«Ο
μύθος, σύμφωνα με τον οποίο οι δημόσιες δαπάνες μπορούν να χρηματοδοτηθούν μόνο
μέσω της φορολογίας, διατηρείται για να μη χαθεί η εμπιστοσύνη στην αξία των
χρημάτων.
Εν
τούτοις, ο μύθος αυτός είναι εξαιρετικά επικίνδυνος, επειδή αναπόφευκτα
υπονομεύει τα θεμέλια της νομισματικής οικονομίας και γενικότερα του πολιτισμού
μας» (M. Hoepner).
Όλοι
μας, ως μέλη μίας νομισματικής οικονομίας, έχουμε περάσει από μία διαδικασία
κοινωνικοποίησης, κατά τη διάρκεια της οποίας διδαχθήκαμε πώς να αντιμετωπίζουμε
το θέμα των χρημάτων.
Ως
εκ τούτου μάθαμε πως εάν θέλουμε να αγοράσουμε κάποιο αγαθό, θα πρέπει
προηγουμένως να έχουμε εκτελέσει κάποια εργασία – την οποία ένας τρίτος θα έχει
αμείψει με ένα ορισμένο ποσόν.
Φυσικά
θα μπορούσε επίσης να μας είχε χαρίσει κάποιος τα χρήματα ή να τα είχαμε
κλέψει. Σε κάθε περίπτωση όμως, από κάπου θα έπρεπε να τα είχαμε βρει, πριν
προβούμε σε οποιαδήποτε αγορά.
Στα
πλαίσια αυτά, ο ισχυρισμός της σύγχρονης μονεταριστικής θεωρίας (Modern
Monetary Theory, MMT), σύμφωνα με την οποία το κράτος ως εκδότης ενός
νομίσματος, δεν υπόκειται σε τέτοιους περιορισμούς, ακούγεται εξωπραγματικός,
απίθανος, ψεύτικος, ουτοπικός – αφού με βάση την εμπειρία μας.
Εάν
το κράτος θέλει να αγοράσει κάτι, θα πρέπει προηγουμένως είτε να δανειστεί από
τις αγορές, είτε να εισπράξει τα χρήματα από τους Πολίτες του μέσω των φόρων,
με το φόβο της επιβολής κυρώσεων εναντίον τους (όπως τα φορολογικά πρόστιμα, οι
κατασχέσεις των περιουσιακών τους στοιχείων, οι πλειστηριασμοί, η φυλάκιση τους
κοκ.).
Πρόκειται
όμως για έναν μεγάλο μύθο ενώ, εάν είναι σωστό πως το κράτος δεν χρειάζεται να
εισπράττει φόρους για να χρηματοδοτεί τις ανάγκες του, όταν διαθέτει ένα
κυρίαρχο νόμισμα, τότε δεν υπάρχει κανένας απολύτως περιορισμός, όσον αφορά τον
προϋπολογισμό του – όπου, σύμφωνα με τον παραπάνω οικονομολόγο, ισχύουν τα
εξής:
«Το
κράτος θα μπορούσε να αγοράζει απεριόριστα αγαθά και υπηρεσίες χρησιμοποιώντας
την πιστωτική κάρτα της κεντρικής του τράπεζας, χωρίς να είναι υποχρεωμένο να
έχει ανάλογα έσοδα – επομένως χωρίς να επιβάλλει φόρους και εισφορές,
τουλάχιστον όσον αφορά τη χρηματοδότηση του» (M. Hoepner).
Διατυπώνοντας
το «αξίωμα» τώρα με κάποια δόση υπερβολής, τα χρήματα δεν αποτελούν ποτέ
πρόβλημα για ένα κράτος με κυρίαρχο νόμισμα – οπότε η οποιαδήποτε αναφορά σε
άδεια ταμεία είναι ένας ψεύτικος ισχυρισμός.
Το
γεγονός αυτό διαπιστώνεται εν μέρει από τη συμπεριφορά της κεντρικής τράπεζας
της Ελβετίας που αγοράζει αμερικανικές μετοχές, τυπώνοντας χρήματα κατά το
δοκούν – επίσης από την Τράπεζα της Ιαπωνίας, η οποία επενδύει κυρίως σε ETF (=
ελεύθερα διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια).
Κατέχοντας ένα μεγάλο μερίδιο στο
ιαπωνικό χρηματιστήριο, καθώς επίσης σημαντικό μέρος του δημοσίου χρέους της
χώρας (της ΕΚΤ όσον αφορά την αγορά ομολόγων των χωρών της Ευρωζώνης κοκ.).
Ειδικά
όσον αφορά την Ιαπωνία, το δημόσιο χρέος της έχει υπερβεί το 250% του ΑΕΠ της,
χωρίς να αντιμετωπίζει κανένα απολύτως πρόβλημα, εκτός από το ότι οι Πολίτες
της δεν δαπανούν τα χρήματα που κερδίζουν, ενώ οι επιχειρήσεις δεν αυξάνουν τις
αμοιβές τους – ακριβώς επειδή δεν καταναλώνουν και δεν δημιουργείται ζήτηση, η
οποία θα τους επέτρεπε να αυξήσουν τις δαπάνες τους.
Αυτό
που προσέχει το κράτος δεν είναι άλλο από το να μην δανείζεται από το
εξωτερικό, επιτυγχάνοντας το με τη σταθερή διατήρηση ενός πλεονασματικού
ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών – αδιαφορώντας για τα ελλείμματα του
προϋπολογισμού του, τα οποία είναι επίσης σταθερά μεγάλα.
Το
πλεονασματικό ισοζύγιο σημαίνει πως εξάγει περισσότερα αγαθά και υπηρεσίες, από
όσα εισάγει, επειδή παράγει πλούτο – οπότε το νόμισμα της παραμένει ισχυρό και
δεν αυξάνεται ο πληθωρισμός.
Επεξήγηση
γραφήματος: Εξέλιξη του προϋπολογισμού της Ιαπωνίας (μπλε στήλες, αριστερή
κάθετος, αρνητικά πρόσημα), σε σχέση με το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της
(διακεκομμένη γραμμή, δεξιά κάθετος, θετικά πρόσημα).
Εν
τούτοις, όταν ακούει κανείς κάτι τέτοιο, έχοντας εκπαιδευθεί εντελώς
διαφορετικά και χωρίς να κατανοεί τη διαφορά του δημόσιου τομέα από τον
ιδιωτικό, σχηματίζει αμέσως την εντύπωση πως αυτός που το λέει είναι ανόητος –
υποσχόμενος τον επί γης παράδεισο.
Εάν όμως είναι σωστό το ότι, οι Πολίτες
μπορούν τότε μόνο να πληρώνουν φόρους, όταν το κράτος με τη βοήθεια της
κεντρικής του τράπεζας θέτει στη διάθεση τους τα απαραίτητα χρήματα εκ των
προτέρων.
Μέσω
της πληρωμής αγαθών και υπηρεσιών, τότε ο ισχυρισμός της σύγχρονης
μονεταριστικής θεωρίας είναι υποχρεωτικά λογικός – οπότε είναι μύθος η
επικρατούσα άποψη, σύμφωνα με την οποία οι δημόσιες δαπάνες μπορούν να
χρηματοδοτηθούν μόνο μέσω των φόρων.
Με
απλά λόγια, εάν ιδρυόταν τώρα ένα καινούργιο κράτος στη θέση της Ελλάδας, το
δημόσιο δεν θα δανειζόταν από τους αγορές, ούτε θα επέβαλλε φόρους για να θέσει
σε κυκλοφορία ένα νέο νόμισμα.
Απλά
θα εξέδιδε χρήματα, ανάλογα με αυτά που θα ήταν απαραίτητα για τις συναλλαγές
των ανθρώπων και των επιχειρήσεων μεταξύ τους – αφού τα σημερινά χρήματα δεν
έχουν πια αντίκρισμα σε χρυσό.
Για
να το κατανοήσει κανείς καλύτερα, είναι σημαντική η έννοια της χρηματοδότησης –
επειδή το γεγονός ότι, οι φόροι δεν έχουν καμία χρηματοδοτική λειτουργία, δεν
σημαίνει πως το κράτος θα ήταν σε θέση να παραιτηθεί από αυτούς.
Η
αιτία είναι ότι, οι φόροι είναι αυτοί που δημιουργούν εμπιστοσύνη τον πωλητή
πραγματικών προϊόντων να αποδεχθεί ως μέσο πληρωμής του τα εγγενώς άχρηστα
(=χωρίς αντίκρισμα μετά την έξοδο από τον κανόνα του χρυσού) χρήματα του
κράτους που τα εκδίδει.
Εκτός
αυτού οι φόροι είναι αυτοί που επιτρέπουν τη χρησιμοποίηση των πραγματικών
πόρων εκ μέρους του κράτους – με την έννοια πως με τη βοήθεια των φόρων το
δημόσιο αφαιρεί από τον ιδιωτικό τομέα την ιδιοκτησία των αληθινών πόρων, μέσω
της μείωσης της αγοραστικής του δύναμης, η οποία διαφορετικά θα χρησιμοποιούταν
για την παραγωγή άλλων προϊόντων.
Λογικά
λοιπόν οι φόροι ήταν, είναι και θα είναι ένα θέμα που εξοργίζει τους ιδιώτες –
αν και αποτελούν την τιμή που πληρώνεται για την παροχή υπηρεσιών από το
δημόσιο, προς όφελος του συνόλου της κοινωνίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου