Ιωάν. δ’ 5-42
Έρχεται οὖν εἰς πόλιν τῆς Σαμαρείας λεγομένην Συχὰρ, πλησίον τοῦ χωρίου ὃ ἔδωκεν Ἰακὼβ Ἰωσὴφ τῷ υἱῷ αὐτοῦ. ἦν δὲ ἐκεῖ πηγὴ τοῦ Ἰακώβ. ὁ οὖν Ἰησοῦς κεκοπιακὼς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας ἐκαθέζετο οὕτως ἐπὶ τῇ πηγῇ· ὥρα ἦν ὡσεὶ ἕκτη. ἔρχεται γυνὴ ἐκ τῆς Σαμαρείας ἀντλῆσαι ὕδωρ. λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς·..........
Δός μοι πιεῖν. οἱ γὰρ μαθηταὶ αὐτοῦ ἀπεληλύθεισαν εἰς τὴν πόλιν, ἵνα τροφὰς ἀγοράσωσι. Λέγει οὖν αὐτῷ ἡ γυνὴ ἡ Σαμαρεῖτις· Πῶς σὺ Ἰουδαῖος ὢν παρ’ ἐμοῦ πιεῖν αἰτεῖς, οὔσης γυναικὸς Σαμαρείτιδος; οὐ γὰρ συγχρῶνται Ἰουδαῖοι Σαμαρείταις. ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῇ·
Εἰ ᾔδεις τὴν δωρεὰν τοῦ Θεοῦ καὶ τίς ἐστιν ὁ λέγων σοι, δός μοι πιεῖν, σὺ ἂν ᾔτησας αὐτὸν, καὶ ἔδωκεν ἄν σοι ὕδωρ ζῶν. Λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· Κύριε, οὔτε ἄντλημα ἔχεις, καὶ τὸ φρέαρ ἐστὶ βαθύ· πόθεν οὖν ἔχεις τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν; Μὴ σὺ μείζων εἶ τοῦ πατρὸς ἡμῶν Ἰακώβ, ὃς ἔδωκεν ἡμῖν τὸ φρέαρ, καὶ αὐτὸς ἐξ αὐτοῦ ἔπιε καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ καὶ τὰ θρέμματα αὐτοῦ; ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῇ·
Πᾶς ὁ πίνων ἐκ τοῦ ὕδατος τούτου διψήσει πάλιν· ὃς δ’ ἂν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγὼ δώσω αὐτῷ, οὐ μὴ διψήσει εἰς τὸν αἰῶνα, ἀλλὰ τὸ ὕδωρ ὃ δώσω αὐτῷ, γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγὴ ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον. Λέγει πρὸς αὐτὸν ἡ γυνή· Κύριε, δός μοι τοῦτο τὸ ὕδωρ, ἵνα μὴ διψῶ μηδὲ ἔρχομαι ἐνθάδε ἀντλεῖν. Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς·
Ὕπαγε φώνησον τὸν ἄνδρα σου καὶ ἐλθὲ ἐνθάδε. ἀπεκρίθη ἡ γυνὴ καὶ εἶπεν· Οὐκ ἔχω ἄνδρα. λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· Καλῶς εἶπας ὅτι ἄνδρα οὐκ ἔχω· πέντε γὰρ ἄνδρας ἔσχες, καὶ νῦν ὃν ἔχεις οὐκ ἔστι σου ἀνήρ· τοῦτο ἀληθὲς εἴρηκας. Λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· Κύριε, θεωρῶ ὅτι προφήτης εἶ σύ. Οἱ πατέρες ἡμῶν ἐν τῷ ὄρει τούτῳ προσεκύνησαν· καὶ ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἐν Ἱεροσολύμοις ἐστὶν ὁ τόπος ὅπου δεῖ προσκυνεῖν.
Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· Γύναι, πίστευσόν μοι ὅτι ἔρχεται ὥρα ὅτε οὔτε ἐν τῷ ὄρει τούτῳ οὔτε ἐν Ἱεροσολύμοις προσκυνήσετε τῷ πατρί. ὑμεῖς προσκυνεῖτε ὃ οὐκ οἴδατε, ἡμεῖς προσκυνοῦμεν ὃ οἴδαμεν· ὅτι ἡ σωτηρία ἐκ τῶν Ἰουδαίων ἐστίν. ἀλλ’ ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν ἐστιν, ὅτε οἱ ἀληθινοὶ προσκυνηταὶ προσκυνήσουσι τῷ πατρὶ ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ· καὶ γὰρ ὁ πατὴρ τοιούτους ζητεῖ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτόν.
Πνεῦμα ὁ Θεός, καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν. Λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· Οἶδα ὅτι Μεσσίας ἔρχεται ὁ λεγόμενος Χριστός· ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος, ἀναγγελεῖ ἡμῖν πάντα. Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· Ἐγώ εἰμι, ὁ λαλῶν σοι. Καὶ ἐπὶ τούτῳ ἦλθαν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, καὶ ἐθαύμασαν ὅτι μετὰ γυναικὸς ἐλάλει· οὐδεὶς μέντοι εἶπε, τί ζητεῖς ἤ τί λαλεῖς μετ’ αὐτῆς; Ἀφῆκεν οὖν τὴν ὑδρίαν αὐτῆς ἡ γυνὴ καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὴν πόλιν, καὶ λέγει τοῖς ἀνθρώποις·
Δεῦτε ἴδετε ἄνθρωπον ὃς εἶπέ μοι πάντα ὅσα ἐποίησα· μήτι οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός; ἐξῆλθον οὖν ἐκ τῆς πόλεως καὶ ἤρχοντο πρὸς αὐτόν. Ἐν δὲ τῷ μεταξὺ ἠρώτων αὐτὸν οἱ μαθηταὶ λέγοντες· Ραββί, φάγε. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· Ἐγὼ βρῶσιν ἔχω φαγεῖν, ἣν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε. ἔλεγον οὖν οἱ μαθηταὶ πρὸς ἀλλήλους· Μή τις ἤνεγκεν αὐτῷ φαγεῖν; Λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Ἐμὸν βρῶμά ἐστιν ἵνα ποιῶ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με καὶ τελειώσω αὐτοῦ τὸ ἔργον.
Οὐχ ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἔτι τετράμηνός ἐστι καὶ ὁ θερισμὸς ἔρχεται; ἰδοὺ λέγω ὑμῖν, ἐπάρατε τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑμῶν καὶ θεάσασθε τὰς χώρας, ὅτι λευκαί εἰσι πρὸς θερισμόν. ἤδη. Καὶ ὁ θερίζων μισθὸν λαμβάνει καὶ συνάγει καρπὸν εἰς ζωὴν αἰώνιον, ἵνα καὶ ὁ σπείρων ὁμοῦ χαίρῃ καὶ ὁ θερίζων. ἐν γὰρ τούτῳ ὁ λόγος ἐστὶν ὁ ἀληθινὸς, ὅτι ἄλλος ἐστὶν ὁ σπείρων καὶ ἄλλος ὁ θερίζων. ἐγὼ ἀπέστειλα ὑμᾶς θερίζειν ὃ οὐχ ὑμεῖς κεκοπιάκατε· ἄλλοι κεκοπιάκασι, καὶ ὑμεῖς εἰς τὸν κόπον αὐτῶν εἰσεληλύθατε.
Ἐκ δὲ τῆς πόλεως ἐκείνης πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτὸν τῶν Σαμαρειτῶν διὰ τὸν λόγον τῆς γυναικὸς, μαρτυρούσης ὅτι εἶπέ μοι πάντα ὅσα ἐποίησα. ὡς οὖν ἦλθον πρὸς αὐτὸν οἱ Σαμαρεῖται, ἠρώτων αὐτὸν μεῖναι παρ’ αὐτοῖς· καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ δύο ἡμέρας. Καὶ πολλῷ πλείους ἐπίστευσαν διὰ τὸν λόγον αὐτοῦ, τῇ τε γυναικὶ ἔλεγον ὅτι οὐκέτι διὰ τὴν σὴν λαλιὰν πιστεύομεν· αὐτοὶ γὰρ ἀκηκόαμεν, καὶ οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ σωτὴρ τοῦ κόσμου.
Μετάφραση Περικοπής: Ερχεται,
λοιπόν, εις πόλιν της Σαμαρείας, η οποία ελέγετο Συχάρ, πλησίον στο μέρος που
είχε δώσει ο Ιακώβ στον υιόν του τον Ιωσήφ. Υπήρχε δε εκεί το πηγάδι του Ιακώβ.
Ο Ιησούς, λοιπόν, κουρασμένος καθώς ήτο από την οδοιπορίαν, εκάθισε με απλότητα
κοντά στο πηγάδι. Η ώρα δε ήτο εξ από την ανατολήν του ηλίου, δηλαδή δώδεκα
μεσημέρι.
Την ώραν εκείνην
έρχεται μία γυναίκα από την Σαμάρειαν, να βγάλη νερό. Της είπε ο Ιησούς· “δος
μου να πιώ”. Διότι οι μαθηταί του, που θα εφρόντιζαν να βγάλουν νερό από το
πηγάδι, είχαν υπάγει εις την πόλιν, δια να αγοράσουν τροφάς. Λέγει τότε εις
αυτόν η Σαμαρείτις· “πως συ, που είσαι Ιουδαίος, ζητείς νερό να πιής από εμέ, η
οποία είμαι Σαμαρείτισσα;”
Είπε δε αυτό, διότι οι
Ιουδαίοι εμισούσαν και απεστρέφοντο τους Σαμαρείτας και δεν ήθελαν να έχουν
καμμίαν επικοινωνίαν και σχέσιν με αυτούς. Απήντησεν ο Ιησούς και της είπε·
“εάν εγνώριζες την δωρεάν, την οποίαν ο Θεός δίδει στους ανθρώπους, και ποιός
είναι αυτός που σου λέγει, δος μου να πιώ, συ θα εζητούσες από αυτόν.
Kαι θα σου
έδιδε πηγαίο νερό, που δεν στειρεύει ποτέ (τας ανεκτιμήτους δωρεάς του Αγίου
Πνεύματος, που καθαρίζουν, δροσίζουν και ζωογονούν την ψυχήν και την κάμνουν να
ανθίζη και να καρποφορή τον πλούτον των αρετών και των καλών έργων, τους πολυτίμους
και ευαρέστους στον Θεόν πνευματικούς καρπούς)”.
Λέγει εις αυτόν η
γυναίκα· “Κυριε, ούτε δοχείον έχεις, δια να βγάλης νερό, και το πηγάδι είναι
βαθύ. Από που λοιπόν έχεις, και μάλιστα την ώρα αυτήν, το δροσερό νερό; Μήπως
συ είσαι ανώτερος από τον πατέρα μας τον Ιακώβ, ο οποίος έδωκε το πηγάδι εις
ημάς, και από το νερό του οποίου έπιε και αυτός και τα παιδιά του και όλα τα
ζώα που έβοσκε;” Απήντησεν ο Ιησούς και της είπε· “καθένας, που πίνει από το
νερό αυτό, θα διψάση πάλιν.
Εκείνος όμως που θα
πιή από το νερό, το οποίον εγώ θα του δώσω, δεν θα διψάση ποτέ, αλλά το νερό,
που εγώ θα του δώσω, θα μεταβληθή μέσα του εις αστείρευτον πηγήν πνευματικού
ύδατος, που θα αναβλύζη πάντοτε και θα του χαρίζη αιωνίαν ζωήν”. Λέγει προς αυτόν
η γυναίκα· “Κυριε, δος μου αυτό το νερό, για να μη διψώ και να μη έρχωμαι εδώ,
να βγάζω νερό”.
Τότε είπε προς αυτήν ο Ιησούς· “πήγαινε, φώναξε τον άνδρα σου
και έλα εδώ μαζή με αυτόν”. Απεκρίθη η γυναίκα και είπε· “δεν έχω άνδρα”. Λεγει
εις αυτήν ο Ιησούς· “καλά είπες ότι, δεν έχω άνδρα. Διότι πέντε συζύγους
τον ένα κατόπιν του άλλου επήρες και τώρα αυτόν που έχεις δεν είναι νόμιμος
σύζυγός σου· τούτο που είπες αληθινό είναι”. Λέγει εις αυτόν η γυναίκα·
“Κυριε,
από όσα μου εφανέρωσες, βλέπω ότι συ είσαι προφήτης. Θα επωφεληθώ από αυτήν την
ευκαιρίαν να σε ρωτήσω δι' ένα πολύ σοβαρόν θρησκευτικόν ζήτημα. Οι πατέρες μας
ελάτρευσαν τον Θεόν στούτο εδώ το όρος, το Γαριζίν. Σεις όμως οι Ιουδαίοι
λέγετε ότι εις τα Ιεροσόλυμα είναι ο τόπος, όπου πρέπει να λατρεύωμεν τον
Θεόν”.
Λέγει εις αυτήν ο
Ιησούς· “πίστευσέ με, γυναίκα, ότι έρχεται πολύ σύντομα καιρός, που ούτε στο
όρος τούτο ούτε εις τα Ιεροσόλυμα μόνον θα λατρεύσετε τον ουράνιον Πατέρα. Σεις
οι Σαμαρείται, που έχετε απορρίψει τα περισσότερα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης,
προσκυνείτε εκείνο, το οποίον πολύ ολίγον γνωρίζετε.
Ημείς οι Ιουδαίοι
προσκυνούμεν εκείνο που περισσότερον από σας και από τους άλλους λαούς
γνωρίζομεν. Διότι ο Μεσσίας, ο οποίος θα δώση την σωτηρίαν εις όλους τους
λαούς, προέρχεται από τους Ιουδαίου. Αλλά έρχεται πλέον
ώρα, και μάλιστα τώρα ήλθε, οπότε οι γνήσιοι και πραγματικοί προσκυνηταί θα
τιμήσουν και θα λατρεύσουν τον ουράνιον Πατέρα με το φωτισμένον και καθαρόν
πλέον πνεύμα των και με λατρείαν όχι τυπικήν και συμβολικήν, αλλά αληθινήν και
σαφή.
Διότι και ο Πατήρ ζητεί τέτοιοι να είναι, φωτισμένοι τον νουν και καθαροί
κατά την καρδίαν, αυτοί που θα τον λατρεύουν. Ο Θεός είναι Πνεύμα,
πανυπερτέλειον και πανταχού παρόν και δεν κατοικεί εις ωρισμένους μόνον τόπους. Και εκείνοι, οι οποίοι
τον λατρεύουν πρέπει να τον προσκυνούν με όλην των την ψυχήν, με αφωσιωμένην
την καρδίαν και την διάνοιάν των εις αυτόν, με φωτισμένην και αληθινήν γνώσιν
περί αυτού και της λατρείας, που του ταιριάζει”.
Λέγει προς αυτόν η γυναίκα·
“γνωρίζω ότι έρχεται ο Μεσσίας, που ελληνικά λέγεται Χριστός. Οταν έλθη
εκείνος, θα μας τα αναγγείλη όλα”. Λέγει εις αυτήν ο Ιησούς· “εγώ είμαι ο
Χριστός, ο οποίος αυτήν την στιγμήν σου ομιλώ”. Και αυτήν ακριβώς την
ώρα ήλθαν οι μαθηταί του και ηπόρησαν, διότι ο διδάσκαλός των συνωμιλούσε με
γυναίκα εις δημόσιον τόπον (πράγμα το οποίον απηγόρευαν οι ραββίνοι των
Ιουδαίων).
Αλλά κανείς δεν είπε· τι ζητείς από αυτήν η δια ποίον θέμα συζητείς
μαζή της. Η δε γυναίκα αφήκε από την μεγάλην της συγκίνησιν την στάμνα της στο πηγάδι
και έφυγε δια την πόλιν, όπου και είπεν στους ανθρώπους· “ελάτε να ιδήτε ένα
άνθρωπον, ο οποίος μου είπε όλα όσα έχω κάμει.
Μηπως αυτός είναι ο
Χριστός;” Εβγήκαν, λοιπόν, από την πόλιν οι άνθρωποι και ήρχοντο προς αυτόν. Εν
τω μεταξύ οι μαθηταί παρακαλούσαν τον διδάσκαλον και έλεγαν· “ραββί, φάγε”.
Αυτός δε απορροφημένος από το υψηλόν πνευματικόν έργον του και αδιάφορος δια το
υλικόν φάγητον, τους είπε· “εγώ έχω φάγητον να φάγω, που σεις δεν το ξέρετε”.
Έλεγαν τότε μεταξύ των οι μαθηταί· “μήπως του έφερε κανείς να φάγη;”
Λέγει εις αυτούς ο
Ιησούς· “ιδικόν μου πολυτιμότατον φαγητόν είναι να πράττω το θέλημα Εκείνου, ο
οποίος με έστειλε και να αποπερατώσω στον τέλειον βαθμόν και με τον τέλειον
τρόπον το έργον του, δηλαδή την σωτηρία των ανθρώπων. Δεν λέγετε σεις, ότι
τετράμηνος είναι ακόμη και ο θερισμός έρχεται; Εκτός όμως από τον υλικόν
θερισμόν, υπάρχει και ο πνευματικός.
Ιδού σας λέγω,
σηκώσατε τα μάτια σας και κυττάξατε τους Σαμαρείτας, που έρχονται, και τας
άλλας χώρας και θα ιδήτε ότι είναι έτοιμοι πλέον δια τον θερισμόν, όπως, όταν
από πράσινα σιτηρά ωριμάσουν και φαίνωνται λευκά τα στάχυα, είναι έτοιμα προς
θερισμόν.
Και εκείνος, που θερίζει στον πνευματικόν αυτόν αγρόν, παίρνει τον
μισθόν του και χαίρει, διότι προσκαλεί και συγκεντρώνει τους ανθρώπους δια την
αιώνιον ζωήν. Ετσι και εις την
πνευματικήν καλλιέργειαν και εκείνος που σπείρει, δηλαδή εγώ, χαίρει, όπως
επίσης χαίρετε και σεις που θα θερίσετε.
Και εις την περίστασιν αυτήν
εφαρμόζεται η αληθινή παροιμία, που λέγει ότι άλλος έχει σπείρει και άλλος
θερίζει. Εγώ έσπειρα, σεις και οι διάδοχοί σας θα θερίσετε. Εγώ σας έστειλα δια
να θερίσετε εκείνο, δια το οποίον σεις δεν έχετε κοπιάσει. Αλλοι, εγώ και οι
προ εμού προφήται, εκοπίασαν, και σεις έχετε εισέλθει στους κόπους των, δια να θερίσετε.
Από δε την πόλιν
εκείνην πολλοί Σαμαρείται επίστευσαν εις αυτόν από τα λόγια της γυναικός
εκείνης, που επεβεβαίωνε ότι μου είπε όλα όσα έκανα. Όταν, λοιπόν, ήλθον εις
αυτόν οι Σαμαρείται, τον παρακαλούσαν να μείνη μαζή τους· και έμεινε εκεί δύο
ημέρας.
Και από την
διδασκαλίαν, που τους έκαμε, επίστευσαν πολύ περισσότεροι εις αυτόν.
Και εις την γυναίκα
έλεγαν ότι “στον Ιησούν δεν πιστεύομεν πλέον από όσα συ μας είπες περί αυτού,
αλλά διότι ημείς, οι ίδιοι τον έχομεν ακούσει και γνωρίζομεν καλά ότι πράγματι
αυτός είναι ο Σωτήρ του κόσμου, ο Χριστός”.
Ερμηνεία Περικοπής: Το
σημερινό Ευαγγέλιο μας μεταφέρει στη Σαμάρεια της Παλαιστίνης και συγκεκριμένα
στο «φρέαρ τοΰ Ιακώβ». Εδώ θα δούμε τον Κύριο να οδοιπορεί, να κουράζεται και
να διψά «τήν των πλανεμένων επιστροφήν». Η σωτηρία του ανθρωπου ήταν η πείνα
και η δίψα Του.
«Βρώμα Του και πόμα
Του» (=τροφή και ποτό Του) είναι να εκπληρώσει το θέλημα τοϋ Πατέρα Του, να
σώσει τον άνθρωπο. Κάθεται στο πηγάδι, όχι για δική Του άνεση, αλλά για να
«ζητήση και σώση» ένα άπολωλός πρόβατο Του, τη γνωστή Σαμαρείτιδα, από το Βάρος
της αμαρτίας και να την ποτίσει άπό την πηγή του «ζώντος ύδατος».
1.Συνάντηση με τη
Σαμαρείτιδα. Ή Σαμαρείτιδα ήρθε άπό το σπίτι της να πάρει νερό άπό το πηγάδι να
δροσίσει το σώμα της και συνάντησε τον Χριστό, ό όποιος συνωμίλησε μαζί της.
Όλη ή ζωή της και ή ελαχίστη λεπτομέρεια, ήταν μπροστά Του γυμνή, ολοφάνερη.
Δεν την εκθέτει όμως. Δεν την προσβάλλει. Δεν της είπε πώς είναι πολύγαμη, ουτε
πώς ζεϊ παράνομα.
Ή αγάπη δεν τα
επιτρέπει αυτά, γιατί «πάντα στέγει» (=όλα τα σκεπάζει). Την βλέπει πώς είναι
διψασμένη στο σώμα, αλλά και η ψυχή της διψά τον Θεό. Βρίσκεται στον άδη των
παθών της αμαρτίας. Είχε ανάγκη, όχι μόνο άπό τη δροσιά του πηγαδιού, αλλά και
από το «ζών ύδωρ» του Αγίου Πνεύματος, για να δώσει ζωοποιό κίνηση στη
νεκρωμένη ψυχή της, την ξηρή και άγονη για το καλό, όπως την έκανε η κακουργία
του διαβόλου.
Την πλανούσε ό
μισάνθρωπος να νομίζει, πώς θα γεμίσει την ψυχή της και θα βρει πλήρωμα ζωής
στις πρόσκαιρες σαρκικές απολαύσεις και ηδονές. Ήταν δούλη και λάτρις στα πάθη
αυτά, αλλά πάντα στερημένη άπό την εσωτερική ανάπαυση, γιατί αυτή μόνο ό Θεός
τη δωρίζει. Δοκίμασε όλα τα αισθητά και τα γήϊνα, πού δίνουν τρυφή στη σάρκα.
Γνώρισε πέντε άνδρες, τους άφησε, ζουσε με έκτο, χωρίς να βρει το πλήρωμα της
ζωής, γιατί της έλειπε το πνευματικό και ουράνιο.
Τώρα λοιπόν
συναντιέται με τον μοναδικό Νυμφίο, ό όποιος θα την καλέσει σε γάμο άφθαρτο και
αμίαντο, σε αγαπητική σχέση και κοινωνία μαζί Του, πού είναι πηγή ζωής αιωνίας
και παντός αγαθού. Ο διάλογος πού αρχίζει ό Χριστός μαζί της, φανερώνει πώς,
έκτος από τα αισθητά και τα γήϊνα πού την ενδιέφεραν, είχε και άλλες
αναζητήσεις.
Ζήτησε άπό τον Χριστό
το «ύδωρ το ζών», πού γι’ αυτήν ήταν νερό φυσικό, ενώ για τον Χριστό ήταν η
Χάρις του Αγίου Πνεύματος. και όταν αντιλήφθηκε πώς ο συνομιλητής της δεν ήταν
απλός άνθρωπος, αλλά κάποιος Προφήτης, ζήτησε να πληροφορηθεί για τη λατρεία
του Θεου. τον αληθινό Θεό βέβαια δεν τον γνώριζε και τη θέση Του στη ζωή της
την πήραν τα αμαρτωλά πάθη, τα οποία την κυβερνούσαν.
Γνώριζε μόνο μια
τυπική λατρεία του Θεου, την «έν τόπω», σύμφωνη με τον Νόμο και ζητά άπό τον
Χριστό να της πε, ποιος είναι ό αληθινός τόπος της λατρείας του Θεου. Ασφαλώς η
Σαμαρείτιδα δεν μπορουσε να καταλάβει, πώς η ακόλαστη ζωή και η λατρεία του
σώματος της, απέκλειαν τη λατρεία του Θεου. Νόμιζε πώς μπορουν και τα δυο να
συνυπάρχουν, φτάνει να μάθει τον τόπο. Αν είναι το όρος Γαριζείν η ό Ναός του
Σολομώντος.
2.Η νομική λατρεία: Η
λατρεία αυτή δεν προέρχεται άπό τα μυστικά Βάθη της ανθρώπινης ψυχής. Είναι η
φαινόμενη λατρεία, η εξωτερική, η «κατά Νόμον». Οπωσδήποτε όμως αυτό πού ζήτησε
η Σαμαρείτιδα, δεν είναι κάτι για το σώμα, για το κάλλος, για την υγεία η για
χρήματα, αλλά κάτι διαφορετικό, για την πίστη. Φαίνεται πώς κάτι καινούργιο
ξεκινά μέσα της.
Κάτι αναμένει να της
αποκαλύψει ό Χριστός. Ξέρει κάτι και επείγεται να δεχθεί την τελειότερη γνώση,
παρατηρούν οι Πατέρες. Ο Χριστός δεν της άπαντα για τον τόπο της λατρείας,
γιατί μ’ αυτή τη λατρεία δεν εύαρεστείται ό Θεός, άφου δεν σώζει τον
άνθρωπο.
Θα την οδηγήσει
«θεοπρεπέστατα» να αντιληφθεί, πώς ό άνθρωπος είναι ό αληθινός «τόπος»
λατρείας, στον όποιο ευαρεστείται ό Θεός. και σ’ αυτό πρέπει να στοχεύει.
Λατρεία πού ασχολείται με «τόπους», με προσφορές θυσιών ζώων η καρπών της γης
και δεν ελευθερώνει τον άνθρωπο άπό τη δουλεία των παθών, δεν αρέσει στον Θεό. Ο λαός του Ισραήλ είχε πολλούς γειτονικούς λαούς, πού λάτρευαν τα είδωλα και ήταν
δυνατό να παρασυρθεί στη λατρεία των ειδώλων.
Ο Θεός λοιπόν «διά την
των Ιουδαίων παχύτητα και ασθένειαν», πού δεν ήταν σε θέση να καταλάβουν, ότι ό
«Θεός είναι πνεύμα», κατά παραχώρηση, δέχθηκε τις διάφορες θυσίες του Ισραήλ
για να συντηρήσει την πίστη του σε ένα Θεό.
Kαθώς και για να τον προετοιμάσει
να δεχθεί τη μόνη θυσία πού σώζει, του «Αμνού του Θεού, του αίροντος την
άμαρτίαν του κόσμου». η νομική λατρεία ήταν παιδαγωγική, με προοπτική τον
ερχόμενο Χριστό.Παρόλη τη συγκατάβαση
του Θεου σ’ αυτού του είδους τη λατρεία, με τους Προφήτες Του καλουσε τον Λαό
Του στην πνευματική λατρεία, τη συμμετοχή της καρδίας και όχι μόνο του σώματος,
πού πρόσφερε την τυπική θυσία.
Ό Θεός με τους Προφήτες εκφράζει το παράπονο,
ότι ό Λαός Του τον τιμά μόνο «τοις χείλεσι» (=μέ λόγια) «ή δε καρδία αυτού
πόρρω απέχει» (=βρίσκεται πολύ μακρυά) άπ’ Αυτόν.
Η νομική λατρεία,
χωρίς την εσωτερική συμμετοχή, δεν είναι τίποτε. Δεν βοηθεϊ τον άνθρωπο να
αποφύγει την αμαρτία και να συνδεθεί με τον Θεό. η Σαμαρείτιδα π.χ. ζούσε στον
βυθό της αμαρτίας και αυτό δεν την προβλημάτιζε. και θεωρούσε κακό να δώσει
λίγο νερό στον συνομιλητή της. Ακόμη και να ήταν Ιουδαίος, όχι μόνο δεν θα τη
μόλυνε, αλλά θα την βοηθούσε να αφήσει τη σκληρότητα της και να επιδείξει αγάπη
στον συνάνθρωπο της, ανεξάρτητα από την εθνικότητα του.
Ο Θεός δηλαδή δεχόταν
τις θυσίες και τους «τόπους» της λατρείας, με την προυπόθεση ότι ο Λαός θα
επιδιώκει την αγιότητα στη ζωή του, όπως άγιος είναι και ο Θεός. Όταν ο
άνθρωπος δουλεύει στα πάθη του, δεν μπορεί να δουλεύει και να λατρεύει και τον
Θεό. Γι΄ αυτό δεν απαντα στην απορία της Σαμαρείτιδας, γιατί ο τόπος πού
αναζητά δεν την ξεδιψά, δεν έχει σχέση με τη σωτηρία της. Τόπος θα γίνει η
ίδια. Αυτό πρέπει να επιδιώξει. Όχι τόπον θυσίας, αλλά να γίνει η ίδια θυσία
ζώσα, ευάρεστος τώ Θεώ».
3.Λατρεία «εν πνεύματι
και αληθεία». Ο Χριστός θα βοηθήσει τη Σαμαρείτιδα να υπερβεί τον τύπο και να
δεχθεί την ουσία, την «δωρεάν του Θεού». Να αφήσει την προσκόλληση στα επίγεια,
πού μοιάζουν με το νερό του πηγαδιού, πού το πίνει και πάλι διψά και να δεχθεί
τα ουράνια, τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος, πού είναι «ύδωρ ζωής», πληρότητα ζωής,
ύδωρ αφθαρσίας και αθανασίας. Με την αναφορά του αυτή ο Κύριος θα την οδηγήσει
σε Μετάνοια και θα την προσανατολίσει στον Θεό και το θέλημα Του.
Αφήνει λοιπόν τον
τόπο, πού ζητά η Σαμαρείτιδα, τόσο το όρος Γαριζείν όσο και τον Ναό του
Σολομώντος και για να την κάνει να δώσει ιδιαίτερη προσοχή σ΄αυτά πού θα της
αναφέρει, πού είναι η ουσία της σωτηρίας, της λέγει: «Γύναι, πίστευσόν μοι…».
Με αυτές τις λέξεις «καταρτίζει την πίστιν της γυναικός και την οδηγεί επί την
πνευματικωτέραν λατρείαν», σχολιάζει Ο ιερός Χρυσόστομος. και συνεχίζει:
«Προσέξετε, πώς λίγο-λίγο ανεβάζει ανάλαφρα την ψυχή της στον ουρανό.
Χωρίς να λογαριάζει
την ιδιότητα της πόρνης, γίνεται διάκονος της σωτηρίας της ψυχής της». και
συνεχίζει ο Κύριος: «Έρχεται ώρα ότε, ούτε έν τώ όρει τούτω, ούτε έν
Ίεροσολύμοις προσκυνήσετε τώ πατρί… έρχεται ώρα και νύν έστί, ότε οι αληθινοί
προσκυνηταί προσκυνήσουσι τώ πατρί έν πνεύματι και αληθεία· και γάρ
Ο πατήρ τοιούτους
ζητεί τους προσκυνουντας αυτόν. Πνεύμα Ο Θεός, και τους προσκυνουντας αυτόν έν
πνεύματι και άληθεία δεϊ προσκυνεΐν». Δεν περιορίζεται δηλαδή σε λόγια και σε
τόπους και νομικές διατάξεις η αληθινή λατρεία του Θεου.
Ο Χριστός με τη θυσία
Του ξεπέρασε τη λατρεία του Νόμου. Η «ώρα» για την οποία μιλά ο Χριστός, ότι
ήλθεν, είναι Ο καιρός της ενανθρωπήσεως, της θυσίας Του και της Αναστάσεως Του.
Ο νέος Ναός, στον όποιο λατρεύεται ο Θεός, είναι το «σταυρωθέν και ταφέν και
άναστάν» Σώμα Του. το εξηγεί ο Ευαγγελιστής Ιωάννης: «Ο Ιησους έλεγε περί του
ναου του σώματος αυτού», όταν είπε: «λύσατε τον ναόν τούτον και έν τρισίν
ημέραις εγερώ αυτόν».
Τώρα λοιπόν, τόσο το
Γαριζείν όσο και ο Ιουδαϊκός Ναός των Ιεροσολύμων, καταργουνται ως τόποι
λατρείας και μαζί τους οι νομικές διατάξεις για Σάββατα, για θυσίες, για
μόσχους και αμνούς και περιτομήν. «Τα αρχαία παρήλθεν, ιδού γέγονε καινά
πάντα». η «σκιά του Νόμου» μεταποιείται τώρα σε λατρεία πνευ ματική, «έν
πνεύματι και αληθεία». η πνευματική λατρεία είναι θεοπρεπής.
Ο πνευματικός άνθρωπος
λατρεύει τον Θεό και αποβλέπει στην «οικειότητα Θεού», στη σχέση και κοινωνία
μαζί Του και διαλάμπει πνευματικά με τα έργα της αρετής του. Ο Χριστός λοιπόν με
«σοφίαν αρίστην» (ιερός Χρυσόστομος) εισάγει τη Σαμαρείτιδα στον νέο τρόπο
λατρείας, πού ταυτίζεται με τον πνεύμα τικό τρόπο ζωης.
H Σαμαρείτιδα τώρα
καλείται σε αλλαγή, σε Μετάνοια, σε εγκατάλειψη του παλιού τρόπου ζωής, στη
νέκρωση των παθών, του σαρκικου φρονήματος, πού είναι η περιτομή της καρδίας,
στην υπέρβαση των γήινων απολαύσεων.
Όλα αυτά μοιάζουν με
το νερό του πηγαδιού, πού σταματά την αισθητή δίψα προσωρινά. Τώρα χρειάζεται η
καθαρότητα του νου, της ψυχής ολόκληρης για να δεχθεί το ανώτερο νερό, το «υδωρ
το ζών», μια άλλη απόλαυση διαρκείας, αθανάτου ζωής, πού είναι η Χάρις του
Αγίου Πνεύματος.
Ο πνευματικός
άνθρωπος, πού παλαίει να νεκρωθεί από τα πάθη του, συμμετέχει στα πάθη και τον
Σταυρό του Κυρίου και ανίσταται και ζωοποιείται με τη συμμετοχή στο Σώμα και το
Αίμα του Κυρίου. Γίνεται «έκ νεκρών ζών», γιατί η Ανάσταση πάντοτε ανατέλλει
«έκ του τάφου». Αυτή πλέον είναι εισαγωγή σε ένα άλλο τρόπο ζωής, πού
υπερβαίνει τη φυσική ζωή, τα αισθητά πράγματα και προχωρεί από την
προσωρινότητα στην αιωνιότητα.
Γι’ αυτό και η
Εκκλησία από την ίδρυσή της, στα κοινά δείπνα πού ωργάνωνε γά τους πιστούς, δεν
αρκείτο μόνο στην τροφή πού προσφερόταν και έδινε πρόσκαιρη ζωή, αλλά έπεσφράγιζε
τις «αγάπες» (=τά κοινά δείπνα) με την «Κλάσιν του Άρτου», δηλαδή με τη θεία
Ευχαριστία, πού δίνει «ζωήν αίώνιον».
Με άλλα λόγια, το έν
«πνεύματι και άληθεία» είναι η άρχή, αλλά και Ο τελικός σκοπός της Λατρείας του
«καινου αιώνος», πού αρχίζει με τον Χριστό. το «πνεύματι» αναφέρεται στο Αγιο
Πνεύμα και το «άληθεία» στον Χριστό. Επομένως για να λατρεύσει η Σαμαρείτιδα
τον Θεό, αλλά και ο κάθε άνθρωπος, προυποθέτει ζωήν «έν Χριστώ και Αγίω
Πνεύματι». Αυτό όμως αποτελεί και τον σκοπό, στον όποίο αποβλέπει η λατρεία.
4.Η μεταστροφή. Η
Σαμαρείτιδα «εστράφη εις τα οπίσω», στην επανάκτηση του αρχαίου κάλλους, στην
οδό της θεώσεως, όπου την κάλεσε θεο-πρεπέστατα, Ο «καλέσας αμαρτωλούς εις
μετάνοιαν». Πήγε να καλέσει τους συμπατριώτες της να δούν τον Χριστό και «άφηκε
την υδρίαν αυτής» στο πηγάδι, δηλαδή τη στάμνα πού περιείχε το φυσικό νερό. Δεν
τη μετέφερε στο σπίτι της.
Αυτό δεν σημαίνει, πώς
δεν θα ξαναέπινε νερό. Είναι κάτι συμβολικό. το σημειώνει όμως ο Ευαγγελιστής,
για να δείξει τη μεταστροφή της. Προτίμησε δηλαδή τη ζωή του Χρίστου από τη ζωή
των παθών και τις ηδονές του σώματος, πού ήταν το καθημερινό «νερό» της. η ψυχή
της γεμίζει πλέον με Χριστό. Αφήνει τα άχυρα και πιάνει το σιτάρι. Παίρνει
διαζύγιο από τους πέντε άνδρες, για να συζευχθεί και να συναφθεί με τον Χριστό
σε μόνιμο γάμο, «άφθαρτον και άμίαντον».
5.Η «χώρα» των
αγιαζομένων. Τόπος των αγιαζομένων είναι το Άγιο Πνεύμα, λέγει ο Μέγας
Βασίλειος. Και συνεχίζει: Στο όρος Σινά ο Θεός είπε στον Μωυσή: «Ιδού τόπος,
παρ’ έμοί και στήθι επί της πέτρας». Τί άλλο εννοεί με τον «τόπον», παρά το
Άγιο Πνεύμα, με του οποίου τον φωτισμό μπορούμε να δουμε τον Θεό και να τον
γνωρίσουμε;
Το Άγιο Πνεύμα είναι ο «τόπος» της αληθινής λατρείας. η Αγία Γραφή
λέγει: «Πρόσεχε να μή προσφέρεις σε οποιονδήποτε τόπο τη θυσία σου, αλλά στον
τόπο, πού θα διαλέξει Κύριος ο Θεός σου». Ποιά είναι αυτή η
θυσία; Η θυσία των παθών, πού είναι δοξολογία στον Θεό (θυσία αίνέσεως). Σε пою δε άλλο τόπο
προσφέρουμε αυτήν, παρά στον «τόπο», πού λέγεται Άγιο Πνεύμα;
Και που το μάθαμε
αυτό; Από τον ίδιο τον Κύριο πού λέγει: «οί αληθινοί
προσκυνηταί προσκυνήσουσι τω πατρί έν πνεύματι και άληθεία». Ώστε το Άγιο
Πνεύμα είναι πράγματι ο «τόπος» των Αγίων, γιατί το έχουν στην ψυχή τους.
Όπως δε το Πνεύμα
είναι ο «τόπος» των Αγίων, έτσι και οι Άγιοι είναι «τόπος» του Αγίου Πνεύματος,
γιατί προσφέρουν τους εαυτούς τους καθαρούς για να κατοικήσει το Άγιο Πνεύμα
και γίνονται ναός Του, «τόπος» της αληθινής λατρείας. Έτσι έγινε και η
Σαμαρείτιδα: Ισαπόστολος, αγία και μάρτυς του Χριστού.
Λάτρευε τον Θεό «έν
πνεύματι και άληθεία», γιατί έγινε κατοικητήριο της Αγίας Τριάδος. Τώρα μπορεί
να λατρεύει τον Θεό «έν παντί τόπω της δεσποτείας Αυτού».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου