25 Μαΐου, 2015

«Ο ΠΑΠΙΣΜΟΣ ΧΘΕΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ»

 

(ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ):1)Απόρριψη της Ορθοδοξίας καί δημιουργία ένός διαφορετικού Χριστιανισμού, πού θά τονίζει τήν πολιτισμική ιδιαιτερότητα της νέας αυτοκρατορίας. Αυτός ό φράγκικος Χριστιανισμός, τόν όποιο σχεδιάζουν οι σύμβουλοι τού Καρλομάγνου, θεμελιώνεται σέ θεολογικές διατυπώσεις τού ιερού Αυγουστίνου καί έκφράζεται μέ νέες μορφές καί τύπους της εκκλησιαστικής πρακτικής: Βάπτισμα μέ ραντισμό, υποχρεωτική αγαμία τού κλήρου, στέρηση τών λαϊκών από τήν κοινωνία τού Ποτηρίου, ξύρισμα τών κληρικών κ.ά.

Στά πλαίσια της αντορθόδοξης τακτικής, οι Φράγκοι έπίσκοποι, τό 794 (Σύνοδος της Φραγκφούρτης), καταδικάζουν τίς αποφάσεις της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου (787) γιά τήν τιμητική προσκύνηση τών εικόνων· καί τό 809 (Σύνοδος τού Άαχεν), προσθέτουν στό ιερό Σύμβολο της Πίστεως τό Filioque. Τά δύο αυτά γεγονότα αποτελούν τό πρώτο στάδιο τού σχίσματος ανάμεσα στούς Φράγκους κατακτητές καί τούς ορθόδοξους Ρωμηούς.

2)Ανθελληνική πολιτική, αφού ό Ελληνισμός αποτελούσε τήν ιστορική σάρκα της Ορθοδοξίας καί συστατικό στοιχείο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Οι πολιτιστικά μειονεκτικοί Φράγκοι, λοιπόν, αρχίζουν νά συκοφαντούν τόν Ελληνικό πολιτισμό ως πολιτισμό πλάνης καί νά αποκαλούν τούς "Έλληνες Γραικούς, προσδίδοντας όμως στό αρχαίο αυτό όνομά τους χλευαστικό περιεχόμενο (γραικός = αιρετικός, απατεώνας).

Στή μεθοδευμένη έπίθεση τών Φράγκων, ή Εκκλησία της Ρώμης αγωνίζεται νά μείνει πιστή στήν πρωτοχριστιανική παράδοση καί τήν ελληνική της συνέχεια, διατηρώντας έκκλησιαστική κοινωνία μέ όλα τά Ορθόδοξα Πατριαρχεία της Ανατολής. Έτσι, γιά παράδειγμα, τό 816 ό πάπας Λέων Γ' αρνήθηκε τήν προσθήκη τού Filioque καί, γιά νά διαφυλαχθεί αλώβητο τό Σύμβολο της Πίστεως από τίς φράγκικες παραποιήσεις.

Έτσι διέταξε νά χαραχθεί τό αυθεντικό κείμενο σέ αργυρές πλάκες, πού έντοιχίστηκαν στόν ναό τού Αγίου Πέτρου μέ τήν έπιγραφή: «Αυτές έγώ, ό Λέων, τίς τοποθέτησα από αγάπη καί γιά διαφύλαξη της ορθοδόξου πίστεως». Αργότερα, έκπρόσωποι τού πάπα 'Ιωάννου Η' συμμετείχαν στή Σύνοδο της Κων/πόλεως (879-880), ή όποία γιά τήν 'Ορθοδοξία είναι ή Η' Οικουμενική καί στήν όποία, υπό τήν προεδρία τού πατριάρχου Κων/πόλεως αγίου Φωτίου τού Μεγάλου, καταδικάστηκαν οι φράγκικες αιρέσεις γιά τίς εικόνες καί τό Filioque.

Τόν 10ο αι. οί Φράγκοι εντείνουν τήν πολεμική κατά τών ορθοδόξων Ρωμαίων της Δύσεως, στοχεύοντας στήν κατάληψη τού παπικού θρόνου. Τελικά, τό 1009 καταλαμβάνουν τό Ορθόδοξο Πατριαρχείο της Ρώμης καί ανεβάζουν στόν θρόνο τόν Φράγκο πάπα Σέργιο Δ', ό όποιος προσθέτει στό Σύμβολο της Πίστεως τό αίρετικό Filioque

Τά Ορθόδοξα Πατριαρχεία της 'Ανατολής απαντούν μέ τή διαγραφή τού ονόματός του από τά Δίπτυχα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, όπότε τό Σχίσμα γίνεται πραγματικότητα. Στίς 16 Ιουλίου τού 1054, ό επικεφαλής της παπικής αντιπροσωπείας καρδινάλιος Ουμβέρτος κατέθεσε στήν αγία Τράπεζα τού ναού της Αγίας Σοφίας, στήν Κωνσταντινούπολη, τόν αφορισμό της ανατολικής Χριστιανοσύνης.

Μέ τήν πράξη του αυτή, ή φράγκικη Χριστιανοσύνη όριστικοποιούσε τόν χωρισμό της από τήν 'Ορθόδοξη Εκκλησία. Δέν ήταν ή αρχή αλλά ή επιβεβαίωση ένός σχίσματος πού είχε καλοσχεδιαστεί 260 χρόνια νωρίτερα στήν αυλή τού Καρλομάγνου· ένός σχίσματος πού «δέν εγινε μεταξύ δυτικών καί ανατολικών Ρωμαίων», όπως πολλοί νομίζουν, «αλλά μεταξύ Φράγκων καί Ρωμαίων» (καθηγ. π. 'Ιωάννης Ρωμανίδης).

ΠΟΡΕΙΑ ΚΑΙ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΠΑΠΙΣΜΟΥ:
Από τή στιγμή πού τό πρωτόθρονο Πατριαρχείο της Ρώμης αποκόπηκε από τό σώμα τού Χριστού, στερήθηκε πλέον τή θεία χάρη, μέ συνέπεια τή σταδιακή αποσύνθεσή του. Καθώς σημειώνει χαρακτηριστικά ό άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως, «ή Δυτική 'Εκκλησία έχασε τήν πνευματική της ελευθερία, έχασε τόν στολισμό της, κλονίσθηκε από τά θεμέλιά της, στερήθηκε τόν πλούτο της Χάριτος τού Αγίου Πνεύματος, τήν παρουσία τού Χριστού.

Τελικά κατάντησε ένα σώμα βουβό, χωρίς πνεύμα καί ψυχή». Γι' αυτό στούς επόμενους αιώνες ακολουθεί έναν αλλοτριωτικό κατήφορο δίχως ελπίδα επιστροφής, οδηγώντας τόν άνθρωπο της Δύσεως στήν απογοήτευση, τό υπαρξιακό κενό καί τό αδιέξοδο.

Α. Λίγα μόλις χρόνια μετά τό Σχίσμα, τό 1075:
ό πάπας Γρηγόριος Ζ' προβάλλει στίς περίφημες Παπικές Υπαγορεύσεις του  τίς αξιώσεις τού παπικού θρόνου γιά τήν απόλυτη κυριαρχία τού κόσμου: «Ή Ρωμαϊκή Εκκλησία ιδρύθηκε από τόν ίδιο τόν Θεό. Ό πάπας είναι ό απόλυτος κύριος της παγκόσμιας Εκκλησίας. Διορίζει καί καθαιρεί Επισκόπους. Μόνο αυτός μπορεί νά συγκαλέσει Οικουμενική Σύνοδο.

Οι αντιπρόσωποί του είναι ανώτεροι από τούς έπισκόπους. Μόνο αυτός χρησιμοποιεί τά αυτοκρατορικά διάσημα. Οι πρίγκιπες οφείλουν νά τού φιλούν τά πόδια. Έχει τό δικαίωμα νά καθαιρεί τούς αυτοκράτορες. Χωρίς τή δική του έγκριση κανένα βιβλίο δέν είναι έγκυρο. Οι αποφάσεις του δέν ακυρώνονται από κανέναν· αυτός μόνος μπορεί νά ακυρώνει τίς αποφάσεις όλων τών άλλων. Ό πάπας δέν μπορεί νά κριθεί από κανέναν.

Ή αγιότητά του είναι έξασφαλισμένη χάρη στίς αρετές τού αγίου Πέτρου. Ή Ρωμαϊκή Εκκλησία δέν σφάλλει ποτέ, ούτε καί πρόκειται ποτέ νά σφάλει» [2]. Μ' αυτές τίς θέσεις τού πάπα Γρηγορίου Ζ' αρχίζουν οι σκληροί αγώνες της «Εκκλησίας» της Ρώμης γιά τή θρησκευτική, πολιτική καί κοινωνική έπιβολή της στούς χριστιανικούς λαούς της Δύσεως (αγώνας περί επιβολής), πού διαρκούν 200 περίπου χρόνια.

Τελικά, ό πάπας συγκεντρώνει στά χέρια του κάθε έξουσία - πνευματική, πολιτική, νομοθετική, δικαστική. Είναι ή πρώτη έμφάνιση τού όλοκληρωτισμού στήν Ευρώπη.

Β.Τό 1095 ό πάπας Ουρβανός Β', μέ τό σύνθημα «Τό θέλει ό Θεός», ξεσήκωσε όλόκληρη τή δυτική Χριστιανοσύνη σέ ιερό πόλεμο κατά τών Μουσουλμάνων πού κατείχαν τούς Αγίους Τόπους. Πρόκειται γιά τίς Σταυροφορίες, τίς όποίες ή 'Ανατολή έζησε έφιαλτικά ως βαρβαρικές έπιδρομές (βλ. παρακάτω).

Γ.Τόν 12ο καί τόν 13ο αι. ή Λατινική «Εκκλησία» ιδρύει στά μοναστήρια τών μεγάλων πόλεων ειδικές σχολές, όπου διδάσκεται ή σχολαστική θεολογία. Οι σχολαστικοί θεολόγοι παραθεωρούν τήν αποκαλυπτική καί έμπειρική πίστη της 'Εκκλησίας, στηρίζονται στήν αριστοτελική φιλοσοφία καί προσπαθούν νά διερευνήσουν τά μυστήρια τού Θεού μέ τήν ανθρώπινη λογική καί τόν στοχασμό.Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τήν πίστη σ' έναν διαστρεβλωμένο, φανταστικό θεό, τόν όποιο ό άνθρωπος της Δύσεως καλείται νά προσεγγίσει μέ τίς νοητικές του ίκανότητες.

Έτσι, ή χριστιανική πίστη από βιωματική σχέση μέ τόν Θεό ξεπέφτει σ' ένα αφηρημένο μεταφυσικό ιδεολόγημα, τό όποιο ή «Εκκλησία» - κράτος αναλαμβάνει νά περιβάλει μέ τήν αυθεντία της καί νά προστατεύσει ή καί νά επιβάλει μέ τήν εξουσία της.

Τελικά, μέ τόν σχολαστικισμό, ή Δύση απομακρύνεται όριστικά από τή γνησιότητα τού εκκλησιαστικού βίου, καί στόν πολιτισμό της ύπερισχύουν ή νοησιαρχία, ό ορθολογισμός καί ό ατομοκεντρισμός. Έχει εύστοχα επισημανθεί ότι «ό δυτικός Χριστιανισμός δέν είναι ή Εκκλησία τού Θεού Λόγου αλλά ή θρησκεία τού ορθού λόγου». Η συνέχεια αύριο




Δεν υπάρχουν σχόλια: