22 Ιουνίου, 2020

Ο ΤΡΟΠΟΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΔΙΑ ΤΗΣ ΛΑΒΙΔΟΣ (Β΄ ΜΕΡΟΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ)

ΑΓΙΑ  ΛΑΒΙΔΑ
 Ἀναφορά στήν ἱστορία τῆς λαβίδος ὡς κοχλιαρίου
Ὁ Δανιήλ  Γεωργόπουλος (19ος αἰ.),  νεότερος ἑρμηνευτής  τῆς θείας Λειτουργίας, στηριζόμενος προφανῶς στήν εἰκονογραφική παράσταση πού εἰκονίζει τήν ὁσία νά κοινωνεῖ μέ λαβίδα (κοχλιάριο) ἰσχυρίζεται ὅτι τό λειτουργικό αὐτό σκεῦος εἰσήχθη τόν 7ο μ.Χ. αἰ., ἐποχή πού ἔζησε ἡ ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία34.

Τό πιό πιθανό εἶναι ὅτι ἡ ὁσία κοινώνησε ἐμβαπτισμένο στό αἷμα ἄρτο πού μετέφερε ὁ ἅγιος Ζωσιμᾶς σέ μικρό σκεῦος (εἶδος ἀρτοφορίου), μέ λαβίδα (κοχλιάριο) ἢ μέ τό χέρι. Τήν ἴδια πάντως ἐποχή ἔχουμε πληροφορία ἀπό τόν ἅγιο Ἀναστάσιο τό Σιναΐτη περί Κοινωνίας ἑνός Στυλίτη μέ κοχλιάριο35 .

Στίς ὡς ἄνω μαρτυρίες στηρίζεται προφανῶς καί ὁ ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης, προκειμένου νά ἐπισημάνει ὅτι ἡ θεία Κοινωνία μέ λαβίδα εἶναι «παράδοσις ἀρχαιοτάτη».36Ἔχει ὑποστηριχθεῖ ὅτι τή λαβίδα τήν εἰσήγαγε στή λειτουργική πράξη ὁ ἱερός Χρυσόστομος.

Τήν ἄποψη αὐτή ὑποστήριξαν οἱ Πέτρος Ἀρκούδιος37 καί Παΐσιος Λιγαρίδης38. Οἱ δύο στηρίζονται στήν πληροφορία τοῦ ἱστορικοῦ Σωζομενοῦ, σύμφωνα μέ τήν ὁποία μία γυναίκα πιεζόμενη ἀπό τόν σύζυγό της νά μεταλάβει τῶν μυστηρίων τῶν Μακεδονιανῶν «λαβοῦσα ἐν χερσί τόν ἄρτον ἀπέρριψεν ἐπιδεξίως αὐτόν»39 . 

Κατ΄ ἄλλην ἐκδοχή ἱστορούμενη ἀπό τόν Γεώργιο Κεδρηνό, μία αἱρετική γυναίκα κατά τούς χρόνους τοῦ Ἀρκαδίου μόλις μετάλαβε τό μυστήριο τῶν Μακεδονιτῶν. Έμπροσθεν μάλιστα τοῦ μεγάλου φωστῆρος Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ἔγινε πέτρα στό στόμα της, εἰς ἔλεγχον τῶν αἱρετιζόντων καί ἀποτροπή τῶν ἀναξίων40. 

«Ἐπειδή ἦταν πονηρή λοιπόν αὐτή ἡ γυναῖκα, ὅπως λέγεται, ὁ Χρυσορρήμων προσέταξε νά μήν δίνεται στό ἑξῆς τό κυριακό σῶμα στό χέρι,καθώς ἦταν συνήθεια στήν Ἐκκλησία, ἀλλά μέ τήν ἴδια τήν λαβίδα πού κρατοῦσε μέσα τόν τίμιο ἄνθρακα καί καθάγνιζε ψυχή καί χείλη».

(«Διά τό πονηρόν τῆς γυναικός ταύτης, ὡς λέγεται, ὁ χρυσοῤῥήμων προσέταξε μή ἐν τῇ χειρί πλέον δίδοσθαι τό κυριακόν σῶμα, καθώς ἔθος ἦν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἀλλά γε δι’αὐτῆς τῆς λαβίδος ἔσω αὐτῆς φερούσης τόν τίμιον ἄνθρακα ψυχήν καθαγνιζούσης καί χείλη») 41 .

Ὅσοι ὅμως στηρίζουν τήν ἄποψη, ὅτι ὁ ἱερός Χρυσόστομος εἰσήγαγε τή λαβίδα, ἐλέγχονται ἀπό τόν ἴδιο πού ὑποστηρίζει τήν κεχωρισμένη μετάδοση τοῦ ἄρτου καί τήν διά τῆς χειρός Κοινωνία τῶν πιστῶν ταυτίζοντάς την μέ τήν λαβίδα πυρός πού εἶδε ὁ Ἠσαΐας42.

Αὐτή ἡ παράδοση τῆς Κοινωνίας διά τῆς λαβίδος τῆς χειρός διατηρήθηκε μέχρι τήν ἐποχή πού συγκλήθηκε ἡ ἐν Τρούλλῳ Πενθέκτη Οἰκουμενική Σύνοδος (691-692)43 , ἀλλά καί μετέπειτα μέχρι τόν 9ο -10ο αἰ. «Ἐν τῇ ἀρχαίᾳ ἐκκλησίᾳ, σημειώνει ὁ Εὑστράτιος Ἀργέντης, ὁ ἅγιος ἄρτος τῆς εὐχαριστίας ἐδίδετο εἰς τάς χεῖρας τῶν πιστῶν, ἀνδρῶν τε καί γυναικῶν, καί ἐν τῇ ἀνατολῇ, καί ἐν τῇ δύσει, καθώς δίδεται νῦν εἰς ἡμᾶς τό ἀντίδωρον. 

Ἐκράτησε δέ αὕτη ἡ συνήθεια μέχρι τῆς οἰκουμενικῆς ζ΄ Συνόδου, ὅσον ἠξεύρω ἐγώ, ἴσως καί μετά ταῦτα»44 . Ὁ Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως κάνει λόγο γιά τήν λαβίδα τῆς χειρός παραπέμποντας καί αὐτός στό παράδειγμα τοῦ Ἠσαΐα45. Ἡ ἐν Τρούλλῳ Σύνοδος στήν ὁποία ἀναφερθήκαμε, μέ τόν 101ο Κανόνα της ἀπαγορεύει τήν πρός ἐπίδειξη πλούτου καί δῆθεν ἀπό εὐλάβεια χρήση δοχείων, ἄρα καί λαβίδος, «πρός τήν τοῦ θείου δώρου ὑποδοχήν», καί ἐμμένει στόν ἀρχαῖο τρόπο Κοινωνίας·

«Ὥστε ἂν κανείς τήν ὥρα τῆς θείας Λειτουργίας (συνάξεως) θελήσει νά μεταλάβει τοῦ ἀχράντου σώματος καί νά ἑνωθεῖ μ’ αὐτό, ἀφοῦ σχηματίσει τά χέρια στόν τύπο τοῦ σταυροῦ ἂς πλησιάσει καί ἂς δεχτεῖ τήν κοινωνία τῆς χάριτος».

(«Ὥστε, εἴ τις τοῦ ἀχράντου σώματος μετασχεῖν ἐν τῷ τῆς συνάξεως βουληθείη καιρῷ, καί ἓν πρός αὐτό τῇ μετουσίᾳ γενέσθαι, τάς χεῖρας σχηματίζων εἰς τύπον Σταυροῦ, οὕτω προσίτω καί δεχέσθω τήν κοινωνίαν τῆς χάριτος»)46.

Τά χέρια τοῦ ἀνθρώπου, γράφει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, εἶναι τιμιώτερα ἀπό κάθε ἀγγεῖον47. Αὐτό ἐπισημαίνεται καί στό προοίμιο τοῦ 101ου Κανόνος· «Σῶμα Χριστοῦ, καί ναόν, τόν κατ’ εἰκόνα Θεοῦ κτισθέντα ἄνθρωπον». Ἡ θέση αὐτή θεμελιώνεται στόν Ἀποστολικό λόγο· «Ὑμεῖς δέ ἐστε σῶμα Χριστοῦ καί μέλη ἐκ μέρους»48 .

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός μιλᾶ γιά μετάληψη χωριστά ἄρτου καί οἴνου κατά τήν ἀρχαία τάξη· «Ἂς πλησιάσουμε αὐτόν μέ διακαῆ πόθο καί ἂς ὑποδεχθοῦμε τό σῶμα τοῦ ἐσταυρωμένου τοποθετώντας τίς παλάμες σέ σχῆμα σταυροῦ» («Προσέλθωμεν αὐτῷ πόθῳ διακαεῖ καί σταυροειδῶς τάς παλάμας τυπώσαντες, τοῦ ἐσταυρωμένου τό σῶμα ὑποδεξώμεθα») 49.

Εἶναι σαφές λοιπόν ἀπό τίς παραπάνω πηγές ὅτι οἱ πιστοί τουλάχιστον μέχρι τόν 9ο αἰ., σέ Ἀνατολή καί Δύση, κοινωνοῦσαν καί τά δύο εὐχαριστιακά εἴδη χωριστά. Ὁ ἄρτος ἐτίθετο στό χέρι τοῦ κοινωνοῦντος. Ὁ οἶνος λαμβανόταν ἀπό τό ποτήριο50. Σ’ αὐτό ἀναφέρεται καί ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος Μεδιολάνων στή Δύση, ὅταν ἀπευθυνόμενος στόν αὐτοκράτορα Θεοδόσιο λέγει·

«Πῶς θά ἁπλώσεις τά χέρια πού στάζουν αἷμα ἀπό τόν ἄδικο φόνο;

Πῶς μέ τέτοια χέρια θά ὑποδεχθεῖς τό πανάγιο σῶμα τοῦ Δεσπότη;

Πῶς θά πάρεις στό στόμα σου τό τίμιο αἷμα, ἐνῶ ἀπό θυμό ἔχυσες αἷμα ἀθώων ἀνθρώπων;» («Πῶς δέ τάς χεῖρας ἐκτενεῖς ἀποσταζούσας ἐπί τοῦ ἀδίκου φόνου τό αἷμα;

Πῶς δέ τοιαύταις ὑποδέξῃ χερσί τοῦ Δεσπότου τό πανάγιον σῶμα; πῶς δέ τῷ στόματι προσοίσεις τό αἷμα τό τίμιον, τοσοῦτον διά τόν τοῦ θυμοῦ λόγον ἐκχέας παρανόμως αἷμα;») 51 .

Ἡ ἀρχαία αὐτή πράξη ἐπέτρεπε βεβαίως τήν παράλληλη χρήση λαβίδος (κοχλιαρίου) γιά ἔκτακτες περιπτώσεις, ὅπως ἡ Κοινωνία ἀσθενούντων βαρέως ἢ ἡ ἀνάγκη καθημερινῆς Κοινωνίας τῶν πιστῶν στό σπίτι καί τῶν ἐρημιτῶν στόν τόπο τῆς ἡσυχίας των.

Θά πρέπει νά ἀναφερθεῖ ἐπίσης καί ἡ πληροφορία ὅτι ἡ λαβίδα χρησιμοποιήθηκε στήν Ἀνατολή ἀπό τούς Κόπτες καί τούς Νεστοριανούς μετά τήν ἀπόσχισή τους ἀπό τούς βυζαντινούς τόν 4ο μ.Χ. αἰ. 52.Ὁ Κωνσταντῖνος Καλλίνικος γράφει ὅτι ἡ λαβίδα μέ τή μορφή τοῦ κοχλιαρίου μαρτυρεῖται ἀπό τόν 10ο αἰ. 53.  

Δέν γνωρίζουμε ἀπό ποῦ ἀντλεῖ τήν πληροφορία αὐτή. Πιθανῶς νά στηρίζεται στήν ἀποδιδόμενη στόν Γρηγόριο Δεκαπολίτη (9ος αἰ.) μαρτυρία, γιά μετάληψη μέ λαβίδα54.Το κείμενο αὐτό ὅμως δέν εἶναι παλαιότερο τοῦ 14ου αἰ. 55 . 

Ἀπό τόν 9ο αἰ. καί ἑξῆς ἐπικρατοῦν νέες ἀντιλήψεις γιά τόν τρόπο Κοινωνίας τῶν πιστῶν καί δημιουργοῦνται νέες πρακτικές ἀνάγκες πού καθιστοῦν ἐπιβεβλημένη, σέ τοπικό πρῶτα καί καθολικό μετέπειτα ἐπίπεδο, τή χρήση τῆς λαβίδος (κοχλιαρίου).

Λόγοι ἐπικράτησης τῆς λαβίδος
Ὁ ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης (15ος αἰ.) γράφει ὅτι ἡ λαβίδα ἐπικράτησε «διά τινα ἐπιγεγονότα»56. Στά ζητήματα πού ἐπέβαλαν αὐτήν τήν ἀλλαγή ἐντάσσονται καί λόγοι βεβήλωσης τῆς κατ’ οἶκον διατηρούμενης θείας Κοινωνίας ἀπό κάποιους κακούς χριστιανούς.

Ἡ ἔλλειψη ἐπίσης διακόνων δυσκόλευε τήν μετάληψη καί ἀπό τά δύο εἴδη57. Τά πρακτικά προβλήματα πού δημιουργοῦντο κατά τήν Κοινωνία τῶν νηπίων, τῶν ἀσθενούντων καί μελλοθανάτων συνέβαλαν στό νέο τρόπο μετάληψης μέ λαβίδα «πρός τό εὐσχημονέστερον» κατά τήν ἔκφραση τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μιχαήλ τοῦ Ὀξείτη58 .

«Καί τό αἴτιον ὁποῦ ἡ ἐκκλησία ἐπενόησε τήν λαβίδα, σημειώνει ὁ Εὐστράτιος Ἀργέντης, ἦτον, διότι τινές ὑποκριταί τοῦ χριστιανισμοῦ, ἢ αἱρετικοί, ἢ δεισιδαίμονες ἄνθρωποι, λαβόντες τόν ἅγιον ἄρτον, δέν τόν ἔτρωγαν, ἀλλά ἢ τόν ἔρριπταν, ἢ τόν ἔκρυπταν, ἢ εἰς μαγείας καί πονηρίας τόν ἐμεταχειρίζοντο.

Διά τοῦτο ἐπενοήθη ἡ ἱερά λαβίς, διά νά δίδεται ἡ κοινωνία εἰς τό στόμα τῶν κοινωνούντων, καί οὕτω νά παυθῇ πᾶσα αἰτία καί πρόφασις τῆς καταφρονήσεως τοῦ ἱεροῦ τούτου Μυστηρίου»59 . Στή Δύση, ἀλλά καί στήν Ἀνατολή ἐπικράτησε ἀπό τόν 9ο αἰ. ἡ ἄποψη νά μήν κοινωνοῦν οἱ λαϊκοί χριστιανοί μέ τό χέρι60 .

Ἀπό συνήθεια ἐπίσης πού ἐπικρατοῦσε στήν Ἀνατολή διαδόθηκε καί στήν Ἰσπανία ἡ πρακτική τοῦ νά προσφέρεται ἀπό τά τέλη τοῦ 7 ου αἰ. τό σῶμα τοῦ Κυρίου ἐμβαπτισμένο στόν καθαγιασμένο οἶνο. Αὐτό στή Δύση ἀπαγορεύτηκε ἀπό Σύνοδο τό 67561. 

Τό ἔθος αὐτό τῆς ἀνάμιξης τῶν δώρων ἐντός σκευῶν ἀπηγόρευσε, ὅπως εἴδαμε, καί ἡ ἐν Τρούλλῳ Πενθέκτη Οἰκουμενική Σύνοδος. Σταθμό στή γενίκευση τῆς λαβίδος ἀποτελεῖ ἡ πράξη ἀνάπτυξης τῆς Προσκομιδῆς καί τῆς ἐπικράτησης τῶν μερίδων.

Γιά τόν πρακτικό της ρόλο καί κυρίως γιά τήν ἕνωση οἴνου καί ὕδατος γίνεται λόγος στό παλαιότερο κείμενο (12ος αἰ.) πού περιγράφει τήν τάξη τῆς Προσκομιδῆς 62 . Ὁ Βαλσαμών (12ος αἰ.) κάνει λόγο περί τῆς διάδοσης τῆς λαβίδος «ἐν τισίν ἐκκλησίαις»63. 

Τήν ἴδια ἐποχή ἀναφέρει τή λαβίδα καί τό ἀποδιδόμενο στό Σωφρόνιο Ἱεροσολύμων ὑπόμνημα τῆς θείας Λειτουργίας64.Ὁ ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης θεωρεῖ ἀπαραίτητη τή λαβίδα λόγῳ τῆς μίξης τῶν τιμίων δώρων. 

«Ἐπειδή εἶναι ἀνάγκη κάθε πιστός νά κοινωνεῖ καί ἀπό τό σῶμα καί ἀπό τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ μαζί» («Ἐπεί χρεία καί ἐκ τοῦ σώματος ὁμοῦ καί τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ κοινωνῆσαι πάντα πιστόν») 65 .Ἡ κυριαρχία τῆς λαβίδος ὡς τοῦ πλέον ἐνδεδειγμένου τρόπου Κοινωνίας δέν εἶναι ἄσχετη ἐπίσης καί μέ τόν τρόπο Κοινωνίας τῶν Λατίνων οἱ ὁποῖοι δέν τεμαχίζουν τόν ἄρτο66.

Ἐπίλογος 
Ἡ μελέτη τῆς ἱστορίας τοῦ τρόπου Κοινωνίας τῶν πιστῶν μᾶς ὁδηγεῖ στό συμπέρασμα ὅτι ἀπό τούς πρώτους χρόνους ἕως τόν 10ο αἰ. οἱ Χριστιανοί κοινωνοῦσαν ξεχωριστά τά τίμια δῶρα, λαμβάνοντας τόν ἄρτο στό χέρι των ἀπό τό λειτουργό ἱερέα («λαβίς τῶν χειρῶν»).

Ἡ λαβίδα ὡς λειτουργικό σκεῦος, ἄγνωστο ποιᾶς μορφῆς, εἶναι γνωστή μέν ἀπό τόν 4ο μ.Χ. αἰ. ὡς ἐργαλεῖο γιά ἐναλλακτική λύση, γιά ἔκτακτα περιστατικά καί ἀνάγκες εἰδικές. Ἁγιολογικά κείμενα τοῦ 7 ου αἰ. μᾶς πληροφοροῦν ὅτι ἡ λαβίδα συναντᾶται καί μέ τή μορφή τοῦ κοχλιαρίου. Ἀπό τόν 12ο αἰ. συνδέεται μέ τήν Προσκομιδή (μερίδες) καί μαρτυρεῖται σέ τοπικό ἐπίπεδο. Ὡς γενικευμένη δέ πρακτική κυριαρχεῖ ἀπό τόν 14ο αἰ.

Ὁ ὅρος «λαβίς», παρέμεινε καί γιά τό κοχλιάριο χάριν τοῦ δυνατοῦ συμβολισμοῦ καί τῆς ἀναφορᾶς στόν ἀπό τοῦ θυσιαστηρίου ληφθέντα ἄνθρακα. Ἄνθρακα εἶδε ὁ Ἠσαΐας, δηλαδή ξύλο «ἡνωμένον πυρί· οὕτω καί ὁ ἄρτος τῆς κοινωνίας οὐκ ἄρτος λιτός ἐστιν, ἀλλ’ ἡνωμένος θεότητι»67.

Δέν εἶναι μάλιστα τυχαῖο ὅτι ἡ λαβίδα ἀποκτᾶ καί μυστικό χαρακτῆρα μέ τήν ἔννοια ὅτι ἀποτελεῖ τύπο τῆς Θεοτόκου καθόσον «ἐκεῖ ἡ φλογερά φύσις τῇ λαβίδι τόν ἄνθρακα ἀπό τοῦ θυσιαστηρίου ἔλαβεν, αὕτη δέ τό πῦρ τῆς θεότητος ἐν ἑαυτῇ δεξαμένη, οὐ κατεφλέχθη, ἀλλ’ ἐδοξάσθη» 68 .

Ἡ παράδοση λοιπόν τῆς Ἐκκλησίας μας περί τῆς ἱστορίας, τῆς λόγω πρακτικῶν ἀναγκῶν χρήσης καί τοῦ συμβολισμοῦ τῆς λαβίδος εἶναι σαφής καί πλούσια. Ἡ μελέτη δέ καί ἐντρύφηση σέ αὐτήν τήν παράδοση μπορεῖ νά ἀπαντήσει καί στούς προβληματισμούς πού εἴτε προφάσει, εἴτε ἀληθείᾳ τίθενται καί στίς μέρες μας.

Μπορεῖ νά φωτίσει τόσο αὐτούς πού βλέπουν πνευματικά τά πράγματα καί ἀντιλαμβάνονται τό νόημα τοῦ λόγου «ὁ γάρ ἄρτος τοῦ Θεοῦ ἐστιν ὁ καταβαίνων ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καί ζωήν διδούς τῷ κόσμῳ» 69, ὅσο καί αυτούς πού θέλουν νά πρωτοτυπήσουν, ἀκόμη καί αυτούς πού ἀδυνατοῦν νά ἐμβαθύνουν στό θαῦμα τῶν μυστηρίων δυσκολευόμενοι ἀπό τούς λογισμούς τῆς ἀμφιβολίας των70 .

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1-Σκαρλάτου Δ. Βυζαντίου, Λεξικόν ἀρχαίας ἑλληνικῆς 
γλώσσης καί καθαρευούσης, τόμ. Α΄, Ἀθῆναι 1964, σ. 775.

2-Δημ. Ν. Μωραΐτη, «Λαβίς», ἐν Θρησκευτική 
καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαίδεια 8 (1966) 55. 

3-Ἠσ. 6, 6-7. 

4-Σωφρονίου Πατριάρχου Ἱεροσολύμων, Λόγος περιέχων τήν ἐκκλησιαστικήν ἅπασαν ἱστορίαν· καί λεπτομερῆ ἀφήγησιν πάντων τῶν ἐν τῇ θείᾳ ἱερουργίᾳ τελουμένων, PG 873 , 3984C. Βλ. καί Ἰωάννου Μ. Φουντούλη, Λειτουργική Α΄. Εἰσαγωγή στή θεία Λατρεία, Θεσσαλονίκη 32000, σ. 49.

5-Ματθ. 26, 26-28. Πρβλ. Μάρκ. 14, 22-24.
 Λουκ. 22, 19-20. Α΄ Κορ. 11, 23-25.

6-Νικήτα Πάσσαρη, Ἡ παράσταση τῆς Κοινωνίας τῶν
 Ἀποστόλων στή βυζαντινή τέχνη (6ος αἰ. – α΄ μισό 15ου αἰ.), 
Τόμος 1 – Κείμενο, Διδακτορική Διατριβή, Ἀθήνα 2015.

 7-Georg Schöllgen (ἐκδ.), Didache zwölf-Apostel-Lehre, Barcelona – 
Rom – New York 1991, σ.122. 8 Ἰουστίνου, Ἀπολογία, 65, PG 6, 428B.

 9-Ἰω. 19,34. 

10-Wilhelm Geerlings (έκδ.), Traditio Apostolica,
 Barcelona – Rom – New York 1991, σσ.292-296.

11-Εὐσεβίου Καισαρείας, Ἐκκλησιαστική 
Ἱστορία, Βιβλίο Ζ΄, 9, 4.

12-Διαταγαί τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, VIII, Sources 
Chretiénnes 336, 210 (= PG 1, 1109)

13-Μεγάλου Βασιλείου, Ἐπιστολή ϟΓ΄, PG 32, 485Α.

14-Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, Μυσταγωγική 
Κατήχησις Ε΄, 21, 22, Sources Chrétiennes 126, 170·172.

15-F. A. Brightman, Liturgies Eastern and Western, 
Oxford, At the Clarendon Press, M DCCC XCVI, σ. 63. 

16-Ἀλκιβιάδη Κ. Καζαμία, Ἡ θεία Λειτουργία τοῦ 
ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου καί τά νέα 
Σιναϊτικά χειρόγραφα, Θεσσαλονίκη 2006, σσ.216-219.

17-F.A. Brightman, .π., σ. 64.

18-Βλ. Ἀριστείδη Γ. Πανώτη, θεία Λειτουργία τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου, ἤτοι τέλεσις τῆς θείας Εὐχαριστίας τῶν Ἐκκλησιῶν Ἀντιοχείας καί Ἱεροσολύμων κατά τήν παλαιοχριστιανικήν τάξιν, Ἀθῆναι 1986, σ. 59. 

19-Ἰωάννου Μ. Φουντούλη, Κείμενα Λειτουργικῆς, τεῦχος Γ΄. Θεῖαι Λειτουργίαι, Θεσσαλονίκη 2007, σσ.376-377, 419. Στό κείμενο τῆς Λειτουργίας σημειώνεται ἀκριβῶς τό ἑξῆς: «Κοινωνεῖ δέ τούς πιστούς, λαμβάνων διά τῶν δύο δακτύλων μερίδα ἐκ τοῦ ἁγίου ποτηρίου καί θέτων εἰς τό στόμα αὐτῶν καί λέγων· Τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Κυρίου καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ γένοιτό σοι εἰς ἱλασμόν καί εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν».

20-Ἰωάννου Μ. Φουντούλη, Κείμενα Λειτουργικῆς 
Γ΄. Θεῖαι Λειτουργίαι, Θεσσαλονίκη 2007, σ. 61.

21-Ἰωάννου Μ. Φουντούλη, ὅ.π., σ. 54. Περί τῆς παραδόσεως τῶν πολλῶν ἄρτων καί τῶν πολλῶν ποτηρίων στή λειτουργική μας ἱστορία βλ. Παναγιώτη Ἰ. Σκαλτσῆ «Οἱ πολλοί ἄρτοι καί τά πολλά ποτήρια στή θεία Λειτουργία», ἐν «Ἱερουργοί καί Φιλοθεάμονες». Κεφάλαια Ἱστορίας καί Θεολογίας τῆς Λατρείας [Λειτουργικά καί Ὑμνολογικά Παράλληλα -1], ἐκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2014, σσ. 563-616.

22-Mansi 3, 720.

23-Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα, Αἱ τρεῖς Λειτουργίαι 
κατά τούς ἐν Ἀθήναις κώδικας, Ἀθῆναι 1982, σ. 150.

24-Ἰουστίνου, Ἀπολογία, 67, PG 6, 429 C.

25-Βασιλείου Κ. Στεφανίδη (Ἀρχιμ.), Ἐκκλησιαστική 
Ἱστορία ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι σήμερον, Ἀθῆναι 31990, σ.105. 

26-Tertulliani, Ad Uxorem II, V, PL 1, 1295-1297. Βλ. καί 
Εὐστρατίου Ἀργέντη, Σύνταγμα κατά Ἀζύμων, ἐν Λιψίᾳ 
τῆς Σαξωνίας, αψξ (1760), σσ.302-303. 

27-Συμεών Θεσσαλονίκης, Ἀποκρίσεις πρός τινας 
ἐρωτήσεις Ἀρχιερέως, ΜΑ΄, 155, 889Β. Πρβλ. Μεγάλου 
Βασιλείου, Ἐπιστολή  ϟΓ΄, PG 32, 485 A.

28-Σωφρονίου, Βίος ὁσίας Μαρίας, Δ΄, 34, PG 873 , 3721 C. 

29-Σωφρονίου, ὅ.π., PG 873 , 3721 A.

30 Σωφρονίου, ὅ.π., PG 873 , 3721ΑΒ

31-Σωφρονίου, ὅ.π., PG 873 , 3721A.

32-Σωφρονίου, Ἀφήγησις θαυμάτων τῶν ἁγίων Κύρου 
καί Ἰωάννου, PG 873 , 3457BC. Βλ. καί Robert F. Taft, A History
of the Liturgy of st. John Chrysostom, vol. VI, The Cmmunion, 
Thanksgiving, and concluding Rites, Rome 2008, σ. 283.

33-Μέγας Συναξαριστής τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τόμος Β’, μήνας Φεβρουάριος, 7, ἐπιμέλεια Ἀρχιμ. Ματθαίου Λαγγῆ, Ἀθήνα 1975, σ. 206. Βλ. καί Χριστοφόρου Χρόνη (Πρωτ/ρου), «Τρόπος μετάδοσης τῆς θείας Κοινωνίας – Ὁδεύοντας πρός τήν τέλεια ἀτέλεια», ἄρθρο στό διαδίκτυο.

34-Δανιήλ Γεωργόπουλου (Ἱεροδιδασκάλου), Ἱερά Ἀνθολογία 
περί τῶν σεπτῶν καί θείων ἑπτά Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας, 
Βενετία 1833, σ. 36. 

35-F. Nau, “Le texte grec des récits utiles à l’ âme d’ Anastase
 (le Sinaite)”, Oriens Christianus 3 (1903) 61- 62 : «Καί τοῦ 
ἔστειλαν μέσα σέ αὐτό τό 
σκεῦος ἁγία μερίδα σώματος μαζί καί τιμίου αἵματος. 

Ἀφοῦ τράβηξε πάνω στό στύλο τήν ἁγία μετάληψη, κρατώντας τό ἅγιο ποτήριο καί τό κοχλιάριο μετέλαβε» («Καί ἔστειλαν αὐτῷ εἰς αὐτό ἁγίαν μερίδα μετά καί τοῦ τιμίου αἵματος. Ἑλκύσας οὖν ἄνω τήν ἁγίαν μετάληψιν, κρατῶν τό ἅγιον ποτήριον καί τό κοχλιάριον, διεκρίνετο μεταλαβεῖν»). Βλ. καί Robert F. Taft, ὅ.π., σσ.283- 284. 

36-Ἁγίου Συμεών Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης 
(1416/17-1429), Ἔργα Θεολογικά, κριτική ἔκδοσις 
μετ’ εἰσαγωγῆς ὑπό D. Balfour [Ἀνάλεκτα Βλατάδων, 
34], Θεσσαλονίκη 1981, σ. 249.

37-Πέτρου Ἀρκουδίου, De Concordia Ecclesiae Orientalis…, 
Luterie Parisiorum, M. DC. LXXII, III, σ. 53. Βλ. καί Παναγιώτη
Ν. Τρεμπέλα, ὅ.π., σ. 150. 

38-Παϊσίου Λιγαρείδη, Ἀνακεφαλαίωσις…, ἐν χφ 571 
τοῦ Μετοχίου τοῦ Παναγίου Τάφου φφ 254ν -255ν . 
Βλ. καί J. Goar, Εὐχολόγιον sive Rituale Graecorum, 
Graz 1960, σ. 130. 

39-Ἑρμείου Σωζομενοῦ, Ἐκκλησιαστική
 Ἱστορία, 3,5, PG 67, 1529 A.

40-Ἡ πληροφορία ἀπό Νικολάου τοῦ Βουλγάρεως, 
Ἱερά Κατήχησις ἤτοι ἐξήγησις τῆς θείας καί 
ἱερᾶς Λειτουργίας, ἐν Κωνσταντινουπόλει 1861, σ. 249.

41-Παϊσίου Λιγαρείδη, ὅ.π., φφ 255ν -255ν . 

42-Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ἔπαινος τῶν ἀπαντησάντων ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ καί περί εὐταξίας ἐν ταῖς δοξολογίαις, PG 56, 136: «Ἀλλ’οὐκ ἐτόλμησεν ἅψασθαι τῇ χειρί τά Σεραφείμ, ἀλλά τῇ λαβίδι, σύ δέ τῇ χειρί λαμβάνεις». Βλ. καί Ὁμιλία 20 πρός τόν λαόν τῆς Ἀντιοχείας, κεφ. 7, PG 49, 208 καί 345. Βλ. καί Εὐστρατίου Ἀργέντη, ὅ.π., σ. 303.

 43-Βλ. Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Πηδάλιον,
 ἐκδ. Β. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 1987, σ. 311.

44-Εὐστρατίου Ἀργέντη, ὅ.π., σ. 301. Βλ. καί Βλασίου
Ἰ. Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Β΄. Ἀπό τήν
 Εἰκονομαχία μέχρι τή Μεταρρύθμιση, Ἀθῆναι 1994, σσ.647-648. 

45-N. Borgia, Il Commentario Liturgico di s. Germano…, Grottaferrata 1912, σσ. 36-37 (= PG 98, 433 A) «τόν κατέχοντα (ἱερέα) τόν νοερόν ἄνθρακα τῇ λαβίδι τῆς χειρός αὐτοῦ ἐν τῷ θυσιαστηρίῳ καί ἁγιάζοντα καί καθαίροντα τούς προσδεχομένους καί μεταλαμβάνοντας».

46-Γ. Ράλλη-Μ. Ποτλῆ, Σύνταγμα…, τόμ. Β΄, σσ. 546-547. Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Πηδάλιον, σσ. 310-311. Περί τοῦ Κανόνος αὐτοῦ βλ. Γεωργίου Χ. Γκαβαρδίνα, Ἡ Πενθέκτη Οἰκουμενική Σύνοδος καί τό νομοθετικό της ἔργο (Διδακτορική Διατριβή) [Νομοκανονική Βιβλιοθήκη 4], ἐκδ. «Ἐπέκταση», Κατερίνη 1998, σσ.241-242. 

47-Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Πηδάλιον, σ. 311.

48-Α΄ Κορ. 12, 27. 

49-Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς 
ὀρθοδόξου πίστεως, 4, PG 94, 1149 A.

50-Bλ. Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα, ὅ.π., σσ. 149-150. 

51-Θεοδωρήτου Ἐπισκόπου Κύρου, Ἐκκλησιαστικῆς 
Ἱστορίας, Λόγος πέμπτος, κεφ. ΙΖ΄, PG 82, 1232 D. 

52-Eusebii Renaudotii, Liturgiarum Orientalium 
Collectio, τόμ. Α΄, Parisiis 1716, σσ. 195-196 καί 262. 

53-Κωνσταντίνου Καλλινίκου (Πρωτ/ρου), 
Ὁ Χριστιανικός Ναός καί τά τελούμενα ἐν αὐτῷ, 
ἐκδ. Γρηγόρη, Ἀθῆναι 1969, σ. 190.

54-Γρηγορίου Δεκαπολίτου (ψευδ.), Λόγος ἱστορικός…, 
PG 100, 1204 B: «Καί πάλιν εἶδε ὁ Σαρακηνός ἐκ τρίτου 
τόν ἱερέα μεταδιδόναι ἐκ τοῦ σώματός τε καί τοῦ αἵματος 
τοῦ παιδίου μετά τῆς λαβίδος τοῖς μεταλαμβάνουσιν».

55-H. G. Beck, Kirche und theologische literatur
in byzantinischen reich, Μόναχο 1959, σ. 579.

56-Ἁγίου Συμεών Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης 
(1416/17-1429), Ἔργα Θεολογικά…, σ. 249.

57-Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, Πηδάλιον, σ. 311, σχ.1. 

58-«Περί τῆς ὑπαλλαγῆς τῆς μεταλήψεως τῶν ἁγιασμάτων τοῦ Χριστοῦ», ἐν Les Registes du Patriarcat de Constantinople, I: Les actes des patriarches, 1-3, ἔκδ. V. Grumel (Le Patriarcat byzantine, I), KadiköyInstabul 1932, καί ἔκδ. J. Darrouzès, Paris 1977, 1979, 1991. Bλ. καί Μανουήλ Ἰ. Γεδεών, Ἀρχεῖον ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας, Κωνσταντινούπολη 1911, σ. 40. Robert F. Taft, ὅ.π., σ. 293.

Βλ. καί π. Δημητρίου Τζέρπου, Ἐφόδιον ζωῆς. Ἡ μετάδοση τῆς θείας Κοινωνίας στούς ἀσθενεῖς πού ἀντιμετωπίζουν κίνδυνο θανάτου. Συμβολή στήν Ποιμαντική Λειτουργική, ἐκδ. «Τῆνος», Ἀθήνα 2001, σσ. 37 ἑξ. καί 91 ἑξ. Βλ. καί Ἰωάννου Μ. Φουντούλη, Λειτουργική Α΄…, σ. 48

59-Εὐστρατίου Ἀργέντη, ὅ.π., σ. 303. 

60-Σύνοδος ἐν Ρουένῃ, πιθανῶς τό 880. Τή θέση αὐτή 
τή συμμερίζεται ἀργότερα καί ὁ ἅγιος Συμεών 
Θεσσαλονίκης. Βλ. Διάλογος…, ϟΘ΄, PG 155, 301 A. Bλ.
καί Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα, ὅ.π., σ. 150.

 61-Mansi 11, 155. Bλ. καί Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα, ὅ.π., σ. 150.

62-V. Laurent, “Le vituel de la proskomidie et le métropolite de Crète Élie », Revue des Études Byzantines 19 (1958) 131. Βλ. καί Robert F. Taft, .π., σσ.294-297. Τοῦ ἰδίου, “Byzantine Communion Spoons: A review of the Evidence”, ἐν Dumbarton Oaks, Papers (DOP), 50 (1996) 209-238.

63-Γ. Ράλλη-Μ.Ποτλῆ, Σύνταγμα…, τόμ. Β΄, σσ. 548-549. 

64-Σωφρονίου Ἱεροσολύμων (ψευδ.), ὅ.π., PG 873 , 3985 B. 

65-Συμεών Θεσσαλονίκης, Διάλογος…, ϟΔ΄, PG 155, 284 D.

66-Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα, «Ὁ ρωμαϊκός λειτουργικός 
τύπος», ἐν Ἐπιστημονική Ἐπετηρίς Θεολογικῆς Σχολῆς 
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν 15 (1960-1964) 198.

67-Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, 4, PG 94, 1149 B. Πρβλ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Ὁμιλία ΝΣΤ΄, Περί τῶν ἁγίων καί φρικτῶν τοῦ Χριστοῦ μυστηρίων…, ἔκδ. Σοφοκλέους Κ. τοῦ ἐξ Οἰκονόμων, Ἀθήνησι αωξα (1861), σσ.200-212. Νικολάου Καβάσιλλα, Εἰς τήν θείαν Λειτουργίαν, Sources chrétiennes 4 bis , Paris 1967 (= PG 150).

68-Ἰακώβου Μοναχοῦ, Λόγος Δ΄, Εἰς τόν Εὐαγγελισμόν, PG 127, 641 D. Πρβλ. Σωφρονίου Πατριάρχου Ἱεροσολύμων, ὅ.π., PG 873 , 3985C: «Ἡ λαβίς κατά τόν προφήτην Ἠσαΐαν λέγοντα· “Ἀπεστάλη πρός με ἓν τῶν Σεραφείμ” σημαίνει δέ τήν Παρθένον, βαστάζουσαν καί αὐτόν τόν οὐράνιον ἄρτον». 

69-Ἰω. 6, 33. 

70-Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, Πηδάλιον, σ. 243, σχ. 1. Βλ. καί π. Δημητρίου Τζέρπου, ὅ.π., σσ. 91-93. Βλ. καί Alkiviadis C. Calivas, «Σχόλια γιά τή χρήση τῆς λαβίδας», orthodoxia.info/news, 28-05-2020. π. Χριστοφόρου Χρόνη (Πρωτ/ρου), «Τρόπος μετάδοσης τῆς θείας Κοινωνίας – ὁδεύοντας πρός τήν τέλεια ἀτέλεια», στό Διαδίκτυο. «ΕΚΤΑΚΤΟ:

Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ζητᾶ ἐπικοινωνία μέ τίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες γιά τήν θεία Κοινωνία», Romfea.gr, 02/0 6/2020. Βασιλείου Ἰ. Καλλιακμάνη (Πρωτ/ρου), Μεθοδολογικά πρότερα τῆς ποιμαντικῆς, Λεντίῳ ζωννύμενοι, ἐκδ. «Μυγδονία», Θεσσαλονίκη 2000, σσ.201-216.


Δεν υπάρχουν σχόλια: