25 Απριλίου, 2016

ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ Η ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ

 

Κάθε χρόνο, τις μέρες του Πάσχα, τίθεται το ερώτημα από Ορθοδόξους Χριστιανούς γιατί δε γιορτάζουμε την Ανάσταση του Κυρίου μαζί με τους άλλους (ετερόδοξους) Χριστιανούς, όπως Καθολικούς ή Προτεστάντες. 

Διερωτούνται πολλοί γιατί ενώ το 2010 και το 2011 η μεγάλη γιορτή συμπίπτει παγκόσμια, πιο συχνά καθυστερεί το Ορθόδοξο Πάσχα πότε μια, πότε τέσσερεις ή και πέντε βδομάδες, σε σχέση με το Πάσχα των Λατίνων, που έχει καθιερωθεί στη Δύση σαν η κοινή μέρα της μεγάλης αυτής γιορτής της Χριστιανοσύνης.Το ίδιο συχνά αποπειρώνται καλοπροαίρετοι ιερωμένοι μα και λαϊκοί να δώσουν απάντηση στους ερωτούντας, επαναλαμβάνοντας τις πιο πολλές φορές πασίγνωστες διατυπώσεις, που δυστυχώς δεν φαίνονται να ικανοποιούν το ακροατήριο.  

Έτσι, την επόμενη χρονιά, έχουμε τις ίδιες ερωτήσεις, τις ίδιες απαντήσεις, και το κοινό Πάσχα συνεχίζει να αποτελεί ένα φευγαλέο όνειρο.  Σκοπός μου είναι να εξηγήσω κατά το δυνατόν το φαινόμενο αυτό, με βάση τη διατριβή μου για τον τίτλο Μ.Α. στην ορθόδοξη ποιμαντική θεολογία (που με ευλογία του Πατριάρχη Βαρθολομαίου εκδόθηκε πρόσφατα και σε βιβλίο), ελπίζοντας ολόκαρδα πως σύντομα η Ορθόδοξη Εκκλησία, υπό την ηγεσία του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως σαν πρώτου μεταξύ ίσων, θα ξεπεράσει τους οποιουσδήποτε δισταγμούς και διαφωνίες της και θα ξαναενώσει όλους τους Χριστιανούς, σ’ Ανατολή και Δύση, σ’ ένα κοινό Πασχαλινό εορτασμό.

Ας αρχίσουμε λοιπόν από τις συνήθεις απαντήσεις που δίνονται κάθε χρόνο στις απορίες για την ημερομηνία του Πάσχα.  Αυτές είναι βασικά δύο׃ πρώτον, ότι οι Ορθόδοξοι γιορτάζουν το Πάσχα την πρώτη Κυριακή μετά την πρώτη πανσέληνο μετά την εαρινή ισημερία.  Και δεύτερον, οι Ορθόδοξοι γιορτάζουν πάντα μετά το Ιουδαϊκό Πάσχα.  Αυτές είναι όντως οι ορθές απαντήσεις.  Είναι δηλαδή οι ορισμοί των Αγίων Πατέρων για το θέμα αυτό.  Είναι όμως ακόμη και οι αυτούσιοι ορισμοί που οι ετερόδοξοι Δυτικοί τηρούν κάθε χρόνο.  

Τότε, θα ρωτήσει κάποιος, γιατί δεν συμπίπτουν οι δύο εορτασμοί;  Καλοπροαίρετοι ίσως Ορθόδοξοι θα απαντήσουν αμέσως πως οι Δυτικοί αγνοούν το Ιουδαϊκό Πάσχα, όπως για παράδειγμα το 2008, οπότε το Λατινικό Πάσχα ήταν στις 23 Μαρτίου, ενώ οι απανταχού Εβραίοι γιόρτασαν την πρώτη μέρα του δικού τους Πάσχα στις 20 Απριλίου, μια βδομάδα πριν το Ορθόδοξο Πάσχα της 27ης Απριλίου.  Κι όμως η εξήγηση αυτή δεν αρκεί.  Για παράδειγμα, το 2006, οι σύγχρονοι Εβραίοι γιόρτασαν στις 13 Απριλίου, οι Λατίνοι στις 16 Απριλίου, κι όμως οι Ορθόδοξοι καθυστέρησαν και πάλι μέχρι τις 23 Απριλίου. 

Και το 2013, οι αντίστοιχες ημερομηνίες ήταν 26 Μαρτίου για τους Εβραίους, 31 Μαρτίου για τους Λατίνους, μα 5 Μαΐου για τους Ορθοδόξους.  Γιατί; Για μια γενική λύση του προβλήματος, που θα καλύπτει όλα τα χρόνια, θα πρέπει κανείς να αντιληφθεί όχι μόνο τη φρασεολογία, μα και τη σημασία των Αγιοπατερικών ορισμών.  Όταν οι Άγιοι Πατέρες αναφέρονται στο Πάσχα των Ιουδαίων, έχουν υπόψη τους όχι τους σύγχρονούς μας ραββινικούς Εβραίους (οι πασχάλιοι υπολογισμοί των οποίων έχουν υποστεί σημαντικές αλλαγές μετά την Πρώτη Οικουμενική Σύνοδο της Νικαίας, του 325 μ.Χ.), αλλά τους Βιβλικούς Εβραίους της εποχής του Χριστού.  

Οι Άγιοι Πατέρες ονομάζουν το Βιβλικό αυτό πάσχα σαν «Νομικόν Φάσκα» (Φασέχ, ή Πάσχα του Μωσαϊκού Νόμου), και αντιλαμβάνονται (ή ακόμη και ορίζουν!) τον εορτασμό του να αρχίζει την νύκτα της πρώτης πανσελήνου μετά την εαρινή ισημερία.  Επομένως, η δεύτερη εξήγηση που δίνεται σήμερα από μερικούς καλοπροαίρετους Ορθοδόξους («μετά το Ιουδαϊκό Πάσχα») είναι εντελώς ταυτόσημη της πρώτης («μετά την πρώτη πανσέληνο»), και ως εκ τούτου αχρείαστη και πλεονάζουσα.  Ιστορικά αναφέρουμε πως η δεύτερη αυτή εξήγηση ποτέ δεν προβαλλόταν αφ’ εαυτή από τους Αγίους Πατέρες, μια και η πρώτη αρκούσε.  

Για πρώτη φορά η εξήγηση αυτή ανεξάρτητη από και επιπρόσθετη προς την πρώτη αναφέρεται από το κανονολόγο Ιωάννη Ζωναρά το 12ο αιώνα, ενώ μέχρι τότε αρκούσε (όπως και στην ενωμένη Eκκλησία πριν από το σχίσμα του 1054 μ.Χ.) η πρώτη εξήγηση μονάχα. Σ’ αυτή λοιπόν την πρώτη εξήγηση, κι όχι στην ημερομηνία του συγχρόνου Ιουδαϊκού Πάσχα πρέπει να αναζητηθούν οι αιτίες της διαφοράς του Ορθοδόξου από το Λατινικό Πάσχα.  Βρίσκοντας αυτές τις αιτίες θα μπορέσει κανείς να κατανοήσει ταυτόχρονα και το ρόλο του πασχαλίου υπολογισμού τόσο του Βιβλικού Νομικού Φάσκα όσο και του σύγχρονου ραββινικού πάσχα των Εβραίων. 

 Γι’ αυτό, ας επαναλάβουμε την πρώτη (και μοναδική) εξήγηση του καθορισμού της ημερομηνίας του Πάσχα.  Όλοι οι Χριστιανοί, σ’Ανατολή και Δύση, γιορτάζουν το Πάσχα την πρώτη Κυριακή μετά την πρώτη πανσέληνο μετά την εαρινή ισημερία. Επομένως, βασικοί πόλοι για τον εκκλησιαστικό αυτό υπολογισμό είναι δυο αστρονομικά γεγονότα: η εαρινή ισημερία και η πανσέληνος που την ακολουθεί.  Πώς όμως είναι δυνατό δυο αστρονομικά φαινόμενα να προξενούν διαφορές στην εορτολογική πράξη της Ανατολικής και της Δυτικής εκκλησίας;  Για να γίνουν κατανοητές αυτές οι διαφορές, πρέπει πρώτα να δοθούν μερικά επιπλέον αστρονομικά δεδομένα. 

Τόσο η εαρινή ισημερία όσο και η πανσέληνος είναι στιγμιαία γεγονότα, διαρκούν δηλαδή ένα απειροελάχιστο χρονικό διάστημα, μια στιγμή μονάχα.  Η στιγμή αυτή είναι η ίδια σ’ ολόκληρο τον κόσμο, αν και αυτό σημαίνει ότι η πανσέληνος, για παράδειγμα, συμβαίνει σε μερικά μέρη της γης μέρα μεσημέρι, κι όχι το βράδυ.  Οι Άγιοι Πατέρες, γνωρίζοντας αυτό το αστρονομικό δεδομένο, έχουν ορίσει ότι για την ενωμένη Eκκλησία, η στιγμή αυτών των αστρονομικών γεγονότων καθορίζεται με βάση τον γεωγραφικό μεσημβρινό που διατρέχει την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.  

Ένα δεύτερο αστρονομικό δεδομένο που επακολουθεί από τη στιγμιαία διάρκεια της εαρινής ισημερίας και της πανσελήνου είναι το ακόλουθο.Ακόμη και οι πιο ακριβείς αστρονομικοί υπολογισμοί για τέτοια φυσικά φαινόμενα μπορεί να υπέχουν έστω κι ένα μικρό λάθος, ας πούμε ενός δευτερολέπτου. Αν όμως υποθέσουμε πως η εαρινή ισημερία ή και η πανσέληνος τύχουν ακριβώς τα μεσάνυχτα της Αλεξάνδρειας, τότε οι αστρονόμοι δεν θα μπορούν να ορίσουν με ακρίβεια την ημερομηνία των γεγονότων αυτών, κι επομένως και η Eκκλησία θα βρεθεί σε δίλημμα όσον αφορά τον εορτασμό του Αγίου Πάσχα.  

Οι Άγιοι Πατέρες φρόντισαν και γι’ αυτή την περίπτωση, ορίζοντας πως για την Eκκλησία, η εκκλησιαστική εαρινή ισημερία γίνεται στις 21 Μαρτίου σταθερά, αν και η αστρονομική εαρινή ισημερία κυμαίνεται μεταξύ της 19ης και 21ης Μαρτίου του ισχύοντος πολιτικού ημερολογίου. Όσο δε για την πανσέληνο, οι Άγιοι Πατέρες κατήρτισαν (ή τουλάχιστον υιοθέτησαν) ένα πίνακα από τον οποίο μπορεί κανείς να πληροφορείται κάθε χρόνο την ημερομηνία της πρώτης εκκλησιαστικής εαρινής πανσελήνου, την οποίαν όπως ανεφέρθη και νωρίτερα οι Άγιοι Πατέρες ονόμασαν (και όρισαν) σαν το «Νομικό Φάσκα», το Πάσχα δηλαδή των Βιβλικών Εβραίων.  

Κατοπινότερα από τους αγιοπατερικούς αυτούς ορισμούς, που άρχισαν με την Πρώτη Οικουμενική Σύνοδο του 325 μ.Χ., οι μεταβιβλικοί (ραββινικοί) Εβραίοι προχώρησαν κι αυτοί στον εκσυγχρονισμό των ημερολογιακών τους μεθόδων που καταλήγουν στον προσδιορισμό τόσο της ραββινικής ισημερίας όσο και της ραββινικής πρώτης εαρινής πανσελήνου, στη βάση των οποίων υπολογίζουν κάθε χρόνο την ημερομηνία του σύγχρονου Ιουδαϊκού πάσχα.  Δυο λοιπόν αστρονομικά φαινόμενα έχουν μετεξελιχθεί σε εκκλησιαστικούς ή ραββινικούς ορισμούς.  

Η διαφορά μεταξύ τέτοιων εκκλησιαστικών ή ραββινικών ορισμών είναι η πηγή της διαφοράς στους πασχάλιους εορτασμούς της Δυτικής και της Ανατολικής Χριστιανικής Εκκλησίας, καθώς και του σύγχρονου ραββινικού Ιουδαϊσμού.  Ας δούμε τον καθ’ ένα ορισμό ξεχωριστά. Ο αρχικός ορισμός της Χριστιανικής εκκλησιαστικής ισημερίας στις 21 Μαρτίου τον 4ο μ.Χ. αιώνα υπέφερε αυτόματα από το πασίγνωστο λάθος του τότε κρατούντος Ρωμαϊκού ημερολογίου της εποχής (του λεγομένου Ιουλιανού ημερολογίου), λάθος που ισοδυναμεί περίπου με μια μέρα κάθε 128 χρόνια.  

Τόσο η Ανατολική όσο και η Δυτική εκκλησία γνώριζαν από πολύ παλιά για το λάθος αυτό, που δεν αφορούσε βέβαια μόνο το Πάσχα, αλλά κι όλες τις γιορτές του έτους, κινητές και ακίνητες.  Πρώτος ο Βυζαντινός πολυμαθής Νικηφόρος Γρηγοράς (γνωστός πλατύτερα για τις αντιπαλαμικές θέσεις του στην ησυχαστική έριδα), εισηγήθηκε το 1324 μ.Χ. σα λύση του προβλήματος της ισημερίας την απάλειψη ενός αριθμού ημερών απο το ημερολόγιο, ούτως ώστε να επανέλθει η συμφωνία μεταξύ της αστρονομικής και της εκκλησιαστικής ισημερίας.  

Ενώ όμως τόσο ο αυτοκράτορας όσο και οι εκκλησιαστικές αρχές στην Ανατολή δίστασαν να εφαρμόσουν αυτή την ημερολογιακή μεταρρύθμιση, ανησυχώντας για πιθανή στάση (επανάσταση), ο πανίσχυρος και τολμηρότερος Πάπας Γρηγόριος ΙΓ΄ προσυπόγραψε το αστρονομικό έργο Δυτικών επιστημόνων, και από το 1582 μ.Χ. απαλείφθηκαν 10 μέρες από το Ιουλιανό ημερολόγιο.  Έκτοτε απαλείφθηκαν ακόμα τρεις μέρες σύμφωνα με το νεοσυσταθέν Γρηγοριανό ημερολόγιο, η πιο πρόσφατη το 1900 μ.Χ.  Η επόμενη απάλειψη θα γίνει το 2100 μ.Χ.  

Έτσι, η Ορθόδοξη εκκλησιαστική εαρινή ισημερία τυγχάνει σήμερα στις 3 Απριλίου, 13 μέρες δηλαδή μετά την πατερική ισημερία, και από το 2100 μ.Χ. θα τυγχάνει 14 μέρες μετά από αυτή.  Ανάλογη είναι και η διαφορά της με την αστρονομική ισημερία.  Επομένως, μια πανσέληνος που συμβαίνει μεταξύ της 21ης Μαρτίου και της 2ας Απριλίου θεωρείται εαρινή μόνο στη Δύση, αλλά όχι στην Ανατολή.  Αυτό εξηγεί τη διαφορά 4 εβδομάδων στον εορτασμό του Λατινικού και του Ορθόδοξου Πάσχα. 

Γιατί όμως το Ορθόδοξο Πάσχα φαίνεται να συμβαδίζει πολλές χρονιές με το σύγχρονο Ιουδαϊκό;  Σύμφωνα με την Εβραϊκή ημερολογιακή μεταρρύθμιση που άρχισε από τον ραββίνο Χιλλέλ Β'το 358 μ.Χ., ο υπολογισμός της ραββινικής εαρινής ισημερίας υπέχει λάθος περίπου μιας μέρας κάθε 228 χρόνια.  Ως εκ τούτου, η ραββινική άνοιξη αρχίζει στις μέρες μας μεταξύ της 26ης και 28ης Μαρτίου.  

Αν μια πανσέληνος συμβεί μεταξύ 21 και 26 Μαρτίου, όπως συνέβηκε το 2005 και το 2008 και θα ξανασυμβεί το 2016, αυτή δεν θεωρείται εαρινή από το ραββινικό Ιουδαϊσμό, που σε τέτοια περίπτωση συμφωνεί με την Ορθόδοξη Ανατολική εκκλησία, και διαφωνεί με τη Λατινική Δυτική εκκλησία.  Αν όμως μια πανσέληνος συμβεί μεταξύ της 27ης Μαρτίου και 2ας Απριλίου, όπως συνέβηκε το 1994 και το 2002 και θα ξανασυμβεί το 2013, αυτή θεωρείται σαν εαρινή τόσο από την Δυτική εκκλησία όσο και από το σύγχρονο ραββινικό Ιουδαϊσμό, αμφότεροι των οποίων διαφωνούν σε μια τέτοια περίπτωση με την Ορθοδοξία.  

Ο τρόπος του καθορισμού της ραββινικής ισημερίας και του σύγχρονου Ιουδαϊκού πάσχα είναι επομένως άσχετος προς τον εορτασμό του Πάσχα είτε στην Ορθόδοξη είτε στην Λατινική εκκλησία.  Ούτε όταν το Ιουδαϊκό Πάσχα συμβαδίζει με το Ορθόδοξο, ούτε όταν αυτό διαφωνεί μαζί με το Ορθόδοξο, λαμβάνεται τούτο υπ’ όψιν στους πασχάλιους υπολογισμούς της Ανατολικής εκκλησίας.  Παράλληλα, ούτε όταν το Ιουδαϊκό Πάσχα συμβαδίζει με το Λατινικό, ούτε όταν διαφωνεί μαζί του, λαμβάνεται τούτο υπ’ όψιν στους πασχάλιους υπολογισμούς της Δυτικής εκκλησίας.  Αυτός εξ άλλου ήταν και ο κύριος στόχος της εν Νικαία Πρώτης Οικουμενικής Συνόδου׃ η ανεξαρτησία του Χριστιανικού Πάσχα από τους υπολογισμούς των μεταβιβλικών ραββίνων. Ας στραφούμε τώρα και στην πρώτη εκκλησιαστική εαρινή πανσέληνο.  

Ο πίνακας που εγκρίθηκε από τους Αγίους Πατέρες (με τη συμβολή των κορυφαίων τότε αστρονόμων της Αλεξανδρείας) έχει σα βάση του τον λεγόμενο κύκλο του Μέτωνα, που θεωρείται ότι επαναλαμβάνεται κάθε 19 χρόνια.  Ο κύκλος όμως αυτός υπέχει λάθος μιας ημέρας κάθε 318 περίπου χρόνια, κάτι για το οποίο επίσης προειδοποίησε τον αυτοκράτορα και τις εκκλησιαστικές αρχές του Βυζαντίου ο Νικηφόρος Γρηγοράς το 1324 μ.Χ.  

Η Δυτική εκκλησία αντελήφθη πληρέστερα το σφάλμα αυτό μερικές δεκαετίες μετά τη Γρηγοριανή μεταρρύθμιση του 1582 μ.Χ., και έκτοτε αναθεωρεί τους πίνακες της εκκλησιαστικής εαρινής πανσελήνου κάθε 100 περίπου χρόνια, στη βάση πάντα νέων αστρονομικών δεδομένων.  Αντίθετα, η Ορθόδοξη εκκλησία εξακολουθεί να χρησιμοποιεί τον αρχικό πίνακα, ο οποίος στις μέρες μας εμπεριέχει σφάλμα τριών, τεσσάρων ή και πέντε ημερών.  Αυτό το σφάλμα εξηγεί τη διαφορά μιας εβδομάδας μεταξύ του Λατινικού και του Ορθοδόξου Πάσχα.  

Έτσι έχουμε συνολικά διαφορά μιας, τεσσάρων ή πέντε βδομάδων στους αναστάσιμους Χριστιανικούς εορτασμούς σ’ Ανατολή και Δύση.  Οι σύγχρονοι Ιουδαϊκοί υπολογισμοί για την πανσέληνο είναι εξαιρετικά ακριβείς, και ως εκ τούτου συμφωνούν συχνότερα τόσο με τους αντίστοιχους των Λατίνων, όσο και με τους αστρονομικούς.

Είναι πασιφανές πως από εντελώς αστρονομικής απόψεως, ο υπολογισμός του Λατινικού Πάσχα είναι ακριβέστερος του Ορξοδόξου, ενώ η Δύση ταυτόχρονα συνεχίζει να είναι στη βάση της αγιοπατερικής παράδοσης.  Γιατί λοιπόν η Ορθόδοξη εκκλησία δεν αναθεωρεί τους υπολογισμούς της;  Ο βασικότερος λόγος για τη συντηρητική αυτή συμπεριφορά ανάγεται, πιστεύω, στην πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1453 μ.Χ., για την οποία πολλοί Ορθόδοξοι είδαν σαν ηθικό τουλάχιστο αυτουργό τον Πάπα.  

 Στα 400 χρόνια σκλαβιάς που ακολούθησαν, οι Ρωμιοί της Οθωμανικής αυτοκρατορίας έδιδαν σκληρή πάλη επιβίωσης, με λίγη ή καθόλου έγνοια για ημερολογιακή μεταρρύθμιση.  Αντίθετα, η Δύση προχώρησε ακάθεκτη στο δρόμο της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού, όχι βέβαια με αμιγώς θετικούς καρπούς.  Οι πληγές από την πτώση της βασιλεύουσας ήταν ακόμη πολύ νωπές κι επώδυνες για να επιτρέψουν στον Πατριάρχη Ιερεμία B΄ τον Τρανό να δεχτεί το μεταρρυθμιστικό σχέδιο του Πάπα, που μπορεί και να του φάνηκε δόλιο.  

Η σκλαβιά όμως κάποτε τελείωσε, και με την ανακήρυξη του Ελληνικού κράτους ήλθε και η ίδρυση του Πανεπιστημίου Αθηνών.  Έτσι άρχισε να πνέει και στην Ανατολική εκκλησία των Ρωμιών ο αέρας της εθνικής, πνευματικής και εκκλησιαστικής παλιγγενεσίας.  Καρπός αυτής της αισιοδοξίας ήταν και η απόφαση του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μελέτιου Μεταξάκι να ασχοληθεί ξανά με το ημερολογιακό πρόβλημα γενικά, και ιδιαίτερα με το πρόβλημα του εναρμονισμού του Ορθόδοξου πασχάλιου υπολογισμού τόσο με τα σύγχρονα αστρονομικά δεδομένα, όσο και με τους σχετικούς αγιοπατερικούς ορισμούς.  

Αρκεί κανείς να κοιτάξει τον ουρανό τη νύχτα της Ορθόδοξης Ανάστασης για να διαπιστώσει πόσο πολύ το σημερινό Ορθόδοξο Πάσχα απέχει της πανσελήνου, για παράδειγμα. Οι κορυφαίοι αστρονόμοι των ορθοδόξων επικρατειών κατέθεσαν μια άνευ προηγουμένου εμπεριστατωμένη πρόταση ημερολογιακής μεταρρύθμισης το 1923 μ.Χ., την οποία η Δύση—εκκλησιαστική, πολιτική, και επιστημονική - όχι μόνο επαίνεσε αλλά και υπεσχέθη να αποδεχθεί.  Αντ’ αυτής όμως, επενέβη “η διχόνοια που βαστάει ένα σκήπτρο η δολερή,” και που ταλανίζει κατά διαστήματα τις αυτοκέφαλες Ορθόδοξες εκκλησίες.  

Έτσι, αντί για πανχριστιανική ενότητα, η προσπάθεια του Μεταξάκι έγινε απαρχή του ενδο-Ορθοδόξου σχίσματος των Παλαιοημερολογιτών (τη στάση ακριβώς δηλαδή που φοβόντουσαν οι αρχές του Βυζαντίου την εποχή του Γρηγορά), και της δημιουργίας του κρατούντος υβριδικού εκκλησιαστικού ημερολογίου, σύμφωνα με το οποίο οι κινητές εορτές ορίζονται στη βάση του αρχαίου Ρωμαϊκού ημερολογίου, ενώ οι ακίνητες στη βάση του ισχύοντος πολιτικού ημερολογίου.  

Δεν υπάρχουν σχόλια: