Η ανισότητα εισοδήματος και πλούτου, και ο τρόπος με τον οποίο έχει περιορίσει την κοινωνική κινητικότητα, είναι ίσως το κυρίαρχο πολιτικό φαινόμενο της εποχής μας.
Στα
χρόνια πριν τη μεγάλη κρίση του 2007-9, οι τάσεις διεύρυνσής της κουκουλώνονταν
υπό το πέπλο της μαζικής διαθεσιμότητας τραπεζικού δανεισμού, που επέτρεπε στη
μεσαία τάξη να ζει πέρα από τις δυνατότητές της και να κρατά ζωντανό το όνειρο
της κοινωνικής και οικονομικής ανέλιξης.
Η
κρίση διέλυσε με βίαιο τρόπο αυτές τις ψευδαισθήσεις. Ο τραπεζικός δανεισμός
στέρεψε, οι επιχειρήσεις σταμάτησαν να επενδύουν, οι κυβερνήσεις στράφηκαν στη
λιτότητα. Αλλά και η ανάκαμψη ωφέλησε δυσανάλογα τις πιο προνομιούχες τάξεις.
Στη
στήλη της Καθημερινής στις 21.12 («Ρίχνοντας λάδι στη φωτιά»), γίνεται αναφορά σε μελέτη της
οικονομολόγου του Bard Παβλίνα Τσέρνεβα, που βασίζεται στα στοιχεία που έχουν
συλλέξει δύο από τους κορυφαίους αναλυτές της ανισότητας, ο Τομά Πικετί και o
Εμανουέλ Σαέζ.
Σύμφωνα
με τη μελέτη, που αφορά την κατανομή των οφελών των περιόδων επέκτασης της
αμερικανικής οικονομίας μεταπολεμικά, στην πρώτη τέτοια περίοδο (1949-53), το
80% του αυξημένου ΑΕΠ (συμπεριλαμβανομένων και των κεφαλαιακών κερδών) πήγε στο
φτωχότερο 90% του πληθυσμού.
Το
1970-73, στη δύση του κεϊνσιανού μεταπολεμικού θαύματος, η ίδια ομάδα, τα
φτωχότερα 9/10, έλαβε σχεδόν το 60% της διόγκωσης της εγχώριου προϊόντος. Από
τη δεκαετία του ’80, ωστόσο, και την προεδρία Ρέιγκαν, η τάση αντιστρέφεται
δραματικά.
Η
αντιστροφή κορυφώνεται το 2001-07, όταν το πλουσιότερο δέκατο του πληθυσμού
εισπράττει σχεδόν το 100% της διόγκωσης του εθνικού εισοδήματος. Στον απόηχο
της κρίσης, το 2009-15, το πλουσιότερο 10% των Αμερικανών λαμβάνει τα 4/5 των
καρπών της ανάκαμψης. Η εικόνα είναι ο αντεστραμμένος καθρέφτης του 1949-53.
Στην
Ευρώπη υπάρχουν αντίστοιχες τάσεις - αν και δεν έχουν φτάσει ακόμα σε τόσο
ακραία επίπεδα. Στη Γαλλία, ενδεικτικά, μία χώρα με ισχυρό κράτος πρόνοιας και
έντονο σκεπτικισμό απέναντι στην παγκοσμιοποίηση και τον αγγλοσαξονικό
καπιταλισμό, ο Πικετί αναδεικνύει τα όρια του «μύθου του εξισωτισμού».
Όπως
αναφέρει, επικαλούμενος μελέτη που δημοσίευσε μαζί με τους Μπ. Γκαρμπιντί και Ζ. Γκουπίγ-Λεμπρέτ, το
εισόδημα του πλουσιότερου 1% των Γάλλων αυξήθηκε κατά 100% μεταξύ του
1983-2015, και αυτό του πλουσιότερου 0,1% κατά 150%.
Το
αντίστοιχο ποσοστό για το υπόλοιπο 99% του πληθυσμού ήταν 25% (λιγότερο από 1%
ετησίως). Κατά την περίοδο αυτή, σύμφωνα με τη μελέτη, το πλουσιότερο εκατοστό
του πληθυσμού απορρόφησε το 21% της μεγέθυνσης της οικονομίας, έναντι 20% για
το φτωχότερο μισό των Γάλλων.
Όπως
εξηγεί ο γνωστός Γάλλος οικονομολόγος, πρόκειται για αντιστροφή της τάσης της
περιόδου 1950-83, όταν για η ετήσια αύξηση των εισοδημάτων για το φτωχότερο 85%
του πληθυσμού κυμαινόταν γύρω στο 3,5%, έναντι 1,5-2% για το πιο προνομιούχο
0,1%.
Ειδικότερα
όσον αφορά τα περιουσιακά χαρτοφυλάκια μεγαλύτερα των 10 εκατ. ευρώ, προκύπτει
από τη μελέτη ότι την τελευταία τριακονταετία αναπτύσσονται ταχύτερα τόσο από
το ΑΕΠ όσο και τα μέσα χαρτοφυλάκια.
Στην
Ελλάδα, μία ειδική - και πιο καθυστερημένη - περίπτωση καπιταλιστικά
ανεπτυγμένης χώρας, η ανισότητα παρουσίαζε τάσεις σταδιακής μείωσης μεταξύ των
μέσων της δεκαετίας του 1970 και των παραμονών της κρίσης.
Έκτοτε,
ωστόσο, όπως καταγράφεται από την ΕΛΣΤΑΤ, η ανισότητα άρχισε να αυξάνεται, τόσο
βάσει του Συντελεστή Gini όσο και βάσει του δείκτη εισοδημάτων του πλουσιότερου
και του φτωχότερου πεμπτημόριου του πληθυσμού.
Η
μαζική μακροχρόνια ανεργία χωρίς κρατική στήριξη και γενικότερα οι ελλιπέστατες
δομές κοινωνικής προστασίας για τους μη συνταξιούχους συνέβαλλαν σε αυτό το
φαινόμενο, που δεν έχει πάρει ωστόσο μεγάλες διαστάσεις - ενδεχομένως επειδή
και τα υψηλά εισοδήματα.
Έχουν
υποστεί αντίστοιχη καθίζηση (σημειώνεται εδώ ότι τα στοιχεία αυτά τελούν υπό
την αίρεση της αξιοπιστίας των στοιχείων περί των δηλωθέντων εισοδημάτων, σε
μία χώρα που οι φορολογούμενοι δεν διακρίνονται για την ειλικρίνειά τους
απέναντι στις φορολογικές αρχές).
Σε
κάθε περίπτωση, η συνειδητοποίηση του νέου χάσματος που έχει δημιουργηθεί, και
στις δύο όχθες του Ατλαντικού, έχει δημιουργήσει ένα μεγάλο κύμα οργής.
Βλέποντας το πολιτικο-οικονομικό κατεστημένο να μην μπορεί - να μην θέλει - να
θωρακίσει την κοινωνική συνοχή από τις συνέπειες της παγκοσμιοποίησης, της
ψηφιακής τεχνολογίας.
Όπως
και της μετανάστευσης, οι ψηφοφόροι έχουν στραφεί προς διαφόρων ειδών outsiders
- είτε ατόμων που υπόσχονται να ανανεώσουν τη φιλελεύθερη δημοκρατική παράδοση
(Ομπάμα, Μακρόν), είτε που απειλούν να τη συντρίψουν προς όφελος των
«ξεχασμένων» απλών ανθρώπων (βλ. Τραμπ).
Το
πρόβλημα, μέχρι σήμερα, είναι ότι κανείς από αυτούς δεν έχει καταφέρει να
εξευμενίσει την οργή - αντιθέτως, ενίοτε παίρνουν μέτρα που επιδεινώνουν την
κατάσταση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η φορολογική «μεταρρύθμιση» που
μόλις ψηφίστηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Το
νομοσχέδιο περιλαμβάνει θεαματικές μειώσεις στη φορολογία των επιχειρήσεων και
των πλουσιότερων Αμερικανών, ενώ καταργεί εκπτώσεις που αφορούν κυρίως τη
μεσαία τάξη και τερματίζει την υποχρέωση ιατροφαρμακευτικής ασφάλισης – μέτρο
που θα αυξήσει τα ασφάλιστρα και υπολογίζεται ότι θα κοστίσει τη δυνατότητα
κάλυψης σε 13 εκατομμύρια άτομα.
Για να αντιμετωπιστεί το χαώδες δημοσιονομικό
κενό –ύψους 1,5 τρισ. δολαρίων– που θα δημιουργήσουν οι φοροελαφρύνσεις, οι
Ρεπουμπλικανοί έχουν ήδη αρχίζει να συζητούν το ενδεχόμενο περικοπών στην
κοινωνική και στη δημόσια ιατροφαρμακευτική ασφάλιση (Medicaid και Medicare).
Σύμφωνα
με το ανεξάρτητο Tax Policy Center, σε βάθος δεκαετίας το 83% των ελαφρύνσεων
που ψηφίστηκαν θα έχει ωφελήσει το πλουσιότερο 1% των Αμερικανών, ενώ το 53%
του πληθυσμού θα πληρώνει υψηλότερους φόρους από ό,τι σήμερα.
Στη
Γαλλία, ο πρώτος προϋπολογισμός της κυβέρνησης Μακρόν περιλάμβανε την κατάργηση
του φόρου περιουσίας πέραν των ακινήτων (μία μείωση της επιβάρυνσης κατά 70%)
και μειώσεις στους φόρους επί των κεφαλαιακών κερδών.
Ο
Πικετί, σχολιάζοντας τις συγκεκριμένες επιλογές, μίλησε για «ιστορικό σφάλμα»
που θα επιδεινώσει την ανισότητα. Στην Ελλάδα, η αναδιανεμητικές πολιτικές
Τσίπρα φτωχοποιούν μαζικά τη μεσαία τάξη και
αφήνουν ανενόχλητο το μεγάλο κεφάλαιο, ενώ επιβαρύνουν συγκριτικά
λιγότερο τα φυσικά πρόσωπα με πολύ
υψηλές αποδοχές.
Οι
διαρθρωτικές δυνάμεις που συντηρούν την ανισότητα, με άλλα λόγια, δείχνουν να
αντιστέκονται επιτυχώς έναντι των σχεδίων τόσο του πολιτικού κατεστημένου όσο
και εκείνων που επιχειρούν να το ανατρέψουν.
Αν
δεν αλλάξουν τα πράγματα, η οργή θα
συνεχίσει να φουσκώνει. Μέχρι να ξεσπάσει ένας πολιτικός τυφώνας, που θα
συμπαρασύρει τα πάντα στο πέρασμά του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου