20 Απριλίου, 2016

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΥ ΕΟΡΤΑΣΜΟΥ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΡΩΜΑΙΟΚΑΘΟΛΙΚΟΥΣ

 
 

ΜΕΡΟΣ Θ΄/ΤΗΡΗΣΙΣ ΤΩΝ ΠΑΡΑΔΟΘΕΝΤΩΝ — ΕΝΟΤΗΣ.Επανειλημμένως έτονίσθη έν τοις προτέροις ότι λάθος τρομερόν είναι νά νομίζεται ότι οί ταχθέντες ώς φύλακες τής παρακαταθήκης τής πίστεως αποκτούν καί τό δικαίωμα νά διαθέτουν αυτήν κατά βούλησιν. 

Ουδέποτε καί ύπ' ούδενός εδόθη τοιούτο δικαίωμα, τό όποιον ανήκει είς τήν ολότητα ουχί δέ είς τάς μονάδας, έστω καί άνίστανται είς τήν κορυφήν τής «φυλακής», επεμβάσεως είς τά τής. πατρικής ημών κληρονομιάς, διά τήν άκίβδηλον διατήρησιν τής όποίας κάθε πιστός έχει καθήκον νά ενδιαφέρεται ζηλοτύπως καί αγωνίζεται ίσοβίως, μή επιτρέπων εις τινα έπιβουλήν κατ' αυτής.

Έάν ό Ναβουθαί δέν έδέχετο ν' άποξενωθή του πατρογονικού του επιγείου κτήματος, τό όποιον εποφθαλμιά ό ασεβής 'Αχαάβ, λέγων, «μή γένοιτο μοι παρά Θεού μου δούναι κληρονομίαν πατέρων μου σοί» (Γ'. Βασιλ. κ'. 3) καί έπροτίμησέ ν' άποθάνη αντί ν' απεμπόληση αυτήν, πώς θά δεχθώμεν καί άδιαφορήσωμεν καί έπιτρέψω-μεν νά'σφετερισθή ό νοητός Άχαάβ καί ή Ίεζάβελ, ή σκοτεινή, κοσμική εμπάθεια καί ασέβεια τήν αίωνίαν κληρονομίαν τών πατέρων μας, τής οποίας οί τίτλοι- βεβαιούσιν ώς κτήσιν ημών όχι γήν άλλά τόν ούρανόν; 

Άπό τήν ίστορίαν της Εκκλησίας γνωρίζομεν ότι όχι μόνον τών οιωνδήποτε, άλλά καί αυτών τών μεγάλων και αγίων Πατέρων αί μεμονωμέναι γνώμαι καί αποφάσεις ύπεχώρουν καί ύπετάσσοντο είς τήν τής Εκκλησίας, ή τής Οικουμενικής Συνόδου ήτο ή αλάθητος καί τελεσίδικος καί ήκύρωνεν έστιν ότε τάς μεμονωμένας τών Πατέρων, έστω καί άν ούτοι ήσαν καί έκ τών μετασχόντων τοιούτων Συνάδουν.

Τί φοβερόν νά νομίζεται σήμερον ότι ό κάθε «αρχηγός» υποκαθιστά τήν Οίκουμενικήν Σύνοδον καί έχει έξουσίαν νά νομοθέτη καί μεταρρυθμίζη καί καινοτομή έπί θεμάτων άφορώντων είς τήν όλην Έκκλησίαν, έφ' ών ή όλη Εκκλησία, καί μόνη, μόνον αποφαίνεται. Τούτο έγέννησεν όλας τάς αιρέσεις καί τά σχίσματα. Έν αντιθέσει προς τήν έν άγίω Πνεύματι κοινήν πίστιν όλων, ο αιρετικός αίρείται ήγουν προτιμά κάτι κατά τήν ιδικήν του γνώμην καί ίδέαν καί σχηματίζει φρόνημα ουχί διά του, αγίου Πνεύματος άλλά έκ τίνος μυστικής εμπάθειας.

Διά τής έν άγίω Πνεύματος βουλής καί αποφάσεως όλων (γνώρισμα δέ τής έν άγίω Πνεύματι ενεργείας είναι ή συμφωνία όλης τής Εκκλησίας καί τό μή λέγειν αντίθετα τών ήδη παραδοθέντων)  έκφαίνεται τό θέλημα του Θεού διά τήν σωτηρίαν τών ανθρώπων. Ό αιρετικός, ό καινοτόμος διανοίγει «ιδίαν οδόν»  στηριζόμενος  μόνον  είς τό ότι «τούτο είναι κατά τήν γνώμην του καλύτερον».

Άλλ' ή πίστις δέν ' διαμορφούται διά τής αυθαιρέτου γνώμης ατόμων, είς τήν οποίαν είναι δυνατόν νά εισχώρηση τό πνεύμα του κόσμου καί του αντίχριστου καί όχι του Χριστού, άλλ' εξηγείται καί παραδίδεται άπό γενεάς είς γενεάν, ώς αρχικώς εδόθη. Δέν υπόχρεοι είς συμμόρφωσιν  "καί παραδοχήν ή «άπόφασις» του κάθε ενός, όταν παραγνωρίζει ή αντιτίθεται είς τό πατροπαράδοτον τής Εκκλησίας φρόνημα.

Όταν μεσολαβή ό Θεός, ή ειλικρινής καί, πειστική υπέρ τής σωτηρίας τών ψυχών μέριμνα, οί πάντες πείθονται  προθύμως, ή ένότης πάντων στερεούται, ό Θεός δοξάζεται, οί λύκοι φεύγουν μακράν. Η αυθαίρετος όμως ιδέα καί ενέργεια οιουδήποτε, καί άγγελος έξ ουρανού αν είναι, έφ' όσον γίνεται άνευ του Θεού, έστω και αν ύποκριτικώς χρησιμοποιείται τό όνομά Του, τήν ύπάρχουσαν ένωσιν διαρρηγνύει, διότι, κέντρον συνδέον έν -έαυτώ πάντας είναι μόνον ό Θεός: 

και όχι οιοσδήποτε άνθρωπος" ό πιστός δεν βλέπει, όστις, εις ζητήματα πίστεως νά τόν δεσμεύη εις ύπακοήν οιουδήποτε, έπαναλαμβάνομεν πάλιν καί πολλάκις, ανθρώπου, ό όποίος δεν υπακούει και σέβεται πρώτον τόν Θεόν, διά του οποίου και περί τόν όποίον, μόνον, ή ένωσις γίνεται καί διατηρείται.

"Ας τό έννοήσωμεν καλώς ότι ένότης μόνον έν τω Θεώ και διά του Θεού δύναται να γίνη και μείνη" ένότης μέ θεμέλιον τάς ιδέας και ενεργείας ώρισμένων ανθρώπων είναι έφήμέρον έμπόριον ωφελούν μόνον τούς επιτηδείους και δεν υποχρεώνει. Διότι ημείς έχομεν τήν πίστιν μας έκ του Θεού διά τών ανθρώπων, ουχί δέ έκ τών ανθρώπων. 

Μέ κέντρον τόν Θεόν, συνδέονται οί άνθρωποι μετ' Αύτού και μεταξύ των "άν μετατοπισθή τον κέντρον είς τόν άνθρωπον, διάλυσις του δεσμού μέ τόν Θεόν και τούς ανθρώπους είναι τό έπακόλουθον, διότι τίποτε δεν υποχρεώνει τινά είς συμμόρφωσιν προς τάς αγνοούσας τον Θεόν ιδέας και γνώμας του καθ' ενός, οιοσδήποτε και άν είναι.

"Ας γίνη επιστροφή προς τό ένοποιόν κέντρον και άς παύση ή διά της βίας καταπολέμησις της συνειδήσεως και ή εκρίζωσις τών ίδεών, διότι, ως λέγει; και τό ρητόν και ή ιστορία βέβαιοι, αί ίδέαι είναι όπως τά καρφιά" όσον κτυπώνται, τόσον βαθύτερα εισέρχονται. Έάν έφηρμόζοντο οί νόμοι και τά διατάγματα, διωκόμενοι έπρεπε νά είναι οί μέ μόνην τήν βάσιν τής βάναυσου ισχύος διώκοντες. Διότι, ώς πρός τό θέμα της έορτολογικής παραδόσεως, ισχύει τό Βασιλικόν Διάταγμα της 18 Ιανουαρίου 1924, τό οποίον διατάσσει: (έπί Βασιλέως Γεωργίου Β'.)....

Άρθρον 3):Διατηρείται έν ίσχύι τό Ίουλιανόν Ήμερολόγιον όσον άφορα έν γένει τήν Έκκλησίαν και τάς θρησκευτικάς έορτάς. ....

Άρθρον 4):Ή Εθνική Εορτή της 25ης Μαρτίου και πάσαι αί κατά τούς κείμενους νόμους εορτάσιμοι έξαιρετέαι ήμέραι ρυθμίζονται κατά τό Ίουλιανόν Ήμερολόγιον...

Ποσάκις έχουμε δει ευλαβείς προσκυνητάς νά πηγαίνουν είς τους Αγίους Τόπους διά νά εορτάσουν" λόγου χάριν τά Χριστούγεννα ή άλλας μεγάλας έορτάς, εύρον όμως «εορτάζοντας» μόνους τούς φράγκους, μή δυνάμενοι δέ ν' αναμείνουν μέχρι τών εορτών, άνεχώρουν κλαίοντες, μή έορτάσαντες παντάπασι τάς τοιαύτας έορτάς, αί οποίαι είς τάς πατρίδας των ήδη παρήλθον.

Πάς τις δύναται νά κρίνη άν είναι συμφερωτέρα ή χάριν μόνου του δυτικοπλήκτου κοσμικού φρονήματος πεισματική και αλαζονική επιμονή είς τήν πρωτοφανή και βλαβεράν αυτήν κατάστασιν. Τό ότι διά τάς κοσμικάς υποθέσεις χρησιμοποιείται τό ήμερολόγιον τών δυτικών, δεν δικαιολογεί καί τόν κατ' αυτό συμφυρμόν του Εορτολογίου τής Όρθοδοξίας.

Δεν έπαθον τίποτε αί Έκκλησίαι, τών οποίων τά μέλη χρησιμοποιούν διά μέν τάς πολιτικάς υποθέσεις τό κοσμικόν ήμερολόγιον (πολιτικόν τό ονομάζει τό ανωτέρω Βασιλικόν Διάταγμα), θρησκευτικώς δέ τηρούν τήν πατροπαράδοτον συνέχειαν. Τούτο όχι μόνον δεν βλάπτει, άλλ' άμφιβόλως καί τονίζει τό θρησκευτικόν συναίσθημα διά τών διαχωριζόντων από του κοσμικού φρονήματος καί σχηματιζόντων ίδιαιτέραν συνείδησιν όμοίον.

Πόσω βαθυτέρα θά ήτο ή ευλάβεια όλου του Ελληνικού λαού, έάν τω έδίδετο συνεχώς ή αφορμή νά ένθυμήται ότι διά νά λατρεύση τόν Θεόν του έχει ιδικόν του τρόπον -διαχωρίζοντα αυτόν από τά του κόσμου, 'όπερ άλλοι λαοί έχουν εις καύχημα των! Καί. αυτό τό ώς άνω περιβόητον «συνέδριον» παρέδέχετο τήν διά τήν Όρθοδοξίαν σημασία τηρήσεως ιδιαιτέρας γραμμής, λέγον είς τά Πρακτικά του:  
«Έν τω έσωτερικώ Εκκλησιαστικώ καί εθνικώ τών ορθοδόξων βίω όχι μόνον δυσκολία τις έκ τούτου (έκ τής χρήσεως δύο ημερολογίου)  δέν ύπήρχεν, άλλά τουναντίον τό διαφέρον ήμερολόγιον έχρησίμευε δι' αυτούς καί ώς τις ιδιαίτερος δεσμός, τονώνων έπί πλέον τήν ενότητα αυτών ώς ιδιαιτέρας χριστιανικής όλότητος του Πάσχα», περί εκμοντερνισμού τών κληρικών, περί συγχρονισμού του χριστιανικού καί άλλων πρωτοφανών ασεβειών.

Όλίγη παρατηρητικότης καί μελέτη τών γινομένων πείθει άδιστάκτως, ότι τά σήμερον, τερατουργούμενα είναι, συνέχεια καί συμπλήρωσις τών ύπό του Μεταξάκη αρξάμένων κακών, διά τήν φθοράν τής Εκκλησίας καί τήν βαθμιαίαν διάβρωσιν τής πίστεως τών χριστιανών. 

Οί άγιοι Πατέρες τής όλης Εκκλησίας, άμα ώς ήδυνήθησαν νά συνέλθωσιν έπί τό αυτό; αμέσως μετά τήν παύσιν τών διωγμών, διηυθέτησαν έν Πνεύματι άγίω καί πρός σωτηρίαν τών πιστών τήν άκολουθητέαν θεάρεστον τάξιν, ήτις, έκτοτε τηρείται εύλαβώς είς δόξαν Θεού.

Τώρα όψίμως κάποιαι μεμονωμέναι κεφαλαί καί τίνες βαλαντούχοι, ουδέν κοινόν έχοντες μέ τήν Όρθοδοξίαν (αρνητικώς" μάλλον καί έχθρικώς έναντι, αυτής διακείμενοι) κατά τρόπον άήθη,' ένόμισαν, ότι δύνανται να επεμβαίνουν είς τά τής Όρθοδοξίας καί ορίζουν αντίθετα τών Αγίων Πατέρων όλης τής Εκκλησίας καί «δογματίζουν» εναντίον του φρονήματος, τό όποιον οί αιώνες έδειξαν άπαραβίαστον. 

Εκείνοι οί άοίδιμοι Πατέρες, οί άξιοι του ουρανού, οι, μηδέν γήϊνον έχοντες,, φέροντες έπί τών σωμάτων των τά στίγματα του μαρτυρίου, συνήρχοντο πάντες "πανταχόθεν, παρά τάς τότε δυσκολίας, διακινήσεως καί έν φόβω Θεού, έν προσευχαίς καί νηστείαις, έξέφαινον έν κοινή, πάντων συμφωνία τήν βουλήν καί τό θέλημα Του.

Σήμερον, ότε αί σκοτειναί δυνάμεις έβαλαν τά δυνατά τών νά συμπληρώσουν τό κατά του χριστιανισμού μακροχρόνιον καί καταχθόνιον σχέδιον των, σατανικώς βλέποντες έν τούτω τήν ίδικήν των έπικράτησιν, έφευρέθησαν άλλοι πρωτοφανείς τρόποι ενεργείας, πού άν δεν έμεσολάβει τό χρήμα καί ή διάβρωσις του θρησκευτικού αισθήματος, όχι τόσον τήν όργήν όσον τήν θυμηδίαν έπρεπε νά προχωρούν είς τόν νουν παντός χριστιανού.

Μαζεύονται, λέγει, μερικοί, άδιάφορον τί είναι αυτοί καί τί Θεόν λατρεύουν, συγκροτούν «Συμπόσια Οικουμενικά» καί μεταξύ άχλαδίου - καί τυρού καί υπό τάς αναθυμιάσεις τών ήδυπότων, συζητούν σπουδαίως έπί θεμάτων, τά όποία έρρύθμισαν Οικουμενικαί Σύνοδοι καί βουλεύονται ν' ανατρέψουν τάξεις και Κανόνας, τών οποίων ή τήρησις έφυλάχθη θεαρέστως τόσους αιώνας. 

Τό άπίστευτον  θλιβερόν νά τό όνομάση τις ή φοβερόν;  ότι καταδέχονται τίνες λεγόμενοι ορθόδοξοι νά παρευρίσκονται καν είς τοιαύτα άθλια κατασκευάσματα τών ξένων, δίδει τό μέτρον τής ευαισθησίας μερικών έναντι τής ακριβούς τηρήσεως τών πατροπαράδοτων θεσμών τής Όρθοδοξίας. Είς τά τοιαύτα «Συμπόσια», τά όποία έπευλογεί καί ό «αρχηγός» τής Όρθοδοξίας, γίνεται λόγος καί συζήτησις διά «Κοινόν Πάσχα», νά γίνη δήλ. τρόπος νά εορτάζουν συγχρόνως το Πάσχα όλοι οί λεγόμενοι «χριστιανοί».

Καί όταν τούτο συζητήται μέ ορθοδόξους, δέν νοείται πάντως, ότι οί άποσκιρτήσαντες καί εφευρόντες ιδίους τρόπους «εορτασμού» θά έλθουν είς τήν άρχικήν γραμμήν, τήν οποίαν διετήρησε μόνον ή Όρθοδοξία, άλλά μάλλον οί Όρθόδοξοι ν' άνεμπολήσουν τά πατροπαράδοτα των, διά νά προσλάβουν εφευρήματα ανθρώπων, αδιαφορούντων διά τήν εύσέβειαν. 

Τό ότι κατά τοιούτον τρόπον τολμάται καταστρατήγησις Κανόνων αιωνίου κύρους καί αίονοβίου τάξεως, είναι φοβερόν σημείον, είναι δέ βέβαιον ότι αν έγνώριζον ότι θ' άντιμετώπιζον γενικήν τήν άποδοκιμασίαν τών χριστιανών, ώς θά συνέβαινε πρό τίνων δεκαετιών, ούτε θά έπεχείρουν τήν τοιαύτην άναισχυντίαν.

'Εφ' όσον ή ήμερα έορτασμού του Πάσχα δέν εξαρτάται μόνον άπό τό ήλιοδρόμιον, άλλά καί από τό σεληνοδρόμιον, τούτο δέν είναι δυνατόν ούτε νά μονιμοποιηθή ούτε νά τροποποιηθή χωρίς νά τεθή κατά μέρος εν έκ τών δύο καί γίνη πλήρης ανατροπή τής καθεστηκυίας τάξεως. 

Διά τόν έορτασμόν του - Πάσχα υπάρχει ό Ορισμός τής Α' Οικουμενικής Συνόδου, ό όποιος είναι τέλειος καί επομένως άλλοίωσιν δέν χρειάζεται. Κατά τόν όρισμόν τούτον, τό Πάσχα ούτε πρό τής ισημερίας ούτε πρό τής εαρινής πανσελήνου γίνεται, ώστε νά γίνωνται δύο Πάσχα είς έν έτος ουδέν δε - είς τό άλλο, ούτε πρό του Εβραϊκού Πάσχα, όπερ παράνομον καί άνιστόρητον.

Οιαδήποτε αλλαγή καί άν γίνη, είς έκ τών  όρων τούτων δέν θά τηρήται. Όπως συμβαίνει με όλους όσοι έτσιθελικώς έφυγαν άπό τήν πορείαν τής Όρθοδοξίας. Ένώ οί Κανόνες τών άγίων Αποστόλων καί τών Οικουμενικών Συνόδων καθαιρούν καί αφορίζουν τούς εορτάζοντας τό Πάσχα πρό τής εαρινής ισημερίας ή πρό - τής α' εαρινής πανσελήνου ή πρό τών Έβραίων. 

Πώς τολμούν (καί μάλιστα κατά τοιούτον τρόπον καί τοιούτοι άνθρωποι), νά παραμερίζουν ή νά θέτουν ύπό τήν κρίσιν των ούτω οριστικούς Κανόνας καί ορισμούς Οικουμενικών Συνόδων, μόνον ώς έκδήλωσις πλήρους: ασεβείας δύναται νά χαρακτηρισθή καί έξηγηθή. 

Ουδείς λόγος συντρέχει είς τό νά διέρχεται καν άπό τόν νουν τών χριστιανών σκέψις επεμβάσεως καί ανατροπής τών θεσμών τής Όρθοδοξίας καί μάλιστα χάριν βλέψεων κοσμικών άνθρώπων. "Αν οί έξω τής Εκκλησίας, θέλουν νά επιστρέψουν είς τήν νομιμότητα, νά εορτάζουν τό Πάσχα ώς έώρταζεν αυτό ανέκαθεν ή Εκκλησία, άς προσέλθουν. 

Τίνα λόγον έχομεν οί Όρθόδοξοι νά δημιουργώμεν ζητήματα καί δεχώμεθα  καν  συζήτησιν  έπί, θέματος  άνεκκλήτως  καί   θεαρέστως  ώρισμένους;   Διατί   νά  θυσιάσωμεν  έστω  καί  έν  ίώτα.  θεαρέστως   θερισμένους;   Διατί   νά   θυσιάσωμεν   έστω   καί   έν   ίώτα. (ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)




Δεν υπάρχουν σχόλια: