πιστών είναι μεγάλη, λόγω της προσωπικότητάς, της
πνευματικότητας και των χαρισμάτων (διάκρισης, διορατικό, προορατικό, ιαματικό)
που σύμφωνα με πλήθος από μαρτυρίες διέθετε.
Για τους λόγους αυτούς, το Οικουμενικό
Πατριαρχείο
τον κατέταξε στας Δέλτους των Οσίων της Εκκλησίας μας.
Ο βίος του-Παιδική ηλικία
Ο Γέρων
Παΐσιος γεννήθηκε στα Φάρασα της Καππαδοκίας, στη Μικρά Ασία, στις 25 Ιουλίου
του 1924. Ο πατέρας του ονομαζόταν Πρόδρομος και ήταν πρόεδρος των Φαράσων, ενώ
η αδέλφια.Στις 7 Αυγούστου του 1924, μια εβδομάδα πριν οι Φαρασιώτες φύγουν
για την Ελλάδα, ο Γέροντας βαφτίστηκε από τον Άγιο Αρσένιο τον Καππαδόκη, ο
οποίος επέμεινε και του έδωσε το δικό του όνομα «για να αφήσει καλόγερο στο
πόδι του», όπως χαρακτηριστικά είχε πει.
Πέντε
εβδομάδες μετά τη βάπτιση του μικρού τότε Αρσένιου, στις 14 Σεπτεμβρίου1924 η
οικογένεια Εζνεπίδη, μαζί με τα καραβάνια των προσφύγων, έφτασε στον Άγιο
Γεώργιο στον Πειραιά και στη συνέχεια πήγε στην Κέρκυρα, όπου και τακτοποιήθηκε
προσωρινά στο Κάστρο. Στην Κέρκυρα η οικογένειά του έμεινε ενάμιση χρόνο. Στη
συνέχεια μεταφέρθηκε στην Ηγουμενίτσα και κατέληξε στην Κόνιτσα.
Εκεί ο Αρσένιος τελείωσε το δημοτικό σχολείο και πήρε το απολυτήριο του «με βαθμό οκτώ και διαγωγή εξαίρετο». Από μικρός συνεχώς είχε μαζί του ένα χαρτί, στο οποίο σημείωνε τα θαύματα του Αγίου Αρσενίου. Έδειχνε ιδιαίτερη κλίση προς τον μοναχισμό και διακαώς επιθυμούσε να μονάσει. Οι γονείς του χαριτολογώντας, του έλεγαν «βγάλε πρώτα γένια και μετά θα σε αφήσουμε». του
Εκεί ο Αρσένιος τελείωσε το δημοτικό σχολείο και πήρε το απολυτήριο του «με βαθμό οκτώ και διαγωγή εξαίρετο». Από μικρός συνεχώς είχε μαζί του ένα χαρτί, στο οποίο σημείωνε τα θαύματα του Αγίου Αρσενίου. Έδειχνε ιδιαίτερη κλίση προς τον μοναχισμό και διακαώς επιθυμούσε να μονάσει. Οι γονείς του χαριτολογώντας, του έλεγαν «βγάλε πρώτα γένια και μετά θα σε αφήσουμε». του
Εφηβικά χρόνια και ο στρατός
Στο
διάστημα που μεσολάβησε μέχρι να υπηρετήσει στο στρατό ο Αρσένιος δούλεψε σαν
ξυλουργός. Όταν του παραγγελλόταν να κατασκευάσει κάποιο φέρετρο, ο ίδιος,
συμμεριζόμενος την θλίψη της οικογένειας, αλλά και τη φτώχεια της εποχής, δεν
ζητούσε χρήματα.
Το 1945 ο
Αρσένιος κατατάχτηκε στο στρατό και υπηρέτησε σαν ασυρματιστήςελληνικό εμφύλιο.
Όσο καιρό δεν ήταν ασυρματιστής, ζητούσε να πολεμά στην πρώτη γραμμή,
προκειμένου κάποιοι οικογενειάρχες, να μην βλαφτούν. Το μεγαλύτερο όμως
διάστημα της θητείας του το υπηρέτησε με την ειδικότητα του ασυρματιστή.
Γι’ αυτό και πολλές εκδόσεις αφιερωμένες στη ζωή του Γέροντα τον αναφέρουν ως "Ασυρματιστή του Θεού". Μάλιστα, ο Γέροντας φέροντας ως παράδειγμα την κατά τη στρατιωτική του θητεία αυτή ιδιότητα, απάντησε σε κάποιον που αμφισβητούσε τη χρησιμότητα της μοναχικής ζωής ότι οι μοναχοί είναι "ασυρματιστές του Θεού", εννοώντας την γοερή τους προσευχή και την έγνοια τους για την υπόλοιπη ανθρωπότητα. Απολύθηκε από το στρατό το 1949. κατά τον
Γι’ αυτό και πολλές εκδόσεις αφιερωμένες στη ζωή του Γέροντα τον αναφέρουν ως "Ασυρματιστή του Θεού". Μάλιστα, ο Γέροντας φέροντας ως παράδειγμα την κατά τη στρατιωτική του θητεία αυτή ιδιότητα, απάντησε σε κάποιον που αμφισβητούσε τη χρησιμότητα της μοναχικής ζωής ότι οι μοναχοί είναι "ασυρματιστές του Θεού", εννοώντας την γοερή τους προσευχή και την έγνοια τους για την υπόλοιπη ανθρωπότητα. Απολύθηκε από το στρατό το 1949. κατά τον
Μοναστικός Βίος-Τα πρώτα χρόνια
Ο πατέρας
Παΐσιος πρώτη φορά εισήλθε στο Άγιο Όρος για να μονάσει το 1949, αμέσως μετά
την απόλυσή του από το στρατό. Όμως επέστρεψε στα κοσμικά για ένα χρόνο ακόμα,
προκειμένου να αποκαταστήσει τις αδελφές του, έτσι το 1950 πήγε στο Άγιο Όρος.
Η πρώτη μονή στην οποία κατευθύνθηκε και παρέμεινε για ένα βράδυ ήταν Μονή
Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στις Καρυές. Εν συνεχεία κατέλυσε στη σκήτη του
Αγίου Παντελεήμονος, στο κελί των Εισοδίων της Θεοτόκου. Εκεί θα γνωρίσει τον
πατέρα Κύριλλο που ήταν ηγούμενος στη μονή και θα τον ακολουθήσει πιστά.
Λίγο
αργότερα αποχώρησε από τη μονή και κατευθύνθηκε στη Μονή Εσφιγμένου. Εκεί
τελέσθηκε η τελετή της «ρασοευχής» και πήρε το πρώτο όνομά του που ήταν
Αβέρκιος.Και εκεί αμέσως ξεχώρισε για την εργατικότητά του, τη μεγάλη αγάπη
και κατανόηση που έδειχνε για τους «αδελφούς» του, την πιστή υπακοή στο γέροντά
του, την ταπεινοφροσύνη του, αφού θεωρούσε εαυτόν κατώτερο όλων των μοναχών
στην πράξη.
Προσευχόταν έντονα και διάβαζε διαρκώς, ιδιαίτερα τον Αββά Ισαάκ.Το 1954 έφυγε από τη μονή Εσφιγμένου και κατευθύνθηκε προς την Μονή Φιλοθέου, που ήταν Ιδιόρρυθμο μοναστήρι όπου μόναζε και ένας θείος του. Η συνάντησή του όμως με τον Γέροντα Συμεών θα είναι καταλυτική για την πορεία και διαμόρφωση του μοναχικού χαρακτήρα του Παϊσίου.
Προσευχόταν έντονα και διάβαζε διαρκώς, ιδιαίτερα τον Αββά Ισαάκ.Το 1954 έφυγε από τη μονή Εσφιγμένου και κατευθύνθηκε προς την Μονή Φιλοθέου, που ήταν Ιδιόρρυθμο μοναστήρι όπου μόναζε και ένας θείος του. Η συνάντησή του όμως με τον Γέροντα Συμεών θα είναι καταλυτική για την πορεία και διαμόρφωση του μοναχικού χαρακτήρα του Παϊσίου.
Μετά από δύο χρόνια, το 1956, χειροθετήθηκε
«Σταυροφόρος» και πήρε το «Μικρό Σχήμα». Τότε ήταν τελικά που ονομάστηκε και
«Παΐσιος», χάρη στο Μητροπολίτη Καισαρείας Παΐσιο τον β΄, ο οποίος ήταν και συμπατριώτης
του. Ο Γέρων Αυγουστίνος αυτήν την περίοδο απέκτησε στενή σχέση με τον Παΐσιο.
Το 1958,
ύστερα από «εσωτερική πληροφόρηση», πήγε στο Στόμιο Κονίτσης. Εκεί
πραγματοποίησε έργο το οποίο αφορούσε στους ετερόδοξους αλλά περιελάμβανε και
τη βοήθεια των βασανισμένων και φτωχών Ελλήνων, είτε με φιλανθρωπίες, είτε
παρηγορώντας τους και στηρίζοντάς τους ψυχολογικά, με αιχμή το λόγο του
Ευαγγελίου.
Επί 4 έτη έμεινε στην Ιερά Μονή Γενεθλίων της Θεοτόκου στο Στόμιο,
όπου αγαπήθηκε πολύ από τον λαό της περιοχής για την προσφορά και τον
μετριοπαθή χαρακτήρα του.Από εκεί
πήγε στο Όρος Σινά στο κελί των Αγίων Γαλακτίωνος και Επιστήμης. Ο Γέροντας
εργαζόταν ως ξυλουργός και ό,τι κέρδιζε το έδινε σε φιλανθρωπίες στους
Βεδουίνους, ιδίως τρόφιμα και φάρμακα.
Επιστροφή στο Άγιο Όρος
Το 1964
επέστρεψε στο Άγιο Όρος, από όπου δεν ξαναέφυγε ποτέ. Η σκήτη η οποία τον
φιλοξένησε ήταν η Ιβήρων. Στο διάστημα που παρέμεινε εκεί, και συγκεκριμένα το
1966, ασθένησε σοβαρά και εισήχθη στο Νοσοκομείο Παπανικολάου. Υποβλήθηκε σε
εγχείρηση, με αποτέλεσμα μερική αφαίρεση των πνευμόνων. Στο διάστημα μέχρι να
αναρρώσει και να επιστρέψει στο Άγιο ΌροςΜονή Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, στη
Σουρωτή.
Επέστρεψε στο Άγιο Όρος μετά την ανάρρωσή του και το 1967 μετακινήθηκε στα Κατουνάκια, και συγκεκριμένα στο Λαυρεώτικο κελί του Υπάτου. Από τότε άρχισε να δέχεται πολλές επισκέψεις. Ήδη το όνομά του έχει αρχίσει να γίνεται αρκετά γνωστό μακριά από το Όρος και κάθε λογής βασανισμένοι άνθρωποι οδηγούνταν σε αυτόν, μαθαίνοντας για ένα χαρισματικό μοναχό που ονομάζεται Παΐσιος.
Επέστρεψε στο Άγιο Όρος μετά την ανάρρωσή του και το 1967 μετακινήθηκε στα Κατουνάκια, και συγκεκριμένα στο Λαυρεώτικο κελί του Υπάτου. Από τότε άρχισε να δέχεται πολλές επισκέψεις. Ήδη το όνομά του έχει αρχίσει να γίνεται αρκετά γνωστό μακριά από το Όρος και κάθε λογής βασανισμένοι άνθρωποι οδηγούνταν σε αυτόν, μαθαίνοντας για ένα χαρισματικό μοναχό που ονομάζεται Παΐσιος.
Το επόμενο έτος μεταφέρεται στη Μονή Σταυρονικήτα. Βοηθάει σημαντικά
σε χειρωνακτικές εργασίες, συνεισφέροντας στην ανακαίνιση του μοναστηριού.
Συχνά μάλιστα βοηθάει ως ψάλτης στη Σκήτη Τιμίου Προδρόμου1968. Ο Παΐσιος
έμεινε στο κελί του Γέροντα Τύχωνα για ένδεκα έτη μετά την κοίμησή του, πράγμα
που ήταν επιθυμία του φίλου του λίγο πριν πεθάνει. το Γέροντα Τύχωνα. Οι δύο
γέροντες ανέπτυξαν δυνατή φιλία η οποία τερματίσθηκε με την κοίμηση του Γέροντα
Τύχωνα.
Στην Παναγούδα
Το 1979
αποχώρησε από την σκήτη του Τιμίου Προδρόμου και κατευθύνθηκε προς την Μονή
Κουτλουμουσίου. Εκεί εισχώρησε στή μοναχική αδελφότητα ως εξαρτηματικός
μοναχός. Η Παναγούδα ήταν μια σκήτη εγκαταλελειμμένη και ο Παΐσιος εργάστηκε
σκληρά για να δημιουργήσει ένα κελί με «ομόλογο», όπου και έμεινε μέχρι και το
τέλος τη ζωής του. Από την εποχή που εγκαταστάθηκε στην Παναγούδα πλήθος λαού
τον επισκεπτόταν.
Ήταν μάλιστα τόσο το πλήθος ώστε να υπάρχουν και ειδικές
σημάνσεις που επεσήμαναν τον δρόμο προς το κελί του, ώστε να μην ενοχλούν οι
επισκέπτες τους υπολοίπους μοναχούς. Επίσης δεχόταν πάρα πολλές επιστολές. Όπως
έλεγε ο γέροντας στενοχωρείτο πολύ, γιατί από τις επιστολές μάθαινε μόνο για
διαζύγια και ασθένειες ψυχικές ή σωματικές.
Παρά το βεβαρημένο πρόγραμμά του,
συνέχιζε την έντονη ασκητική ζωή, σε σημείο να ξεκουράζεται ελάχιστα, 2 με 3
ώρες την ημέρα. Εξακολούθησε όμως να δέχεται και να προσπαθεί να βοηθήσει τους
επισκέπτες. Συνήθιζε επίσης να φτιάχνει «σταμπωτά» εικονάκια τα οποία χάριζε
στους επισκέπτες σαν ευλογία.
Οι ασθένειες του Γέροντα/Το ιστορικό
Το 1966 ο
γέροντας νοσηλεύθηκε στο Νοσοκομείο Παπανικολάου λόγω βρογχεκτασιών. Μετά την
επέμβαση για την αφαίρεσή τους και λόγω της χρήσης ισχυρών αντιβιοτικών ο
γέροντας έπαθε ψευδομεμβρανώδη κολίτιδα, η οποία του άφησε μόνιμα δυσπεπτικά προβλήματα. Κάποια στιγμή, ενώ εργαζόταν στην πρέσα που είχε στο κελί του, έπαθε
βουβωνοκήλη.
Αρνήθηκε να νοσηλευτεί και υπέμεινε καρτερικά την ασθένεια, η οποία του έδινε φοβερούς πόνους για τέσσερα ή πέντε χρόνια. Κάποια μέρα σε μια επίσκεψή του στη Σουρωτή, κάποιοι γνωστοί του γιατροί κυριολεκτικά τον απήγαγαν και τον οδήγησαν στο Θεαγένειο νοσοκομείο, όπου και χειρουργήθηκε. Παρά την αντίθεση των γιατρών, ο γέροντας συνέχισε τη σκληρή ασκητική ζωή και τις χειρωνακτικές εργασίες κάτι που επιδείνωσε και άλλο την κατάσταση της υγείας του.
Αρνήθηκε να νοσηλευτεί και υπέμεινε καρτερικά την ασθένεια, η οποία του έδινε φοβερούς πόνους για τέσσερα ή πέντε χρόνια. Κάποια μέρα σε μια επίσκεψή του στη Σουρωτή, κάποιοι γνωστοί του γιατροί κυριολεκτικά τον απήγαγαν και τον οδήγησαν στο Θεαγένειο νοσοκομείο, όπου και χειρουργήθηκε. Παρά την αντίθεση των γιατρών, ο γέροντας συνέχισε τη σκληρή ασκητική ζωή και τις χειρωνακτικές εργασίες κάτι που επιδείνωσε και άλλο την κατάσταση της υγείας του.
Το τέλος της ζωής του
Μετά το
1993 άρχισε να παρουσιάζει αιμορραγίες για τις οποίες αρνούνταν να νοσηλευτεί
λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «όλα θα βολευτούν με το χώμα». Τον Νοέμβριο του
ίδιου έτους ο Παΐσιος βγαίνει για τελευταία φορά από το Όρος και πηγαίνει στη
Σουρωτή, στο Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου για τη γιορτή του Αγίου
Αρσενίου (10 Νοεμβρίου).
Εκεί μένει για λίγες μέρες και ενώ ετοιμάζεται να
φύγει ασθενεί και μεταφέρεται στο Θεαγένειο, όπου του γίνεται διάγνωση για όγκο
στο παχύ έντερο. Στις 4 Φεβρουαρίου του 1994 ο γέροντας χειρουργείται.Παρότι η
ασθένεια δεν σταμάτησε (παρουσίασε μεταστάσεις στους πνεύμονες και στο ήπαρ), ο
γέροντας ανακοίνωσε την επιθυμία του να επιστρέψει στο Άγιο Όρος στις 13 Ιουνίου.
Ο υψηλός πυρετός όμως και η δύσπνοια τον ανάγκασαν να παραμείνει.Στο τέλος
του Ιουνίου οι γιατροί του ανακοινώνουν ότι τα περιθώρια ζωής του ήταν δύο με
τρεις εβδομάδες το πολύ. Τη Δευτέρα 11 Ιουλίου (γιορτή της Αγίας Ευφημίας) ο
γέροντας κοινώνησε για τελευταία φορά γονατιστός μπροστά στο κρεβάτι του. Τις
τελευταίες μέρες της ζωής του αποφάσισε να μην παίρνει φάρμακα ή παυσίπονα,
παρά τους φρικτούς πόνους της ασθένειάς του.
Τελικά ο Γέροντας Παΐσιος
«κοιμήθηκε» την Τρίτη 12 Ιουλίου 1994 και ώρα 11:00. Ενταφιάστηκε στο Ιερό
Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στη Σουρωτή Θεσσαλονίκης. Έκτοτε,
κάθε χρόνο στις 11 προς 12 Ιουλίου, στην επέτειο κοιμήσεως του Γέροντος,
τελείται αγρυπνία στο Ιερό Ησυχαστήριο, με συμμετοχή χιλιάδων πιστών.
(Ενα μικρό
απόσπασμα από τις διδαχές του γέροντα)
΄΄ΜΗΝ ΕΜΠΙΣΤΕΥΕΣΤΕ ΤΟΥΣ ΛΟΓΙΣΜΟΥΣ ΣΑΣ΄΄
Μεγαλύτερη
αρρώστια είναι τό νά πιστέψη ό άνθρωπος στον λογισμό του ότι έχει κάποια
αρρώστια. Ό λογισμός
αυτός τού δημιουργεί
άγχος, τον κάνει
νά στενοχωριέται, νά μήν εχη όρεξη γιά
φαγητό, νά μήν μπορή νά κοιμηθή, νά παίρνη φάρμακα, και τελικά αρρωσταίνει, ενώ
ήταν καλά.
Νά είναι άρρωστος κανείς και να κάνη θεραπεία, αυτό το καταλαβαίνω
άλλα νά είναι υγιής καί νά νομίζη ότι είναι άρρωστος και νά άρρωσταίνη στά καλά
καθούμενα, αυτό είναι… Ένας λ.χ., ενώ έχει και σωματική καί πνευματική δύναμη,
δεν μπορεί νά κάνη τίποτε, γιατί έχει πιστέψει στον λογισμό πού τοϋ λέει ότι
δεν είναι καλά, με αποτέλεσμα νά σβήνη σωματικά καί πνευματικά. Δεν είναι ότι
λέει ψέματα.
Αν ό άνθρωπος πιστέψη ότι κάτι έχει, πανικοβάλλεται,
τσακίζεται, καί δεν έχει μετά κουράγιο νά κάνη τίποτε. Έτσι αχρηστεύεται χωρίς
λόγο. Έρχονται
μερικοί στο Καλύβι πού είναι τελείως τσακισμένοι.Μου λέει ό λογισμός ότιέχω
έιτζ, λένε καί το πιστεύουν. Τους ρωτάωΜήπως συνέβη εκείνο, εκείνο;. Όχι, μου
λένε. Τότε άδικα στενοχωριέσαι. Πήγαινε νά κάνης μιά εξέταση, γιά νά σου φύγη ό
λογισμός. Καί άν
γίνη ή εξέταση
καί βρουν ότι έχω;, λένε μερικοί καί
δεν μ’ άκούν
καί βασανίζονται.
Ένώ αυτοί πού άκούν, κάνουν εξέταση, βλέπουν ότι δέν έχουν τίποτε καί, νά δήτε, το πρόσωπο τους αλλάζει, το κουράγιο επανέρχεται. Οι άλλοι άπό τήν στενοχώρια ξαπλώνουν στο κρεββάτι καί ούτε νά φάνε δέν θέλουν. Εντάξει, έχεις έιτζ. Γιά τον Θεό δέν υπάρχει δύσκολο πρόβλημα. Άν ζήσης πιο πνευματικά, έξομολογήσαι, κοινωνάς κ.λπ., θά
βοηθηθής.
–Πώς
ξεκινάει, Γέροντα, καί νομίζει
κάποιος ότι είναι άρρωστος;
κάποιος ότι είναι άρρωστος;
–Σιγά-σιγά
καλλιεργεί αυτόν τόν λογισμό. Πολλές φορές μπορεί νά ύπάρχη κάποια αιτία, άλλα νά μήν
είναι κάτι σοβαρό.
Βγάζει μετά καί
ό λογισμός κάτι
ακόμη καί το
μεγαλοποιεί. Όταν ήμουν στην Μονή
Στομίου, ήταν ένας
οικογενειάρχης στην Κόνιτσα
πού νόμιζε ότι είχε φυμα-τίωση. Δέν
άφηνε ούτε τήν
γυναίκα του νά πάη κοντά
του.
Μήν πλησιάζης, της έλεγε,
θά κόλλησης. Σέ ένα ξύλο κρεμούσε ή καημένη το καλάθι με το φαγητό και
τού το έδινε από μακριά. Ή φουκαριάρα είχε λειώσει. Τά παιδιά του τά κακόμοιρα
από μακριά τον έβλεπαν. Αυτός εν τω μεταξύ δεν είχε τίποτε, αλλά, επειδή ό
ήλιος δεν τον έβλεπε – ήταν κλεισμένος μέσα καί τυλιγμένος συνέχεια μέ τις
κουβέρτες -, ήταν κίτρινος και πίστευε ότι έχει χτικιό. Σηκώνομαι και πάω στό
σπίτι του.
Μόλις μέ είδε, μου λέει: Μη μέ πλησιάζης, καλόγερε, μήν κόλλησης κι
εσύ, καί έρχεται κόσμος εκεί στό μοναστήρι. Έχω χτικιό. Ποιος σου είπε, μωρέ,
ότι έχεις χτικιό;, τού λέω. Ή γυναίκα του έφερε να μέ κεράση γλυκό καρύδι. Άνοιξε το στόμα σου, τού λέω. Θα κάνης υπακοή τώρα. Το άνοιξε δεν ήξερε τί θα
κάνω.
Βάζω τό καρύδι μέσα στό στόμα του και τό γυρνάω δυό-τρεις φορές καί ύστερα τό παίρνω καί τό τρώω. Μή, μη, θά κόλλησης!, φώναζε. Τί θά κολλήσω! Τίποτε δεν έχεις, τού λέω. Αν είχες χτικιό, χαμένο τό είχα νά τό κάνω αυτό;
Σήκω νά βγούμε εξω. Λέω στην γυναίκα του: Πέταξε τα όλα, φάρμακα, κουβέρτες …. Τόν σηκώνω καί βγαίνουμε έξω. Έπειτα από τρία χρόνια πού ήταν κλεισμένος μέσα κοιτούσε τόν κόσμο παράξενα. Υστερα, σιγά-σιγά, πήγε καί στην δουλειά του. Τί είναι ό λογισμός, όταν τόν καλλιεργής!
Βάζω τό καρύδι μέσα στό στόμα του και τό γυρνάω δυό-τρεις φορές καί ύστερα τό παίρνω καί τό τρώω. Μή, μη, θά κόλλησης!, φώναζε. Τί θά κολλήσω! Τίποτε δεν έχεις, τού λέω. Αν είχες χτικιό, χαμένο τό είχα νά τό κάνω αυτό;
Σήκω νά βγούμε εξω. Λέω στην γυναίκα του: Πέταξε τα όλα, φάρμακα, κουβέρτες …. Τόν σηκώνω καί βγαίνουμε έξω. Έπειτα από τρία χρόνια πού ήταν κλεισμένος μέσα κοιτούσε τόν κόσμο παράξενα. Υστερα, σιγά-σιγά, πήγε καί στην δουλειά του. Τί είναι ό λογισμός, όταν τόν καλλιεργής!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου