19 Οκτωβρίου, 2018

ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ ΜΟΣΧΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΙΑΚΟΠΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΜΕ ΤΟ ΦΑΝΑΡΙ


Με μεγάλο πόνο η Ιερά Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας πληροφορήθηκε το από της 11ης Σεπτεμβρίου 2018 ανακοινωθέν του Πατριαρχείου Κων/πόλεως περί:

Ανανέωσης της αποφάσεως «χορήγησις  ατοκεφαλίας  είς την κκλησίαν τς Οκρανίας», ανασύστασης στο Κιέβο «Σταυροπήγιον»  Πατριαρχείου  Κων/πόλεως, «ποκαταστήσις  ες τόν ρχιερατικόν ερατικόν  βαθμόν» των αρχηγών του ουκρανικού σχίσματος και των συν αυτούς και τους «πιστούς ατν ες  κκλησιαστικήν  κοινωνίαν», άρσεως «τής σχύως» του Συνοδικού Γράμματος του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως του έτους 1686 σχετικά με την παραχώρηση της Ιεράς Μητροπόλεως Κιέβου στην δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Μόσχας.

Αυτές τις άνομες αποφάσεις η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως έλαβε μονομερώς, αγνοώντας τις κλήσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουκρανίας, του πληρώματος της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας, καθώς και των κατά τόπους Ορθοδόξων αδελφών Εκκλησίων, των Προκαθημένων τους και των Αρχιερέων προς πανορθόδοξη συζήτηση επί του θέματος.

Η κοινωνία μετά των εισερχομένων εις σχίσμα, πολύ δε περισσότερο με τους αφορισμένους από την ίδια την Εκκλησία εξομοιώνεται με την συμμετοχή στο σχίσμα και αυστηρά καταδικάζεται από τους Κανόνες της Αγίας Εκκλησίας: «Ε δ φανεί τις τν πισκόπων, πρεσβυτέρων, διακόνων, τις το κανόνος τος κοινωνήτοις κοινωνν, κα τοτον κοινώνητον εναι, ς ν συγχέοντα τν κανόνα τς κκλησίας» (B τς ν ντιοχεί Τοπικς Συνόδου, Ι και ΙΑ´ ποστολικο Κανόνες).

Η απόφαση του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως περί «ποκαταστάσεως» κανονικής υπόστασης και επαναφορά σε εκκλησιαστική κοινωνία του αφορισμένου από την Εκκλησία πρώην Μητροπολίτου Φιλαρέτου Ντενισένκο, αγνοεί μια σειρά ληφθέντων αποφάσεων των Ιερών Συνόδων της Ιεραρχίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας, των οποίων η νομιμότητα δεν υφίσταται αμφιβολία. 

Σύμφωνα με την απόφαση της Ιεραρχίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουκρανίας γενομένης στο Χάρκοβο στις 27 Μαΐου 1992 ο Μητροπολίτης Φιλάρετος Ντενισένκο λόγω μη πληρώσεως των όρκων που έδωσε μπροστά στο Σταυρό και στο Ιερό Ευαγγέλιο κατά την διάρκεια της συνεδριάσεως της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας εκθρονίστηκε από την καθέδρα του Κιεβού και του απαγορεύτηκε η άσκηση των λειτουργικών του καθηκόντων.

Η Ιερά Συνόδος της Ιεραρχίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας με την από 11η Ιουνίου 1992 απόφασή της επικύρωσε τα πρακτικά της Συνόδου στο Χάρκοβο και καθαίρεσαι τον Φιλάρετο Ντενισένκο από το αξίωμά του με τις ακόλουθες καταγγελίες:

«Σκληρή και επηρμένη συμπεριφορά προς τον υπό επίβλεψή του κλήρο, επιβολή και εκβιασμό (Προς Τίτον πιστολή 1, 7-8, ΚΖ´ ποστολικός Κανόνας), πρόκληση σκανδάλου στους πιστούς με την συμπεριφορά του και την προσωπική του ζωή (Κατά Ματθαίον 18, 7, Γ´ Κανών Α Οκουμενικς Συνόδου, Ε Κανών Δ Οκουμενικς Συνόδου), επιορκία (ΚΕ´ ποστολικός Κανόνας), δημόσια συκοφαντία και βλασφημία εναντίον της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας (ΣΤ Κανών Β Οκουμενικς Σύνοδου), τέλεσις των Αχράντων Μυστηρίων καθώς και χειροτονιών των κληρικών στην κατάσταση αργίας (ΚΗ ποστολικός Κανόνας), δημιουργία σχίσματος στην Εκκλησία (Κανών ΙΕ της Πρωτοδευτέρα Σύνοδος)».

Ως εκ τούτου, όλες οι χειροτονίες που τέλεσε ο Φιλάρετος και οι εκκλησιαστικές ποινές που έπραξε ευρισκόμενος υπό την ποινή της αργίας από τη 27η Μαΐου του 1992 υφίστανται άκυρες. Παρόλο που υπήρξαν επανειλημμένες κλήσεις προς μετάνοια, ο Φιλάρετος μετά την καθαίρεση συνέχισε την σχισματική του δραστηριότητα ακόμα και στις δικαιοδοσίες των άλλων κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών. Ως εκ τούτου η σεπτή Ιεραρχία της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας το 1997 με απόφασή της τον αναθεμάτισε.

Οι ως άνω αποφάσεις έγιναν δεκτές από όλες τις Τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες συμπεριλαμβανομένης και της εν Κωνσταντινουπόλει Εκκλησίας. Συγκεκριμένα ο Παναγιώτατος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως κ.κ. Βαρθολομαίος στην απάντηση του γράμματος του Αγιωτάτου Πατριάρχου Μόσχας και πασών των Ρωσσιών κ. κ. Αλέξιου Β στις 26 Αυγούστου 1992 με αφορμή την εκθρόνιση του Μητροπολίτου Κιέβου Φιλαρέτου έγραφε:

«Η καθ' μάς γία του Χριστο Μεγάλη κκλησία είς το ακέραιον την πί το θέματος ποκλειστικήν ρμοδιότα τς φ μας γιωτάτης Εκκλησίας τς Ρωσσίας ποδέχεται τα Συνοδικς ποφασισθέντα περί το ν λόγ». Στο από 7η Απριλίου 1997 γράμμα του Παναγιωτάτου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως κ. κ. Βαρθολομαίου προς τον Αγιώτατον Πατριάρχη Μόσχας και πασών των Ρωσσιών κ. κ. Αλέξιον Β σχετικά με την επιβολή του αναθέματος στον Φιλάρετο Ντενισένκο σημειώνεται:

«Λαβόντες γνσιν τς ς νω ποφάσεως, νεκοινωσάμεθα ταύτην τ εραρχί το καθ μας Οκουμενικο Θρόνου καί προετρεψάμεθα ατήν πως οδεμίαν κκλησιαστικήν κοινωνίαν χη τοντεθεν μετά τν ερημένων».Σήμερα, μετά από δυο δεκαετίες, το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως για πολιτικούς λόγους άλλαξε την στάση του. Στην απόφασή του να αποκαταστήσει τους πρωτεργάτες του σχίσματος και να «κανονικοποιήσει» την ιεραρχία τους, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Κων/πόλεως αναφέρεται σε ανύπαρκτα «κανονικά προνόμια το Πατριάρχου Κων/πόλεως πως δέχηται κκλήτους προσφυγάς ρχιερέων καί λλων κληρικν κ πασν τν Ατοκεφάλων κκλησιν».

Οι αξιώσεις αυτής της μορφής, οι οποίες διεκδικούνται τώρα από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως ποτέ δεν είχαν την πλήρη υποστήριξη της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Αυτές δεν βασίζονται στους Ιερούς Κανόνες και ευθέως εναντιώνονται σε αυτούς και συγκεκριμένα στο ΙΕ Κανόνα της εν Αντιοχεία Συνόδου: 

«Ε τις πίσκοπος, πί τισίν γκλήμασι κατηγορηθείς, κριθείη π πάντων τν ν τ παρχί πισκόπων, πάντες τε σύμφωνοι μίαν κατ ατο ξενέγκοιεν ψφον, τοτον μηκέτι παρ τέροις δικάζεσθαι, λλ μένειν βεβαίαν τν σύμφωνον τν π τς παρχίας πισκόπων πόφασιν», – καθώς αυτές διαψεύδονται και από την πρακτική των αποφάσεων των Αγίων Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων και από τις ερμηνείες των κορυφαίων βυζαντινών κανονιολόγων και αυτών μεταγενέστερης εποχής.

Όπως ο Ιωάννης Ζωναράς σημειώνει: «Ο γάρ πάντων δέ τν μητροπολιτν πάντως Κωνσταντινουπόλεως καθιεται δικαστής, λλά τν ποκειμένων ατ. Ο γάρ δή καί τούς τς Συρίας μητροπολίτας, τούς τς Παλαιστίνης, καί Φοινίκης, τούς τς Αγύπτου, κοντας λκύσει δικάσασθαι παρ᾿ ατ. λλ᾿ ο μέν τς Συρίας, τ τς ντιοχείας πόκεινται φόρ, ο δέ τς Παλαιστίνης, τ το εροσολύμων, ο δέ τς Αγύπτου, παρά τ λεξανδρείας δικάσονται, παρ᾿ καί χειροτονονται, καί ος περ πόκεινται».

Για την επαναφορά στην κοινωνία καταδικασμένου σε ξένη Τοπική Εκκλησία αναφέρεται ο ΚΗ Κανών της εν Καρθαγέν Συνόδου: «Διό, ε κα περ ατν κκλητον παρέχειν νομίσωσι, μ κκαλέσωνται ες τ πέραν τς θαλάσσης δικαστήρια, λλ πρς τος πρωτεύοντας τν δίων παρχιν, ς κα περ τν πισκόπων πολλάκις ρισται.

Ο δ πρς περαματικ δικαστήρια διεκκαλούμενοι, παρ οδενς… δεχθσιν κοινωνίαν». Για το ίδιο θέμα γίνεται αναφορά στην επιστολή αυτής της Συνόδου προς τον Πάπα Ρώμης Κελεστίνον: «Μ ον ο ν τ δί παρχί π τς κοινωνίας ναρτηθέντες παρ τς σς γιωσύνης, σπουδαίως, κα καθς μ χρή, φανσιν ποκαθιστάμενοι τ κοινωνίτιναδήποτε πράγματα ναφυσι, τατα ν τος δίοις φείλειν περατοσθαι τόποις».

Ο Όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στο «Πηδάλιό» του, το οποίο αποτελεί κορυφαία πηγή του εκκλησιαστικο-κανονικού δικαίου της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, ερμηνεύει το Θ Κανόνα της Δ Οικουμενικής Συνόδου απορρίπτοντας την σύνθετη ερμηνεία περί του δικαιώματος της Κων/πόλεως στην εξέταση εκκλήτου από άλλες Εκκλησίες:

«τι μέν γάρ Κωνσταντινουπόλεως οκ χει ξουσίαν νεργεν ες τάς Διοικήσεις καί νορίας τν λλων Πατριαρχν, οτε ες ατόν δόθη πό τόν Κανόνα τοτον κκλητος ν τ καθόλου κκλησί...»Απαριθμώντας ολόκληρη σειρά επιχειρημάτων υπέρ αυτής της ερμηνείας, παραπέμποντας στην διεργασία των αποφάσεων των Οικουμενικών Συνόδων, ο Όσιος συμπέραινε:

«δη δέ πειδή Σύνοδος καί ξαρχος τς διοικήσεως δέν νεργε, Κωνσταντινουπόλεώς στι Κριτής πρτος καί μόνος καί σχατος τν ποκειμένων ατ Μητροπολιτν, ο μήν δέ καί τν ποκειμένων τος λοιπος Πατριάρχαις. Μόνη γάρ Οκουμενική Σύνοδος εναι σχατος καί κοινότατος Κριτής πάντων τν Πατριαρχν, ς επομεν, καί λλος οδείς».

Εκ του άνωθεν προκύπτει πως η Σύνοδος της εν Κωνσταντινουπόλει Εκκλησίας δεν κατέχει το κανονικό δικαίωμα για την ακύρωση δικαστικών αποφάσεων εκδιδόντων υπό της Σεπτής Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ρωσίας. Οικειοποίηση της αρμοδιότητας ακύρωσης των δικαστικών και μη αποφάσεων των υπολοίπων Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών – αποτελεί μέρος από την νεοεμφανιζόμενη ψευδή διδασκαλία. 

Η οποία κηρύσσεται σήμερα από την Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως καθώς αποδίδει στον Πατριάρχη της τα δικαιώματα του «πρώτου άνευ ίσων» (primus sine paribus) στην παγκόσμια δικαιοδοσία. «Αυτή η ερμηνεία από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως των προνομίων και των αρμοδιοτήτων έγκειται σε απόλυτη αντίθεση με την μακραίωνη Κανονική Παράδοση, στην οποία βασίζεται η ύπαρξη τόσο της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας.

Όσο και των άλλων κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών», – προειδοποίησε η Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ρωσίας το 2008 στο ανακοινωθέν της «Περί ενότητας της Εκκλησίας». Στο προαναφερθέν ανακοινωθέν η Σύνοδος κάλεσε την Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως «έως της πανορθοδόξου εξετάσεως των αναφερομένων καινοτομιών να κρατήσει επιφυλακτικότητα και να αποφύγει τις πράξεις που μπορούν να οδηγήσουν στην διάσπαση της ενότητας της Ορθοδοξίας.

Συγκεκριμένα αυτό σχετίζεται με την απόπειρα επανεξέτασης των Κανονικών δικαιοδοσιών των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών». Το Συνοδικό Γράμμα του 1686 το οποίο επικυρώνει την ανάθεση της Μητροπόλεως Κιέβου στην δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Μόσχας και καθυπογράφεται από τον Παναγιώτατο Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως κ.κ. Διονύσιο Δ και από την Ιερά Σύνοδο της εν Κωνσταντινουπόλει Εκκλησίας δεν επίκειται σε αναθεώρηση.

Η απόφαση για την άρση του Γράμματος είναι κανονιολογικά απαράδεκτη. Διαφορετικά, θα υπήρχε η δυνατότητα κατάργησης οποιουδήποτε εγγράφου, στο οποίο συγκεκριμενοποιούνται η Κανονική δικαιοδοσία και τα όρια Τοπικής Εκκλησίας – ανεξαρτήτως της αρχαιότητάς του, του κύρους του, και της πανεκκλησιαστικής αποδοχής του.

Στο ίδιο Γράμμα και στα επισυναπτόμενα αυτού έγγραφα τίποτα δεν αναγράφεται για την προσωρινή ανάθεση της Μητρόπολης Κιέβου υπό την επίβλεψη του Πατριαρχείου Μόσχας, άλλα και ούτε πως αυτό το Γράμμα μπορεί να ακυρωθεί.Η απόπειρα Ιεραρχών του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, υπό πολιτικά και ιδιοτελή συμφέροντα, να επανεξετάσει μετά από τριακόσια χρόνια την ειλημμένη απόφαση, εναντιώνεται στο πνεύμα των Ιερών Κανόνων της Ορθοδόξου Εκκλησίας.

Οι οποίοι δεν επιτρέπουν την αναθεώρηση των καθιερωμένων και μη αμφισβητήσιμων στο διάβα του χρόνου Εκκλησιαστικών συνόρων. Σύμφωνα με τον ΡΚΓ (ΡΚΘ) Κανόνα της εν Καρθαγέν Συνόδου: «μοίως ρεσεν, να, άν τις μετ τος νόμους, τόπον τιν πρς τν καθολικν νότητα μεταστρέψ, κα τοτον π τριετίαν μηδενς ναζητοντος κατάσχ, το λοιπο παρ ατο μ ναζητηθ, ἐὰν μέντοι ντς τς ατς τριετίας πρχεν πίσκοπος φειλν ναζητσαι, κα σύχασεν».

Επιπλέον και ο ΙΖ Κανών της Δ Οικουμενικής Συνόδου ορίζει περίοδο τριάντα ετών προθεσμίας για τυχόν Συνοδική επανεξέταση διαφωνίας ακόμη και πάνω σε θέμα δικαιοδοσίας των εκκλησιαστικών κοινοτήτων:

«Τς καθ᾿ κάστην παρχίαν γροικικς παροικίας, γχωρίους, μένειν παρασαλεύτους παρ τος κατέχουσιν ατς πισκόποις, κα μάλιστα ε τριακονταετ χρόνον ταύτας βιάστως διακατέχοντες κονόμησαν». Πως είναι δυνατόν ακύρωση ισχύουσας απόφασης τριών αιώνων; Αυτό θα σήμαινε απόπειρα παραγραφής, «ως μη γενομένης» όλης της επικείμενης ιστορικής ανάπτυξης της εκκλησιαστικής ζωής.

Το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως σαν να μην θέλει να κατανοήσει ότι η εν Κιέβω Μητρόπολη του έτους 1686, περί της επιστροφής της οποίας υπό την δικαιοδοσία του γίνεται τώρα λόγος, είχε ουσιαστικά πολύ μικρότερα όρια σε σχέση με τα σημερινά της Ουκρανικής Ορθοδόξου Εκκλησίας.

Η Μητρόπολη Κιέβου στις μέρες μας περιλαμβάνει την πόλη του Κιέβου και μερικά προάστιά της. Πλήθος Επαρχιών της Ουκρανικής Ορθοδόξου Εκκλησίας απλώνονται στην ανατολική και νότια πλευρά της χώρας, ιδρύθηκαν και αναπτυχθήκαν υπό την δικαιοδοσία της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ρωσίας, και φυσικά είναι καρπός της στην μακραίωνη ιεραποστολική και ποιμαντική της δραστηριότητα.

Η τωρινή πράξη του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως αποτελεί απόπειρα υποκλοπής τινός μήποτε ανήκοντος αυτού.Η Πράξη του έτους 1686 οριστικοποιεί την καταναγκαστική διαίρεση της περιόδου διακοσίων ετών εντός της μακραίωνης ιστορίας της Ρωσικής Εκκλησίας, η οποία παρά των εναλλασσόμενων πολιτικών καταστάσεων παρέμεινε στην αυτοσυνείδησή της ενιαία.

Μετά την επανένωση της Εκκλησίας της Ρωσίας το 1686, στην διάρκεια περισσοτέρων των τριακοσίων ετών, κανείς δεν προέβαλε αμφιβολία ότι οι ορθόδοξοι της Ουκρανίας αποτελούν ποίμνιο της Ρωσικής Εκκλησίας και όχι του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Και σήμερα παρόλες τις επιδράσεις των εξωτερικών αντιεκκλησιαστικών δυνάμεων, αυτό το πολλών εκατομμυρίων ποίμνιο τιμά την ενότητα της πασών των Ρωσιών Εκκλησίας και φυλάττει την πιστότητά του σε αυτήν.

Η πρόθεση του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως να ορίσει το μέλλον της Κανονικής Εκκλησίας της Ουκρανίας χωρίς την συγκατάθεσή της συνιστά αντικανονική επιβουλή σε ξένα εκκλησιαστικά όρια.

Ο Κανών λέγει:«στε μηδένα τν θεοφιλεστάτων πισκόπων παρχίαν τέραν, οκ οσαν νωθεν κα ξ ρχς π τν ατο, γον τν πρ ατο χερα καταλαμβάνειν λλ᾿ ε καί τις κατέλαβε, κα φ´ἑαυτν πεποίηται, βιασάμενος, ταύτην ποδιδόναι· να μ τν Πατέρων ο κανόνες παραβαίνωνται, μηδ ν ερουργίας προσχήματι, ξουσίας τύφος κοσμικς περεισδύηται, μηδ λάθωμεν τν λευθερίαν κατ μικρν πολέσαντες, ν μν δωρήσατο τ δί αματι Κύριος μν ησος Χριστός, πάντων νθρώπων λευθερωτής» Κανών της Γ Οικουμενικής Συνόδου).

Υπ αυτόν τον Κανόνα αναιρείται ακόμη και η απόφαση του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως περί εγκαθιδρύσεως «Σταυροπηγίου» στο Κίεβο, με την σύμφωνη γνώμη των πολιτικών αρχών, άνευ όμως ενημερώσεως και συγκατάθεσης της Κανονικής Ιεραρχίας της εν Ουκρανία Ορθοδόξου Εκκλησίας.

Υποκριτικά καλυπτόμενο υπό την επιδίωξη της αποκαταστάσεως της ενότητας της Ορθοδοξίας της Ουκρανίας, το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως με τις δικές του ασύνετες και πολιτικά υποκινούμενες αποφάσεις οδηγεί σε μεγαλύτερη διάρρηξη και εμβάθυνση των παθημάτων της Κανονικής Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουκρανίας.

Αποδοχή σε κοινωνία του σχισματικού και αναθεματισμένου από άλλη Τοπική Εκκλησία ατόμου με όλους τους υπ αυτού χειροτονημένους «επισκόπους» και «κληρικούς», επιβολή σε ξένα κανονικά όρια, απόπειρα απόταξης από τα ιστορικά πεπραγμένα όλα αυτά οδηγούν το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως εκτός ορίων κανονικότητας, και προς μεγάλη μας θλίψη κάνει αδύνατη την συνέχιση ευχαριστιακής κοινωνίας με τους Ιεράρχες του, τους κληρικούς του και τους πιστούς.

Από σήμερα και έως της ακύρωσης από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως των ειλημμένων υπ αυτού αντικανονικών αποφάσεων, για όλους τους κληρικούς της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας καθίσταται αδύνατον η συλλειτουργία με κληρικούς της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως και για τους λαϊκούς ακόμη η συμμετοχή στα υπ αυτών τελούμενα Άχραντα Μυστήρια.

Η προσχώρηση Αρχιερέων και Ιερέων από την Κανονική Εκκλησία στους σχισματικούς ή ευχαριστιακή κοινωνία μαζί τους συνιστά κανονικό έγκλημα και επισύρει σε αντίστοιχες ποινές. Με θλίψη ενθυμούμεν την πρόρρηση του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού περί των χρόνων πλάνης και παθών των χριστιανών: «Κα δι τ πληθυνθναι τν νομίαν ψυγήσεται γάπη τν πολλν (Κατά Ματθαίον 24.12)».

Στην κατάσταση της βαθιάς υπονόμευσης των βάσεων των διορθοδόξων σχέσεων και της εξολοκλήρου απαξίωσης της χιλιετούς παράδοσης του εκκλησιαστικό-κανονιολογικού δικαίου, η Ιερά Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας θεωρεί καθήκον της να προβεί στην προστασία των θεμελιωδών αρχών της Ορθοδοξίας, στην προστασία της Ιεράς Παραδόσεως της Εκκλησίας, που υποκαθίστανται από νέες και ξένες διδασκαλίες περί της οικουμενικής κυριαρχίας του πρώτου εκ των Προκαθημένων.

Καλούμε τους Προκαθημένους και τις Ιερές Συνόδους των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών στην αξιολόγηση των προαναφερθέντων αντικανονικών πράξεων του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και στην κοινή αναζήτηση της εξόδου από την βαθιά κρίση, που διασχίζει το σώμα της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας.

Εκφράζουμε πλήρη υποστήριξη στον Μακαριώτατο Μητροπολίτη Κιέβου και πάσης Ουκρανίας κ. Ονούφριον και σε όλο το πλήρωμα της εν Ουκρανία Ορθοδόξου Εκκλησίας σε αυτή την δύσκολη για αυτήν περίοδο.

Προσευχόμαστε δε για την ενδυνάμωση των πιστών της τέκνων στην γενναία υπεράσπιση της αλήθειας και της ενότητας της κανονικής Εκκλησίας στην Ουκρανία.

Παρακαλούμεν τους Αρχιποίμενας, τους Κληρικούς, τους Μονάζοντες και τους Λαϊκούς όλης της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας να αυξήσουν τις προσευχές τους για τους ομοπίστους αδελφούς μας στην Ουκρανία.

Η Σκέπη της Υπεραγίας Επουρανίου Βασιλίσσης, των Οσίων Πατέρων της Λαύρας του Κιέβου, του Οσίου Ιώβ του Ποτσάεφ, των Νεομαρτύρων, των Ομολογητών και πάντων των Αγίων της Εκκλησίας της Ρωσίας, να είναι μετά πάντων ημών.

Δεν υπάρχουν σχόλια: