16 Απριλίου, 2016

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΥ ΕΟΡΤΑΣΜΟΥ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΡΩΜΑΙΟΚΑΘΟΛΙΚΟΥΣ

 
 

ΜΕΡΟΣ ΣΤ΄/Ώς επίλογος δέ τούτων όλων, γράφεται έν τέλει το γελώδες: «Έκ τών εκκλησιών ενέκρινε τάς αποφάσεις του Πανορθοδόξου συνεδρίου ή εκκλησία Κων/πόλεως. 

Αί λοιπαί, πρός τάς οποίας καί άνεκοινώθησαν αί αποφάσεις, ή δέν απήντησαν εισέτι, ή άπάντήσασαι είς τήν Μ. Έκκλησίαν έδήλωσαν, ότι δέν θεωρούσι τόν χρόνον τούτον εκείνον κατά τόν ό­ποιον πρέπει νά τεθώσιν είς έφαρμογήν αί αποφάσεις αύται». Πρός σχηματισμόν κάποιας. ιδέας περί του πώς έσκέπτοντο καί υπό ποίου πνεύματος ένεφορούντο οί σύνεδροι του κατασκευάσματος τούτου, μεταφέρονται, είλημμένα έκ τών Πρακτικών του, μικρά τε­μάχια τών ομιλιών, συζητήσεων καί προσφωνήσεων των:

Ένώ είς τήν έπιστολήν, τήν οποίαν ό Μεταξάκης έστειλε πρός τάς Εκ­κλησίας λέγει ότι υπάρχουν «εκκλησιαστικά ζητήματα, μή άλλως διευθετηθήναι δυνάμενα εί μή έξ αποφάσεως κοινής τής όλης Όρθοδόξου Εκκλησίας», περαιτέρω λέγεται είς τάς συνεδρίας δτι «ή αποδοχή τών ένταύθα άποφασισθέντων υπό τών Συνόδων τών κατά μέρος Εκκλησιών όλων ή τουλάχιστον τής πλειοψηφίας τών μετασχουσών του Πανορθοδόξου συνεδρίου δι' ειδικών αντιπροσώπων δύναται νά θεωρηθή επαρκής, όπως και έγκυρος άπόφασις τής όλης Όρθοδοξίας»(!).

Ένώ αναφέρει λεπτομερώς, τούς Κανόνας, οίτινες  αλλότριους κρίνουσι τής Εκκλησίας τούς τολμώντας παραλύειν τόν ορον τής Α'. Οικουμενικής Συνόδου περί τής εορτής του Πάσχα, δικολαβικώς καταλήγουν ότι οί Κανόνες έχουν μικράν, σημασίαν ή έχουν άπρακτήσει καί ότι «δύναται ή Εκκλησία ν' άδιαφορήση» περί τής πανσελήνου ή περί του Ιουδαϊκού Πάσχα κ.λ.π.  

Ένώ παραδέχεται ότι «τό άτοπον του εορτασμού το Πάσχα έν μηνί Μαΐω θά συγχύζη τήν συνείδησιν του Όρθοδόξου λαού» καί ότι «θά ήδύνατο νά πρόκυψη βλάβη έκ τής μεταβολής του Πασχαλίου καί του συνταυτισμού τών Όρθοδόξων μεγάλων - εορτών πρός τάς τής Δύσεως διά τής εκμεταλλεύσεως του πράγματος ύπό γνωστών προπαγανδιστικών κύκλων», όμως δέν εμποδίζεται άπό του νά προκαλέση τήν σύγχυσιν καί τήν βλάβην ταύτην.

Ένώ αναφέρει ρητώς τούς Κανόνας ύφ' ών απαγορεύεται ό μετά τήν χειροτονίαν γάμος, δέν διστάζει νά καταλήγη ότι «αί έπί μέρους έκκλησίαι θά ήδύναντο νά άπομακρύνωνται άπό τής αύστηράς τηρήσεως τών κανονικών διατάξεων έν τω ζητήματι του γάμου τών χηρευόντων ιερέων».  

«Τά μυστήρια, λέγει, γάμου καί ιερωσύνης άπό τε δογματικής καί μυστηριακής άπόψεως εξεταζόμενα δέν άποκλείουσιν άλληλα» καί «δέχεται ότι δέν υφίσταται  λόγος δογματικός μονίμου προτεραιότητος μεταξύ μυστήριον γάμου καί ίερωσύνης καί συνεπώς θεωρεί κατ' αρχήν επιτρεπόμενον τόν γάμον τών ίερέων καί διακόνων μετά τήν χειροτονίαν» ότι «ή μέχρι τούδε κρατούσα σχετική πράξις επιδέχεται τροποποίησιν», «ότι ή έκπαλαι καί υπέρ εαυτής κανονικάς διατάξεις έχουσα σχετική πράξις τής ημετέρας Εκκλησίας δέν έχει άθικτον την κυριότητα καί τό κύρος άναλλοίωτον.» κλπ. κλπ.  

Αληθής είναι αί έπί του θέματος τούτου «σπουδαίαι» γνωματεύσεις τών λογιωτάτων συνέδρων, ών τίνες ολίγον απέχουν του αισχρού καί εξοργίζεται κανείς καί απορεί άν αυτοί οί άνθρωπου ήσαν αρχιερείς ώρκισθέντες νά φυλάξουν τήν παρακαταθήκην, τούτοις ένεπιστεύθη. Λέγει ό Νικαίας Βασίλειος, όστις έγινε 'μετά ταύτα Οίκουμ. Πατριάρχης ήτο δέ μέγας μασώνος:
  
«Καίτοι φρονώ, ότι περί τών κωλυμάτων του γάμου αρμόζει ομόφωνος γνώμη είς πάσας τάς Όρθ. Εκκλησίας, έν τούτοις αναγνωρίζω, ότι αί κατά τόπους άνάγκαι δύνανται νά παρουσιάζωσί διαφοράς»... «ή Εκκλησία διαφωνεί πρός πάσαν πίεσιν καί ύποδούλωσιν τής ηθικής καί λογικής ελευθερίας παντός λογικού άνθρωπου....

Ό άνθρωπος ύπείκων ενίοτε είς ανθρωπίνους αδυναμίας αδικαιολόγητους, απαιτήσεις καί είς νόμους ανθρωπίνους, δέν υπόκειται πάντως εκουσίως είς τάς ολέθριους συνεπείας μιας βεβιασμένης αναιρέσεως Ιερών νόμων τής φύσεως, μιας ενόχου ένοχοποιήσεως ελευθέρων καί λογικών ανθρώπων... Έξ αρχής κηρύττω, ότι δέν, πτοούμαι, ύπό τής ύλης καί τής ιλύος, πραγμάτων παροδικών, άλλά τιμώ καί γεραίρω νόμους φυσικούς καί συνεπώς θείους, τούς περί του γάμου νόμους.....

Ό από­στολος αποτρέπει άπό πάσης άσυστάτου καινοτομίας ηθικής, τεινούσης είς άλογους στερήσεις... Άλλ' έν τω μεταξύ τά πλήθη τών μοναχών έπολλαπλασιάζοντο καί έξετραχύνοντο.... Αυτοί δέ ήσαν οί άπηνέστεροι διώκται του μεγίστου τών Πατριαρχών τής Κωνσταν­τινουπόλεως του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου... 

Δυστυχώς καί ή αυστηρότερα αυτή άπόφασις τής Εκκλησίας περί απαγορεύσεως του γάμου είς τούς επισκόπους, τή έπιμόνω συμπράξει τής Πολι­τείας προϋξένησε πολλάς είς τήν Έκκλησίαν ζημίας...».(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)





Δεν υπάρχουν σχόλια: