† Β Α Ρ Θ Ο Λ Ο Μ Α Ι
Ο Σ
ΕΛΕΩ ΘΕΟΥ
ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ-ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ
ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΠΑΝΤΙ
ΤΩ ΠΛΗΡΩΜΑΤΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΧΑΡΙΝ, ΕΙΡΗΝΗΝ ΚΑΙ EΛΕΟΣ ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΕΝΔΟΞΩΣ
ΑΝΑΣΤΑΝΤΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ
Ἀδελφοὶ καὶ τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,
Ὁλοκαρδίως σᾶς ἀπευθύνομεν ἀπὸ τῆς ἕδρας τοῦ Οἰκουμενικοῦ
Πατριαρχείου τὸν χαρμόσυνον χαιρετισμὸν «Χριστὸς Ἀνέστη!».
Ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὸ κέντρον τῆς Ὀρθοδόξου
Πίστεώς μας. Χωρὶς τὴν Ἀνάστασιν ἡ πίστις ἡμῶν εἶναι «κενή» (Α' Κορ. ιε΄, 14). Ὁ Θεὸς Λόγος μὲ τὴν Ἀνάστασίν Του ἀφθαρτοποίησε
καὶ ἐθέωσε τὸν τετραυματισμένον καὶ ἀμαυρωμένον ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ
πλασθέντα ἄνθρωπον, καὶ ἔδωκεν εἰς αὐτὸν καὶ πάλιν τὴν δυνατότητα τοῦ καθ᾿ ὁμοίωσιν,
τοῦ ὁποίου ἀπεστερήθη διὰ τῆς παρακοῆς.
Τί σημαίνει, ὅμως, ἡ ἑορτὴ τοῦ Πάσχα, ἡ νίκη τῆς
ζωῆς κατὰ τοῦ θανάτου, μέσα εἰς ἕνα κόσμον βίας καὶ πολέμων, ἐν ὀνόματι μάλιστα
τῆς θρησκείας καὶ τοῦ Θεοῦ; Πολλοὶ σοφοὶ προσεπάθησαν νὰ ἐξεύρουν λύσιν εἰς τὸ πρόβλημα
τοῦ θανάτου καὶ νὰ τὸ ὑπερβοῦν διὰ διαφόρων θεωριῶν. Ἡμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ ἑορτάζομεν τὴν ἀνάστασιν
τοῦ Χριστοῦ ἐκ τῶν νεκρῶν καὶ κηρύσσομεν εὐθαρσῶς τὴν κατάργησιν τοῦ θανάτου.
Γνωρίζομεν ὅτι
χορηγὸς
τῆς
ζωῆς
εἶναι
ὁ
Λόγος
τοῦ
Θεοῦ, ἐν
τῷ
Ὁποίῳ «ζωὴ
ἦν» (Ἰωάν. α', 4). Ἔχομεν
τὴν
χαροποιὸν
ἐμπειρίαν
τῆς
Ἐκκλησίας, ὅτι
ἐνικήθη
ὁ
θάνατος
διὰ
τῆς
Ἀναστάσεως
τοῦ
Χριστοῦ. «Χαρᾶς
τὰ
πάντα
πεπλήρωται, τῆς
ἀναστάσεως
τὴν
πεῖραν
εἰληφότα».
Αὐτὴ ἡ
πίστις
καταυγάζει
ὅλας
τὰς
ἐκφάνσεις
τῆς
ἐκκλησιαστικῆς
ζωῆς, συμπυκνοῦται
δὲ
ἐν
τῇ
Θείᾳ
Εὐχαριστίᾳ. Τὸ
γεγονὸς
ὅτι
εἰς
τὸν
χριστιανικὸν
κόσμον
κυρίως
ἡ
Ὀρθόδοξος
Ἐκκλησία
διέσωσε
τὴν
Θείαν
Εὐχαριστίαν
ὡς
κέντρον
τῆς
ζωῆς
καὶ
τῆς
πνευματικότητός
της
εἶναι
ἀρρήκτως
συνδεδεμένον
μὲ
τὸ
ὅτι
ἡ
Ἀνάστασις
εἶναι
ὁ
πυρὴν
τῆς
πίστεως, τῆς
λατρείας
καὶ
τοῦ
ἐκκλησιαστικοῦ
ἤθους.
Διὰ τὸν λόγον τοῦτον ἡ εὐχαριστιακὴ λειτουργία εἶναι πάντοτε πανηγυρικὴ καὶ χαρμόσυνος καὶ συνδέεται πρωτίστως μὲ τὴν Κυριακήν, τὴν ἡμέραν τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου. Ἡ πλέον συγκλονιστικὴ ἔκφρασις καὶ ἑρμηνεία τῆς Ἀναστάσεως καὶ τῆς καινοποιητικῆς δυνάμεώς της εἶναι ἡ εἰκὼν τῆς καθόδου τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς τὸν Ἅδην ὅπως τὴν θαυμάζομεν εἰς τὴν ἐνταῦθα Μονὴν τῆς Χώρας.
Ὁ Κύριος
τῆς
δόξης
κατελθὼν
μέχρις
Ἅδου
ταμείων
καὶ
συντρίψας
τὰς
Πύλας
αὐτοῦ, ἀναδύεται
νικηφόρος
συνανιστῶν
ἑαυτῷ
τὸν
Ἀδὰμ
καὶ
τὴν
Εὔαν, ὁλόκληρον
δηλαδὴ
τὸ
ἀνθρώπινον
γένος
ἀπ᾿
ἀρχῆς
καὶ
μέχρι
τῶν
Ἐσχάτων.
«Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε καὶ γῆ
καὶ τὰ καταχθόνια». Ἡ κτίσις διαβαίνει ἀπὸ τὸ ζοφερὸν βασίλειον τοῦ θανάτου εἰς
τὸ ἀνέσπερον φῶς τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ὁ πιστός, Ἀναστάσεως κοινωνός, καλεῖται
νὰ κηρύξη τὸ Εὐαγγέλιον τῆς ἐν Χριστῷ ἐλευθερίας «ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς» (Πράξ.
α΄, 8).
Ἡ Μήτηρ Ἐκκλησία, βιοῦσα τὸ μυστήριον τοῦ σταυροῦ
καὶ τῆς ἀνα-στάσεως συγχρόνως, μᾶς καλεῖ σήμερον νὰ «προσέλθωμεν λαμπαδηφόροι» καὶ
νὰ «συνεορτάσωμεν Πάσχα Θεοῦ τὸ σωτήριον». Διότι, διὰ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Σωτῆρος ἐγίναμεν
ἕνας λαὸς ἡ ἀνθρωπότης˙ ἡνώθημεν εἰς ἓν σῶμα. Μὲ τὸν Σταυρὸν καὶ τὴν Ἀνάστασίν
Του ὁ Χριστὸς ἐθανάτωσεν ὁριστικῶς τὴν ὑπάρχουσαν ἔχθραν.
Τοιουτοτρόπως, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας, ἡ Μία,
Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, εἶναι ἡ Ἐκκλησία τῆς συμφιλιώσεως τῶν πάντων,
ἡ Ἐκκλησία τῆς ἀγάπης πρὸς πάντας, φίλους καὶ ἐχθρούς.
Ὅλοι συμφιλιωμένοι, πλήρεις νέας ζωῆς, ζωῆς ἀληθινῆς,
γινόμεθα συμπολῖται τῶν ἁγίων καὶ οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ (πρβλ. Ἐφ. β΄, 15-20). Ἀτυχῶς,
σήμερον ἡ τρομοκρατία, οἱ πόλεμοι καὶ γενικώτερον ἡ ἀφαίρεσις τῆς ζωῆς ἀνθρώπων
συνεχίζονται. Ὁ θρῆνος καὶ ἡ ἀγωνία τῶν θυμάτων, διαδιδόμενοι μάλιστα ταχύτατα
διὰ τῶν συγχρόνων τεχνολογικῶν μέσων, διασχίζουν τὴν ἀτμόσφαιραν καὶ σπαράσσουν
τὴν καρδίαν μας.
Διὰ τοῦτο οἱ ἡγέται τῆς ἀνθρωπότητος, πολιτικοὶ
καὶ πνευματικοὶ καὶ ἐκκλησιαστικοί, ἔχομεν καθῆκον καὶ χρέος ἀγάπης νὰ ἐνεργῶμεν
πᾶν ὅ,τι ἐνδείκνυται διὰ τὴν ἀποφυγὴν αὐτῶν τῶν ἐκρύθμων καταστάσεων.
Ἐν μέσῳ αὐτοῦ τοῦ σημερινοῦ «κόσμου τοῦ παραλόγου»,
ἡμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ καλούμεθα νὰ δώσωμεν τὴν καλὴν μαρτυρίαν τῆς ἀγάπης
καὶ τῆς προσφορᾶς πρὸς τὸν συνάνθρωπον, ἀγάπης καὶ μόνον.
Τὸ Πάσχα δὲν εἶναι διὰ τοὺς Ὀρθοδόξους πιστοὺς
μία στιγμιαία ἀπόδρασις ἀπὸ τὴν στυγνὴν πραγματικότητα τοῦ κακοῦ ἐν τῷ κόσμῳ, εἶναι
ἡ ἀκλόνητος βεβαιότης ὅτι ὁ θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ ἀναστὰς ἐκ νεκρῶν Χριστὸς
εἶναι μεθ᾿ ἡμῶν «πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» (Ματ. κη΄,
20).
Αὐτό, τέκνα καὶ ἀδελφοί, εἶναι καὶ ἐφέτος τὸ ἀναστάσιμον
μήνυμα τοῦ Ἁγιωτάτου Ἀποστολικοῦ καὶ Πατριαρχικοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, τοῦ Ἱεροῦ
τῆς Ὀρθοδοξίας Κέντρου, πρὸς ὅλους τοὺς συνανθρώπους μας: ὅτι ἀνέστη Χριστὸς καὶ
κατήργηται τὸ κράτος τοῦ θανάτου˙ τὸ κράτος τῆς ἐξουσίας τοῦ ἰσχυροῦ ἐπὶ τοῦ ἀδυνάτου˙
καὶ ὅτι μόνον «ζωὴ πολιτεύεται» καὶ ἀγάπης θαλπωρὴ καὶ ἐλέους ἄβυσσος καὶ Χάριτος
ἀκενώτου τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ, ἡ ὁποία καλύπτει πᾶσαν τὴν οἰκουμένην, ἀπ᾿ ἄκρου
εἰς ἄκρον˙ ἀρκεῖ οἱ ἄνθρωποι νὰ κατανοήσωμεν ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι τὸ φῶς τὸ
ἀληθινὸν καὶ ὅτι ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν, καὶ ἡ ζωὴ ἦν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων (πρβλ. Ἰωάν,
α΄, 3-4).
Αὐτὸ εἶναι τὸ μήνυμα ἡμῶν πρὸς πάντας τοὺς πολιτικοὺς
καὶ πνευματικοὺς ἡγέτας τοῦ κόσμου τούτου. Δεῦτε, λοιπόν, λάβετε, φῶς ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου
φωτὸς τοῦ Φαναρίου, τὸ ὁποῖον, ὡς φῶς Χριστοῦ, ὡς φῶς ἀγάπης, φαίνει πᾶσι˙ καὶ ἐν
Αὐτῷ «σκοτία οὐκ ἔστιν οὐδεμία» (πρβλ. Α΄ Ἰωάν. α΄, 5).
Ἂς ἐνωτισθῶμεν, ἀδελφοὶ καὶ τέκνα, τὸ Εὐαγγέλιον
τοῦτο τῆς χαρᾶς καὶ τῆς ἀγάπης καὶ ἂς ἁπαλύνωμεν οἱ Ὀρθόδοξοι τὸν πόνον τῆς συγχρόνου
ἀνθρωπότητος, μὲ τὴν ἰδικήν μας ἀγάπην καὶ θυσίαν.
Δόξα τῷ χορηγῶ τῆς ζωῆς, τῷ δείξαντι τὸ φῶς καὶ
τὴν ἀγάπην καὶ τὴν εἰρήνην εἰς τὸν κόσμον καὶ εἰς ἕνα ἕκαστον τῶν ἀνθρώπων προσωπικῶς,
δόξα τῷ Βασιλεῖ τῆς δόξης Ἰησοῦ Χριστῷ, τῷ Νικητῇ τοῦ θανάτου καὶ ἀρχηγῷ τῆς ζωῆς.
Φανάριον,
Ἅγιον Πάσχα 2016
†Ὁ Κωνσταντινουπόλεως
διάπυρος
πρὸς Χριστὸν Ἀναστάντα
εὐχέτης πάντων ὑμῶν.
ΜΗΝΥΜΑ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ
ΘΕΟΔΩΡΟΣ Β'
ΕΛΕῼ ΘΕΟΥ ΠΑΠΑΣ ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ
ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΑΦΡΙΚΗΣ ΠΑΝΤΙ Τῼ ΠΛΗΡΩΜΑΤΙ ΤΟΥ ΚΑΘ' ΗΜΑΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΥ ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΟΥ ΘΡΟΝΟΥ
ΧΑΡΙΣ ΚΑΙ ΕΛΕΟΣ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗ ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΑΝΑΣΤΑΝΤΟΣ ΚΥΡΙΟΥ ΚΑΙ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΣΩΤΗΡΟΣ ΗΜΩΝ
ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
«Εγώ έγινα πτωχός για σένα• έγινα και ζητιάνος για σένα• ανέβηκα επάνω στον
Σταυρό για σένα• ενταφιάστηκα για σένα• στον ουρανό για σένα παρακαλώ τον
Πατέρα• κάτω στην γη στάλθηκα από τον Πατέρα ως μεσολαβητής για σένα.»
Αγαπητοί μου αδελφοί,
Με αυτά τα λόγια, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος περιγράφει τόσο τον τρόπο, όσο
και τον σκοπό της σωτηριώδους επεμβάσεως του Θεού στην ανθρώπινη ιστορία. Ο
Υιός του Θεού κατέβηκε στη γη για να προσφέρει στον άνθρωπο τον ουρανό. Ο Υιός
του Θεού έγινε άνθρωπος για να αποκαταστήσει τη σχέση που είχε διαρρήξει η
πτώση από τον Παράδεισο. Ο Υιός του Θεού κοινώνησε την ανθρώπινη φύση για να
βάλει τέλος στην εξορία από τον κήπο της Εδέμ και να μας καλέσει στην Βασιλεία
Του.
Στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού αντικρύσαμε τον Μόνο που δεν έχει συμφέρον
από εμάς. Τον Μόνο που ποτέ δεν θα μας εγκαταλείψει, όσες φορές κι αν Τον
απογοητεύσουμε, αρκεί να Τον αναζητήσουμε πάλι. Τον Μόνο από τον Οποίο δεν
χρειάζεται να κρύψουμε τίποτα, διότι τα γνωρίζει όλα. Τον Μόνο που άφησε
παρακαταθήκη πολύτιμη το Σώμα και το Αίμα Του για να Τον κοινωνεί κάθε άνθρωπος
και να ενισχύεται στον αγώνα του να γίνει όχι απλά άριστος μεταξύ των ανθρώπων,
αλλά Θεός κατά χάριν.
Κι ενώ ξέρουμε, όχι θεωρητικά αλλά δι’ Αποκαλύψεως, ότι Εκείνος σταυρώθηκε
και έπαθε για εμάς, αναστήθηκε για εμάς κι οδήγησε τη φύση μας στους ουρανούς,
διστάζουμε να απλώσουμε το χέρι για να πορευτούμε μαζί Του μακριά από τον Άδη
της ζωής μας.
Κι ενώ ξέρουμε ότι ο Υιός του Θεού ήρθε στον κόσμο μας, στο έργο των χειρών
Του, για να συμφιλιώσει τον Πλάστη με το πλάσμα Του, συνεχίζουμε να γυρνούμε
την πλάτη σε Εκείνον που φιλόστοργα περιμένει. Κι ενώ κάνουμε τα πάντα για να
θεραπεύσουμε το σώμα μας, μια πραγματικότητα φθαρτή, αδιαφορούμε για την ψυχή
μας, μια πραγματικότητα που δε θα πεθάνει ποτέ.
Αυτή ακριβώς η αδιαφορία για την ψυχή μας, για την πνοή αυτή του Θεού μέσα
στην χωμάτινη φύση μας, πυροδοτεί την αστάθεια και την ανασφάλεια που
καθημερινά βιώνουμε. Διότι, εάν ενδιαφερόμασταν για την ψυχή μας, τότε θα
εφαρμόζαμε την εντολή της αγάπης, την βασική εντολή της Καινής Διαθήκης, του
συμβολαίου που υπογράψαμε με τον Θεό. Θα ψωμίζαμε τον πεινασμένο, θα
ξεδιψούσαμε τον διψασμένο, θα ντύναμε τον γυμνό, θα φιλοξενούσαμε τον
αναγκεμένο, θα απαλύναμε τον πόνο του ασθενούς, θα επισκεπτόμασταν τον
φυλακισμένο.
Με δυό λόγια θα μέναμε εν Χριστώ, γιατί θα μέναμε στο εμείς. Όμως στη θέση
του εμείς, βάλαμε το εγώ. Κάναμε την Αποκάλυψη θρησκεία και την πίστη αγώνα για
την ατομική μας σωτηρία. Αντί να μοιραστούμε, να αγαπήσουμε και να κοινωνήσουμε
τον πόνο του άλλου, αδιαφορήσαμε για την αδικία του άλλου και ανεχτήκαμε την
υποκρισία των πολλών. Περιορίσαμε το θέλημα του Θεού στις ατομικές μας σχέ¬σεις
μαζί Του και δεν το απλώσαμε σ’ ολάκερη τη ζωή μας στην κοινωνία των ανθρώπων.
Κι όμως, ακόμα και τώρα που το σώμα της ανθρωπότητας βαριά νοσεί, οφείλουμε
να κρατήσουμε ζωντανή την εν Κυρίω ελπίδα μας. Αρκεί να ενεργοποιήσουμε τα
κύτταρα της αγάπης σε ένα σώμα που έχει προσβληθεί από τον επικίνδυνο ιό του
μίσους. Του μίσους για αυτόν που έχει διαφορετικό χρώμα, θρησκεία, γλώσσα ή
ιδεολογία από εμάς. Του μίσους που μεταλλάσσει τον Θεό της αγάπης και της
ειρήνης σε Θεό της τιμωρίας και της εκδικήσεως. Του μίσους που επικαλείται όχι
τον Θεό της Δημιουργίας, που ζει στον κόσμο και για την σωτηρία του κόσμου Του,
αλλά έναν Θεό εμπαθή, που αγιάζει την εκμηδένιση του πλάσματός Του.
Αγαπητοί μου αδελφοί,
Όπως είπε και ο Κοσμάς ο Αιτωλός, όσα καλά να κάνουμε – νηστείες, προσευχές, ελεημοσύνες – αλλά έχουμε μίσος για τον αδελφό μας, όλα τα καλά που κάναμε είναι μάταια. Όπως λοιπόν μέσα σε εκατό οκάδες αλεύρι βάζουμε λίγο προζύμι και αυτό έχει τόση δύναμη και ανακουφίζει όσο ζυμάρι και αν είναι, έτσι και στο αλεύρι του μίσους,
ας βάλουμε λίγο μόνο από το προζύμι της εν Χριστώ αγάπης. Έχει τόση δύναμη αυτό
το προζύμι που θα ανακουφίσει τον πόνο
και την απελπισία του κόσμου αυτού.
Χριστός Ανέστη!
†Ο Πάπας καί Πατριάρχης Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής
Θ Ε Ο Δ Ω Ρ Ο Σ Β΄
ΜΗΝΥΜΑ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ
ΑΜΕΡΙΚΗΣ
Ἅγιον Πάσχα
Ἑορτή τῶν Ἑορτῶν
Οὐκ ἔστιν ὧδε, ἠγέρθη γάρ καθώς εἶπεν! Ματθ. 28:6
Πρός τούς Σεβασμιωτάτους καί Θεοφιλεστάτους Ἀρχιερεῖς, τούς Εὐλαβεστάτους Ἱερεῖς καί Διακόνους, τούς Μοναχούς καί Μοναχές, τούς Προέδρους καί Μέλη τῶν Κοινοτικῶν Συμβουλίων, τά Ἡμερήσια καί Ἀπογευματινά Σχολεῖα, τίς Φιλοπτώχους Ἀδελφότητες, τήν Νεολαία, τίς Ἑλληνορθόδοξες Ὀργανώσεις καί ὁλόκληρο τό Χριστεπώνυμον πλήρωμα τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀμερικῆς.
Χριστός Ἀνέστη! Ἀληθῶς Ἀνέστη!
Καθώς γιορτάζουμε τήν ἔνδοξη καί ἁγία Ἑορτή τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου μας, ἀκτινοβολοῦμε μέσα στό λαμπρό φῶς καί τήν ἀγαλλίαση τῆς παρουσίας καί χάριτός Του. Ψάλλουμε ὕμνους δόξης σ’ Ἐκεῖνον ὁ Ὁποῖος μᾶς χαρίζει νέα ζωή. Διακηρύσσουμε τήν ἦττα τοῦ θανάτου καί τόν θρίαμβο τῆς ζωῆς, καθώς ὁ Χριστός ἀνέστη ἐκ τοῦ τάφου, ἀκτινοβόλος καί θριαμβευτής.
Στήν θεία λατρεία μας, σ’ αὐτή τήν Ἑορτή τῶν Ἑορτῶν καί τῆς ἁγιωτάτης ἡμέρας
τοῦ ἔτους, ἀκοῦμε στούς ὕμνους μας τήν ἱστορία ἐκείνων οἱ ὁποῖοι μετέβησαν στόν
τάφο τοῦ Ἰησοῦ: Αἱ Μυροφόροι γυναῖκες, ὄρθρον βαθέος, ἦλθον πρός τό Μνῆμα τοῦ
Ζωοδότου. Στό Εὐαγγέλιο τοῦ Λουκᾶ διαβάζουμε πῶς οἱ μυροφόρες γυναῖκες εἶδαν ὅτι
ἡ πέτρα πού σφράγιζε τόν τάφο εἶχε μετατοπισθεῖ, καί τό σῶμα ἔλειπε.
Καί ἐγένετο ἐν τῷ ἀπορεῖσθαι αὐτάς περί τούτου καί ἰδού ἄνδρες δύο ἐπέστησαν
αὐταῖς ἐν ἐσθῆτι ἀστραπτούσῃ. Ἐμφόβων δέ γενομένων αὐτῶν καί κλινουσῶν τά
πρόσωπα εἰς τήν γῆν εἶπαν πρός αὐτάς. Τί ζητεῖτε τόν ζῶντα μετά τῶν νεκρῶν; Οὐκ
ἔστιν ὧδε, ἀλλά ἠγέρθη. Μνήσθητε ὡς ἐλάλησεν ὑμῖν ἔτι ὤν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ λέγων
τόν Υἱόν τοῦ ἀνθρώπου ὅτι δεῖ παραδοθῆναι εἰς χεῖρας ἀνθρώπων ἁμαρτωλῶν καί
σταυρωθῆναι καί τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστῆναι (Λουκ. 24: 4-7).
Ἕνα κεντρικό σημεῖο αὐτοῦ τοῦ ἐδαφίου, ὅπως καταγράφηκε στά Εὐαγγέλια τοῦ Ματθαίου καί τοῦ Μάρκου εἶναι ἡ ἀναφορά στούς λόγους τοῦ Χριστοῦ, οὐκ ἔστιν ὧδε, ἠγέρθη γάρ καθώς εἶπεν (Ματθ. 28:6), ἐκεῖ Αὐτόν ὄψεσθε, καθώς εἶπεν ὑμῖν (Μάρ. 16:7), μνήσθητε ὡς ἐλάλησεν ὑμῖν (Λουκ. 24:6). Οἱ ἄγγελοι προέτρεψαν τίς γυναῖκες καί τούς μαθητές νά θυμηθοῦν τή φωνή καί τούς λόγους τοῦ Χριστοῦ, νά ἀναλογισθοῦν ὅσα εἶχαν συμβεῖ καί νά ἀναγνωρίσουν ὅτι οἱ ὑποσχέσεις τοῦ Κυρίου εἶχαν ἐκπληρωθεῖ.
Ἕνα κεντρικό σημεῖο αὐτοῦ τοῦ ἐδαφίου, ὅπως καταγράφηκε στά Εὐαγγέλια τοῦ Ματθαίου καί τοῦ Μάρκου εἶναι ἡ ἀναφορά στούς λόγους τοῦ Χριστοῦ, οὐκ ἔστιν ὧδε, ἠγέρθη γάρ καθώς εἶπεν (Ματθ. 28:6), ἐκεῖ Αὐτόν ὄψεσθε, καθώς εἶπεν ὑμῖν (Μάρ. 16:7), μνήσθητε ὡς ἐλάλησεν ὑμῖν (Λουκ. 24:6). Οἱ ἄγγελοι προέτρεψαν τίς γυναῖκες καί τούς μαθητές νά θυμηθοῦν τή φωνή καί τούς λόγους τοῦ Χριστοῦ, νά ἀναλογισθοῦν ὅσα εἶχαν συμβεῖ καί νά ἀναγνωρίσουν ὅτι οἱ ὑποσχέσεις τοῦ Κυρίου εἶχαν ἐκπληρωθεῖ.
Ὁ θάνατος καί ὁ τάφος δέν ἦταν ἱκανοί νά κρατήσουν τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος,
ὅπως εἶχε πεῖ, θά ἀνίστατο μετά τήν ταφή Του διότι ἦτο ἡ ἀνάσταση καί ἡ ζωή! Γιά τούς μαθητές, ἡ φωνή τοῦ Χριστοῦ ἦτο ἀληθινή
ἐμπειρία. Οἱ ἴδιοι ἦσαν παρόντες σέ ὅλα τά θαυματουργά γεγονότα καί τίς
διδασκαλίες Του. Μετά ἀπό τήν Ἀνάσταση καί τήν Ἀνάληψή Του οὐ δύναντο ἅ εἶδον καί
ἤκουσον μή λαλεῖν (Πράξεις 4:20).
Δεχόμενοι τό Εὐαγγέλιο μέ πίστη, ἐπιβεβαιώνουμε κι’ ἐμεῖς καί διακηρύσσουμε
τήν δύναμη καί τήν ἀλήθεια τοῦ Πάθους καί τῆς Ἀναστάσεώς Του. Διά τῆς λατρείας
μας καί τῆς δυνάμεως καί παρουσίας Του ἀνάμεσά μας, ἀκοῦμε τή φωνή Του, ἐπιβεβαιώνουμε
τήν ἐκπλήρωση τῶν ὑποσχέσεών Του, καί διακηρύσσουμε στόν κόσμο τήν σωτηρία καί
τήν ἄφθονη ζωή τήν ὁποία ἔχουμε μέσῳ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἀναστάντος Κυρίου
μας. Βλέπουμε καί ἀκοῦμε, καί γινόμεθα ἡ φωνή τοῦ Χριστοῦ!
Σήμερα, στήν πανήγυρη τῆς χαρᾶς, τοῦ φωτός καί τῆς ζωῆς, διακηρύσσουμε στόν
κόσμο τό ἅγιο Πάσχα. Ψάλλουμε γιά ἕνα νέο καί ἅγιο Πάσχα, ἕνα Πάσχα πού ἄνοιξε
γιά μᾶς τίς πύλες τοῦ Παραδείσου. Ἀτενίζουμε μία καινούργια ἀνατολή καθώς ὁ
νυμφίος ἐξέρχεται τοῦ τάφου, καταργώντας τή δύναμη τοῦ θανάτου, σώζοντάς μας ἀπό
τή φθορά, ἐξαγοράζοντάς μας ἀπό τή λύπη, ἔτσι ὥστε νά ψάλλουμε χαρούμενα τούς ὕμνους
τῆς σωτηρίας καί τῆς αἰώνιας ζωῆς.
Ἀτενίζουμε τήν ἔνδοξη Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας. Καί ὅπως οἱ ἄγγελοι εἶπαν
στίς γυναῖκες οἱ ὁποῖες ἔμειναν ἔκθαμβες κοιτώντας τόν ἄδειο τάφο, Τόν ἀκοῦμε
νά λέει, Δράμετε καί τῷ κόσμῳ κηρύξατε ὡς Ἀνέστη ὁ Κύριος καταργήσας τόν
θάνατον.
Μέ πατρική ἐν Χριστῷ Ἀναστάντι ἀγάπη,
† ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς Δημήτριος
ΜΗΝΥΜΑ TOY ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ
ΘΕΟΦΙΛΟΣ Γ’
Ἐλέῳ Θεοῦ Πατριάρχης τῆς Ἁγίας Πόλεως Ἱερουσαλήμ
καί πάσης Παλαιστίνηςπαντί τῷ πληρώματι τῆς Ἐκκλησίας, χάριν καί ἔλεος καί εἰρήνην ἀπό τοῦ Παναγίου καί Ζωoδόχου
Τάφου τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ.
«Χαῖρε Σιών ἁγία,
μήτηρ τῶν Ἐκκλησιῶν,
Θεοῦ κατοικητήριον˙
Σύ γάρ ἐδέξω πρώτη
ἄφεσιν ἁμαρτιῶν
διά τῆς Ἀναστάσεως»
(Στιχηρόν ἀναστάσιμον Ἑσπερινοῦ, ἤχου πλ. δ’).
Ὄρθρος ἦν βαθύς καί σκοτία περί τό μνημεῖον, ἐν ᾧ ἐτάφη ὁ σταυρωθείς Ἰησοῦς Χριστός ὁ Ναζωραῖος, ὁ βασιλεύς τῶν Ἰουδαίων. Πολλή ἡ σκοτία καί εἰς τάς φρένας Μαρίας καί τῶν μετ’ αὐτῆς εἰς τό μνημεῖον προσδραμουσῶν γυναικῶν. Εἰς τήν λύπην τήν ἐκ τοῦ σταυροῦ, προσετέθη ἡ ἀπορία ἐκ τῆς θέας τοῦ ἀποκεκυλισμένου λίθου, ἡ ἀμηχανία ἐκ τῆς θέας τοῦ κενοῦ τάφου καί ἡ ἀπόγνωσις ἐκ τοῦ ὅτι «ᾖραν τόν Κύριον ἐκ τοῦ μνημείου καί οὐκ οἴδαμεν, ποῦ ἔθηκαν Αὐτόν» (Ἰω. 20,2).
Πιστός ὅμως ὁ Θεός, «ὁ ἐργασάμενος σωτηρίαν ἐν μέσῳ τῆς γῆς». Ὁ Θεός, ὁ εὐδοκήσας σῶσαι τό γένος τῶν ἀνθρώπων διά τῆς ἐνανθρωπήσεως καί τῆς σταυρώσεως τοῦ Υἱοῦ Αὐτοῦ τοῦ Μονογενοῦς, οὐκ ἀφῆκεν Αὐτόν ἐν τῷ τάφῳ ἰδεῖν διαφθοράν. Ὁ Χριστός, ὁ σταυρωθείς καί ταφείς, ἀνέστη τῇ δυνάμει τοῦ Πατρός καί τῇ θείᾳ Αὐτοῦ δυνάμει. Ἐνίκησε τάς δυνάμεις καί ἐξουσίας τοῦ σκότους καί τοῦ ᾍδου, τουτέστι τοῦ διαβόλου καί ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, συναναστήσας τόν Ἀδάμ παγγενῆ.
Τό ἐλπιδοφόρον τοῦτο μήνυμα «ζεῦγος φαεσφόρων ἀγγέλων» ἔνδοθεν τοῦ μνημείου ἐβόα Μαρίᾳ τῇ Μαγδαληνῇ καί ταῖς μετ’ αὐτῆς γυναιξί καί τήν λύπην
αὐτῶν εἰς χαράν μετέβαλε. Τήν χαράν ταύτην ἀπείρως ηὔξησεν ἡ θέα Αὐτοῦ τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῷ ἐσταυρωμένῳ μετά τῶν τύπων τῶν ἥλων, ἀναστημένῳ, λελαμπρυσμένῳ καί δεδοξασμένῳ σώματι Αὐτοῦ, λέγοντος αὐταῖς «Χαίρετε», ὅτε καί «προσελθοῦσαι ἐκράτησαν Αὐτοῦ τούς πόδας καί προσεκύνησαν Αὐτῷ» (Ματθ. 28,9).
Αὐτόπται μάρτυρες τοῦ ὑπερφυοῦς γεγονότος τῆς ἐκ νεκρῶν ἀναστάσεως τοῦ ἐσταυρωμένου Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐγένοντο οὐχί μόνον αἱ μυροφόροι γυναῖκες ἀλλά καί οἱ πληροφορηθέντες καί εἰς τό μνημεῖον προσδραμόντες ἅγιοι Ἀπόστολοι. Οὗτοι ὡσαύτως εἶδον «τά ὀθόνια κείμενα μόνα καί τό σουδάριον, ὅ ἦν ἐπί τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ, οὐ μετά τῶν ὀθονίων κείμενον, ἀλλά χωρίς ἐντετυλιγμένον εἰς ἕνα τόπον» (Ἰω. 20,7).
Εἰς ἐπιβεβαίωσιν τῆς Ἀναστάσεως Αὐτοῦ εἰς τούς ἀποστόλους, «οὕς ἐξελέξατο, ὁ Κύριος παρέστησεν Ἑαυτόν ζῶντα ἐν πολλοῖς τεκμηρίοις» (Πράξ. 1,2-3), ὡς ἐν τῷ ὑπερῴῳ, «οὔσης ὀψίας τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τῇ μιᾷ τῶν Σαββάτων» (Ἰω. 20,19) «καί τῇ ὀγδόῃ ἡμέρᾳ, ὅτε καί Θωμᾶς ἦν μετ’ αὐτῶν» (Ἰω. 20,26), εἰς τήν πορείαν πρός Ἐμμαούς, ὅτε «διηρμήνευεν αὐτοῖς ἐν πάσαις ταῖς γραφαῖς τά περί Ἑαυτοῦ» (Λουκ. 24,27) καί ὅτε «ηὐλόγησεν αὐτοῖς τόν ἄρτον» (Λουκ. 24,30),
Επί τῆς θαλάσσης τῆς Τιβεριάδος, ὅτε ἐζήτησε παρ’ αὐτῶν «προσφάγιον» καί
τῇ ἐντολῇ Αὐτοῦ «εἵλκυσαν πλῆθος τῶν ἰχθύων» (Ἰω. 21,5 καί 6) καί «λαβών τόν ἄρτον ἔδωκεν αὐτοῖς καί τό ὀψάριον ὁμοίως» (Ἰω. 21,13) καί ὅτε «ἐξήγαγεν αὐτούς ἔξω ἕως πρός Βηθανίαν» (Λουκ. 24,50) καί «τῶν μαθητῶν βλεπόντων, ἐπήρθη εἰς τούς οὐρανούς» (Πράξ. 1,9) καί ἐκάθισεν ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός καί ἡγίασεν, ἐδόξασε καί ἐθέωσε τό προσληφθέν ἀνθρώπινον φύραμα ἡμῶν.
Ἐκπληρῶν μετά ταῦτα τήν ἐπαγγελίαν Αὐτοῦ ὁ Κύριος, ἀπέστειλε παρά τοῦ Πατρός ἄλλον Παράκλητον, ὁ ὁποῖος ἐφώτισε τήν διάνοιαν αὐτῶν «ἐν γλώσσαις πυρός καί ἐλάλησαν ἐν ἑτέραις γλώσσαις» (Πράξ. 2,3)τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ, ἐν Ἱερουσαλήμ πρῶτον καί ἐξ αὐτῆς ἔπειτα ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς, σαγηνεύσαντες τήν οἰκουμένην καί ἑλκύσαντες διά τοῦ ἀγκίστρου τοῦ κηρύγματος πολλούς λαούς εἰς τό σκάφος τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία, τό σῶμα Χριστοῦ τό Ἅγιον, ἐξαγορασθεῖσα τῷ τιμίῳ αἵματι Αὐτοῦ, πηγεῖσα ὑπ’ Αὐτοῦ εἰς τήν γῆν καί σφραγισθεῖσα τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, ἐνετάλη, ὅπως ἐπιτελῇ ἀνά τόν κόσμον ἕως καί σήμερον τό λυτρωτικόν ἔργον Αὐτοῦ.
Ἡ Ἐκκλησία κηρύττει συνδιαλλαγήν, συμφιλίωσιν καί εἰρήνην, θεραπεύει τά τραύματα
τοῦ ἀνθρώπου, ἁγιάζει καί σώζει αὐτόν, παραμυθεῖ αὐτόν πνευματικῶς καί ἀνακουφίζει ὑλικῶς, μοιράζεται τόν ἄρτον αὐτῆς μετά τῶν πτωχῶν καί ἐνδεῶν καί συμπαρίσταται ἐμπράκτως εἰς ναυαγούς, πρόσφυγας καί εἰς τά θύματα τῆς βίας καί τῆς τρομοκρατίας.
Ἡ τῶν Ἱεροσολύμων Ἐκκλησία, Σιών ἡ Ἁγία, ἡ δεξαμένη πρώτη ἄφεσιν ἁμαρτιῶν διά τῆς Ἀναστάσεως, φυλάττουσα τούς Ἁγίους τόπους ὡς σιωπηλούς μάρτυρας τῆς ἐπί γῆς ἐμφανείας τοῦ Χριστοῦ, εὔχεται ἀπό τοῦ Παναγίου καί Ζωοδόχου Τάφου εἰς τό ποίμνιον αὐτῆς καί εἰς τούς εὐλαβεῖς προσκυνητάς, ὑγιείαν, εἰρήνην, εὐστάθειαν, εὐημερίαν καί χαρμόσυνον
ἀναστάσιμον πασχάλιον περίοδον, ἀναφωνοῦσα ἐν χαρᾷ ἀνεκλαλήτῳ «Χριστός Ἀνέστη».
Μετά Πατρικῶν εὐχῶν καί Πατριαρχικῶν εὐλογιῶν,
Διάπυρος πρός Κύριον Εὐχέτης,
ΘΕΟΦΙΛΟΣ Γ’
Πατριάρχης Ἱεροσολύμων
ΜΗΝΥΜΑ ΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΛΒΑΝΙΑΣ
Ο Αναστάς Χριστός: «Τίνες οἱ λόγοι οὗτοι οὓς ἀντιβάλλετε πρὸς ἀλλήλους περιπατοῦντες καί ἐστε σκυθρωποί;» (Λκ. 24: 17).
Η απογοήτευση συνθλίβει τις ψυχές των Μαθητών
του Χριστού μετά τη σύλληψή Του, τα φρικτά βασανιστήρια και τη σταύρωσή Του από
τους ισχυρούς θρησκευτικούς και πολιτικούς αντιπάλους Του. Όσα τραγικά είχαν
ακολουθήσει, γέμισαν την καρδιά τους με πυκνά σύννεφα απογοητεύσεως. Γκρέμισαν
τις ελπίδες τους ότι ο Ιησούς ήταν αυτός που έμελλε να λυτρώσει τον λαό τους.
Είχαν δει την αδικία, το ψέμα, το μίσος να επιβάλλονται, να συντρίβουν τον
αθώο.
Όμως, η πραγματικότητα
ήταν διαφορετική. Την αποκάλυψε ο Αναστάς Ιησούς Χριστός, καθώς πλησίασε τους
δύο Μαθητές, τον Κλεόπα και τον Λουκά, στην πορεία τους προς το χωριό
Εμμαούς: «ὦ ἀνόητοι καὶ βραδεῖς τῇ καρδίᾳ τοῦ πιστεύειν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἐλάλησαν οἱ προφῆται˙ οὐχὶ ταῦτα ἔδει παθεῖν τὸν Χριστὸν καὶ εἰσελθεῖν εἰς τὴν δόξαν αὐτοῦ;» (Λκ. 24:25-26). Στη συνέχεια ερμήνευσε όσα είχαν γραφεί περί Αυτού στα
προφητικά βιβλία. Έμεινε μαζί τους, όπως Τον παρακάλεσαν, και αποκαλύφθηκε
πλήρως, όταν την ώρα του δείπνου έλαβε τον άρτο, τον ευλόγησε και αφού τον
έκοψε τους τον μοίρασε. Τότε ανοίχθηκαν τα μάτια τους «καὶ ἐπέγνωσαν αὐτόν» · αναγνώρισαν τον Αναστάντα Κύριο.
Με την Ανάστασή Του, ο
Χριστός άνοιξε νέους ορίζοντες στους ταραγμένους και φοβισμένους Μαθητές και
τους χάρισε τη δύναμη να προχωρήσουν και να αναγγείλουν, με αναφαίρετη ειρήνη
και ακατάβλητο θάρρος, το Ευαγγέλιο της αγάπης, που θα ανακαίνιζε τη ζωή της
ανθρωπότητας.
Και στις μέρες μας,
μία πολύμορφη και απροσδιόριστη απογοήτευση απλώνεται στις ψυχές των ανθρώπων.
Όσα συμβαίνουν γύρω μας δείχνουν να δεσπόζει η αδικία, να επικρατεί το
μίσος, να υπονομεύεται η αλήθεια. Όσοι
προσπαθούν να ζήσουν ενάρετα συκοφαντούνται και διώκονται από σκοτεινούς
κύκλους. Κι αυτό συμβαίνει στην προσωπική ζωή, στο τοπικό και το παγκόσμιο γίγνεσθαι. Τα νέφη της
απογοητεύσεως έρχεται να διαλύσει η εορτή του Πάσχα και να μας ελευθερώσει από
τη ροπή να μένουμε «βραδεῖς τῇ καρδίᾳ τοῦ πιστεύειν».Έρχεται να τονώσει την ικεσία μας: «Μεῖνον μεθ' ἡμῶν, ὅτι πρὸς ἑσπέραν ἐστὶ» και να μας βοηθήσει να αναγνωρίζουμε προσωπικά τον Αναστάντα Κύριο.
Η πίστη στην Aνάσταση του Xριστού και τις
διαχρονικές και παγκόσμιες συνέπειές της, προσφέρει φως και δύναμη για έξοδο
από την πνευματική νωθρότητα και
αποκαρδίωση. Αποδεχόμενος ο Χριστός εκουσίως την ταπείνωση του Πάθους,
συνέτριψε τη δυναστεία της δαιμονικής εξουσίας που στηρίζεται στην αλαζονεία
και την ιδιοτέλεια. Εξουδετέρωσε τις δυνάμεις του σκότους «καὶ καταργήσας τὸν θάνατον, ἐδωρήσατο ἡμῖν ζωὴν τὴν αἰώνιον». Ο Θεός Πατήρ
έθεσε τον σταυρωθέντα και Αναστάντα Υιό του «ὑπεράνω πάσης ἀρχῆς καὶ ἐξουσίας καὶ δυνάμεως καὶ κυριότητος καὶ παντὸς ὀνόματος ὀνομαζομένου οὐ μόνον ἐν τῷ αἰῶνι τούτῳ, ἀλλὰ καὶ ἐν τῷ μέλλοντι· καὶ πάντα ὑπέταξεν ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ» (Εφεσ. 1:21-22).
Αυτή είναι η λυτρωτική διέξοδος, την οποία διακηρύσσει η σημερινή μεγάλη εορτή,
καλώντας μας να δυναμώσουμε την πίστη μας στην εξουσία Του.
Η εξουσία του
Αναστάντος Χριστού συνδέεται με το εκούσιο Πάθος. Ο Ιησούς παραμένει ο συμπάσχων
στον πόνο και στη δοκιμασία του κάθε ανθρώπου. Σκύβει στοργικά πάνω στον
τραυματισμένο από την αμαρτία. Η εξουσία Του δεν καταδυναστεύει, αλλά υπηρετεί˙
δεν εκδικείται, αλλά συγχωρεί˙ δεν καταπιέζει, αλλά λυτρώνει. Δεν επιβάλλεται
με παραπλανητικό θόρυβο, αλλά δρα στη διακριτική σιωπή. Κυρίως, ενεργεί ως
εξουσία λυτρωτική, ως δωρεά συγγνώμης και αγάπης. Ο Αναστάς Χριστός σέβεται την
ελευθερία και την ιερότητα του κάθε ανθρώπινου προσώπου ακόμη και αυτού που Τον αμφισβητεί. Η εξουσία
Του δεν προκαλεί φόβο, αλλά ελευθερώνει την ανθρώπινη ύπαρξη από τον φόβο,
ακόμα και από τον φόβο του θανάτου.
Πάσχα, αδελφοί μου, ας
μη το λησμονούμε, σημαίνει διάβαση, πέρασμα, έξοδο. Αρχικά αναφερόταν στην
έξοδο του Ισραήλ από την αιχμαλωσία της
Αιγύπτου. Αυτή η «ἑορτή ἑορτῶν» μας καλεί και εμάς σε μια πολυδιάστατη έξοδο: Έξοδο από την απογοήτευση
που δημιουργεί η ανέχεια, τα οικονομικά αδιέξοδα, οι αναταραχές στην περιοχή
μας, η σύγχυση και η αμηχανία που προκαλούν τα προσφυγικά κύματα και οι
συνέπειές τους. Έξοδο από την απογοήτευση που συσσωρεύουν η πίκρα της αδικίας,
της συκοφαντίας, το παράπονο και η αγανάκτηση από την αχαριστία αυτών που
ευεργετήσαμε ή και από την προδοσία αυτών που αγαπήσαμε. Έξοδο από την
απογοήτευση που φέρνει η κάμψη της υγείας, ο πόνος της ασθένειας ή ο μόνιμος
αποχωρισμός συγγενών και φίλων. Έξοδο από την απογοήτευση που δημιουργούν τα
λάθη, οι πτώσεις, οι αμαρτίες , οι αποτυχίες μας.
Ο λόγος του Αναστάντος
στους δύο Μαθητές που βάδιζαν προς Εμμαούς ηχεί προσωπικά για τον καθένα μας: “ὦ ἀνόητοι καὶ βραδεῖς τῇ καρδίᾳ τοῦ πιστεύειν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἐλάλησαν οἱ προφῆται” (Λκ. 24:25-26). Και ζωηρά υπενθυμίζει την
τελευταία διαβεβαίωσή Του στους Μαθητές: «ἐδόθη μοι πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς … καὶ ἰδοὺ ἐγὼ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος.» (Ματθ. 28:18). Μια διαβεβαίωση που επαναλαμβάνεται κατά το βάπτισμα
του κάθε Χριστιανού.Όσοι πιστεύουν και ακολουθούν με συνέπεια τον Αναστάντα
Χριστό γνωρίζουν ότι δεν βρίσκονται μόνοι στη σκληρή πραγματικότητα του
ανθρώπινου βίου. Δεν παραβλέπουν τις δύσκολες συνθήκες της
καθημερινότητας, αλλά με τη δύναμη και
τη Χάρη Του τις αντιμετωπίζουν και συχνά τις μεταμορφώνουν.
Μέσα στο πασχαλινό
φως, μπορούμε να βλέπουμε με αισιοδοξία και δημιουργική σκέψη τη ζωή μας, με τη
βεβαιότητα ότι η πορεία και η εξέλιξη της ανθρωπότητας δεν γίνεται ερήμην του
Δημιουργού του κόσμου. Και ακόμη, να προχωρούμε σε τολμηρές παρεμβάσεις και
δίκαιους κοινωνικούς αγώνες, αρχίζοντας από το άμεσο περιβάλλον μας, την
οικογένεια, την πόλη, τον τόπο μας.
Ας
αντλήσουμε λοιπόν, από τη σημερινή λαμπρή εορτή δύναμη αντιστάσεως στην παρακμή
που μας απειλεί, δύναμη αλληλεγγύης και αγάπης. Η πνοή της Αναστάσεως ας
στηρίζει την πορεία μας για έξοδο από κάθε μορφή απογοητεύσεως. Χριστός Ανέστη!
† Ο Αρχιεπίσκοπος Τιράνων και Πάσης Αλβανίας
ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ
ΜΗΝΥΜΑ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ ΜΟΣΧΑΣ
Ἴδετε, ποταπὴν ἀγάπην δέδωκεν ἡμῖν ὁ πατὴρ,
ἵνα τέκνα θεοῦ κληθῶμεν καὶ
ἐσμέν.
(Α’Ἰω. 3, 1)
Ἱερώτατοι Ἀρχιερείς,
σεβαστοὶ ἱερεῖς καὶ διάκονοι, θεοφιλεῖς μοναχοὶ καὶ μοναχαὶ, ἀδελφοί μου ἀγαπητοί,
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!
Διὰ τῶν χαρμοσύνων καὶ
αἰσιοδόξων λόγων τούτων ἀπευθύνω πρὸς πάντας ἡμᾶς, ἀγαπητοί μου, τὸν ἐγκάρδιον
χαιρετισμὸν καὶ συγχαίρω διὰ τὴν μεγάλην καὶ σωτήριον ἑορτὴν τοῦ Πάσχα.
Ἑορτὴν ἑορτῶν καὶ πανήγυριν πανηγύρεων χαρακτηρίζει ἡ
Ἐκκλησία τὴν ἁγίαν ἡμέραν ταύτην διά στόματος Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ἑνὸς
τῶν οἰκουμεικῶν αὐτῆς διδασκάλων. Καὶ ἐν τούτῳ εἶναι βαθύ πνευματικὸν νόημα,
διότι «τοσοῦτον ὑπεραίρουσα πάσας, οὐ τὰς ἀνθρωπικὰς μόνον καὶ χαμαὶ ἐρχομένας,
ἀλλ᾿ ἤδη καὶ τὰς αὐτοῦ Χριστοῦ καὶ ἐπ᾿ αὐτῷ τελουμένας, ὅσον ἀστέρας ἥλιος»
(Εἰς τὸ Ἅγιον Πάσχα ΜΕ’, Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου).
Εἰς τὴν ἔνδοξον Ἀνάστασιν
τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, τὴν ἀναδειχθεῖσαν εἰς τὸ πλέον σπουδαιότερον γεγονός τῆς ἱστορίας
τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, συνίσταται αὐτὸ τοῦτο τὸ νόημα καὶ αὐτὴ αὕτη
ἡ οὐσία τῆς πίστεως ἡμῶν, ὁ πυρήν καὶ ἡ κραταιὰ δύναμις τοῦ χριστιανικοῦ
μηνύματος εἰς τὸν κόσμον. Κατά τὰς ἡμέρας ταύτας πᾶν τὸ κήρυγμα ἡμῶν
συνοψίζεται εἰς δύο μόνον λέξεις. «Χριστὸς ἀνέστη! Εἰπὼν τοῦτο,
τὶ δύναμαι εἰπεῖν ἔτι μάλλον; Ἐλέχθη τὸ πᾶν»,
ἀναφωνεῖ ὁ Ἁγιος Φιλάρετος, Μητροπολίτης Μόσχας (Εἰς τὸ Ἅγιον Πάσχα,
τῇ 18ῃ Ἀπριλίου 1826).
Μετὰ τὴν πτῶσιν τοῦ Ἀδὰμ
ἡ ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος εἶναι ἱστορία τοῦ ἀδιακόπου ἀγῶνος τοῦ καλοῦ κατὰ τοῦ
κακοῦ. Ἀνυπήκοοι εἰς τὸν Θεὸν οἱ ἄνθρωποι ἄφησαν ἵνα εἰσέλθῃ εἰς τὴν ζωὴν
αὐτῶν καὶ εἰς τὸν κόσμον ἡ ἁμαρτία καὶ σὺν ταύτῃ τὰ δεινὰ, αἱ ἀρρώστιαι, ἡ φθορὰ
καὶ ὁ θάνατος. Καὶ τὸ πλέον βασικὸτερον, ἡ ἁμαρτία διεχώρισε τὸν ἄνθρωπον τοῦ
Θεοῦ, τοῦ μὴ ποιήσαντος κακοῦ καὶ ξένου ὄντος πάσης ἀδικίας. Οὐδείς δίκαιος ἦτο
εἰς θέσιν ἵνα ὑπερνικήσῃ τὸν τραγικὸν διχασμὸν τοῦτον καὶ ἵνα γεφυρώσῃ τὴν
τεραστίαν πνευματικὴν ἄβυσσον, διότι ἦτο πράγμα ἀκατόρθωτον, ἐὰν ἤθελεν ἐπιτευχθῇ
ἀποκλειστικῶς δι’ἀνθρωπίνων δυνάμεων. Καὶ ἰδοὺ ὁ λόγος, ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος
Γρηγόριος ὁ Θεολόγος «Ἐδεήθημεν Θεοῦ σαρκουμένου καὶ νεκρουμένου, ἵνα
ζήσωμεν» (Εἰς τὸ Ἅγιον Πάσχα ΜΕ’, Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου).
Εἰς τὴν οὐσίαν ἡ Ἀνάστασις
τοῦ Χριστοῦ ἐγένετο ἐκεῖνο τὸ ἄνοιγμα, διὰ τοῦ ὁποίου ὑπερέβη ὁ περιορισμὸς τῆς
ἀνθρωπίνης φύσεως καὶ ἱκανοποιήθη ἡ δίψα διὰ τὴν ἕνωσιν μετὰ τοῦ Θεοῦ. Τὸ Πάσχα
εἶναι ὁ θρίαμβος τῆς ἀπεράντου ἀγἀπης τοῦ Δημιουργοῦ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, «οὕτω
γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς
ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον» (Ἰω. 3. 16).
Καὶ ὅμως, τί εἶναι ὁ ἑορτασμὸς
τοῦ Πάσχα εἰς τὸν κόσμον τὸν βεβαρημένον πόνῳ καὶ συμφοραῖς, τὸν καταπονούμενον
ὑπὸ τῶν πολέμων καὶ συγκρούσεων, τὸν πλήρη μίσους καὶ κακίας; Τί εἶναι νά ᾄδομεν
«θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος»,
τὴν στιγμὴν κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ θάνατος παραμένει κατάδηλος κατακλείς τῆς ἐπιγείου
ζωῆς ἑκάστου ἡμῶν;
Βεβαίως, δέν καταργεῖται ὑπὸ τοῦ Πάσχα ἡ πραγματικότης τῆς
παρουσίας τοῦ θανάτου ἐν τῷ Σύμπαντι, ἀλλὰ ὁ ἀνθρώπινος πόνος καὶ ἡ τραγωδία τῆς
ἐπὶ γῆς ὑπάρξεως ἀντιμετωπίζονται πλέον ὑπὸ τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου Ἰησοῦ, τοῦ
παρασχόντος ἡμῖν, τοῖς Ἑαυτοῦ μαθηταῖς καὶ ὀπαδοῖς, τὴν κραταιὰν ἐλπίδα τῆς αἰωνίου
ζωῆς. Ἀπὸ τοῦδε, δι΄ἡμᾶς τοὺς χριστιανοὺς δέν εἶναι πλέον χωρισμὸς ὁ θάνατος, ἀλλὰ
ἡ χαροποιὸς συνάντησις καὶ ἡ προσδοκουμένη ἐπανένωσις μετὰ τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Χριστὸς, ἀπαρχὴ
τῶν κεκοιμημένων (Α’ Κορ. 15. 20), ἔδειξεν ἡμῖν τὴν μόνην ὁδὸν ὑπερβάσεως τῆς
ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου καὶ αὕτη εἶναι ἡ ὁδὸς τῆς ἀγάπης. Περὶ τῆς ἀγάπης
ταύτης καλούμεθα ἵνα μαρτυρήσωμεν εἰς τὸν κόσμον τὸν ἄπαντα καὶ τοῦτο μάλιστα
κυρίως διὰ τοῦ παραδείγματος τοῦ ἰδίου ἡμῶν βίου, διότι ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες
ὅτι ἐμοὶ μαθηταί ἐστε, ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις (Ἰω. 13, 35).
Ἡ ἀγάπη, σύνδεσμος
τῆς τελειότητος, κατὰ τὸν Ἀπόστολον Παύλον (Κολ. 3.14), εἶναι ἡ ὑψηλοτέρα
καὶ ἡ μεγαλυτέρα τῶν χριστιανικῶν ἀρετῶν. Μέ τὴν μετάβασιν εἰς τὴν αἰωνιότητα, ὅτε
καταξιωθῶμεν καθορᾶν Αὐτὸν τὸν Κύριον, ἡ πίστις ἡμῶν μετατραπῇ εἰς γνώσιν, ἐνῷ ἡ
ἐλπὶς τῆς σωτηρίας, ἐλέῳ Θεοῦ, γενήσεται πραγματικότης. Ἡ δέ ἀγάπη οὐδέποτε ἐκπίπτει
(Α’ Κορ. 13.8) καὶ οὐδέποτε ἀλλάξῃ.
Ὡς ὑπερόχως γράφει ὁ Ἅγιος
Ἰγνάτιος Μπριαντσανίνοφ, ὅτι ἡ τελειότης τοῦ χριστιανισμοῦ
εἶναι ἡ τελεία ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον
(Ἀσκητικαὶ ἐμπειρίαι, Περί ἀγάπης πρὸς τὸν πλησίον). Καὶ τί εἶναι ἡ
«τελεία ἀγάπη»; Εἶναι ἡ ἀγάπη ἥ ὁποία φθάνει εἰς βαθμὸν ἵνα ἀγκαλιάζει τοὺς
ξένους, τοὺς κακοβούλους καὶ ἀκόμη τοὺς ἐχθροὺς. Εἶναι ἡ θυσιαστικὴ ἀγάπη, ἥτις
πᾶσαν τὴν ἀνθρωπίνην ὑπερβαίνει διάνοιαν, διότι δέν ἐντάσσεται εἰς τὰ ὅρια τῆς
καθημερινῆς λογικῆς τοῦ βίου. Ἀποκτᾶται ἀποκλειστικῶς διὰ τοῦ ἔλκοντος τὴν
χάριν τοῦ Θεοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνος.
Καὶ αὕτη ἡ χάρις εἶναι ἐκείνη ἥ ὁποία μας
παρέχει τὴν δυνατότητα ἵνα ἀνταποδίδωμεν ἀγάπην ἀντὶ μίσους καὶ καλὸν ἀντὶ κακοῦ. Ἀκριβῶς ταύτην τὴν ἀγάπην
ἐφανέρωσεν ἡμῖν ὁ Χριστὸς, ὁ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν δεξάμενος τὴν φοβερὰν
ταπείνωσιν, τὰ πάθη καὶ τὸν μαρτυρικὸν θάνατον. Ἡ τὰ πάντα νικῶσα καὶ τὰ πάντα
πληροῦσα ἀγάπη Αὐτοῦ κατέστρεψεν ἐκ θεμελίων τὸν ᾍδην καὶ δι’ὅλην τὴν ἀνθρωπότητα
ἤνοιξε τελικῶς τὴν πύλην τοῦ παραδείσου.
Εἰς ἑκάστην περίπτωσιν τῆς ζωῆς ἡμῶν
καλούμεθα ἵνα ἐνθυμούμεθα ὅτι εἰς τὴν πραγματικότητα αἱ δυνάμεις τοῦ κακοῦ εἶναι
ψευδαισθητικαὶ καὶ οὐχὶ τόσον μεγάλαι, διότι δέν συγκρίνονται μετὰ τῶν
δυνάμεων τοῦ καλοῦ καὶ τῆς ἀγάπης, τῶν ὁποίων ἡ μόνη πηγὴ εἶναι ὁ Θεὸς. Ἄς ἐνθυμώμεθα
ὅτι ἡ πλέον καλυτέρα ἀπάντησις καὶ τὸ πλέον ἀποτελεσματικὸν μέσον
καταπολεμήσεως τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς ἀδικίας εἶναι ἡ ἐκ βαθέων τῶν ψυχῶν ἡμῶν εἰλικρινὴς
προσευχὴ καὶ, προπαντὸς, ἡ κοινὴ προσευχὴ, ἡ ἀναπεμπομένη κατὰ τὰς θείας ἀκολουθίας
ἐν τῷ Ἱερῷ Ναῷ, ἔτι δέ μάλλον ἡ ἐν τῷ Μυστηρίῳ τῆς Θείας Εὐχαριστίας κοινωνία
τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος Αὐτοῦ τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν.
Βιοῦντες νῦν τὴν
μεγάλην πασχαλίαν χαρὰν καὶ μετ’εὐλαβείας καί δέους θεωροῦντες τὸν ἐκ
Τάφου Ἀναστάντα Ζωοδότην Χριστὸν, καταστήσωμεν τοὺς ἐγγὺς τὲ καὶ τοὺς μακρὰν
κοινωνοὺς τοῦ σωτηρίου ἀγγέλματος τούτου ἵνα καὶ οὗτοι ἴδωσι τὴν ἀνεκλάλητον
λάμψιν τῆς Θείας ἀγάπης καὶ σὺν ἡμῖν εὐλογήσωσι καὶ δοξάσωσι τὸ πάντιμον
καὶ μεγαλοπρεπὲς ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ
τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Τὸ πᾶσαν τὴν διάνοιαν ὑπερβαῖνον
σωτήριον φῶς τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἀναστάσεως φωτίζῃ διαρκῶς τὴν πορείαν τῆς ζωῆς ἡμῶν,
φαῖνον καὶ παρηγωροῦν ἡμᾶς καὶ καθιστὰν κοινωνοὺς καὶ κληρονόμους τῆς Βασιλείας
τῶν Οὐρανῶν.
Χαίρετε, ἀγαπητοὶ μου,
διότι
Ἀληθῶς ἀνέστη Χριστὸς ὁ Θεὸς!
ὁ Μόσχας καὶ Πασῶν τῶν Ρωσσιῶν
Κύριλλος
Ἅγιον Πάσχα, 2016
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου