Ο κατά κόσμον Δήμος Ι. Καζακίδης γεννήθηκε
στο Σουφλί του Έβρου το 1902. Νέος ήλθε το 1925 να μονάσει στο Παντοκρατορινό
Κελλί του Αγίου Γεωργίου του Φανερωμένου της Καψάλας. Στην υπακοή του εναρέτου Γέροντος
Ευλογίου του νηστευτού (†1948), που υπήρξε υποτακτικός του περιβόητου ασκητή
του Άθωνος Χατζη-Γιώργη (†1886).
Ο Γέροντας Γεώργιος είχε μεγάλη
ευλάβεια στον άγιο μεγαλομάρτυρα Γεώργιο τον Τροπαιοφόρο, του οποίου τ’ όνομα
έφερε και διηγείτο με θέρμη, θαυμασμό και συγκίνηση τα θαύματα του προστάτη
αγίου του Κελλιού τους, ο οποίος πολλές φορές φανέρωσε τη θαυματουργή του χάρη
στους πιστούς δούλους του.
Κάποτε ακινητοποίησε ληστές, που
πήγαν να κλέψουν τους μοναχούς, και άλλοτε τους πήγε ψάρια στην πανήγυρή τους
κατά θαυμαστό τρόπο… Διακρινόταν για την υπακοή, την απλότητα, την ταπείνωση,
τη σεμνότητα και το φιλακόλουθο. Ακόμη και ηλικιωμένος πήγαινε στις αγρυπνίες
του Πρωτάτου και των Κελλιών.
Επίσης χαρακτηρίζεται για την
ελεήμονα καρδιά που έκρυβε. Τον γνωρίσαμε στις Καρυές και χαρήκαμε τη
συναναστροφή μαζί του. Λιγομίλητος, καλοσυνάτος, δεν κατέκρινε κανέναν.Ευλογημένο γεροντάκι. Χαιρόταν να
κάνει την πανήγυρη του αγίου του Κελλιού του. Όσοι περισσότεροι πήγαιναν, τόσο
χαιρόταν. Τους έφτιαχνε και λουκουμάδες, για να τους ευχαριστήσει. Αγωνιζόταν
να κρύβει την αρετή του.
Στην πανήγυρη του 1982 έδωσε όλο τον
εαυτό του. Γνώριζε καλά ότι θα ήταν η τελευταία. Ο Γέροντάς του Παχώμιος πριν
πολλά χρόνια του είχε πει: «Μόλις εσύ παιδί μου φθάσεις στα ογδόντα σου χρόνια,
τότε θα κοιμηθείς. Ούτε νωρίτερα, ούτε αργότερα». Σε κάποιους μοναχούς που τον
επισκέφθηκαν στα μέσα του 1982 έλεγε: «Φέτος φεύγω από τη ζωή αυτή, διότι έτσι
μου είχε πει ο Γέροντάς μου πριν 40 χρόνια, ότι όταν φθάσεις στα ογδόντα σου,
τότε θα κοιμηθείς».
Έτσι κι έγινε. Γηροκομούμενος σε
καλούς γειτόνους του και παρηγορούμενος από θεία οράματα ανεπαύθη εν Κυρίω ο
μακάριος στις 11.10.1982 στο Κελλί του Αγίου Δημητρίου Τρυγωνάδων. Στον επίσκοπο Ροδοστόλου Χρυσόστομο
κάποτε εκμυστηρεύθηκε εξομολογητικά, φοβούμενος μη πλανάται:
«Μπαίνω για τον όρθρο πολύ νύχτα ακόμα, όπως συνηθίζουμε, προσκυνώ τις εικόνες και βλέπω ύστερα τα καντήλια, κι αν είναι κανένα σβησμένο το ανάβω.Με “τραβάει” ύστερα να δω πολύ προσεκτικά την εικόνα του Ιησού Χριστού μας. Αρχίζω ύστερα την ευχή. Στην αρχή την λέω καθαρά με το στόμα, την καταλαβαίνω όλη. Ύστερα τα χάνω. Ούτε εικόνα βλέπω, ούτε τα χείλη μου αισθάνομαι να λένε τίποτα.
«Μπαίνω για τον όρθρο πολύ νύχτα ακόμα, όπως συνηθίζουμε, προσκυνώ τις εικόνες και βλέπω ύστερα τα καντήλια, κι αν είναι κανένα σβησμένο το ανάβω.Με “τραβάει” ύστερα να δω πολύ προσεκτικά την εικόνα του Ιησού Χριστού μας. Αρχίζω ύστερα την ευχή. Στην αρχή την λέω καθαρά με το στόμα, την καταλαβαίνω όλη. Ύστερα τα χάνω. Ούτε εικόνα βλέπω, ούτε τα χείλη μου αισθάνομαι να λένε τίποτα.
Μόνο που ειρηνεύουν όλα και μου
φαίνεται σαν να λέγεται η ευχή μέσα μου· την ακούω και την καταλαβαίνω
κατακάθαρα μέσα εδώ· και ευχαριστιέμαι, πολύ ευχαριστιέμαι. Όταν σταματάει,
είναι ήδη χαραυγή και πολλές φορές ψηλωμένος ο ήλιος. Πάει λοιπόν η ακολουθία. Το ίδιο κι όταν μπαίνω για εσπερινό·
με πιάνει η νύχτα και εσπερινό δεν κάνω. Το ίδιο παθαίνω και μπροστά στην
εικόνα της Παναγίας μας. Την αγαπώ πολύ.
Μ’ αρέσει πολύ να την αντικρίζω, κι
αρχίζω το “Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς”· κι απ’ εκεί τα ίδια. Έχω και το φόβο
μη και πέση απ’ τα χέρια μου το καντηλοκέρι και κάψω την εκκλησιά του Άη Γιώργη
μου και καγώ κι εγώ· γι’ αυτό το σβήνω και το αποθέτω παρ’ έκει, προτού αρχίσω
την ευχή…».
Ενθυμήσεις από τον Γερο Γεώργη του
Φανερωμένου
Ὁ Γερο Γεώργης ἐρχόταν συχνὰ στὸ μοναστήρι γιὰ νὰ
διανυκτερεύση καὶ νὰ λειτουργηθῆ, καὶ εἴχαμε εὐκαιρία νὰ γνωρίσουμε τὴν σοφία, τὴν ἁπλότητα, τὴν εὐλάβεια καὶ τὴν μεγάλη ἀγάπη ποὺ τὸν χαρακτήριζαν
-γνωρίσματα τοῦ ἀληθινὰ πνευματικοῦ ἀνθρώπου.
Ἦταν τὸ ἔτος 1979, δύο χρόνια ἀφότου ἀνέλαβα
καθήκοντα ἡγουμένου σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ πλέον
πολυπαθῆ μοναστήρια
τοῦ Ἄθωνα, ὅταν ὁ Γερο-Γεώργης
μᾶς ἐπισκέφθηκε τὴν παραμονὴ τῆς μνήμης τοῦ Ἁγίου
Γεωργίου. Κεκοπιακώς, περίλυπος καὶ ἀπαρηγόρητος
μοῦ ἀνακοίνωσε τὴν αἰτία τῆς στενοχωρίας
του. Ὁ καιρὸς ἐμπόδισε τὸ καράβι νὰ φέρη ψάρια
γιὰ τὴν πανήγυρι καὶ ἔτσι δὲν θὰ εἶχε νὰ φιλέψη τοὺς πανηγυριστὲς τοῦ Κελλιοῦ καὶ νὰ τιμήση τὸν Ἅγιο.
Τότε, τοῦ προσφέραμε ὅσα ψάρια ἔτυχε νὰ ἔχουμε γιὰ τὴν ἑορταστικὴ τράπεζα τῆς μονῆς. Καὶ ἐκεῖνος τὰ δέχθηκε,
γονάτισε μπροστὰ στὴν πύλη τῆς μονῆς, εὐχαρίστησε καὶ εὐχήθηκε. Ἀμέσως μετὰ τὴν ἀναχώρησή του,
καὶ ἐνῶ δὲν εἶχε διασχίσει
τὰ ὅρια τῆς μονῆς, κατέφθασε ὁ μ. Γ. καὶ ἔφερε ψάρια,
ποὺ εἶχε μόλις
πιάσει ἀπὸ τὴν Καληάγρα,
γιὰ νὰ τὰ προσφέρη εὐλογία ἀκριβῶς τόσες
μερίδες, ὅσες εἴχαμε δώσει στὸν
Γερο-Γεώργη.
Ὅταν τὶς ἑπόμενες μέρες ὁ γέροντας ἦρθε πάλι νὰ εὐχαριστήση, ἄναψε κερὶ στὴν Μεταμόρφωση
καὶ εὐχήθηκε νὰ μὴ λείψη τίποτε
ἀπὸ τὸ Κοινόβιο.Ἄλλοτε, εἶχε στείλει ὁ ἴδιος ἕναν ἄγνωστο φτωχό,
γιὰ νὰ πάρη ἐλεημοσύνη ἀπὸ τὴν μονή. Τότε,
ποὺ τὸ μοναστήρι
περνοῦσε τὴν πιὸ δύσκολη ἴσως περίοδο τῆς ζωῆς του μετὰ ἀπὸ μεγάλο
διάστημα λειψανδρίας καὶ λεηλασίας, ἔτυχε νὰ βρίσκωνται ὄχι πάνω ἀπὸ ἑκατὸ δραχμὲς στὸ ταμεῖο.
Ὁ ἐπίτροπος τῆς μονῆς
διαμαρτυρήθηκε, ἀλλὰ τελικῶς τὰ χρήματα
δόθηκαν μὲ τὴν πεποίθηση ὅτι ἡ ἐλεημοσύνη θὰ ἑλκύση τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὁ φτωχὸς ἀναχώρησε, ἕνας ἄγνωστος
προσκυνητὴς μὲ ζήτησε στὸ προρταρίκι
καὶ παρέδωσε
βιαστικὸς ἕνα φάκελο. Περιεῖχε χίλιες ἑκατὸ δραχμές! Ἐντυπωσιασμένος
ἀπὸ τὸ ποσό, ἀφαίρεσα τὶς ἑκατὸ δραχμὲς καὶ ἔστειλα ἕναν ἀδελφὸ νὰ τρέξη πίσω ἀπὸ τὸν φτωχὸ γιὰ νὰ τοῦ προσφέρη καὶ τοῦτο τὸ περίσσευμα.
Συνειδηποποιήσαμε τότε πόσο ταχεῖα εἶναι ἡ ἀνταπόδοση τῆς Παναγίας. Ἀλλά, ὅταν ὁ ἴδιος ὁ Γερο-Γεώργης ἔφθασε τὸ Σάββατο γιὰ νὰ λειτουργηθῆ, χωρὶς νὰ ἔχει
πληροφορηθῆ ἀπὸ κάποιον γιὰ τὰ γενόμενα, μὲ πλησίασε ὅλο χαρὰ καὶ μοῦ εἶπε: «Εἶδες, ὅταν δίνη τὸ ἕνα χέρι, ἡ Παναγία
προσφέρει πενταπλάσια στὸ ἄλλο.» Ἡ τελευταία φράση ποὺ μοῦ εἶπε κατὰ τὴν τελευταία ἐπίσκεψή του
στὸ μοναστήρι ἦταν «Καλὴ ἀντάμωση. Τώρα
δὲν θὰ ξαναϊδωθοῦμε.»Καλὴ ἀντάμωση στὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ. Μὲ τὴν εὐχή του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου