Με μεγάλο
πόνο η Ιερά Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας πληροφορήθηκε το από της
11ης Σεπτεμβρίου 2018 ανακοινωθέν του Πατριαρχείου Κων/πόλεως περί:
Ανανέωσης της αποφάσεως «χορήγησις αὐτοκεφαλίας
είς την Ἐκκλησίαν
τῆς Οὐκρανίας»,
ανασύστασης στο Κιέβο «Σταυροπήγιον»
Πατριαρχείου Κων/πόλεως, «ἀποκαταστήσις
εἰς
τόν ἀρχιερατικόν ἤ
ἱερατικόν βαθμόν» των αρχηγών του ουκρανικού σχίσματος
και των συν αυτούς και τους «πιστούς αὐτῶν
εἰς ἐκκλησιαστικήν
κοινωνίαν», άρσεως «τής ἰσχύως»
του Συνοδικού Γράμματος του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως του έτους 1686
σχετικά με την παραχώρηση της Ιεράς Μητροπόλεως Κιέβου στην δικαιοδοσία του
Πατριαρχείου Μόσχας.
Αυτές τις
άνομες αποφάσεις η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως έλαβε
μονομερώς, αγνοώντας τις κλήσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουκρανίας, του
πληρώματος της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας, καθώς και των κατά τόπους Ορθοδόξων
αδελφών Εκκλησίων, των Προκαθημένων τους και των Αρχιερέων προς πανορθόδοξη
συζήτηση επί του θέματος.
Η κοινωνία
μετά των εισερχομένων εις σχίσμα, πολύ δε περισσότερο με τους αφορισμένους από
την ίδια την Εκκλησία εξομοιώνεται με την συμμετοχή στο σχίσμα και αυστηρά
καταδικάζεται από τους Κανόνες της Αγίας Εκκλησίας: «Εἰ
δὲ φανείῃ
τις τῶν ἐπισκόπων,
ἢ πρεσβυτέρων, ἢ
διακόνων, ἤ τις
τοῦ κανόνος τοῖς
ἀκοινωνήτοις κοινωνῶν,
καὶ τοῦτον
ἀκοινώνητον εἶναι,
ὡς ἂν
συγχέοντα τὸν
κανόνα τῆς ἐκκλησίας»
(B´ τῆς
ἐν Ἀντιοχείᾳ
Τοπικῆς Συνόδου, Ι´
και ΙΑ´ Ἀποστολικοὶ
Κανόνες).
Η απόφαση
του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως περί «ἀποκαταστάσεως»
κανονικής υπόστασης και επαναφορά σε εκκλησιαστική κοινωνία του αφορισμένου από
την Εκκλησία πρώην Μητροπολίτου Φιλαρέτου Ντενισένκο, αγνοεί μια σειρά
ληφθέντων αποφάσεων των Ιερών Συνόδων της Ιεραρχίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας της
Ρωσίας, των οποίων η νομιμότητα δεν υφίσταται αμφιβολία.
Σύμφωνα με την απόφαση
της Ιεραρχίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουκρανίας γενομένης στο Χάρκοβο στις
27 Μαΐου 1992 ο Μητροπολίτης Φιλάρετος Ντενισένκο λόγω μη πληρώσεως των όρκων
που έδωσε μπροστά στο Σταυρό και στο Ιερό Ευαγγέλιο κατά την διάρκεια της
συνεδριάσεως της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας
εκθρονίστηκε από την καθέδρα του Κιεβού και του απαγορεύτηκε η άσκηση των
λειτουργικών του καθηκόντων.
Η Ιερά
Συνόδος της Ιεραρχίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας με την από 11η Ιουνίου
1992 απόφασή της επικύρωσε τα πρακτικά της Συνόδου στο Χάρκοβο και καθαίρεσαι
τον Φιλάρετο Ντενισένκο από το αξίωμά του με τις ακόλουθες καταγγελίες:
«Σκληρή και
επηρμένη συμπεριφορά προς τον υπό επίβλεψή του κλήρο, επιβολή και εκβιασμό
(Προς Τίτον Ἐπιστολή
1, 7-8, ΚΖ´ Ἀποστολικός
Κανόνας), πρόκληση σκανδάλου στους πιστούς με την συμπεριφορά του και την
προσωπική του ζωή (Κατά Ματθαίον 18, 7, Γ´ Κανών Α´
Οἰκουμενικὴς
Συνόδου, Ε´
Κανών Δ´ Οἰκουμενικὴς
Συνόδου), επιορκία (ΚΕ´ Ἀποστολικός
Κανόνας), δημόσια συκοφαντία και βλασφημία εναντίον της Ιεράς Συνόδου της
Ιεραρχίας (ΣΤ´
Κανών Β´ Οἰκουμενικὴς
Σύνοδου), τέλεσις των Αχράντων Μυστηρίων καθώς και χειροτονιών των κληρικών
στην κατάσταση αργίας (ΚΗ´
Ἀποστολικός Κανόνας),
δημιουργία σχίσματος στην Εκκλησία (Κανών ΙΕ´
της Πρωτοδευτέρα Σύνοδος)».
Ως εκ
τούτου, όλες οι χειροτονίες που τέλεσε ο Φιλάρετος και οι εκκλησιαστικές ποινές
που έπραξε ευρισκόμενος υπό την ποινή της αργίας από τη 27η Μαΐου του 1992
υφίστανται άκυρες. Παρόλο που υπήρξαν επανειλημμένες κλήσεις προς μετάνοια, ο
Φιλάρετος μετά την καθαίρεση συνέχισε την σχισματική του δραστηριότητα ακόμα
και στις δικαιοδοσίες των άλλων κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών. Ως εκ τούτου η
σεπτή Ιεραρχία της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας το 1997 με απόφασή της τον
αναθεμάτισε.
Οι ως άνω
αποφάσεις έγιναν δεκτές από όλες τις Τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες
συμπεριλαμβανομένης και της εν Κωνσταντινουπόλει Εκκλησίας. Συγκεκριμένα ο
Παναγιώτατος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως κ.κ. Βαρθολομαίος στην απάντηση του
γράμματος του Αγιωτάτου Πατριάρχου Μόσχας και πασών των Ρωσσιών κ. κ. Αλέξιου Β´
στις 26 Αυγούστου 1992 με αφορμή την εκθρόνιση του Μητροπολίτου Κιέβου
Φιλαρέτου έγραφε:
«Η καθ' ἠμάς
Ἀγία του Χριστοῦ
Μεγάλη Ἐκκλησία
είς το ακέραιον την ἐπί
τοῦ θέματος ἀποκλειστικήν
ἀρμοδιότα τῆς
ὑφ´
Ὑμας Ἀγιωτάτης
Εκκλησίας τῆς
Ρωσσίας ἀποδέχεται
τα Συνοδικῶς ἀποφασισθέντα
περί τοῦ ἐν
λόγῳ». Στο από 7η
Απριλίου 1997 γράμμα του Παναγιωτάτου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως κ. κ.
Βαρθολομαίου προς τον Αγιώτατον Πατριάρχη Μόσχας και πασών των Ρωσσιών κ. κ.
Αλέξιον Β´
σχετικά με την επιβολή του αναθέματος στον Φιλάρετο Ντενισένκο σημειώνεται:
«Λαβόντες γνῶσιν
τῆς ὠς
ἄνω ἀποφάσεως,
ἀνεκοινωσάμεθα ταύτην τῇ
Ἱεραρχίᾳ
τοῦ καθ᾽
ἡμας Οἰκουμενικοῦ
Θρόνου καί προετρεψάμεθα αὐτήν
ὅπως οὐδεμίαν
ἐκκλησιαστικήν κοινωνίαν ἔχη
τοὐντεῦθεν
μετά τῶν εἰρημένων».Σήμερα, μετά από δυο δεκαετίες, το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως για
πολιτικούς λόγους άλλαξε την στάση του. Στην
απόφασή του να αποκαταστήσει τους πρωτεργάτες του σχίσματος και να
«κανονικοποιήσει» την ιεραρχία τους, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Κων/πόλεως
αναφέρεται σε ανύπαρκτα «κανονικά προνόμια τοῦ
Πατριάρχου Κων/πόλεως ὅπως
δέχηται ἐκκλήτους
προσφυγάς ἀρχιερέων
καί ἄλλων κληρικῶν
ἐκ πασῶν
τῶν Αὐτοκεφάλων
Ἐκκλησιῶν».
Οι αξιώσεις
αυτής της μορφής, οι οποίες διεκδικούνται τώρα από τον Πατριάρχη
Κωνσταντινουπόλεως ποτέ δεν είχαν την πλήρη υποστήριξη της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Αυτές δεν
βασίζονται στους Ιερούς Κανόνες και ευθέως εναντιώνονται σε αυτούς και
συγκεκριμένα στο ΙΕ´
Κανόνα της εν Αντιοχεία Συνόδου:
«Εἴ
τις ἐπίσκοπος, ἐπί
τισίν ἐγκλήμασι
κατηγορηθείς, κριθείη ὑπὸ
πάντων τῶν ἐν
τῇ ἐπαρχίᾳ
ἐπισκόπων, πάντες τε σύμφωνοι
μίαν κατ᾽ αὐτοῦ
ἐξενέγκοιεν ψῆφον,
τοῦτον μηκέτι παρ᾽
ἑτέροις δικάζεσθαι, ἀλλὰ
μένειν βεβαίαν τὴν
σύμφωνον τῶν ἐπὶ
τῆς ἐπαρχίας
ἐπισκόπων ἀπόφασιν»,
– καθώς αυτές διαψεύδονται και από την πρακτική των αποφάσεων των Αγίων
Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων και από τις ερμηνείες των κορυφαίων βυζαντινών
κανονιολόγων και αυτών μεταγενέστερης εποχής.
Όπως ο
Ιωάννης Ζωναράς σημειώνει: «Οὐ
γάρ πάντων δέ τῶν
μητροπολιτῶν
πάντως ὁ
Κωνσταντινουπόλεως καθιεῖται
δικαστής, ἀλλά
τῶν ὑποκειμένων
αὐτῷ.
Οὐ γάρ δή καί τούς τῆς
Συρίας μητροπολίτας, ἤ
τούς τῆς
Παλαιστίνης, καί Φοινίκης, ἤ
τούς τῆς Αἰγύπτου,
ἄκοντας ἑλκύσει
δικάσασθαι παρ᾿ αὐτῷ.
ἀλλ᾿
οἱ μέν τῆς
Συρίας, τῷ τῆς
Ἀντιοχείας ὑπόκεινται
φόρῳ, οἱ
δέ τῆς Παλαιστίνης, τῷ
τοῦ Ἱεροσολύμων,
οἱ δέ τῆς
Αἰγύπτου, παρά τῷ
Ἀλεξανδρείας δικάσονται, παρ᾿
ᾧ καί χειροτονοῦνται,
καί οἷς περ ὑπόκεινται».
Για την
επαναφορά στην κοινωνία καταδικασμένου σε ξένη Τοπική Εκκλησία αναφέρεται ο ΚΗ´
Κανών της εν Καρθαγένῃ
Συνόδου: «Διό, εἰ καὶ
περὶ αὐτῶν
ἔκκλητον παρέχειν νομίσωσι, μὴ
ἐκκαλέσωνται εἰς
τὰ πέραν τῆς
θαλάσσης δικαστήρια, ἀλλὰ
πρὸς τοὺς
πρωτεύοντας τῶν ἰδίων
ἐπαρχιῶν,
ὡς καὶ
περὶ τῶν
ἐπισκόπων πολλάκις ὥρισται.
Οἱ
δὲ πρὸς
περαματικὰ
δικαστήρια διεκκαλούμενοι, παρ᾽
οὐδενὸς…
δεχθῶσιν κοινωνίαν». Για το ίδιο
θέμα γίνεται αναφορά στην επιστολή αυτής της Συνόδου προς τον Πάπα Ρώμης
Κελεστίνον: «Μὴ οὖν
οἱ ἐν
τῇ ἰδίᾳ
ἐπαρχίᾳ
ἀπὸ
τῆς κοινωνίας ἀναρτηθέντες
παρὰ τῆς
σῆς ἁγιωσύνης,
σπουδαίως, καὶ καθὼς
μὴ χρή, φανῶσιν
ἀποκαθιστάμενοι τῇ
κοινωνίᾳ… ἁτιναδήποτε
πράγματα ἀναφυῶσι,
ταῦτα ἐν
τοῖς ἰδίοις
ὀφείλειν περατοῦσθαι
τόποις».
Ο Όσιος
Νικόδημος ο Αγιορείτης στο «Πηδάλιό» του, το οποίο αποτελεί κορυφαία πηγή του
εκκλησιαστικο-κανονικού δικαίου της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, ερμηνεύει
το Θ´ Κανόνα της Δ´
Οικουμενικής Συνόδου απορρίπτοντας την σύνθετη ερμηνεία περί του δικαιώματος
της Κων/πόλεως στην εξέταση εκκλήτου από άλλες Εκκλησίες:
«Ὅτι
μέν γάρ ὁ
Κωνσταντινουπόλεως οὐκ
ἔχει ἐξουσίαν
ἐνεργεῖν
εἰς τάς Διοικήσεις καί ἐνορίας
τῶν ἄλλων
Πατριαρχῶν, οὔτε
εἰς αὐτόν
ἐδόθη ἀπό
τόν Κανόνα τοῦτον ἡ
ἔκκλητος ἐν
τῇ καθόλου Ἐκκλησίᾳ...»Απαριθμώντας
ολόκληρη σειρά επιχειρημάτων υπέρ αυτής της ερμηνείας, παραπέμποντας στην
διεργασία των αποφάσεων των Οικουμενικών Συνόδων, ο Όσιος συμπέραινε:
«Ἤδη
δέ ἐπειδή ἡ
Σύνοδος καί ὁ Ἔξαρχος
τῆς διοικήσεως δέν ἐνεργεῖ,
ὁ Κωνσταντινουπόλεώς ἐστι
Κριτής πρῶτος
καί μόνος καί ἔσχατος
τῶν ὑποκειμένων
αὐτῷ
Μητροπολιτῶν, οὐ
μήν δέ καί τῶν ὑποκειμένων
τοῖς λοιποῖς
Πατριάρχαις. Μόνη γάρ ἡ
Οἰκουμενική Σύνοδος εἶναι
ὁ ἔσχατος
καί κοινότατος Κριτής πάντων τῶν
Πατριαρχῶν, ὡς
εἴπομεν, καί ἄλλος
οὐδείς».
Εκ του
άνωθεν προκύπτει πως η Σύνοδος της εν Κωνσταντινουπόλει Εκκλησίας δεν κατέχει
το κανονικό δικαίωμα για την ακύρωση δικαστικών αποφάσεων εκδιδόντων υπό της
Σεπτής Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ρωσίας. Οικειοποίηση
της αρμοδιότητας ακύρωσης των δικαστικών και μη αποφάσεων των υπολοίπων Τοπικών
Ορθοδόξων Εκκλησιών – αποτελεί μέρος από την νεοεμφανιζόμενη ψευδή διδασκαλία.
Η οποία κηρύσσεται σήμερα από την Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως καθώς
αποδίδει στον Πατριάρχη της τα δικαιώματα του «πρώτου άνευ ίσων» (primus sine
paribus) στην παγκόσμια δικαιοδοσία. «Αυτή η
ερμηνεία από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως των προνομίων και των
αρμοδιοτήτων έγκειται σε απόλυτη αντίθεση με την μακραίωνη Κανονική Παράδοση,
στην οποία βασίζεται η ύπαρξη τόσο της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας.
Όσο και
των άλλων κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών», – προειδοποίησε η Σύνοδος της
Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ρωσίας το 2008 στο ανακοινωθέν της «Περί ενότητας
της Εκκλησίας». Στο
προαναφερθέν ανακοινωθέν η Σύνοδος κάλεσε την Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως
«έως της πανορθοδόξου εξετάσεως των αναφερομένων καινοτομιών να κρατήσει
επιφυλακτικότητα και να αποφύγει τις πράξεις που μπορούν να οδηγήσουν στην
διάσπαση της ενότητας της Ορθοδοξίας.
Συγκεκριμένα
αυτό σχετίζεται με την απόπειρα επανεξέτασης των Κανονικών δικαιοδοσιών των
κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών». Το Συνοδικό Γράμμα του 1686 το οποίο
επικυρώνει την ανάθεση της Μητροπόλεως Κιέβου στην δικαιοδοσία του Πατριαρχείου
Μόσχας και καθυπογράφεται από τον Παναγιώτατο Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως κ.κ.
Διονύσιο Δ´ και
από την Ιερά Σύνοδο της εν Κωνσταντινουπόλει Εκκλησίας δεν επίκειται σε αναθεώρηση.
Η απόφαση
για την άρση του Γράμματος είναι κανονιολογικά απαράδεκτη. Διαφορετικά, θα
υπήρχε η δυνατότητα κατάργησης οποιουδήποτε εγγράφου, στο οποίο
συγκεκριμενοποιούνται η Κανονική δικαιοδοσία και τα όρια Τοπικής Εκκλησίας –
ανεξαρτήτως της αρχαιότητάς του, του κύρους του, και της πανεκκλησιαστικής
αποδοχής του.
Στο ίδιο
Γράμμα και στα επισυναπτόμενα αυτού έγγραφα τίποτα δεν αναγράφεται για την
προσωρινή ανάθεση της Μητρόπολης Κιέβου υπό την επίβλεψη του Πατριαρχείου
Μόσχας, άλλα και ούτε πως αυτό το Γράμμα μπορεί να ακυρωθεί.Η απόπειρα
Ιεραρχών του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, υπό πολιτικά και ιδιοτελή
συμφέροντα, να επανεξετάσει μετά από τριακόσια χρόνια την ειλημμένη απόφαση,
εναντιώνεται στο πνεύμα των Ιερών Κανόνων της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Οι οποίοι
δεν επιτρέπουν την αναθεώρηση των καθιερωμένων και μη αμφισβητήσιμων στο διάβα
του χρόνου Εκκλησιαστικών συνόρων. Σύμφωνα με
τον ΡΚΓ´
(ΡΚΘ´) Κανόνα της εν Καρθαγένῃ
Συνόδου: «Ὁμοίως
ἤρεσεν, ἵνα,
ἐάν τις μετὰ
τοὺς νόμους, τόπον τινὰ
πρὸς τὴν
καθολικὴν ἑνότητα
μεταστρέψῃ, καὶ
τοῦτον ἐπὶ
τριετίαν μηδενὸς ἀναζητοῦντος
κατάσχῃ, τοῦ
λοιποῦ παρ᾽
αὐτοῦ
μὴ ἀναζητηθῇ,
ἐὰν μέντοι ἐντὸς
τῆς αὐτῆς
τριετίας ὑπῆρχεν
ἐπίσκοπος ὁ
ὀφειλῶν
ἀναζητῆσαι,
καὶ ἡσύχασεν».
Επιπλέον
και ο ΙΖ´
Κανών της Δ´
Οικουμενικής Συνόδου ορίζει περίοδο τριάντα ετών προθεσμίας για τυχόν Συνοδική
επανεξέταση διαφωνίας ακόμη και πάνω σε θέμα δικαιοδοσίας των εκκλησιαστικών
κοινοτήτων:
«Τὰς
καθ᾿ ἑκάστην
ἐπαρχίαν ἀγροικικὰς
παροικίας, ἢ ἐγχωρίους,
μένειν ἀπαρασαλεύτους
παρὰ τοῖς
κατέχουσιν αὐτὰς
ἐπισκόποις, καὶ
μάλιστα εἰ
τριακονταετῆ
χρόνον ταύτας ἀβιάστως
διακατέχοντες ᾠκονόμησαν».
Πως είναι δυνατόν ακύρωση ισχύουσας απόφασης τριών αιώνων; Αυτό θα σήμαινε
απόπειρα παραγραφής, «ως μη γενομένης» όλης της επικείμενης ιστορικής ανάπτυξης
της εκκλησιαστικής ζωής.
Το
Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως σαν να μην θέλει να κατανοήσει ότι η εν Κιέβω
Μητρόπολη του έτους 1686, περί της επιστροφής της οποίας υπό την δικαιοδοσία
του γίνεται τώρα λόγος, είχε ουσιαστικά πολύ μικρότερα όρια σε σχέση με τα
σημερινά της Ουκρανικής Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Η Μητρόπολη
Κιέβου στις μέρες μας περιλαμβάνει την πόλη του Κιέβου και μερικά προάστιά της.
Πλήθος Επαρχιών της Ουκρανικής Ορθοδόξου Εκκλησίας απλώνονται στην ανατολική
και νότια πλευρά της χώρας, ιδρύθηκαν και αναπτυχθήκαν υπό την δικαιοδοσία της
Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ρωσίας, και φυσικά είναι καρπός της στην μακραίωνη
ιεραποστολική και ποιμαντική της δραστηριότητα.
Η τωρινή
πράξη του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως αποτελεί απόπειρα υποκλοπής τινός
μήποτε ανήκοντος αυτού.Η Πράξη του έτους 1686 οριστικοποιεί την καταναγκαστική
διαίρεση της περιόδου διακοσίων ετών εντός της μακραίωνης ιστορίας της Ρωσικής
Εκκλησίας, η οποία παρά των εναλλασσόμενων πολιτικών καταστάσεων παρέμεινε στην
αυτοσυνείδησή της ενιαία.
Μετά την
επανένωση της Εκκλησίας της Ρωσίας το 1686, στην διάρκεια περισσοτέρων των
τριακοσίων ετών, κανείς δεν προέβαλε αμφιβολία ότι οι ορθόδοξοι της Ουκρανίας
αποτελούν ποίμνιο της Ρωσικής Εκκλησίας και όχι του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.
Και σήμερα παρόλες τις επιδράσεις των εξωτερικών αντιεκκλησιαστικών δυνάμεων,
αυτό το πολλών εκατομμυρίων ποίμνιο τιμά την ενότητα της πασών των Ρωσιών
Εκκλησίας και φυλάττει την πιστότητά του σε αυτήν.
Η πρόθεση
του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως να ορίσει το μέλλον της Κανονικής Εκκλησίας
της Ουκρανίας χωρίς την συγκατάθεσή της συνιστά αντικανονική επιβουλή σε ξένα
εκκλησιαστικά όρια.
Ο Κανών λέγει:«Ὥστε
μηδένα τῶν
θεοφιλεστάτων ἐπισκόπων
ἐπαρχίαν ἑτέραν,
οὐκ οὖσαν
ἄνωθεν καὶ
ἐξ ἀρχῆς
ὑπὸ
τὴν αὐτοῦ,
ἢ γοῦν
τῶν πρὸ
αὐτοῦ
χεῖρα καταλαμβάνειν ἀλλ᾿
εἰ καί τις κατέλαβε, καὶ
ὑφ´ἑαυτὸν
πεποίηται, βιασάμενος, ταύτην ἀποδιδόναι·
ἵνα μὴ
τῶν Πατέρων οἱ
κανόνες παραβαίνωνται, μηδὲ
ἐν ἱερουργίας
προσχήματι, ἐξουσίας
τύφος κοσμικῆς
περεισδύηται, μηδὲ
λάθωμεν τὴν ἐλευθερίαν
κατὰ μικρὸν
ἀπολέσαντες, ἣν
ἡμῖν
ἐδωρήσατο τῷ
ἰδίῳ
αἵματι ὁ
Κύριος ἡμῶν
Ἰησοῦς
Χριστός, ὁ
πάντων ἀνθρώπων
ἐλευθερωτής» (Η´
Κανών της Γ´ Οικουμενικής Συνόδου).
Υπ᾽
αυτόν τον Κανόνα αναιρείται ακόμη και η απόφαση του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως
περί εγκαθιδρύσεως «Σταυροπηγίου» στο Κίεβο, με την σύμφωνη γνώμη των πολιτικών
αρχών, άνευ όμως ενημερώσεως και συγκατάθεσης της Κανονικής Ιεραρχίας της εν
Ουκρανία Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Υποκριτικά καλυπτόμενο υπό την επιδίωξη της
αποκαταστάσεως της ενότητας της Ορθοδοξίας της Ουκρανίας, το Πατριαρχείο
Κωνσταντινουπόλεως με τις δικές του ασύνετες και πολιτικά υποκινούμενες
αποφάσεις οδηγεί σε μεγαλύτερη διάρρηξη και εμβάθυνση των παθημάτων της
Κανονικής Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουκρανίας.
Αποδοχή σε
κοινωνία του σχισματικού και αναθεματισμένου από άλλη Τοπική Εκκλησία ατόμου με
όλους τους υπ᾽
αυτού χειροτονημένους «επισκόπους» και «κληρικούς», επιβολή σε ξένα κανονικά
όρια, απόπειρα απόταξης από τα ιστορικά πεπραγμένα όλα αυτά οδηγούν το Πατριαρχείο
Κωνσταντινουπόλεως εκτός ορίων κανονικότητας, και προς μεγάλη μας θλίψη κάνει
αδύνατη την συνέχιση ευχαριστιακής κοινωνίας με τους Ιεράρχες του, τους
κληρικούς του και τους πιστούς.
Από σήμερα
και έως της ακύρωσης από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως των ειλημμένων υπ᾽
αυτού αντικανονικών αποφάσεων, για όλους τους κληρικούς της Ρωσικής Ορθοδόξου
Εκκλησίας καθίσταται αδύνατον η συλλειτουργία με κληρικούς της Εκκλησίας της
Κωνσταντινουπόλεως και για τους λαϊκούς ακόμη η συμμετοχή στα υπ᾽
αυτών τελούμενα Άχραντα Μυστήρια.
Η
προσχώρηση Αρχιερέων και Ιερέων από την Κανονική Εκκλησία στους σχισματικούς ή
ευχαριστιακή κοινωνία μαζί τους συνιστά κανονικό έγκλημα και επισύρει σε
αντίστοιχες ποινές. Με θλίψη ενθυμούμεν την πρόρρηση του Κυρίου ημών Ιησού
Χριστού περί των χρόνων πλάνης και παθών των χριστιανών: «Καὶ
διὰ τὸ
πληθυνθῆναι
τὴν ἀνομίαν
ψυγήσεται ἡ ἀγάπη
τῶν πολλῶν
(Κατά Ματθαίον 24.12)».
Στην
κατάσταση της βαθιάς υπονόμευσης των βάσεων των διορθοδόξων σχέσεων και της
εξολοκλήρου απαξίωσης της χιλιετούς παράδοσης του εκκλησιαστικό-κανονιολογικού
δικαίου, η Ιερά Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας θεωρεί καθήκον της
να προβεί στην προστασία των θεμελιωδών αρχών της Ορθοδοξίας, στην προστασία
της Ιεράς Παραδόσεως της Εκκλησίας, που υποκαθίστανται από νέες και ξένες
διδασκαλίες περί της οικουμενικής κυριαρχίας του πρώτου εκ των Προκαθημένων.
Καλούμε
τους Προκαθημένους και τις Ιερές Συνόδους των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών στην
αξιολόγηση των προαναφερθέντων αντικανονικών πράξεων του Πατριαρχείου
Κωνσταντινουπόλεως και στην κοινή αναζήτηση της εξόδου από την βαθιά κρίση, που
διασχίζει το σώμα της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας.
Εκφράζουμε
πλήρη υποστήριξη στον Μακαριώτατο Μητροπολίτη Κιέβου και πάσης Ουκρανίας κ. Ονούφριον
και σε όλο το πλήρωμα της εν Ουκρανία Ορθοδόξου Εκκλησίας σε αυτή την δύσκολη
για αυτήν περίοδο.
Προσευχόμαστε
δε για την ενδυνάμωση των πιστών της τέκνων στην γενναία υπεράσπιση της
αλήθειας και της ενότητας της κανονικής Εκκλησίας στην Ουκρανία.
Παρακαλούμεν
τους Αρχιποίμενας, τους Κληρικούς, τους Μονάζοντες και τους Λαϊκούς όλης της
Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας να αυξήσουν τις προσευχές τους για τους ομοπίστους
αδελφούς μας στην Ουκρανία.
Η Σκέπη της
Υπεραγίας Επουρανίου Βασιλίσσης, των Οσίων Πατέρων της Λαύρας του Κιέβου, του
Οσίου Ιώβ του Ποτσάεφ, των Νεομαρτύρων, των Ομολογητών και πάντων των Αγίων της
Εκκλησίας της Ρωσίας, να είναι μετά πάντων ημών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου