Ο Ντόναλντ Τραμπ
κατάφερε να προκαλέσει μεγάλο εκνευρισμό στην Κίνα τον Δεκέμβριο του 2016,
μόλις λίγες μέρες πριν ορκιστεί Πρόεδρος. Η τηλεφωνική επικοινωνία που είχε με
την πρόεδρο της Ταϊβάν ήταν για το Πεκίνο «μία μικροπρεπής ενέργεια.
Ο Τραμπ ήταν ο
πρώτος εκλεγμένος Πρόεδρος που είχε επαφή με ηγέτη της Ταϊβάν, τη νήσο όπου
κατέφυγαν οι ηττημένες εθνικιστικές δυνάμεις του κινεζικού εμφυλίου.
Οι ΗΠΑ δεν έχουν
αναγνωρίσει την ανεξαρτησία της Ταϊβάν, αν και της προμηθεύουν οπλισμό. Δεν
συζητείται αυτό το ενδεχόμενο, ειδικά μετά την σινοαμερικανική προσέγγιση που
ξεκίνησε ο Ρίτσαρντ Νίξον.
Ο αρχιτέκτονας της
ιστορικής προσέγγισης Ουάσιγκτον-Πεκίνου ήταν ο γκουρού της αμερικανικής
διπλωματίας, ο Χένρι Κίσσινγκερ. Για τον πρώην υπουργό Εξωτερικών, ο μεγάλος
εχθρός των ΗΠΑ ήταν η ΕΣΣΔ, όχι η Κίνα του Μάο. Αυτή ήταν η θέση όλων των
αμερικανικών κυβερνήσεων που ακολούθησαν μετά την παραίτηση του Νίξον.
Οι σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας
δεν χάλασαν ούτε μετά την σφαγή των Κινέζων φοιτητών στην πλατεία της
Τιεν-Αν-Μεν το 1989. Ο διάδοχος του Μάο, ο Ντεγκ Χσιάο Πινγκ, ήταν πρόθυμος για
φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις στην οικονομία, αλλά όχι στο πολιτικό σύστημα.
Το κινέζικο καθεστώς δεν είχε την τύχη των
κομμουνιστικών καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης. Αντιθέτως, εξελίχθηκε σε μία
οικονομική υπερδύναμη, ικανή να ανταγωνιστεί τις ΗΠΑ.
Ο Πρόεδρος Τραμπ
προσπάθησε να αντιστρέψει την στρατηγική του Κίσσινγκερ. Απειράθηκε στην αρχή
της θητείας του να προσεταιριστεί την Ρωσία του Πούτιν, στοχοποιώντας
προεκλογικά την Κίνα.
Η εμπλοκή συνεργατών του στο Russiagate και η αυξανόμενη
σύμπραξη Μόσχας-Πεκίνου οδήγησαν την φιλόδοξη στρατηγική του μεγιστάνα σε
αποτυχία.
Ως Πρόεδρος αποφάσισε εν τέλει να συνεχίσει την αντιρωσική πολιτική
των προκατόχων του. Παρόλα αυτά προτεραιότητά του παραμένει η αντιμετώπιση της
αυξανόμενης ισχύος της Κίνας, όπως έδειξαν οι τελευταίες εξελίξεις.
Στις 17 Μαρτίου ο
Τραμπ επικύρωσε νομοσχέδιο που προβλέπει στενότερους δεσμούς μεταξύ των ΗΠΑ και
της Ταϊβάν. Το Πεκίνο ανέδρασε οργισμένα, μιας και βλέπει ένα ρήγμα στην
θεμελιώδη αρχή των σινοαμερικανικών σχέσεων:
Στην αρχή της
«ενιαίας Κίνας», όπως εκφράστηκε το 1979 από τον Πρόεδρο Κάρτερ και όλους τους
διαδόχους του. Οι Κινέζοι βλέπουν με ανησυχία πως ο Τραμπ δεν μένει πιστός σ’
αυτή την παράδοση. Οι φόβοι τους επιβεβαιώθηκαν πέντε μέρες αργότερα, όταν ο
Αμερικανός πρόεδρος ανακοίνωσε την έναρξη οικονομικού πολέμου εναντίον τους.
Ο μεγιστάνας αγνόησε
τις εκκλήσεις μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων και ψήφισε την Πέμπτη την επιβολή
δασμών ύψους 60 δισ έναντι εισαγόμενων κινεζικών προϊόντων. Είναι αλήθεια πως
το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ έναντι της Κίνας είναι θηριώδες, έχει φτάσει τα 500
δισ δολάρια.
Το βαθύτερο κίνητρο
για την απόφαση του Τραμπ να ξεκινήσει οικονομικό πόλεμο εναντίον της Κίνας δεν
αφορά τους οικονομικούς δείκτες. Η αμερικανική κυβέρνηση κατηγορεί την Κίνα για
«κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας» και για πρακτικές εξαναγκαστικής μεταφοράς
τεχνολογίας.
Αναφέρεται κυρίως
στην πάγια πρακτική του Πεκίνου να απαιτεί από τις αμερικανικές επιχειρήσεις
που δραστηριοποιούνται στην Κίνα, να δημιουργούν κοινοπραξία με εγχώριες
επιχειρήσεις.
Με αυτόν τον τρόπο η
Κίνα «υποκλέπτει» την τεχνογνωσία των ΗΠΑ αλλά και των υπόλοιπων χωρών που
δραστηριοποιούνται στην ασιατική χώρα. Γι’ αυτό ο Τραμπ επικαλέστηκε λόγους
εθνικής ασφάλειας στην απόφαση του να αποτρέψει την εξαγορά του αμερικανικού
κολοσσού Qualcomm από μία εταιρεία της Σιγκαπούρης που έχει στενές διασυνδέσεις
με την κινεζική Huawei.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου