09 Ιουλίου, 2015

ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΧΡΗΣΤΟΥ ΠΡΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟ (Η ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΙΕΡΩΝΥΜΟΥ)

 
Κύριε Παπαχρήστου
Δεν αμφισβητώ το δικαίωμα σας  να εκφράζετε τις απόψεις σας μέσα από την Ιστοσελίδα σας. Την αντίδραση μου όμως προκαλεί το περιεχόμενο των γραφομένων σας και εξηγούμαι: Ένας έγκυρος και έμπειρος δημοσιογράφος ποτέ δεν αποκαλεί τον Προκαθήμενο της Ελλαδικής Εκκλησίας ως ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος.

Του υποδεικνύετε πως έχει μεγάλη ευθύνη για τα τεκταινόμενα στη χώρα μας, μάλλον έχετε μπερδευτεί από άλλες εποχές που ετσιθελικά ο τότε Προκαθήμενός της ήθελε η Εκκλησία να έχει «Εθναρχικό» ρόλο και να παρεμβαίνει στην Πολιτική. Ίσως επόθησε η ψυχή σας και πάλι λάβαρα και λαοσυνάξεις.

Η Εκκλησία έχει το δικαίωμα να παρεμβαίνει στα κοινά, αλλά  οι παρεμβάσεις της σήμερα αν έχετε καταλάβει κ. Παπαχρήστου γίνονται ιδίως όταν πρόκειται για θέματα που αφορούν τη φτώχεια, τις ανισότητες, τον ρατσισμό και τον κοινωνικό αποκλεισμό, θέματα που σχετίζονται άμεσα με τις χριστιανικές αξίες της αγάπης, της συμπόνιας και της ειρήνης.

Η Εκκλησία δεν πρέπει να πολιτικολογεί ούτε και να επεμβαίνει στην κάθε πολιτική εξουσία διότι η Εκκλησία αποστολή της έχει να προστατεύει και να βοηθά το λαό και όχι να πολιτικολογεί. 

Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ.κ. Ιερώνυμος ήδη εξέδωσε προσφάτως γραπτή δήλωση για τα τεκταινόμενα στη χώρα μας και όποιος ξέρει γράμματα μπορεί να την ερμηνεύσει. Ο Μακαριώτατος δεν πρόκειται  να εκφράσει ποτέ σε ομιλίες του προς το εκκλησίασμα ή αλλού την προτίμησή του για κάποιο συγκεκριμένο κόμμα.

Γράφετε κ. Παπαχρήστου πως ο Αρχιεπίσκοπος θα πρέπει να ζητήσει να έρθει σε επαφή άμεσα με Αρχιεπισκόπους και Πατριάρχας και του Προκαθημένου της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας ώστε από κοινού να στείλουν μήνυμα στην Ευρωπαϊκή ηγεσία. Μας λέτε δηλαδή πως υπό την Προεδρίαν του Αρχιεπισκόπου πρέπει να συγκληθεί επειγόντως Μείζων Σύνοδος, καλό το αστείο σας αλλά για περασμένες εποχές.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε κ. Παπαχρήστου ότι η αρχομανία από την οποία διακατέχονταν κάποτε στην Κύπρο  οι εκκλησιαστικοί ηγέτες τους οδήγησε στην καταπάτηση των «Ιερών Κανόνων» της Ορθόδοξης Εκκλησίας οι οποίοι ξεκάθαρα απαγορεύουν την ανάμιξη των κληρικών στην πολιτική. 

Ειδικότερα, η απαγόρευση αυτή προκύπτει σαφέστατα από τους, Κανόνες 6 και 81 των Αποστόλων οι οποίοι επικυρώθηκαν, μαζί με άλλους, το έτος 692 από την εν Τρούλλω Οικουμενική Σύνοδο, τη λεγόμενη Πενθέκτην Οικουμενική Σύνοδο.

Οι δυο αυτοί Κανόνες προνοούν:Κανών ΣΤ΄:«Επίσκοπος ή πρεσβύτερος, ή διάκονος κοσμικάς φροντίδας μη αναλαμβανέτω. Ει δε μη καθαιρείσθω». Κανών ΠΑ: «Είπομεν, ότι ου χρη επίσκοπον, ή πρεσβύτερον καθιέναι εαυτόν εις δημοσίας διοικήσεις, αλλά προσευκαιρείν ταις εκκλησιαστικαίς χρείαις.

Ή πειθέσθω ουν τούτο μη ποιείν, ή καθαιρείσθω.Ουδείς γαρ δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν, κατά την Κυριακήν παρακέλευσιν».

Η συνεχής απασχόληση της εκκλησιαστικής ηγεσίας με την πολιτική και τα προβλήματα του τόπου τότε της Κύπρου, καλλιέργησε στους ιεράρχες νοοτροπίες αρχομανίας που είχαν άμεσες συνέπειες και στην εσωτερική λειτουργία της Κυπριακής Εκκλησίας κατά τη δεκαετία 1900-1910, όταν μετά το θάνατο του Σωφρονίου ανέκυψε το πρόβλημα της διαδοχής του.

Το «αρχιεπισκοπικό ζήτημα», το οποίο είχε και συνάρτηση με τη διαμάχη για τη στρατηγική στο εθνικό θέμα, συντάραξε την ελληνοκυπριακή κοινότητα και χώρισε κλήρο και λαό σε δυο στρατόπεδα. Ηγέτης του ενός στρατοπέδου ήταν ο μητροπολίτης Κιτίου Κύριλλος, γνωστός ως «Κυριλλάτσος» και του άλλου ο μητροπολίτης Κυρηνείας Κύριλλος, γνωστός ως «Κυριλλούι».

Η εκατέρωθεν λασπολογία έφτασε στο ζενίθ της. Οι οπαδοί του Κιτίου κατηγορούσαν τον Κυρηνείας ως «αιρετικό» και οι οπαδοί του Κυρηνείας κατηγορούσαν τον Κιτίου ως «μασώνο». Η Σύνοδος της Εκκλησίας της Κύπρου εξέλεξε τον Κυρηνείας. Ο Κιτίου και οι πολυπληθείς οπαδοί του αμφισβήτησαν τη νομιμότητα της εκλογής. (Παύλος Ν. Τζερμιάς, Η Κύπρος, από την αρχαιότητα ως την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, Τόμος Ι, σελ. 185).

Η διάσπαση είχε και τον πολιτικό της αντίκτυπο. Στις εκλογές για ανάδειξη μελών του Νομοθετικού Συμβουλίου το 1906 το κόμμα του Κιτίου κέρδισε τις εκλογές και εξέλεξε οκτώ μέλη ενώ το κόμμα του Κυρηνείας εξέλεξε μόνο ένα. Οι νικητές επεδίωξαν να θεσπίσουν νομοθεσία που να ρυθμίζει τις αρχιεπισκοπικές εκλογές και που θα οδηγούσε αναμφίβολα στη νίκη του υποψηφίου τους. Η Σύνοδος και οι «Κυρηναϊκοί» αντέδρασαν έντονα.

Η νήσος οδηγείτο σε εμφύλιο πόλεμο. Ο Ύπατος Αρμοστής για να αντιμετωπίσει την κατάσταση κήρυξε τον στρατιωτικό νόμο και χρησιμοποίησε στρατό για να επιβάλει την τάξη. Το 1908 θεσπίστηκε νόμος που έδιδε την εξουσία στον Κιτίου να συγκαλέσει Επισκοπική Σύνοδο στην οποία μετείχαν και τρεις επίσκοποι από το Πατριαρχείο της Αλεξανδρείας. Ομόφωνα εκλέγηκε ο Κιτίου ως Κύριλλος ΙΙ.

Ο αντίπαλός του εξακολουθούσε να θεωρεί εαυτόν ως Αρχιεπίσκοπο μέχρι τον Μάρτιο του 1910, που αναγνώρισε την εκλογή του Κιτίου και έτσι λύθηκε το περιβόητο «αρχιεπισκοπικό ζήτημα». Ο Κύριλλος ΙΙ απεβίωσε το 1916 και τον διαδέχθηκε ο Κυρηνείας ο οποίος απεβίωσε του 1933. (Παύλος Ν. Τζερμιάς, Η Κύπρος, από την αρχαιότητα ως την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, Τόμος Ι, σελ. 185).

Ο φανατισμός μεταξύ των δυο παρατάξεων ήταν τόσο έντονος, ώστε να μην καταστήσει δυνατή την εκλογή Έλληνα δημάρχου στη Λευκωσία κατά τις δημοτικές εκλογές του 1908. Στο δημοτικό συμβούλιο, που απαρτιζόταν από έξι Έλληνες και πέντε Τούρκους, είχαν εκλεγεί τρεις «Κιτιακοί» και τρεις «Κυρηνειακοί».

Οι πρώτοι υποστήριζαν του ιατρό Νικόλαο Δέρβη, πατέρα του Θεμιστοκλή Δέρβη και οι δεύτεροι τον Χριστόδουλο Μιχαηλίδη. Αφού, μετά από τρεις συνεδρίες του δημοτικού συμβουλίου οι Έλληνες σύμβουλοι επέμεναν στις θέσεις τους, οι πέντε Τούρκοι σύμβουλοι εξέλεξαν ως δήμαρχο τον Σιεφκέτ ο οποίος υπηρέτησε ως δήμαρχος Λευκωσίας μέχρι του 1911. (Αχιλλέας Λυμπουρίδης, Μελέτες για την Αγγλοκρατία στην Κύπρο, Μέρος ΙΙΙ, σελ. 90).

Καταληκτικά, αναφέρω τα ακόλουθα: Τα περί «εθναρχικής» ιδιότητας των εκκλησιαστικών ηγετών επιχειρήματα, που βασίζονται σε σουλτανικά «βεράτια», μπορούν να ευσταθήσουν για την περίοδο που η Κύπρος ήταν τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ο Αρχιεπίσκοπος ήταν, όπως προαναφέρθηκε, αρχηγός του «μιλετιού» (millet) των Χριστιανών της νήσου.

Τότε ο Αρχιεπίσκοπος ήταν αξιωματούχος της Αυτοκρατορίας (μιλλέτ – πασιή) και υπόλογος στην Υψηλή Πύλη. Αυτά τα επιχειρήματα είναι εντελώς ανεδαφικά και στερούνται σοβαρότητας αναφορικά με την περίοδο που η Κύπρος έπαυσε να είναι τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και, οπωσδήποτε, δεν έχουν θέση μετά που η Κύπρος απέκτησε την ανεξαρτησία της.

Κύριε Παπαχρήστου δια τούτο και άλλα πολλά η Εκκλησία δεν πρέπει να εκφέρει κομματικό λόγο, διότι  ο διχαστικός, φανατισμένος, κομματικός και με κοσμική ιδεολογία λόγος είναι αντίθετος με το κήρυγμα του Χριστού, ούτε βέβαια είναι και πολιτικός λόγος.

Όταν γίνεται αυτό από μερίδα κλήρου και λαού που διεκδικούν αυθαίρετα την ιδιότητα του εκπροσώπου της Εκκλησίας εκτίθενται πολύ περισσότερο από ότι εάν ήταν άφωνοι και αμέτοχοι. Εξυπακούεται βέβαια ότι η άμεση ή έμμεση επιδίωξη οποιασδήποτε κοσμικής εξουσίας από μερικούς ιεράρχες είναι απορριπτέα.

Τέλος ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ.κ. Ιερώνυμος ως πεφωτισμένος Ιεράρχης γνωρίζει πως ο  κοινωνικός και πολιτικός λόγος της Ιεραρχίας οφείλει να είναι θεολογικός και όχι θρησκόληπτος, παρηγορητικός και όχι υπνωτικός, σαφής και καίριος και όχι ανεδαφικός και βερμπαλιστικός.

Με εκτίμηση
Π.ΒΟΙΩΤΟΣ

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: