18 Μαΐου, 2020

ΤΗΣ ΕΠΟΜΕΝΗΣ ΗΜΕΡΑΣ Η ΕΥΡΩΠΗ

Η πανδημία της νόσου COVID-19, παρά την αβεβαιότητα που τη συνοδεύει, είναι σίγουρο ότι βρίσκεται ακόμη στα αρχικά της στάδια. Στην επώδυνη και σύνθετη προσπάθεια να χαλιναγωγήσει τον ιό, η ανθρωπότητα, όπως θα το έθετε ο Ουίνστον Τσώρτσιλ, δεν έχει φτάσει «στο τέλος, ούτε στην αρχή του τέλους· αλλά έχει φτάσει στο τέλος της αρχής».

Ηδη, ωστόσο, η υγειονομική κρίση έχει αναδείξει εκ νέου τις αδυναμίες των όχι –και– τόσο «Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης» (μια άλλη ιστορική διατύπωση του Τσώρτσιλ) και την ανάγκη για μια ενιαία προσέγγιση σε πολλά κρίσιμα ζητήματα.Ανάμεσα σε μια διεθνώς απούσα Αμερική και σε μια Κίνα που επιχειρεί αδέξια να την αντικαταστήσει, η Ευρωπαϊκή Ενωση πασχίζει να βρει τη δική της φωνή, να ενισχύσει τη γεωπολιτική και οικονομική της αυτονομία. 

Ωστόσο, χρονίζοντα ζητήματα, όπως η ατελής δημοσιονομική ενοποίηση και αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών-μελών, η υπονόμευση του κράτους δικαίου σε ορισμένες χώρες και η απουσία συναίνεσης για το μεταναστευτικό δυσχεραίνουν την ικανότητα της Ευρώπης να κινηθεί συντονισμένα και δυναμικά. 

Ο φόβος του ιού οδήγησε σε μονομερείς ενέργειες εντός της Ε.Ε. στη φάση της επιβολής των περιοριστικών μέτρων και τώρα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δίνει μάχη για να αποτρέψει την επανάκαμψη του ίδιου φαινομένου στη φάση του ανοίγματος. Κοινές πολιτικές, ιδίως σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας, εξακολουθούν να υπονομεύονται από εθνικά συμφέροντα και διμερείς σχέσεις κρατών-μελών, ειδικά με το Πεκίνο.

Διεύρυνση του χάσματος

Χαρακτηριστικό είναι το σχόλιο του Ντομινίκ Μοϊζί, ειδικού συμβούλου του ινστιτούτου Montaigne. Η Ευρώπη, τονίζει στην «Κ» ο φημισμένος γεωπολιτικός αναλυτής, θα έπρεπε να απαντήσει στην επιδεινούμενη εσωστρέφεια των ΗΠΑ με βαθύτερη ενοποίηση. Αντ’ αυτού, «βλέπουμε τις μέρες της πανδημίας να διευρύνεται το χάσμα μεταξύ Βορρά και Νότου, αλλά και μεταξύ Δύσης και Ανατολής».

Για τον Ιβάν Κράστεφ, πρόεδρο του Centre for Liberal Studies στη Σόφια, η στιγμή για την Ε.Ε. να διαδραματίσει ένα σημαντικό θετικό ρόλο είναι στη δεύτερη φάση διαχείρισης της κρίσης – την οικονομική απάντηση στην ύφεση. 

Οι ηγέτες και οι υπουργοί Οικονομικών του Νότου ήδη προειδοποιούν ότι η νέα οικονομική κρίση, σαφώς οξύτερη από την προηγούμενη, απειλεί τη συνοχή της Ενωσης. Ακόμη και χωρίς φαινόμενα διάλυσης, μία εμφανώς άνιση ανάκαμψη θα υπονομεύσει καίρια το ευρωπαϊκό εγχείρημα, θα υπονομεύσει τις γεωπολιτικές φιλοδοξίες της Ενωσης και θα ενισχύσει τις φυγόκεντρες δυνάμεις στο εσωτερικό της.

Η πανδημία, που μπορεί να επιταχύνει την ευρωπαϊκή ιστορία, επιτάσσει τη λύση γόρδιων δεσμών που η Ε.Ε. συνεχώς παρέπεμπε στο μέλλον, θέτει νέα διλήμματα και αναδεικνύει παραγνωρισμένα μοντέλα ηγεσίας.Η «Κ» συγκέντρωσε τις σκέψεις ορισμένων από τους κορυφαίους διανοητές που ασχολούνται με την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και τις προοπτικές της, για το πώς η πανδημία θα μεταμορφώσει την Ε.Ε. και ποιες είναι οι προϋποθέσεις για να βγει ενισχυμένη από τη μεγάλη και μακρά αυτή δοκιμασία.

ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ Ι

Το μέλλον της Ευρωατλαντικής Συμμαχίας

Ο Ντόναλντ Τραμπ ποτέ δεν ήταν λάτρης της Ε.Ε. Την είχε χαρακτηρίσει, αξιομνημόνευτα, «τον μεγαλύτερο αντίπαλο» των ΗΠΑ. Στη διαχείριση της υγειονομικής κρίσης, που απειλεί ευθέως την επανεκλογή του, η αναβάθμιση των ευρωαμερικανικών σχέσεων βρίσκεται κάπου στο τέλος της λίστας των προτεραιοτήτων του.

Η πανδημία έχει υπάρξει «αρνητική εξέλιξη» για τις σχέσεις ΗΠΑ-Ε.Ε., λέει στην «Κ» ο Ντομινίκ Μοϊζί, υπενθυμίζοντας την ταξιδιωτική απαγόρευση που επιβλήθηκε από την Ουάσιγκτον «χωρίς καμία προσυνεννόηση με τους Ευρωπαίους – μία απολύτως ωμή, μονομερής ενέργεια». Η πληγή αυτή δεν θα εξαφανιστεί, προειδοποιεί, «ακόμα και αν ο Τραμπ ηττηθεί στις εκλογές». Οι ΗΠΑ, σημειώνει, είχαν ξεκινήσει να απομακρύνονται από την Ευρώπη και να ρέπουν προς τον απομονωτισμό πριν από την προεδρία Τραμπ «και η τάση αυτή θα συνεχιστεί και έπειτα από αυτόν».

Από την πλευρά του, ο πολύπειρος Φρανσουά Χεσμπούρ, υψηλόβαθμος σύμβουλος σήμερα, του International Institute for Strategic Studies, θεωρεί ότι αν εκλεγεί ο Τζο Μπάιντεν «θα υπάρξει μία επαναφορά του επαγγελματισμού στη διαχείριση των διεθνών σχέσεων και θα διεξαχθεί μία οργανωμένη και ορθολογική συζήτηση για το μέλλον της Συμμαχίας και την αποκατάστασή της». Για τον Χεσμπούρ, ο κυριότερος παράγοντας που θα καθορίσει τις σχέσεις των ΗΠΑ με την Ευρώπη θα είναι η Κίνα, υπέρ της «ανάσχεσης» της οποίας τάσσονται τόσο οι Ρεπουμπλικανοί όσο και οι Δημοκρατικοί. 

Ισως μάλιστα η αντιπαράθεση με το Πεκίνο να οξυνθεί αν ο Λευκός Οίκος περάσει στο χέρια των Δημοκρατικών, εξηγεί ο Γάλλος καθηγητής. «Ο Τραμπ δεν πιστεύει σε συμμαχίες, αλλά δεν πιστεύει ούτε στο αντίθετο των συμμαχιών» λέει, θυμίζοντας ότι τον Ιανουάριο ο Αμερικανός πρόεδρος επαινούσε τον Σι Τζινπίνγκ για την αντίδραση της Κίνας στον κορωνοϊό.

Θα μπορούσε η επαναπροσέγγιση ΗΠΑ - Ε.Ε., υπό την προεδρία Μπάιντεν, να επιτευχθεί στη βάση ενός κοινού αντικινεζικού μετώπου; «Είναι κάτι που έχω προτείνει – διατλαντική συνεργασία στον έλεγχο της μεταβίβασης τεχνολογίας στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ», απαντά ο Χεσμπούρ. «Οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες έχουν επιτέλους θεσμοθετήσει μηχανισμούς ελέγχου των ξένων επενδύσεων – οι ΗΠΑ τους έχουν εδώ και καιρό. 

Και οι Βρυξέλλες έχουν θέσει σε λειτουργία ένα γραφείο πληροφόρησης σχετικά με κινεζικές επενδύσεις και πρακτικές αναφορικά με την πνευματική ιδιοκτησία, για να βοηθήσουν τα κράτη-μέλη στις αποφάσεις τους. Αρα είναι ένα πεδίο στο οποίο Ευρωπαίοι και Αμερικανοί θα μπορούσαν να συνεργαστούν στενά».

ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ ΙΙ

Πώς θα επηρεαστούν οι σχέσεις με την Κίνα;

Το Πεκίνο δεν έχει εκμεταλλευθεί επιτυχώς την απουσία των ΗΠΑ από τη διεθνή μάχη κατά του ιού. «Η Κίνα, προσπαθώντας να κεφαλαιοποιήσει την πανδημία με μία σοκαριστικά άξεστη προπαγανδιστική εκστρατεία, έδειξε ακούσια στους Ευρωπαίους τον κυνισμό της», έγραψε πρόσφατα ο Αντρέας Κλουθ στο Bloomberg. Οι πιέσεις προς τις Βρυξέλλες και άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες να υιοθετήσουν την κινεζική εκδοχή για την πανδημία και η διάδοση θεωριών συνωμοσίας από επίσημες κινεζικές πηγές συνδυάστηκε με τη συνειδητοποίηση της εξάρτησης από την κινεζική οικονομία για ζωτικά αγαθά.

Η κρίση «διδάσκει στους Ευρωπαίους ότι η Κίνα έχει περάσει από τη φάση της επαγγελματικής και προσεκτικής μαθητείας στη διαχείριση της υπερδύναμης σε μία ιδιαιτέρως επιθετική και αλαζονική “διπλωματία”, με τις πρεσβείες της, σε χώρες όπως η Γαλλία, να επιδεικνύουν εχθρική συμπεριφορά απέναντι στους οικοδεσπότες τους», σημειώνει ο Φρανσουά Χεσμπούρ.

Η νέα επιφυλακτικότητα απέναντι στην Κίνα, ωστόσο, δεν είναι εύκολο να μεταφραστεί σε αποτελεσματική πολιτική. Για τον Θόρστεν Μπένερ, επικεφαλής του γερμανικού think tank GPPI, η πρόοδος είναι ανεπαρκής. Οπως τονίζει, για να υπερασπιστεί σθεναρά τα συμφέροντά της έναντι της Κίνας και να αντισταθεί στην τακτική του «διαίρει και βασίλευε» που έχει επιστρατεύσει με επιτυχία το Πεκίνο.

Η Ε.Ε. πρέπει να ενισχύσει την αλληλεγγύη στο εσωτερικό της, ενώ τα πιο ισχυρά μέλη της πρέπει να μειώσουν την εξάρτησή τους από την κινεζική αγορά και να αμβλύνουν την προτεραιότητα που δίνουν στις διμερείς επαφές υπέρ πανευρωπαϊκών προσεγγίσεων. Επιπλέον, τονίζει, πρέπει να αναπτυχθεί ένα δίκτυο ανεξάρτητων ειδικών σε θέματα Κίνας στα πανεπιστήμια και τις δεξαμενές σκέψεις και να υπάρξει μεγαλύτερη διαφάνεια στη δράση του κινεζικού λόμπι στην Ευρώπη. 

Παράλληλα, η Κίνα είναι ζωτικός εταίρος στη διαχείριση παγκόσμιων προβλημάτων, με σημαντικότερο την κλιματική αλλαγή. Η Μαρία Δεμερτζή, υποδιευθύντρια του Ινστιτούτου Bruegel στις Βρυξέλλες, σημειώνει ότι Ε.Ε. και Κίνα «συμφωνούν στην ανάγκη αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής. Δεν είναι σαφές όμως αν στον απόηχο της πανδημίας θα συμφωνήσουν όσον αφορά την ισορροπία μεταξύ οικονομικής ανάκαμψης και επιδίωξης ταχείας επίτευξης κλιματικών στόχων».

ΠΑΡΑΓΩΓΗ - ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ - ΕΡΕΥΝΑ 

Ζητείται μεγαλύτερη αυτάρκεια προϊόντων

Σε πρόσφατο δοκίμιό του για την πανδημία, ο ύπατος εκπρόσωπος της Ε.Ε. για την Εξωτερική Πολιτική Ζοζέπ Μπορέλ έγραψε: «Η εξάρτησή μας από την Κίνα για την εισαγωγή ορισμένων προϊόντων είναι τεράστια, ιδίως όσον αφορά τις μάσκες και τις προστατευτικές ενδυμασίες (50%). Επιπλέον, το 40% των αντιβιοτικών που εισάγουν η Γερμανία, η Γαλλία ή η Ιταλία προέρχεται από την Κίνα, η οποία παράγει το 90% της πενικιλίνης που καταναλώνεται παγκοσμίως. 

Σήμερα, ούτε ένα γραμμάριο παρακεταμόλης δεν παράγεται στην Ευρώπη». Η κρίση έχει δημιουργήσει μία νέα σπουδή για επαναφορά στρατηγικών παραγωγικών μονάδων σε ευρωπαϊκό έδαφος και για προστασία ευρωπαϊκών επιχειρήσεων από επιθετικές εξαγορές από τρίτες χώρες. Επιπλέον, αναμένεται να ενισχύσει τα επιχειρήματα όσων τάσσονται υπέρ της προώθησης Ευρωπαίων «πρωταθλητών» σε κρίσιμους κλάδους.

Ο Ζαν Πισανί-Φερί, πρώην σύμβουλος του Εμανουέλ Μακρόν, senior fellow στο Bruegel και καθηγητής στο EUI στη Φλωρεντία, εξηγεί: «Η Ε.Ε. πρέπει να σκεφθεί στρατηγικά και να ενισχύσει την ανθεκτικότητά της. Ηταν ήδη αναγκαίο να το κάνει πριν από την πανδημία, και η ανάγκη αυτή έχει πλέον οξυνθεί». Ο Γάλλος οικονομολόγος τονίζει ότι η παγκοσμιοποίηση «έκανε τον μέσο Ευρωπαίο πολύ πλουσιότερο» και δεν πρέπει να εγκαταλειφθεί. 

«Αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να δώσουμε επιχειρησιακά σάρκα και οστά στις έννοιες της οικονομικής κυριαρχίας και της οικονομικής ασφάλειας.Αυτό συνεπάγεται να γίνουμε ενεργοί παίκτες σε ζωτικούς τεχνολογικούς τομείς και να αναπτύξουμε συλλογική ασφάλεια προμηθειών για κρίσιμα προϊόντα».

«Η ελπίδα μου είναι ότι η κρίση θα μας κάνει να δούμε ότι χρειαζόμαστε έναν συνδυασμό υγιούς ανταγωνισμού, μεγαλύτερης διαφοροποίησης των εφοδιαστικών αλυσίδων και καινοτομίας με τη στήριξη του κράτους», σημειώνει ο Κρίστιαν Οντενταλ, επικεφαλής οικονομολόγος του Centre for European Reform. 

«Τα εμβόλια που βρίσκονται σήμερα στο στάδιο των κλινικών δοκιμών, για παράδειγμα, αναπτύχθηκαν από μικρές και μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι επενδυτικά κεφάλαια χρηματοδότησης της καινοτομίας, που θα δημιουργήσουν κίνητρα για νέες ιδέες και λύσεις, όχι κρατική στήριξη για εθνικούς και Ευρωπαίους πρωταθλητές».

ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Τι είδους ηγέτες θα αναδειχθούν;

«Οι άμεσες και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις θα εξαρτηθούν κατά κύριο λόγο από τις πολιτικές επιλογές και τους τρόπους διαχείρισης της κρίσης» σχολιάζει για τον πολιτικό αντίκτυπο της κρίσης ο Λουκάς Τσούκαλης, πρόεδρος του ΕΛΙΑΜΕΠ και καθηγητής στη Σχολή Διεθνών Υποθέσεων (Sciences Po) στο Παρίσι. «Οσο αποτελεσματικότερη είναι η κοινή διαχείριση και περισσότερη η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, τόσο μικρότερος θα είναι ο κίνδυνος να υπάρξει άνοδος του εθνικισμού-λαϊκισμού. Το αποτέλεσμα δεν έχει κριθεί ακόμη».

Τις πολιτικές συνέπειες της όξυνσης των διαιρέσεων μεταξύ αλλά και εντός των κρατών-μελών αναδεικνύει ο Γιάννης Εμμανουηλίδης, διευθυντής σπουδών του European Policy Centre στις Βρυξέλλες. «Κατά τη διάρκεια των προηγούμενων κρίσεων, είδαμε ότι οι αποκλίνουσες πορείες διαφορετικών κρατών-μελών και η αύξηση της πόλωσης εντός των χωρών ενισχύουν την απήχηση εθνικιστικών και λαϊκιστικών δυνάμεων. Tο ίδιο μπορεί να συμβεί και τώρα».

Τι κοινό έχουν αυτοί που διαχειρίστηκαν καλύτερα την κρίση ώς τώρα; «Γρήγορες αποφάσεις, αξιοπιστία και πειθώ, σε συνδυασμό με ενσυναίσθηση και κοινωνική ευαισθησία, σεβασμό στην άποψη των ειδικών, συντονισμό και κινητοποίηση του κρατικού μηχανισμού και της κοινωνίας γενικότερα», απαντά ο κ. Τσούκαλης. «Οι μεγάλες κρίσεις πάντα αναδεικνύουν τα θετικά και τα αρνητικά στοιχεία του καθενός. Ετσι ξεχωρίζουν οι σοβαροί ηγέτες από τους δημαγωγούς και τους σαλτιμπάγκους».

Για τον Ιβάν Κράστεφ, η φοβία ότι η πανδημία θα ενίσχυε τον αυταρχισμό βασιζόταν σε μία παρεξήγηση: «Οι αυταρχικοί ηγέτες προτιμούν κρίσεις τις οποίες έχουν οι ίδιοι κατασκευάσει. Στην παρούσα κρίση η κοινή γνώμη επιβράβευσε ηγέτες που συνδύασαν την αποφασιστικότητα με την ταπεινοφροσύνη και τη διάθεση συνεργασίας με τους ειδικούς». 

Η μεγάλη πρόκληση για τους ηγέτες καθώς η κρίση εκτυλίσσεται, σημειώνει ο Κράστεφ, θα είναι να διατηρήσουν την εμπιστοσύνη των πολιτών καθώς αλλάζουν πολιτικές προσαρμοζόμενοι στις νέες συνθήκες, π.χ. αίροντας σταδιακά τα περιοριστικά μέτρα ώστε να επανακάμψει μερικώς η οικονομική δραστηριότητα. «Θα πρέπει να επιδείξουν ταυτόχρονα στιβαρότητα και ευελιξία», τονίζει.

Η ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΥΦΕΣΗΣ

Τα απαιτούμενα μέτρα, ο Βορράς και ο Νότος

Ολοι οι ηγέτες της Ε.Ε. συμφωνούν ότι η ύφεση λόγω του κορωνοϊού είναι μια κρίση συμμετρική, προϊόν ανωτέρας βίας, ασύνδετο με τη μακροοικονομική πολιτική της μιας ή της άλλης χώρας. Οι συνέπειές της, ωστόσο, διαφέρουν σημαντικά, τόσο εξαιτίας της ισχύος με την οποία η πανδημία έπληξε διαφορετικές χώρες, όσο και λόγω της απόκλισης στη δημοσιονομική δυνατότητα των κρατών-μελών να αντιδράσουν σε αυτήν. 

Ιδιαίτερα για τις ήδη υπερχρεωμένες χώρες του Νότου, η αναγκαία δημοσιονομική τόνωση της οικονομίας θα οδηγήσει τον δείκτη χρέους προς ΑΕΠ σε επικίνδυνη τροχιά – ένας από τους βασικούς λόγους που ζητούν στήριξη από την Ε.Ε. και τους δημοσιονομικά ισχυρότερους εταίρους τους στον Βορρά.

Προς το παρόν, τη λύση δίνει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. «Ολο το νέο χρέος που θα εκδοθεί την περίοδο του κορωνοϊού πιθανότατα θα καταλήξει στον ισολογισμό της ΕΚΤ», σημειώνει η Μαρία Δεμερτζή. «Για όσο καιρό η ΕΚΤ δεσμεύεται για την αναχρηματοδότησή του, το επίπεδο του χρέους δεν επηρεάζει την πρόσβαση της χώρας που το εκδίδει στις αγορές».

Μεσοπρόθεσμα, εξηγεί, η πολιτική αυτή θα δημιουργήσει διλήμματα για την ΕΚΤ, αλλά προς το παρόν «έχει προτεραιότητα η παροχή ρευστότητας σε όλα τα μέλη της Ευρωζώνης». Οσο πιο έντονη είναι η απουσία συναίνεσης σε πολιτικό επίπεδο, τονίζει, τόσο περισσότερα θα χρειαστεί να κάνει η ΕΚΤ – «και αυτό δεν είναι ούτε ιδεατό ούτε βιώσιμο. Πρέπει οι πολιτικοί να συνεισφέρουν εξίσου όσο και η κεντρική τράπεζα στην προστασία των ευρωπαϊκών οικονομιών».

Η μεγάλη αντιπαράθεση των πρώτων μηνών της κρίσης αφορά τη μορφή και το μέγεθος αυτής της πανευρωπαϊκής δημοσιονομικής απάντησης στη νέα οικονομική κρίση. «Η δημοσιονομική στήριξη θα χρειαστεί πριν υπάρξει εμβόλιο και μπορέσουμε να επιστρέψουμε στην κανονικότητα», εξηγεί ο Κρίστιαν Οντενταλ. 

Ο Γερμανός οικονομολόγος θεωρεί ότι η ρευστότητα που θα διαθέσει η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων πρέπει να αυξηθεί σημαντικά, από τα 200 δισ. ευρώ που συμφώνησαν οι «27» στο 1 τρισ. ευρώ, και ότι η Ε.Ε. πρέπει να χρηματοδοτήσει μεταβιβάσεις ύψους 200 δισ. ευρώ για τις χώρες και τις περιφέρειες που θα πληγούν πιο βαριά από την πανδημία.

Προβληματισμό σε ορισμένους κύκλους έχει προκαλέσει η επιλογή να ενταχθεί το Ταμείο Ανάκαμψης στον νέο μακροπρόθεσμο προϋπολογισμό της Ε.Ε. (Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο 2021-27), η διαπραγμάτευση επί του οποίου ήταν, ούτως ή άλλως, σύνθετη εξαιτίας της απώλειας της συνεισφοράς του Ηνωμένου Βασιλείου.

Ενας εκ των σκεπτικιστών είναι ο Ζαν Πισανί-Φερί. «Οι διαπραγματεύσεις για το ΠΔΠ είναι πάντα συγκρουσιακές και απαιτούν ομοφωνία», λέει. «Η ένταξη σε αυτές του Ταμείου Ανάκαμψης αμφιβάλλω ότι θα οδηγήσουν σε ικανοποιητική λύση. Θα προτιμούσα ένα ad hoc, προσωρινό εργαλείο, εκτός του προϋπολογισμού».

Από την πλευρά του, ο Λουίς Γκαριθάνο, καθηγητής Οικονομικών και ευρωβουλευτής από το 2019 (εξελέγη με τους φιλελεύθερους Ciudadanos), θεωρεί ότι το ΠΔΠ αποτελεί «εγγύηση αλληλεγγύης» και συνεπώς «είναι το ιδανικό “σπίτι” για το νέο Ταμείο». Η εξάρτηση από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είναι «ριψοκίνδυνη και εύκολο να αποφευχθεί» σημειώνει, προειδοποιώντας ότι «χωρίς ξεκάθαρη και φιλόδοξη ανάληψη δράσης σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ο λαϊκισμός θα επανέλθει δριμύτερος».

Η στάση της Γερμανίας

Ερωτώμενος εάν η Γερμανία είναι διατεθειμένη να φανεί πιο γενναιόδωρη σε σύγκριση με τους «φειδωλούς 4» (Ολλανδία, Σουηδία, Δανία, Αυστρία) στη χρηματοδότηση του Νότου στη φάση της ανάκαμψης, ο Ισπανός ευρωβουλευτής απαντά ότι «ο στόχος αυτών των προσπαθειών είναι σαφής σε όλους: να διασωθεί η ευρωπαϊκή οικονομία. 

Ολοι θα χάσουν εάν δεν ανακάμψει ο ευρωπαϊκός Νότος – και όλοι το καταλαβαίνουν αυτό». Η δική του πρόταση –την οποία έχει καταθέσει σε κοινό άρθρο με τον Γκι Φερχόφσταντ– εστιάζεται στην εξεύρεση πόρων μέσω νέων πανευρωπαϊκών φόρων στον άνθρακα και «στους μεγάλους νικητές της κρίσης της πανδημίας: τους τεχνολογικούς κολοσσούς». 

Με ενέχυρο τους πόρους αυτούς, ισχυρίζεται, η Ε.Ε. «μπορεί να αντλήσει τρισεκατομμύρια από τις αγορές» χωρίς να αυξηθούν οι συνεισφορές των «4» στο ΠΔΠ.Για τον Οντενταλ, οι «φειδωλοί 4» παίζουν στην ευρύτερη διαπραγμάτευση για τον προϋπολογισμό τον ρόλο που έπαιζε το Ηνωμένο Βασίλειο: των «σκληρών» που αντιπαρατίθενται στο στρατόπεδο της συνοχής και επιτρέπουν στο Βερολίνο να παίξει τον ρόλο του έντιμου διαμεσολαβητή που επιτυγχάνει τον συμβιβασμό.

ΕΝΑ ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΟ ΣΕΝΑΡΙΟ

Και αν η Ιταλία όντως αποχωρήσει;

Οι ανησυχίες για την ακεραιότητα της Ευρωζώνης, για την ικανότητα των Ευρωπαίων να δράσουν από κοινού απέναντι σε μεγάλες προκλήσεις, για την άνοδο του ευρωσκεπτικισμού και τις εγγενείς αδυναμίες του ευρωπαϊκού Νότου, μπορούν να συνοψιστούν με μία λέξη: Ιταλία.

Τα οικονομικά προβλήματα της Ιταλίας ήταν γνωστά πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας. Η τρίτη πλέον μεγαλύτερη οικονομία της Ε.Ε. είχε ουσιαστικά μηδενική ανάπτυξη στα 20 χρόνια συμμετοχής της στο ευρώ. Το δημόσιο χρέος της ήταν το δεύτερο μεγαλύτερο στην Ευρώπη ως ποσοστό του ΑΕΠ, μετά την Ελλάδα. Οι δημογραφικές προοπτικές της ήταν εφιαλτικές (έχει τον δεύτερο γηραιότερο πληθυσμό στον κόσμο).

Η Ιταλία βρέθηκε πρώτη στο μάτι του κυκλώνα της COVID-19 στην Ευρώπη. Ενώ οι γιατροί στα νοσοκομεία της Λομβαρδίας επέλεγαν σε ποιους ασθενείς θα δοθούν αναπνευστήρες και ποιοι θα αφεθούν να πεθάνουν, άλλα κράτη-μέλη της Ε.Ε. επέβαλλαν απαγορεύσεις στις εξαγωγές ιατρικού εξοπλισμού. 

Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν ζήτησε συγγνώμη για την αδράνεια που επέδειξε αρχικά η Ε.Ε. απέναντι στην ιταλική τραγωδία. Αλλά ακολούθησαν νέες προκλήσεις, όπως η επιμονή των Ολλανδών να επιβάλουν μνημονιακού τύπου όρους στην παροχή δανείων μέσω του ESM.

Οταν ξέσπασε η κρίση του κορωνοϊού, εξηγεί ο Ντομινίκ Μοϊζί, «η Ιταλία, ένα ιδρυτικό μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης και παραδοσιακά μία από τις πιο φιλοευρωπαϊκές χώρες, ένιωσε ότι η Ευρώπη την εγκατέλειψε – και μάλιστα για τρίτη φορά μέσα σε δέκα χρόνια, μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση και το μεταναστευτικό». 

O Βολφάνγκο Πίκολι, συμπρόεδρος της εταιρείας πολιτικής συμβουλευτικής Teneo, παρατηρεί ότι οι θετικές πρωτοβουλίες της Ε.Ε. δεν έχουν απήχηση στην κοινή γνώμη: «Ο ευρωσκεπτικισμός και τα λαϊκιστικά αφηγήματα κερδίζουν έδαφος. Ο κίνδυνος είναι η Ευρώπη να γίνει ο αποδιοπομπαίος τράγος για οτιδήποτε έχει πάει στραβά στην Ιταλία από την αρχή της επιδημίας. 

Αυτό είναι ακόμη πιο πιθανό εάν οι διαιρέσεις μεταξύ των κρατών-μελών βαθύνουν στην επόμενη φάση της κρίσης, όπως είναι πολύ πιθανό». Το ΑΕΠ της Ιταλίας θα συρρικνωθεί κατά 9,5% φέτος – μόνο η Ελλάδα προβλέπεται να έχει χειρότερη επίδοση. Το χρέος της θα φτάσει το 158,9% του ΑΕΠ. Η δυνατότητα της ΕΚΤ να εγγυηθεί την πρόσβασή της στις αγορές βρίσκεται υπό πολιορκία από το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο. 

Στις επόμενες εκλογές, που πρέπει να διεξαχθούν έως τον Μάιο του 2023, ενδέχεται να βγει νικητής ο ακροδεξιός πολέμιος της Ε.Ε. Ματέο Σαλβίνι.Ωστόσο, ο Πίκολι δεν στοιχηματίζει στο Italexit. «Η πολυδιάσπαση του πολιτικού συστήματος και οι αυξημένες κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες που θα απαιτούσε δεν το καθιστούν ιδιαίτερα πιθανό», λέει. «Η Ιταλία είναι ένα έθνος αποταμιευτών και συνταξιούχων, που έχουν πολλά να χάσουν και τείνουν να αποστρέφονται τον κίνδυνο». 

Η επόμενη κυβέρνηση, πάντως, όπως τονίζει, ανεξαρτήτως της πολιτικής της προέλευσης, θα είναι πολύ πιο ευρωσκεπτικιστική: «Η Ιταλία θα γίνει ένας πολύ πιο δύσκολος και απρόβλεπτος παίκτης στην ευρωπαϊκή σκηνή».

ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΚΑΤΑΚΤΗΣΕΙΣ

Οι υπαρκτοί κίνδυνοι για την κοινή αγορά

Οπως και οι προηγούμενες κρίσεις της τελευταίας δεκαετίας, η πανδημία δοκιμάζει τη συνοχή της Ε.Ε. και τις αντοχές των πιο μεγάλων επιτευγμάτων της – ειδικά της ελεύθερης μετακίνησης ανθρώπων και της ελεύθερης διακίνησης αγαθών. Στην πρώτη φάση της αντίδρασης, το κάθε κράτος-μέλος πήρε τις δικές του αποφάσεις για το κλείσιμο των συνόρων, τις απαγορεύσεις στις εξαγωγές κ.ο.κ., με την Κομισιόν να πασχίζει να επιβάλει μια ομοιομορφία και ένα συντονισμό στη διαδικασία.

«Στην αρχή επικράτησε η λογική του “ο σώζων εαυτόν σωθήτω”», σημειώνει ο Λουκάς Τσούκαλης. «Ευτυχώς τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν σύντομα. Βοήθησαν και οι ευρωπαϊκοί θεσμοί για να επικρατήσει μιαν άλλη λογική, ότι είμαστε δηλαδή όλοι στην ίδια βάρκα. Μερικοί όμως ξέρουν καλό κολύμπι και άλλοι όχι, κάποιοι διαθέτουν γερά σωσίβια, ενώ των άλλων είναι τρύπια και δεν θα αντέξουν για πολύ», τονίζει.

«Η ενιαία αγορά δεν θα αντέξει εάν επικρατήσει ένας οικονομικός δαρβινισμός, που θα στηρίζεται στη δυνατότητα μερικών κρατών να διατηρούν τις επιχειρήσεις τους ζωντανές, ενώ των άλλων θα καταρρέουν. Ελπίζω να επικρατήσει τελικά η λογική του κοινού συμφέροντος για να σώσουμε τις μεγάλες ευρωπαϊκές κατακτήσεις», συμπληρώνει.

«Υπάρχει σαφής κίνδυνος, η κρίση να ενισχύσει περαιτέρω τον κατακερματισμό και τη δυσπιστία εντός της Ε.Ε.», προειδοποιεί από την πλευρά του ο Γιάννης Εμμανουηλίδης. «Σε περίπτωση που η Ε.Ε. και τα μέλη της δεν είναι σε θέση συλλογικά να αποτρέψουν την υλοποίηση του πιο αρνητικού σεναρίου, υπάρχει πράγματι ο κίνδυνος η τρέχουσα θεμελιώδης κρίση να μετατραπεί σε υπαρξιακή απειλή για την Ευρωπαϊκή Ενωση».

Οι χώρες του Νότου, στις εκκλήσεις τους για μεγαλύτερη αλληλεγγύη, μιλούν για την ανάγκη αποτροπής του κατακερματισμού και τελικά της κατάρρευσης της ενιαίας αγοράς, καθώς η άνιση δυνατότητα των κρατών-μελών να στηρίξουν τον ιδιωτικό τομέα τους οδηγεί σε ανατροπή των ίσων όρων του ανταγωνισμού. 

«Μετά τη δημοσίευση του προσωρινού πλαισίου για τις κρατικές ενισχύσεις από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, βλέπουμε ότι έχει υπάρξει ασυμμετρική χρήση των νέων δυνατοτήτων», σημειώνει η Μαρία Δεμερτζή του Bruegel.  «Περίπου το 50% του συνόλου των αιτημάτων έχει προέλθει από γερμανικές εταιρείες, που έχουν συνεπώς αυξημένες πιθανότητες επιβίωσης έναντι των ανταγωνιστών τους σε άλλες χώρες. 

Είναι επείγον να εξετάσουμε τι σημαίνει αυτό για την ενιαία αγορά και τις δυνατότητες διαφορετικών χωρών να αντέξουν στην καταιγίδα».O Ζαν Πισανί-Φερί θέτει ως άμεση προτεραιότητα «βιώσιμες εταιρείες από δημοσιονομικά πιο αδύναμα κράτη-μέλη να μην πτωχεύσουν απλώς και μόνον εξαιτίας χρεών που θα συσσωρεύσουν στην περίοδο της πανδημίας». 

Γι’ αυτό, εξηγεί, «έχω ταχθεί υπέρ ενός οχήματος επένδυσης κεφαλαίων που θα είναι κοινό, πέρα από τις όποιες εθνικές πρωτοβουλίες».Μία άλλη οπτική εκφράζει ο Αντριαν Σουτ του ινστιτούτου Clingendael στη Χάγη. Θεωρεί ότι η απειλή για την ενιαία αγορά δεν προέρχεται από έλλειμμα δημοσιονομικής αλληλεγγύης, αλλά από το επίμονο έλλειμμα ανταγωνιστικότητας σε συγκεκριμένες χώρες: 

«Βλέπουμε διαρθρωτικές και θεσμικές αδυναμίες που μεταφράζονται σε μεγάλες διαφορές στην παραγωγικότητα της εργασίας, υψηλή ανεργία και χαμηλά επίπεδα απασχόλησης, τα οποία είναι η αιτία, όχι το αποτέλεσμα, της υπερχρέωσης των χωρών αυτών. Η συμβουλή μου προς την Ιταλία είναι να μιλάει λιγότερο για “αλληλεγγύη” και να εστιάσει στις μεταρρυθμίσεις εκείνες που εισηγούνται το ΔΝΤ, ο ΟΟΣΑ και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή».

Ε.Ε. - ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

Το Brexit ύστερα από την πανδημία

Η πανδημία έχει περιπλέξει την κατάσταση και με την επόμενη μέρα στις σχέσεις Ε.Ε. - Ηνωμένου Βασιλείου. Το Brexit έγινε μεν πράξη στις 31 Ιανουαρίου, αλλά το Ηνωμένο Βασίλειο εξακολουθεί να αποτελεί μέλος της ενιαίας αγοράς και της τελωνειακής ένωσης έως τη λήξη της περιόδου μετάβασης (31.12.2020). Η νέα εμπορική συμφωνία που θα διέπει τις διμερείς οικονομικές σχέσεις ήταν, ούτως ή άλλως, δύσκολο να οριστικοποιηθεί έως τότε – και τώρα, με τις καθυστερήσεις που έχει προκαλέσει η υγειονομική κρίση, θεωρείται αδύνατον.

«Η κυβέρνηση έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν θα ζητήσει παράταση της περιόδου μετάβασης. Ωστόσο, η προθεσμία για να αποφασίσει είναι η 30ή Ιουνίου και με την αβεβαιότητα που έχει προκαλέσει η COVID-19, δεν είναι απίθανο να αλλάξει στάση», εξηγεί στην «Κ» ο Ραούλ Ρουπαρέλ, στέλεχος σήμερα της Deloitte και πρώην σύμβουλος σε θέματα Ευρώπης της Τερέζα Μέι. Θεωρητικά μάλιστα, η παράταση θα μπορούσε να αποφασιστεί αργότερα, με τη σύμφωνη γνώμη των δύο πλευρών.

Ο Ρουπαρέλ δεν βλέπει η πανδημία να αλλάζει την προσέγγιση των Brexiteers, οι οποίοι κυριαρχούν στο υπουργικό συμβούλιο του Μπόρις Τζόνσον. «Δεν υπάρχει κάποια ένδειξη ότι θα οδηγήσει σε υποχώρηση από τις κόκκινες γραμμές – και ειδικά στον τερματισμό της ελεύθερης μετακίνησης, στην αποχώρηση από την ενιαία αγορά και την τελωνειακή ένωση, στη δυνατότητα απόκλισης από τους κανόνες της Ε.Ε. και στην απαγκίστρωση από τη δικαιοδοσία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου».

Παράλληλα, προβλέπει ότι η πανδημία θα προκαλέσει μια συζήτηση με «απλοϊκούς όρους» στη Βρετανία μεταξύ προστατευτισμού και παγκοσμιοποίησης, με τα ένστικτα του προστατευτισμού να έχουν το πάνω χέρι. Ούτε η εκλογή ενός νέου, φιλοευρωπαίου ηγέτη της αντιπολίτευσης, στο πρόσωπο του Κιρ Στάρμερ, είναι πιθανό να αλλάξει τα δεδομένα, σύμφωνα με τον Ρουπαρέλ. 

Ο Στάρμερ «αντιμετωπίζει ένα πολύπλοκο πεδίο μέσα στο ίδιο του το κόμμα, που είναι διχασμένο σε πολλά θέματα, μεταξύ των οποίων και το Brexit», εξηγεί. Ο Τζόνσον είναι πιο πιθανό να δεχθεί πιέσεις για αλλαγή πολιτικής απέναντι στην Ε.Ε. από τα μέσα ενημέρωσης και τον επιχειρηματικό τομέα, με τους Εργατικούς να συμπλέουν με μια τέτοια εκστρατεία, αλλά όχι να την ενορχηστρώνουν.

 


Δεν υπάρχουν σχόλια: