11 Ιουλίου, 2020

ΜΟΝΑΧΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΙΝΟΣ (1902 - 1982)

 

Ο κατά κόσμον Δήμος Ι. Καζακίδης γεννήθηκε στο Σουφλί του Έβρου το 1902. Νέος ήλθε το 1925 να μονάσει στο Παντοκρατορινό Κελλί του Αγίου Γεωργίου του Φανερωμένου της Καψάλας. Στην υπακοή του εναρέτου Γέροντος Ευλογίου του νηστευτού (†1948), που υπήρξε υποτακτικός του περιβόητου ασκητή του Άθωνος Χατζη-Γιώργη (†1886).


Εκάρη μοναχός το 1928. Μετά την οσιακή κοίμηση του Γέροντος Ευλογίου, ο π. Γεώργιος υποτάχθηκε πρόθυμα στον Γέροντα Παχώμιο (†1974), ο οποίος και αυτός υπήρξε θερμός φίλος της αρετής, όπως και ο παραδελφός του Δανιήλ (†1930).

Ο Γέροντας Γεώργιος είχε μεγάλη ευλάβεια στον άγιο μεγαλομάρτυρα Γεώργιο τον Τροπαιοφόρο, του οποίου τ’ όνομα έφερε και διηγείτο με θέρμη, θαυμασμό και συγκίνηση τα θαύματα του προστάτη αγίου του Κελλιού τους, ο οποίος πολλές φορές φανέρωσε τη θαυματουργή του χάρη στους πιστούς δούλους του.

Κάποτε ακινητοποίησε ληστές, που πήγαν να κλέψουν τους μοναχούς, και άλλοτε τους πήγε ψάρια στην πανήγυρή τους κατά θαυμαστό τρόπο… Διακρινόταν για την υπακοή, την απλότητα, την ταπείνωση, τη σεμνότητα και το φιλακόλουθο. Ακόμη και ηλικιωμένος πήγαινε στις αγρυπνίες του Πρωτάτου και των Κελλιών.

Επίσης χαρακτηρίζεται για την ελεήμονα καρδιά που έκρυβε. Τον γνωρίσαμε στις Καρυές και χαρήκαμε τη συναναστροφή μαζί του. Λιγομίλητος, καλοσυνάτος, δεν κατέκρινε κανέναν.Ευλογημένο γεροντάκι. Χαιρόταν να κάνει την πανήγυρη του αγίου του Κελλιού του. Όσοι περισσότεροι πήγαιναν, τόσο χαιρόταν. Τους έφτιαχνε και λουκουμάδες, για να τους ευχαριστήσει. Αγωνιζόταν να κρύβει την αρετή του.

Στην πανήγυρη του 1982 έδωσε όλο τον εαυτό του. Γνώριζε καλά ότι θα ήταν η τελευταία. Ο Γέροντάς του Παχώμιος πριν πολλά χρόνια του είχε πει: «Μόλις εσύ παιδί μου φθάσεις στα ογδόντα σου χρόνια, τότε θα κοιμηθείς. Ούτε νωρίτερα, ούτε αργότερα». Σε κάποιους μοναχούς που τον επισκέφθηκαν στα μέσα του 1982 έλεγε: «Φέτος φεύγω από τη ζωή αυτή, διότι έτσι μου είχε πει ο Γέροντάς μου πριν 40 χρόνια, ότι όταν φθάσεις στα ογδόντα σου, τότε θα κοιμηθείς».

Έτσι κι έγινε. Γηροκομούμενος σε καλούς γειτόνους του και παρηγορούμενος από θεία οράματα ανεπαύθη εν Κυρίω ο μακάριος στις 11.10.1982 στο Κελλί του Αγίου Δημητρίου Τρυγωνάδων. Στον επίσκοπο Ροδοστόλου Χρυσόστομο κάποτε εκμυστηρεύθηκε εξομολογητικά, φοβούμενος μη πλανάται: 

«Μπαίνω για τον όρθρο πολύ νύχτα ακόμα, όπως συνηθίζουμε, προσκυνώ τις εικόνες και βλέπω ύστερα τα καντήλια, κι αν είναι κανένα σβησμένο το ανάβω.Με “τραβάει” ύστερα να δω πολύ προσεκτικά την εικόνα του Ιησού Χριστού μας. Αρχίζω ύστερα την ευχή. Στην αρχή την λέω καθαρά με το στόμα, την καταλαβαίνω όλη. Ύστερα τα χάνω. Ούτε εικόνα βλέπω, ούτε τα χείλη μου αισθάνομαι να λένε τίποτα.

Μόνο που ειρηνεύουν όλα και μου φαίνεται σαν να λέγεται η ευχή μέσα μου· την ακούω και την καταλαβαίνω κατακάθαρα μέσα εδώ· και ευχαριστιέμαι, πολύ ευχαριστιέμαι. Όταν σταματάει, είναι ήδη χαραυγή και πολλές φορές ψηλωμένος ο ήλιος. Πάει λοιπόν η ακολουθία. Το ίδιο κι όταν μπαίνω για εσπερινό· με πιάνει η νύχτα και εσπερινό δεν κάνω. Το ίδιο παθαίνω και μπροστά στην εικόνα της Παναγίας μας. Την αγαπώ πολύ.

Μ’ αρέσει πολύ να την αντικρίζω, κι αρχίζω το “Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς”· κι απ’ εκεί τα ίδια. Έχω και το φόβο μη και πέση απ’ τα χέρια μου το καντηλοκέρι και κάψω την εκκλησιά του Άη Γιώργη μου και καγώ κι εγώ· γι’ αυτό το σβήνω και το αποθέτω παρ’ έκει, προτού αρχίσω την ευχή…».

Ενθυμήσεις από τον Γερο Γεώργη του Φανερωμένου
Γερο Γεώργης ρχόταν συχν στ μοναστήρι γι ν διανυκτερεύση κα ν λειτουργηθ, κα εχαμε εκαιρία ν γνωρίσουμε τν σοφία, τν πλότητα, τν ελάβεια κα τν μεγάλη γάπη πο τν χαρακτήριζαν -γνωρίσματα το ληθιν πνευματικο νθρώπου.

ταν τ τος 1979, δύο χρόνια φότου νέλαβα καθήκοντα γουμένου σ να π τ πλέον πολυπαθ μοναστήρια το θωνα, ταν Γερο-Γεώργης μς πισκέφθηκε τν παραμον τς μνήμης το γίου Γεωργίου. Κεκοπιακώς, περίλυπος κα παρηγόρητος μο νακοίνωσε τν ατία τς στενοχωρίας του. καιρς μπόδισε τ καράβι ν φέρη ψάρια γι τν πανήγυρι κα τσι δν θ εχε ν φιλέψη τος πανηγυριστς το Κελλιο κα ν τιμήση τν γιο.

Τότε, το προσφέραμε σα ψάρια τυχε ν χουμε γι τν ορταστικ τράπεζα τς μονς. Κα κενος τ δέχθηκε, γονάτισε μπροστ στν πύλη τς μονς, εχαρίστησε κα εχήθηκε.  μέσως μετ τν ναχώρησή του, κα ν δν εχε διασχίσει τ ρια τς μονς, κατέφθασε μ. Γ. κα φερε ψάρια, πο εχε μόλις πιάσει π τν Καληάγρα, γι ν τ προσφέρη ελογία κριβς τόσες μερίδες, σες εχαμε δώσει στν Γερο-Γεώργη.

ταν τς πόμενες μέρες γέροντας ρθε πάλι ν εχαριστήση, ναψε κερ στν Μεταμόρφωση κα εχήθηκε ν μ λείψη τίποτε π τ Κοινόβιο.λλοτε, εχε στείλει διος ναν γνωστο φτωχό, γι ν πάρη λεημοσύνη π τν μονή.  Τότε, πο τ μοναστήρι περνοσε τν πι δύσκολη σως περίοδο τς ζως του μετ π μεγάλο διάστημα λειψανδρίας κα λεηλασίας, τυχε ν βρίσκωνται χι πάνω π κατ δραχμς στ ταμεο.

πίτροπος τς μονς διαμαρτυρήθηκε, λλ τελικς τ χρήματα δόθηκαν μ τν πεποίθηση τι λεημοσύνη θ λκύση τ λεος το Θεο. ταν φτωχς ναχώρησε, νας γνωστος προσκυνητς μ ζήτησε στ προρταρίκι κα παρέδωσε βιαστικς να φάκελο. Περιεχε χίλιες κατ δραχμές! ντυπωσιασμένος π τ ποσό, φαίρεσα τς κατ δραχμς κα στειλα ναν δελφ ν τρέξη πίσω π τν φτωχ γι ν το προσφέρη κα τοτο τ περίσσευμα.

Συνειδηποποιήσαμε τότε πόσο ταχεα εναι νταπόδοση τς Παναγίας. λλά, ταν διος Γερο-Γεώργης φθασε τ Σάββατο γι ν λειτουργηθ, χωρς ν χει πληροφορηθ π κάποιον γι τ γενόμενα, μ πλησίασε λο χαρ κα μο επε: «Εδες, ταν δίνη τ να χέρι, Παναγία προσφέρει πενταπλάσια στ λλο.»  τελευταία φράση πο μο επε κατ τν τελευταία πίσκεψή του στ μοναστήρι ταν «Καλ ντάμωση. Τώρα δν θ ξαναϊδωθομε.»Καλ ντάμωση στν νω ερουσαλήμ. Μ τν εχή του.

Δεν υπάρχουν σχόλια: