1.Ἡ θρασύτατη ἐπίθεση τῆς φασιστικῆς Ἰταλίας ἐναντίον τῆς Ἑλλάδος,
λειτούργησε ὡς πρόκληση στὴ συνείδηση ὅλου τοῦ Ἔθνους. Ἡ ἀπάντηση ἦταν πανελλήνια,
καὶ ἡ ἀπόφαση γιὰ ἀντίσταση
καθολική.
Καὶ ἡὈρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος - ἡγεσία καὶ σῶμα- συντάχθηκε ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ μὲ τὴν ἀρνητικὴ ἀπάντηση τοῦ τότε
Πρωθυπουργοῦ (πού, μολονότι
δικτάτορας, τὴν ἱστορικὴ ἐκείνη στιγμὴ ἐξέφραζε τὸ συλλογικό μας
φρόνημα) στὴν ἰταμὴ ἀλαζονεία τῆς φασιστικῆς Ἰταλίας καὶ τῶν δυνάμεων τοῦ Ἄξονα.
Ἡ ἱστορικὴ ἔρευνα ἔχει ἤδη καταγράψει τὴ συμμετοχὴ τοῦ Ἱ. Κλήρου στὸν πόλεμο, μὲ πολλὰ θύματα, ἀλλὰ καὶ στὴ συνέχειά του, τὴν ἐπάρατη Κατοχὴ (γερμανικὴ – ἰταλικὴ βουλγαρική), μὲ θυσίες αἱμάτων (ἐκτελέσεις κληρικῶν), ἀλλὰ καὶ προσωπικῆς ἀναλώσεως γιὰ τὴν ἐπιβίωση τοῦ Λαοῦ (παραστάσεις συνεχεῖς στὶς ἡγεσίες τῶν κατοχικῶν δυνάμεων–ὀργάνωση συσσιτίων–περίθαλψη ἀσθενῶν καὶ ἀναξιοπαθούντων).
Tόσο ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἡγεσίας (ἀρχιεπίσκοποι Χρύσανθος καὶ Δαμασκηνός, ὁ τότε Ἰωαννίνων καὶ μετὰ Ἀρχιεπίσκοπος Σπυρίδων κ.π.ἄ.), ὅσο καὶ ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ ἁπλοῦ παπᾶ, ποὺ σήκωσαν γιὰ μία ἀκόμη φορά, μὲ καθαρὰ ἐθναρχικὴ συνείδηση, σὲ καιροὺς καθολικῆς ἀρρυθμίας, τὸ σταυρὸ τοῦἜθνους μας.
Ὁ ὀρθόδοξος Ἑλλαδικὸς Κλῆρος φάνηκε πάλι ἄξιος τῆς ἀποστολῆς του. Ἔχει γι᾽ αὐτὸ κάθε δικαίωμα ἡ Ἑλλαδικὴ Ἐκκλησία νὰ συμμετέχει στὸν πανηγυρισμὸ τῆς ἐθνικῆς νίκης ἀπέναντι στὶς ὀρδὲς τοῦ νεο–φραγκικοῦ Ἀττίλα, ποὺ δίκαια
καθιέρωσε τὸ Ἔθνος ὡς γιορτή του καὶ ἀφορμὴ συλλογικῆς μνήμης καὶ αὐτοπαιδαγωγίας.
Καὶ δὲν συμμετέχει
μόνο μὲ τὴν Πανηγυρικὴ Δοξολογία στὶς 28ης Ὀκτωβρίου, ἡμέρα ἐνάρξεως τοῦ ἔπους, ἀλλὰ καὶ μὲ μία σημαίνουσα ἀπόφαση, δηλωτικὴ τῆς ταυτίσεως τῆς Ἐκκλησίας, ὡς Σώματος, μὲ τὸ ἔπος τοῦ ᾽40–41 καὶ τῆς λειτουργικῆς καταξίωσής
του.
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Σπυρίδων εἰσηγήθηκε (17.10.1952)
καὶ ἔγινε συνοδικὰ δεκτή, τὴν μετάθεση τῆς Ἑορτῆς τῆς Ἁγ. Σκέπης
(Παναγίας) ἀπὸ τὴν 1η Ὀκτωβρίου στὶς 28, γιὰ νὰ ἐκφράζεται
λειτουργικὰ ἐκκλησιαστικὰ ἡ παλλαϊκὴ σύνδεση τῆς Ἐθνικῆς Νίκης μὲ τὴν Ὑπέρμαχο τοῦ Γένους μας
Στρατηγό.
Ὁ μεγάλος ἁγιορείτης Ὑμνογράφος, μοναχὸς Γεράσιμος
Μικραγιαννανίτης (†1991) καὶ ὁ Μητροπ.
Κερκύρας καὶ Παξῶν Μεθόδιος (†1972) συνέταξαν εἰδικὲς Ἀκολουθίες. Τὸ ἐκκλησιαστικὸ δὲ μήνυμα τῆς Ἑορτῆς, στὴ νέα μορφή της, προσφέρει
καὶ ἡ εἰδικὰ συντεταγμένη «Δοξολογία»
τῆς 28ης Ὀκτωβρίου καὶ ἰδιαίτερα ἡ σχετικὴ Εὐχή, κείμενο ἀντάξιο τῆς πατερικῆς εὐχογραφικῆς παραδόσεως.
2.Ὁ Ἑλλαδικὸς Κλῆρος, καταφάσκοντας τὸ μήνυμα τοῦ «ΟΧΙ» καὶ ἐνσαρκώνοντάς το στὶς ὑπὲρ τοῦ Ἔθνους νεώτερες θυσίες του, ἐκφράζει συνάμα τὶς συνιστῶσες τῆς ἐθνικῆς μας συνειδήσεως, ποὺ ἐνσάρκωσε τὸ ΟΧΙ τοῦ ᾽40 καὶ εἶναι:
α).Ἡ ἀγάπη στὴν ἐλευθερία. Ἡ ἐλευθερία εἶναι γιὰ τὴν Ἑλληνορθοδοξία τὸ φυσικὸ κλίμα ἀναπτύξεως καὶ πραγματώσεως τοῦ ἀνθρώπου ὡς προσώπου,
κοινωνικοῦ ὄντος. Ποιά ὅμως εἶναι ἡ οὐσία τῆς ἐν Χριστῷ ἐλευθερίας, πού
συνιστᾶ τήν ἀναφαίρετη
κληρονομία τοῦ Γένους; Ἐλευθερία στήν
παράδοση τῆς Ρωμηοσύνης
σημαίνει δυνατότητα ἀπρόσκοπτης
σταυρικῆς κοινωνίας,
κατακόρυφα μὲ τὸν Θεό, ὁριζόντια δὲ μὲ τοὺς συνανθρώπους.
Ἡ κοινωνία αὐτή, στὴν αὐθεντικότητά της,
ἀπέναντι μὲν στὸν Θεὸ ἐκφράζεται ὡς ἑκούσια «ὁλοτελής» (Α´ Θεσσ, δ 23) αὐτοπαράδοση στὴ Θεία Ἀγάπη, ἀπέναντι δὲ στοὺς συνανθρώπους ὡς αὐτοπροαίρετη καὶ ἀνιδιοτελὴς αὐτοπροσφορὰ (θυσία) γιὰ τὴ σωτηρία τους.
Δὲν εἶναι, συνεπῶς, περίεργο, ὅτι ἡ κατ᾽ ἐξοχὴν ἐλεύθερη ἐνέργεια τοῦ ὁλοκαυτώματος, ὄχι ὡς ἐκτελέσεως ἀπὸ τὸν ἀντίπαλο, ἀλλ᾽ ὡς αὐτοθυσίας (π.χ. Θερμοπύλες, Ζάλογγο, Ἀρκάδι), εἶναι τόσο σύνηθες φαινόμενο στὴν Ἑλληνικὴ Ἱστορία. Ἐδῶ ἐντάσσονται ἀκριβῶς ἡ Ἀλαμάνα καὶ τὸ Μανιάκι, ὅπου πρωταγωνιστικὲς μορφὲς εἶναι δύο
Κληρικοί, ὁ Διάκος καὶ ὁ Παπαφλέσσας.
Στὴν Ἑλληνορθόδοξη παράδοση ἡ ἐλευθερία βιώνεται στὴ σταυρικὴ μορφή της πρῶτα ὡς ἐσωτερικὴ («καρδιακή») καὶ κατόπιν ὡς ἐξωτερική (ἀτομική, ἐθνική, κοινωνική). Ὡς ἀπελευθέρωση τῆς καρδιᾶς ἀπὸ τὴν τυραννία τῶν παθῶν καὶ δυνατότητα ἀναπτύξεως τοῦ ἀνθρώπου στὰ ὅρια τῆς ἀγαπητικῆς διαπροσωπικῆς συνυπάρξεως. Ἡ Ὀρθοδοξία βλέπει τὴν ἐλευθερία ὡς τὸ φυσικὸ κλίμα ἀναπτύξεως καὶ πραγματώσεως τοῦ ἀνθρώπου ὡς προσώπου, δηλαδὴ κοινωνικοῦ ὄντος.
Ἔτσι κατανοεῖται ἡ ἀποστολὴ τοῦ ὀρθοδόξου Κλήρου, ἡ ὁποία πρωταρχικὰ δὲν εἶναι θρησκευτικὴ (ἐπιτέλεση λατρειακῶν πράξεων), ἀλλ᾽ ἀπελευθερωτική, ἐκφραζομένη ὡς ἐπιστήμη θεραπείας (θεραπευτικὴ ποιμαντική) τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως καὶ ἀπαλλαγή της ἀπὸ τὴν κυριαρχία τῶν παθῶν, καρπὸς τῶν ὁποίων εἶναι ἡ ἐσωτερικὴ καὶ ἐξωτερικὴ δουλεία.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀκριβῶς ἔγκειται καὶ ἡ οὐσιώδης διαφορὰ μεταξὺ Ὀρθοδοξίας καὶ μὴ Ὀρθοδοξίας. Ἡ δεύτερη ἀναζητεῖ τὴν ἐλευθερία «στὶς ἀντικειμενικὲς προϋποθέσεις τοῦ συλλογικοῦ βίου». Ὁ μὴ ἀναγεννημένος ἐν Χριστῷ ἄνθρωπος «μπορεῖ νὰ ἀναλώσει τὴ ζωή του ὁλόκληρη,
πολεμώντας τὶς ἀντικειμενικὲς καταστάσεις ἀνελευθερίας, ἐνῶ τὰ γρανάζια τῆς ὑποταγῆς καὶ τῶν ἀλλοτριώσεων τῆς ζωῆς συνεχίζουν νὰ δουλεύουν μέσα
του, ἀναπαράγοντας ἀδιάκοπα τὸν βασανισμό».
Στὴν Ὀρθοδοξία ὅμως ὅλες οἱ μορφὲς ἐλευθερίας ἑδράζονται στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ ἀνθρώπου. Γι᾽
αὐτὸ εἶπε ὁ Ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος: «κρεῖσσον γὰρ σοι σε αυτὸν λῦσαι τοῦ συνδέσμου τῆς ἁμαρτίας ἢ ἐλευθερῶσαι δούλους ἐκ δουλείας». Ἡ ἐξωτερικὴ ἐλευθερία ἱεραρχεῖται στὴν ἐσωτερική. Αὐτὴ ἡ ἀξιωματικὴ γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία ἀρχὴ καθόριζε καὶ τὶς στάσεις καὶ συμπεριφορὲς τῶν παραδοσιακῶν στὰ χρόνια τῆς δουλείας.
Ἡ τόσο σκανδαλιστικὴ γιὰ τοὺς ἀποξενωμένους ἀπὸ τὴν παράδοση τοῦ Γένους ἀνοχὴ τῆς παρατάσεως τῆς δουλείας γιὰ τὴν ἀποφυγὴ τῆς «ἑνώσεως» μὲ τὸν Πάπα (ἀνθενωτισμός), ὅπου ἐπικρατοῦν ρωμαίϊκα κριτήρια, δὲν μπορεῖ νὰ χαρακτηρισθεῖ ὡς «ἐθελοδουλεία», ἀλλὰ ὡς θυσία γιὰ τὴν διάσωση τῆς ὄντως ἐλευθερίας, τῆς ἐσωτερικῆς.
Ἡ μακρὰ δὲ ἐμπειρία τοῦ Γένους ἔχει ἀποδείξει, ὅτι ἐνῶ ἡ ἐσωτερικὴ δουλεία (ἁμαρτία) συνεπιφέρει καὶ τὴν ἐξωτερικὴ (ἀδικία), ἡ ἐξωτερικὴ δουλεία δὲν ὁδηγεῖ ἀναγκαστικὰ καὶ στὴν ἐσωτερικὴ ὑποδούλωση, ὅπως δείχνουν τὰ φαινόμενα τῶν κρυπτοχριστιανῶν, τῶν ἀγωνιστῶν τῶν ὀρέων καὶ τῶν Νεομαρτύρων.
Ἡ ἐσωτερικὴ ἐλευθερία εἶναι ὀρθόδοξα ἡ ρίζα ὅλων τῶν μορφῶν ἐξωτερικῆς ἐλευθερίας.
Ἡ ἑνωμένη - ἐθνικὴ καὶ πατριωτική - ἀντίσταση στὴ διάρκεια τῆς κατοχῆς (1941 - 44) εἶναι καρπὸς αὐτοῦ τοῦ φρονήματος.
Ἡ παράδοση τοῦ Γένους ἐνσαρκώνει
περαιτέρω τὴ θυσία γιὰ τὴν ἐλευθερία τῆς καρδίας ὡς προϋπόθεση καὶ τῆς ἐξωτερικῆς ἐλευθερίας.
Ἡ σωτηρία - θέωση, ἡ καταξίωση, δηλαδή, τοῦ ἀνθρώπου σὲ πρόσωπο μέσα στὸ δοξασμὸ τῆς ἁγιοτριαδικῆς Χάρης, σημαίνει τὴν ἀπελευθέρωση τῆς φύσεως ἀπὸ τὴ δουλεία τῆς ἀναγκαιότητος, ἡ ὁποία συνιστᾶ ὑποταγὴ στὴ φθορὰ καὶ τὸ θάνατο.
Προϋποτίθεται ὅμως ὁ βιασμὸς τῆς φύσεως (Λουκ. 12, 49· Ματθ. 10, 34-11,12), ποὺ πραγματοποιεῖται μὲ τὴν ἑκούσια ἄρση τοῦ σταυροῦ τῆς ἀσκήσεως (πρβλ. Μάρκ. 8, 33). Μὲ τὴν ἑκούσια στέρηση, τὴν ἑκούσια ἀνάληψη τῆς δουλαγωνίας τῆς σάρκας (Α´Κορ. 9, 27), πολεμεῖ ὁ Ρωμηὸς τὴν ἐγωκεντρική του διάθεση, γιὰ νὰ ὁδηγηθεῖ στὴν ἐσωτερικὴ ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὴν ἀναγκαιότητα - δουλεία.
Τὸ ἐν Χριστῷ Πρόσωπον, μετέχοντας στὴν ἄκτιστη Θεία
Χάρη, ἀληθοποιεῖ, δηλαδὴ Χριστοποιεῖ, τὸ φρόνημά του καὶ τὶς σχέσεις του. Αὐτὸ σημαίνει ὁ εὐαγγελικός λόγος:«Γνώσεσθε
τὴν ἀλήθειαν καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς» (Ἰωάνν. 8, 42), δεδομένου ὅτι στὴ γλώσσα τῆς Ἐκκλησίας ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ἔνσαρκη Ἀλήθεια (πρβλ.
Ἰωάνν. 14, 6).
Ἡ ὑπαρκτικὴ - ἐμπειρικὴ γνώση τῆς ἀλήθειας ἐλευθερώνει καὶ ἀληθοποιεῖ. Ὁ ἀπελευθερωτικὸς ἀγώνας ὡς θυσία γιὰ τοὺς ἄλλους, μὲ τὰ κριτήρια τῆς Ὀρθοδοξίας, εἶναι δυνατός, ὅταν ἐπιτευχθεῖ ἡ ἐσωτερικὴ ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου. Κάθε ἐξωτερικὴ θυσία εἶναι αὐθεντική, ὅταν προηγεῖται ἡ ἐσωτερικὴ ἐλευθερία.
Γιατὶ ἡ θυσία γιὰ τὴν ἐλευθερία προϋποθέτει τὴν ἐλευθερωμένη ἀπὸ τὰ πάθη ὕπαρξη.Γι᾽ αὐτὸ εἶναι καὶ τόσο δύσκολη ἡ αὐτοθυσία. «Μείζονα
ταύτης ἀγάπην οὐδεὶς ἔχει, ἵνα τις τὴν ψυχὴν αὐτοῦ θῇ ὑπὲρ τῶν φίλων αὐτοῦ» (Ἰωάνν.15, 13).Τὸ Μαρτύριο, σὲ ὅλες τὶς πιθανὲς ἐκδοχές του,
συνιστᾶ ὑπέρβαση τῆς ἐννοίας τῆς ζωῆς ὡς ἀτομικῆς ἐπιβιώσεως καὶ αὐτοπροσφορὰ στὴν ἀγάπη τοῦ συνανθρώπου ὡς αὐτοπαραίτηση.
Μὲ τὸ μαρτύριο ὡς αὐτοθυσία ἡ «ἀπώλεια τῆς ψυχῆς» (Ματθ. 10, 39) ἀποβαίνει σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, ὡς ὑπαρκτικὴ πραγμάτωση τῆς προσωπικῆς ἑτερότητας καὶ ἐλευθερίας. Ὁ
ἀγώνας τοῦ Ράσου στὴ διάρκεια τῆς δουλείας ἦταν μόνιμη θυσία
γιὰ τὴ διπλὴ ἐλεύθερία.
Ἡ συνέχεια τῆς ἡσυχαστικῆς παραδόσεως, ἰδιαίτερα στὰ Μοναστήρια, στὰ ὁποῖα ἀναβαπτιζόταν συνεχῶς ὁ λαός, διατηρώντας τὸ ἑλληνορθόδοξο φρόνημά του, προσεπόριζε στὸ δοῦλο Γένος τὶς ἀναγκαῖες δυνάμεις γιὰ τὴ διασφάλιση τῆς ἐλευθερίας τῆς συνειδήσεως καὶ ἀκμαίου του φρονήματος, ποὺ θὰ ὁδηγοῦσε στὶς ἀποφασιστικὲς ἐξεγέρσεις.
Ἡ Ἐκκλησία στὸ σύνολό της δὲν μεταβλήθηκε
ποτὲ σὲ ὄργανο τοῦ Κατακτητῆ ἐναντίον τῶν συμφερόντων τοῦ Γένους. Ἀντίθετα, ἐπανειλημμένα
προέβαλε ἀντίσταση μὲ βαρύτατο
μάλιστα ἀντίτιμο (πρβλ. ἐκτελέσεις
πατριαρχῶν καὶ ἄλλων Ἱεραρχῶν, ἀλλαξοπατριαρχεῖες κ.λπ.).
Τὰ λεγόμενα περὶ ἐθελοδουλείας ἀνατρέπονται ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ Ράσου σὲ ὅλες τὶς μικρὲς καὶ μεγάλες ἐπαναστατικὲς ἀπόπειρες ἀπὸ τὸν 15ο μέχρι τὸν 19ο αἰώνα, στὶς ὁποῖες ἀναμιγνύονται καὶ ἡσυχαστές, ὅπως ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ἁγιορείτης (Γραικός).
Αὐτὸ τὸ πνεῦμα καὶ αὐτὴ ἡ παράδοση βρῆκαν συνέχεια σ᾽ ὅλες τὶς μετέπειτα περιπέτειες τοῦ Ἔθνους, μὲ κορύφωση τοὺς ἀγῶνες ἀπὸ τὸ 1940 ὡς τὸ Κυπριακὸ (1955 κ.ἑ.).
β).Ἡ ἀστασίαστη ἀπόρριψητοῦ πολέμου ἀπὸ τὴν Ἑλλαδικὴ Ἐκκλησία καὶ ὅλο τὸ Ἔθνος: Ὁ πόλεμος (χρήση βίας γιὰ ὑποδούλωση λαῶν καὶ προσώπων) θεωρεῖται ὀρθόδοξα καρπὸς τῆς ἀποστασίας ἀπὸ τὴ θεόνομη ἀλήθεια τῆς ὑπάρξεως. Ἡ
εἰρήνη μεταξὺ ἀνθρώπων καὶ λαῶν εἶναι τὸ διαρκὲς μήνυμα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος στὸν κόσμο («ὑπὲρ τῆς εἰρήνης τοῦ σύμπαντος
κόσμου»).
Τὴν ἄμυνα καὶ ἀπόκρουση τῶν ἐχθρῶν, ὡς ὑψίστη μορφὴ αὐτοθυσίας ὑπὲρ τῶν ἄλλων (πρβλ. Ἰω. 15,13), θεωρεῖ ὁ Μ. Ἀθανάσιος «ἔννομον καὶ ἐπαίνου ἀξίαν», ἀφοῦ πρόκειται γιὰ ἄμυνα «ὑπὲρ σωφροσύνης καὶ εὐσεβείας» (Μ.
Βασίλειος).
Διότι εἶναι, πράγματι, ἡ μεγαλύτερη εὐσέβεια ἡ θυσία γιὰ τὴ διάσωση τῆς ἐλευθερίας τῆς Πατρίδος, τὴν ὁποία ἀπειλεῖ ὁ πραγματικὰ αἴτιος τοῦ πολέμου εἰσβολέας.
γ).Ἡ ἀπόκρουση τῆς ἀλλοτριωμένης Εὐρώπης:Τὸ ὀρθόδοξο ἐκκλησιαστικὸ σῶμα ἔχει μακρὰ πεῖρα τῆς ἐπιβουλῆς ἐναντίον του, ὅπως καὶ ἐναντίον τῆς ἀνθρωπότητος, ἀπὸ τὶς δυνάμεις τοῦ εὐρωπαϊκοῦ χώρου, ποὺ ἐνσαρκώνουν τὴν ἀλλοτριωμένη ἔκφρασή του.
Οἱ ἰδεολογίες τοῦ Φασισμοῦ καὶ Ναζισμοῦ, κορύφωση μακρόσυρτης δυτικοευρωπαϊκῆς διαλεκτικῆς διαδικασίας, δὲν ἦταν παρὰ ἀπόληξη τοῦ ἐπεκτατισμοῦ τοῦ Καρλομάγνου, τοῦ μεγαλύτερου ἐχθροῦ τοῦ Ἑλληνισμοῦ, τῶν Φράγκων τοῦ 1204, τῶν δυτικῶν προπαγανδῶν τῆς ἑνετοκρατίας καὶ τουρκοκρατίας, ὡς καὶ ἐκείνων μετὰ τὸν 19ο αἰώνα, ποὺ ἀποσκοποῦν στὴν πνευματικὴ ἅλωση αὐτοῦ τοῦ τόπου καὶ τὴν πλήρη ἀποσύνθεσή του.
Ἡ ἀντίσταση στοὺς ἀπογόνους τοῦ Καρλομάγνου τὸ 1940 δὲν ἦταν παρὰ φανέρωση τῆς ζωντανῆς, ἀκόμη, συνείδησης τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Ἔθνους μας γιὰ τὴν ὕπαρξη, ἀκόμη, δυνάμεων στὴν Εὐρώπη, πού, ὅταν οἱ συγκυρίες ἐπιτρέψουν νὰ πάρουν τὴ δύναμη (στρατιωτικὴ καὶ οἰκονομικὴ) στὰ χέρια τους, συνιστοῦν τὴ μεγαλύτερη ἀπειλὴ γιὰ τὴν Εὐρώπη καὶ σύνολη τὴν ἀνθρωπότητα.
3.Ὁ Ὀρθόδοξος ἐκκλησιαστικὸς χῶρος, στὴν συντριπτική του πλειονοψηφία, διασώζει καὶ σήμερα αὐξημένη φιλοπατρία, ἕτοιμη νὰ φανερωθεῖ, ὅπως καὶ τὸ 1940, ἂν οἱ σημερινὲς συγκυρίες τὸ ἀπαιτήσουν.
Τὰ πρόσφατα ἐθελούσια θύματα τῆς Ἑλληνικῆς Κύπρου, οἱ ἥρωες Ἰσαὰκ καὶ Σολομοῦ, δὲν εἶναι θύματα μόνο τῆς τουρκικῆς ἀδιαλλαξίας, ἀλλὰ καὶ δυτικῶν δυνάμεων, ποὺ συντηροῦν τὸ πνεῦμα τοῦ Καρλομάγνου καὶ τῶν φασιστικῶν καὶ ναζιστικῶν συνεχιστῶν τῆς πολιτικῆς του, μὲ ἄλλα ὀνόματα καὶ ἀνανεωμένες μεθόδους.
Ὁ
Ὀρθόδοξος Ἑλληνισμός, ποὺ διασώζει τὴν ἱστορική του
μνήμη, γιὰ νὰ εἶναι πάντα
θωρακισμένο τὸ Ἔθνος σὲ κάθε νέα ἐπιβουλὴ καί, κυρίως, γιὰ τὴν ἀναγνώριση ἐπιβουλῶν, ποὺ καλύπτονται μὲ τὸ προσωπεῖο τῆς φιλίας καὶ συμμαχίας, ἀναθερμαίνει
συνεχῶς καὶ τὴ συνείδηση, ποὺ ἐξέφρασε τὸ ΟΧΙ τοῦ ᾽40.
Αὐτὸ διατυπώνεται μὲ ἀπόλυτη σαφήνεια στὴν «Εὐχὴ» τῆς Δοξολογίας γιὰ τὴν «εὔσημον ἡμέραν» τῆς 28ης Ὀκτωβρίου. Ἡ στάση τοῦ Ἔθνους (τότε) χαρακτηρίζεται «ἔργον θαυμαστὸν καὶ μέγα», ποὺ «εἰργάσατο ἡ Δεξιὰ» τοῦ Θεοῦ, ἀποδεικνύοντας ὅτι ὑπάρχει «ἡμέρα Κυρίου ἐπὶ πάντα ὑβριστὴν καὶ ὑπερήφανον καὶ ἡμέρα πτώσεως ἐπὶ πάντα ὑψηλὸν καὶ μετέωρον».
Ὁ Θεὸς «τοὺς ἐνδόξους
συνετάραξε μετὰ ἰσχύος καὶ τοὺς ὑψηλοὺς τῇ ὕβρει συνέτριψε μετὰ δυνάμεως». Ἡ ψηλάφηση ὅμως τῆς θείας παρουσίας στὸν πόλεμο τοῦ ᾽40 δὲν ὁδηγεῖ σὲ ἐφησυχασμό, ἀλλὰ σὲ πανεθνικὴ ἐγρήγορση: «Νομοθέτησον
ἡμᾶς ἐν τῇ ὁδῷ σου καὶ ὁδήγησον πάντας, τοὺς Ἄρχοντας καὶ τὸν Λαόν, ἐπὶ τὴν ἀλήθειάν σου, ὅτι πολλοὶ κυκλόθεν (ὁλόγυρά μας) οἱ ἐχθροὶ ἡμῶν...».
Ὁ ἐκκλησιαστικὸς λόγος
λειτουργεῖ πάντα ἀφυπνιστικά, ἀλλὰ μακάριοι
ὅσοι ἔχουν «ὦτα ἀκούειν»! Ὅσοι μποροῦν (καὶ θέλουν) νὰ τὸν ἀκούουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου