07 Αυγούστου, 2016

ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ: ΓΙΑΤΙ;

 

Η υπεράσπιση της εθνικής κυριαρχίας, όπως και η κριτική ενάντια σε αυτή, οδηγεί σε σοβαρές παρεξηγήσεις όταν αποσπάται από τη στρατηγική των κοινωνικών τάξεων στην οποία η εθνική κυριαρχία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος. 

Το κοινωνικό μπλοκ στις καπιταλιστικές κοινωνίες θεωρεί την εθνική κυριαρχία  ως ένα απαραίτητο μέσο για την προώθηση των δικών του συμφερόντων με βάση τόσο την καπιταλιστική εκμετάλλευση της εργασίας όσο και την εδραίωση των διεθνών του σχέσεων.

Σήμερα, στο παγκοσμιοποιημένο νεοφιλελεύθερο σύστημα  που κυριαρχείται από τα μονοπώλια της ιμπεριαλιστικής τριάδας (ΗΠΑ, Ευρώπη, Ιαπωνία), οι πολιτικές αρχές που είναι επιφορτισμένες με τη διαχείριση του συστήματος  προς αποκλειστικό όφελος των μονοπωλίων, θεωρούν την εθνική κυριαρχία ως το μέσο που τους επιτρέπει να βελτιώσουν την «ανταγωνιστική» τους θέση  στο παγκόσμιο σύστημα.

Τα οικονομικά και κοινωνικά μέσα του Κράτους (υπακοή των εργαζόμενων στις απαιτήσεις του εργοδότη, οργάνωση της ανεργίας και της εργασιακής ανασφάλειας, κατακερματισμός της αγοράς εργασίας) και οι πολιτικές παρεμβάσεις (συμπεριλαμβανομένων των στρατιωτικών επεμβάσεων) συνδέονται και συνδυάζονται για την επίτευξη ενός και μοναδικού στόχου: τη μεγιστοποίηση των εσόδων με την προστασία των «εθνών».

Ο νεο-φιλελεύθερος ιδεολογικός λόγος υποστηρίζει τη δημιουργία μιας τάξης  που βασίζεται αποκλειστικά στην γενικευμένη ελεύθερη αγορά, όπου οι μηχανισμοί θα είναι αυτορυθμιζόμενοι και θα παράγουν το κοινωνικά βέλτιστο  (κάτι το οποίο είναι προφανώς ψευδές), υπό την προϋπόθεση ότι ο ανταγωνισμός είναι ελεύθερος και διαφανής (δηλαδή κάτι που  δεν είναι και δεν μπορεί να είναι στην εποχή των μονοπωλίων).

Και ισχυρίζεται ότι το κράτος δεν έχει κανένα ρόλο παρά να εγγυάται τη λειτουργία του εν λόγω ανταγωνισμού  (που είναι σε αντίθεση με αυτό που υποστηρίζει: απαιτεί την ενεργό παρέμβαση του κράτους υπέρ του, άρα ο νεοφιλελευθερισμός είναι μια πολιτική του κράτους). Αυτή η έκφραση της ιδεολογίας του «νεοφιλελεύθερου ιού»- απαγορεύει την κατανόηση της πραγματικής λειτουργίας του συστήματος, όπως είναι οι λειτουργίες που το κράτος και η εθνική κυριαρχία εκπληρώνουν.

Οι ΗΠΑ αποτελούν  το παράδειγμα μιας πρακτικής εφαρμογής της «αστικής» έννοιας της εθνικής κυριαρχίας, δηλαδή μία κυριαρχία που βρίσκεται στην υπηρεσία του κεφαλαίου των χρηματιστικών μονοπωλίων. Το «εθνικό» δικαίωμα ωφελεί τις Ηνωμένες Πολιτείες επιβεβαιώνοντας την υπεροχή του «διεθνούς δικαίου». Το ίδιο δικαίωμα ίσχυε στις ιμπεριαλιστικές χώρες της Ευρώπης του δέκατου ένατου και εικοστού αιώνα.

Έχουν αλλάξει τα πράγματα  με την οικοδόμηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης; Ο ευρωπαϊκός λόγος εντάσσει, μέσω της υποταγής, την εθνική κυριαρχία στο "ευρωπαϊκό δίκαιο", κάτι που εκφράζεται μέσα από τις αποφάσεις των οργάνων των Βρυξελλών και της ΕΚΤ, σύμφωνα με τις Συνθήκες του Μάαστριχτ και της Λισσαβόνας. Η ελευθερία της επιλογής των ψηφοφόρων περιορίζεται από την υπερεθνική ύπαρξη που είναι σύμφωνη με τις επιταγές του νεο-φιλελευθερισμού.

Όπως δήλωσε η Μέρκελ: «Αυτή η επιλογή πρέπει να είναι συμβατή με τις απαιτήσεις της αγοράς» πέρα από αυτή χάνει τη νομιμότητά της. Ωστόσο, σε αντίστιξη με αυτό το λόγο, η Γερμανία υποστηρίζει με πολιτικές πράξεις την εθνική της κυριαρχία και επιδιώκει να υποτάξει τους ευρωπαίους εταίρους της στις απαιτήσεις της. Η Γερμανία έχει χρησιμοποιήσει τον ευρωπαϊκό νεο-φιλελευθερισμό για να καθιερώσει την ηγεμονία της, ιδιαίτερα στη ζώνη του ευρώ. 

Η Μεγάλη Βρετανία - με την επιλογή του Brexit – επέλεξε με τη σειρά της να εφαρμόσει τα οφέλη της άσκησης της δικής της εθνικής κυριαρχίας. Μπορεί να γίνει αντιληπτό ότι ο «εθνικιστικός λόγος» και ο απεριόριστος θαυμασμός του για τις  αρετές της εθνικής κυριαρχίας, όταν γίνεται κατανοητός με αυτό τον τρόπο (αστικο-καπιταλιστικής κυριαρχίας) χωρίς να αναφέρεται το ταξικό περιεχόμενο. 

Το οποίο εξυπηρετεί, υπήρξε πάντα αντικείμενο επιφυλάξεων, για να το θέσω ήπια, των ρευμάτων του αριστερού-lato sensu, δηλαδή, όλων εκείνων που επιθυμούν να υπερασπιστούν τα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Ωστόσο, θα πρέπει να μειωθεί η υπεράσπιση της εθνικής κυριαρχίας μόνο με τους όρους του «αστικού εθνικισμού». Η υπεράσπιση αυτή ωστόσο είναι απαραίτητη για την εξυπηρέτηση άλλων κοινωνικών συμφερόντων πέραν  αυτών του επικρατούντος καπιταλιστικού μπλοκ. 

Θα πρέπει, λοιπόν, να συνδέεται στενά με την στρατηγική εξόδου από τον καπιταλισμό και δέσμευσης προς τον μακρύ δρόμο προς τον σοσιαλισμό. Αποτελεί αναπόφευκτn προϋπόθεση της πιθανής προόδου προς την κατεύθυνση αυτή. Ο λόγος είναι ότι η πραγματική αιτία του παγκόσμιου φιλελευθερισμού  δεν θα είναι παρά το προϊόν άνισης προόδου μιας χώρας σε βάρος μιας άλλης από τη μια στιγμή στην άλλη. 

Το παγκόσμιο σύστημα (και το Ευρωπαϊκό υποσύστημα) ουδέποτε έχει μεταμορφωθεί «από τα πάνω», μέσω των συλλογικών αποφάσεων της «διεθνούς κοινότητας» (ή της «ευρωπαϊκής»). Οι εξελίξεις των συστημάτων αυτών δεν υπήρξαν ποτέ παρά το αποτέλεσμα αλλαγών που συμβαίνουν στα κράτη  που τα συνθέτουν και  αφορούν την εξέλιξη των σχέσεων εξουσίας μεταξύ τους. 

Το πλαίσιο που ορίζεται από το κράτος («έθνος») παραμένει εκείνο στο οποίο ξεδιπλώνονται με αποφασιστικό τρόπο οι αγώνες που μεταμορφώνουν τον κόσμο. Οι λαοί των περιφερειών του παγκόσμιου συστήματος, που είναι πολωτικό από τη φύση του, έχουν μακρά εμπειρία αυτού του θετικού εθνικισμού, δηλαδή του αντι-ιμπεριαλιστικού (που εκφράζει την άρνηση  από την παγκόσμια τάξη) και δυνητικά αντι-καπιταλιστικού. 

Το λέω αυτό μόνο επειδή ενδεχομένως, ο εθνικισμός μπορεί επίσης να μεταφέρει την ψευδαίσθηση της οικοδόμησης ενός εθνικού καπιταλισμού που καταφέρνει να «καλύψει» τις εθνικές δομές των κυρίαρχων κέντρων. Ο εθνικισμός των λαών της περιφέρειας δεν είναι προοδευτικός παρά μόνο υπό την προϋπόθεση ότι είναι αντι-ιμπεριαλιστικός, και στις μέρες μας, σε ρήξη με τον παγκοσμιοποιημένο νέο-φιλελευθερισμό. 

Σε αντίστιξη ένας «εθνικισμός» (τότε μόνο φαινομενικός) που ταιριάζει στον παγκοσμιοποιημένο νεο-φιλελευθερισμό, και ως εκ τούτου δεν επηρεάζει την υποδεέστερη θέση του έθνους στο σύστημα, γίνεται το όργανο των τοπικών κυρίαρχων τάξεων που είναι πρόθυμες να συμμετάσχουν στην εκμετάλλευση του λαού τους και ενδεχομένως θα αποτελέσουν τους περιφερειακούς εταίρους οι οποίοι και θα δράσουν ως ένας «υπο-ιμπεριαλισμός».

Σήμερα οι κινήσεις – έντονες ή περιορισμένες  - που δίνουν τη δυνατότητα εξόδου από τον νεο-φιλελευθερισμό είναι αναγκαίες και δυνατές σε όλα τα μέρη του κόσμου, Βορρά και Νότου. Η κρίση του καπιταλισμού δημιούργησε ένα γόνιμο έδαφος για την ωρίμανση των επαναστατικών συνθηκών. Εκφράζω αυτή την αντικειμενική ύπαρξη, αναγκαία και δυνατή μέσα σε μια σύντομη φράση: «έξοδος από την κρίση του καπιταλισμού ή έξω από τον καπιταλισμό σε κρίση;» (Ο τίτλος ενός από τα τελευταία βιβλία μου).

Η έξοδος από την κρίση δεν είναι δικό μας πρόβλημα αλλά των κυριαρχούντων καπιταλιστών. Εάν θα την ξεπεράσουν (που κατά τη γνώμη μου δεν ασχολούνται με τρόπους που θα τους το επιτρέψουν) ή όχι, δεν είναι δικό μας πρόβλημα. Τι έχουμε να κερδίσουμε από το συνεταιρισμό με τους αντιπάλους μας από την αναβίωση του χρεοκοπημένου νεο-φιλελευθερισμού; 

Αυτή η κρίση αντίθετα  δημιουργεί ευκαιρίες, μεγάλες ή λιγότερο μεγάλες, με την προϋπόθεση ότι τα κινήματα που αγωνίζονται υιοθετούν στρατηγικές που έχουν συγκεκριμένο στόχο. Η επιβεβαίωση της εθνικής κυριαρχίας στη συνέχεια επιβάλλεται για να ενεργοποιήσει αυτές τις έντονα άνισες πράξεις από τη μία χώρα στην άλλη, αλλά πάντα σε σύγκρουση με τη λογική του νεο-φιλελευθερισμού. 

Το λαϊκό κυρίαρχο εθνικό και δημοκρατικό έργο που προτείνεται από αυτό το άρθρο  έχει σχεδιαστεί με αυτό το πνεύμα. Η έννοια της κυριαρχίας που αναφέρεται στο παρόν άρθρο δεν είναι εκείνη της αστικο-καπιταλιστικής κυριαρχίας αλλά διαφέρει και πρέπει να πληροί τις προϋποθέσεις της λαϊκής κυριαρχίας.

Το αμάλγαμα μεταξύ αυτών των δύο αντιφατικών εννοιών και ως εκ τούτου η ταχεία  απόρριψη κάθε «εθνικισμού», χωρίς να προσδιορισθεί ο εθνικισμός με μεγαλύτερη  ακρίβεια, καταστρέφει κάθε πιθανότητα εξόδου από τον νεο-φιλελευθερισμό. Δυστυχώς, στην Ευρώπη - και όχι μόνο - η σύγχρονη αριστερά ασχολείται με αγώνες που συχνά χρησιμοποιούν  αυτό το αμάλγαμα.

Η υπεράσπιση της εθνικής κυριαρχίας δεν σημαίνει απλά μία άλλη «πολυπολική παγκοσμιοποίηση» (σε αντίστιξη με το ήδη υπάρχον μοντέλο παγκοσμιοποίησης), που βασίζεται στην ιδέα ότι η διεθνής τάξη θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ κυρίαρχων εθνικών εταίρων, ίσων δικαιωμάτων, και να μην επιβάλλεται μονομερώς από την ισχυρή - ιμπεριαλιστική τριάδα, με ηγέτη τις Ηνωμένες Πολιτείες - όπως συμβαίνει στο νεο-φιλελευθερισμό.

Πρέπει επίσης  να απαντήσουμε στο ερώτημα: ένα πολυπολικό κόσμο να κάνει τι; Επειδή μπορεί να θεωρηθεί ότι εξακολουθεί να διέπεται από τον ανταγωνισμό μεταξύ των συστημάτων που αποδέχονται τον νέο-φιλελευθερισμό  ή, σε αντίθεση, ως ένα περιθώριο διαφυγής για τους λαούς που θέλουν να βγουν από τον νέο-φιλελευθερισμό. 

Ως εκ τούτου, θα πρέπει να προσδιορισθεί η φύση του στόχου που επιδιώκεται με το προτεινόμενο πολυπολικό σύστημα. Όπως συμβαίνει πάντα στην ιστορία, ένα εθνικό σχέδιο μπορεί να είναι υβριδικό, να έχει αντιφάσεις μεταξύ των τάσεων που αναπτύσσονται εντός του, κάποιες από αυτές να είναι υπέρ μιας καπιταλιστικής οικοδόμησης του έθνους και άλλες να έχουν άλλους στόχους  οι οποίοι να διέπονται από προοδευτικό  κοινωνικό περιεχόμενο.

Το εθνικό έργο της Κίνας αποτελεί ένα καλό παράδειγμα, τα ημιεθνικά προγράμματα της Ινδίας και της Βραζιλίας ένα άλλο.Αν και η κατάρρευση του ευρωπαϊκού σχεδίου (και ειδικότερα του υποσυστήματος του ευρώ) βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη εδώ και χρόνια (βλ. Σαμίρ Αμίν, η κατάρρευση του σύγχρονου καπιταλισμού), το Brexit αποτελεί απόδειξη μίας μεγάλης διαμαρτυρίας.


Δεν υπάρχουν σχόλια: